HomeΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣΆνοιξη μου γλυκειά, γυρισμό που δεν έχεις

Άνοιξη μου γλυκειά, γυρισμό που δεν έχεις

Μεγάλη Παρασκευή, η κορύφωση του θείου δράματος και ο σπαραγμός της Παναγίας.

Κάθε άνοιξη, κάθε χρόνο, ο ίδιος θρήνος. Η Παναγιά, τραγική, πανανθρώπινη μάνα που σπαράζεται και ολοφύρεται μπροστά στο χαμό του σπλάχνου της.

Ο πόνος συνυφασμένος με τη ζωή, η ζωή που δεν υπάρχει χωρίς το θάνατο, δύσκολες έννοιες για τον ανθρώπινο νου.

Όμως για να υπάρξει η Ανάσταση, προηγείται ο θάνατος.

«Η σταύρωση είναι ο μόνος δρόμος της Ανάστασης. Άλλον δεν έχει…» γράφει ο Καζαντζάκης.

Το σπαραχτικό μοιρολόι της Παναγίας με συγκλονιστικό τρόπο αποδίδει ο ποιητής μας Κώστας Βάρναλης στα ποιήματά του «Η μάνα του Χριστού» και «Οι πόνοι της Παναγιάς».

Η Μάνα του Χριστού-Κώστας Βάρναλης (απόσπασμα)

Κατεβάζω στα μάτια τη μαύρη ομπόλια,
για να πάψει κι ο νους με τα μάτια να βλέπει…
Ξεφαντώνουν τ΄αηδόνια στα γύρω περβόλια,
λεϊμονιάς σε κυκλώνει λεπτή μοσκοβόλια.

Φεύγεις πάνου στην άνοιξη, γιέ μου καλέ μου,
Άνοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν εχεις.
Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη γιέ μου,
δε μιλάς, δεν κοιτάς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!

Καθώς κλαίει, σαν της παίρνουν το τέκνο, η δαμάλα,
ξεφωνίζω και νόημα δεν έχουν τα λόγια.
Στύλωσέ μου τα δυό σου τα μάτια μεγάλα:
τρέχουν αίμα τα στήθια, που βύζαξες γάλα.

Πως αδύναμη στάθηκε τόσο η καρδιά σου
στα λαμπρά Γεροσόλυμα Καίσαρας να ’μπεις!
Αν τα πλήθη αλαλάζανε ξώφρενα (αλιά σου!)
δεν ηξέραν ακόμα ούτε ποιό τ΄όνομά σου!

Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη…
Δολερά ξεσηκώσανε τ’ άγνωμα πλήθη,
κι όσο ο γήλιος να πέσει και να’ ρθει το δείλι,
το σταυρό σου καρφώσαν οι οχτροί σου κ’ οι φίλοι.

Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν! Κι ακόμα,
σα ρωτήσανε: «Ποίος ο Χριστός;» τι’πες «Να με»!
Αχ! δεν ξέρει, τι λέει το πικρό μου το στόμα!
Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σ’ έμαθ’ ακόμα!

Οι πόνοι της Παναγιάς -Κώστας Βάρναλης (απόσπασμα)

Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάξεις
Ξέρω πως θάχεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που με τα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.

Συ θα ‘χεις μάτια γαλανά, θα ‘χεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή και από κακό καιρό,
από το πρώτο ξάφνιασμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό.
Εσύ νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος, όχι σκλάβος ή προδότης

Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι,
κ’ υστέρα απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ
που θα πηγαίνεις στο σκολιό με πλάκα και κοντύλι…

Κι αν κάποτε τα φρένα σου το Δίκιο, φως της αστραπής,
κι η Αλήθεια σου χτυπήσουνε, παιδάκι μου, να μη την πεις.
Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.

Ώχου, μου μπήγεις στην καρδιά, χίλια μαχαίρια και σπαθιά.
στη γλώσσα μου ξεραίνεται το σάλιο, σαν πικρή αψιθιά!
– Ω! πώς βελαζεις ήσυχα, κοπάδι εσύ βουνίσιο…-
Βοηθάτε, ουράνιες δύναμες, κι ανοίχτε μου την πιο βαθιά
την άβυσσο, μακριά απ’ τους λύκους να κρυφογεννήσω!

Και μετά τον ανείπωτο πόνο, η ανείπωτη χαρά της Αναστάσεως, η ήττα του θανάτου και της φθοράς. Η ημέρα της Λαμπρής, μέρα χαράς και συμφιλίωσης, ειρήνης και αγάπης. Ο θρίαμβος της ζωής!!

Η Ημέρα της Λαμπρής-Διονύσιος Σολωμός( απόσπασμα)

 

«Καθαρότατον ήλιο επρομηνούσε
της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,
σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε
τ’ ουρανού σε κανένα από τα μέρη,
και από εκεί κινημένο αργοφυσούσε
τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ’ αέρι,
που λες και λέει μες της καρδιάς τα φύλλα
«γλυκιά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα».

Χριστός ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες
όλοι, μικροί, μεγάλοι ετοιμασθήτε,
μέσα στις εκκλησιές τες δαφνοφόρες
με το φως της χαράς συμμαζωχθήτε,
ανοίξατε αγκαλιές ειρηνοφόρες
ομπροστά στους Αγίους, και φιληθείτε!
φιληθείτε γλυκά χείλη με χείλη,
πέστε Χριστός ανέστη, εχθροί και φίλοι.

Δάφνες εις κάθε πλάκα έχουν οι τάφοι,
και βρέφη ωραία στην αγκαλιά οι μανάδες,
γλυκόφωνα, κοιτώντας ταις ζωγραφι-
σμένες εικόνες, ψάλλουνε οι ψαλτάδες,
λάμπει το ασήμι, λάμπει το χρυσάφι
από το φως που χύνουνε οι λαμπάδες,
κάθε πρόσωπο λάμπει απ’ τ’ αγιοκέρι,
οπού κρατούνε οι Χριστιανοί στο χέρι».

Επιμέλεια: Ελένη Μ. Ματαράγκα

Προηγουμενο αρθρο
Ένα αγνάντεμα της Λευκάδας από ψηλά
Επομενο αρθρο
Έτοιμοι οι επιτάφιοι των ενοριακών ναών της πόλης της Λευκάδας

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.