HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΑναμνήσεις από την επιστράτευση του 1974 στη Λευκάδα

Αναμνήσεις από την επιστράτευση του 1974 στη Λευκάδα

Γράφει ο Παναγιώτης Σκληρός

Επιστράτευση 1974, Λευκάδα 24 Ιουλίου, κατακαλόκαιρο και τα ταξί, τα λεωφορεία και τα φορτηγά κουβαλάνε επιστρατευμένους στην Πρέβεζα, αρχικά στο κάστρο που ήταν το στρατόπεδο κι αμέσως στο γήπεδο για μια μέρα μέχρι να δουναι που θα μας πάνε. Γενική επιστράτευση λοιπόν(!),εμβατήρια, έκπληξη, αντίρρηση, μαζί και φόβος.

Οι περισσότεροι Λευκαδίτες καλούνταν σε καιρό επιστράτευσης σ’ αυτό το κέντρο να παρουσιαστούν. Πήγα κι εγώ, ενώ  ήμουν για διακοπές στη Βασιλική στο σπίτι μου μαζί με το φίλο μου τον Αντώνη τον Ταγλίδη, φίλος απ’ το στρατό στο Λαγκαδά με διοικητή μερ/χιας τον Γρηγόριο Μπονάνο, αργότερα  μοιραίο αρχηγό Ενόπλων Δυνάμεων το 1974 με την εισβολή στην Κύπρο αλλά και απ’ αυτούς που αποφάσισαν την παράδοση της εξουσίας στον Καραμανλή και που  «ενώ οι Τούρκοι συνέχιζαν πυρετωδώς την προεργασία τους, στο Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων (ΑΕΔ), ο Γρηγόριος Μπονάνος καθησύχαζε τους πάντες ότι επρόκειτο για τουρκική άσκηση και ότι δεν υπήρχε κίνδυνος εισβολής!»

Το τι είχε γίνει μ’ εκείνη την αλαλούμ επιστράτευση για εσωτερική χρήση της χούντας, δεν λέγεται. Βέβαια δεν θα το εξιστορήσω εδώ. Το έχουν κάνει άλλοι και πολύ ειδικοί στο θέμα. Θα παρουσιάσω απλά πως έζησα από κοντά μια μορφή του σημερινού καλλιτεχνικού κόσμου μιας και έτυχε να’μαστε μαζί τότε στον «πόλεμο», μ’ εκείνες τις συνθήκες. Τον Δημήτρη Πιατά που υπηρετούσε εξ αναβολής στην μονάδα επιστράτευσης στην Πρέβεζα σαν φροντιστής-αποθηκάριος.

Πήγαμε λοιπόν στην Πρέβεζα μετά από μια στάση στο Φρουραρχείο της Λευκάδας όπου ένα τσούρμο κόσμος ζητούσε φύλλα πορείας κ.λ.π και μέσα- μέσα έβλεπα κανένα γνωστό απ’ το γυμνάσιο μιας κι έλειπα απ’ τη Λευκάδα ακριβώς 10 χρόνια. Εκεί, ανεβαίνοντας στο λεωφορείο για την Πρέβεζα, ο Νικήτας Βερύκιος, όπως μου αφηγήθηκε ο δάσκαλος Χρήστος Περδικάρης, φώναξε το περιβόητο: «Πάμε!!Μια τουφεκιά ειν’ ο θάνατος! »

Δυο χρόνια γυμνάσιο στην πόλη, ένα στη Βασιλική και τα υπόλοιπα στο νυχτερινό της Καλλιθέας. Άρα οι δεσμοί ήταν κομμένοι αλλά το θυμητικό, καλό. Φάτσες γνωστές αλλά ονόματα τίποτα. Πατριώτη απ’ δω πατριώτη από κει, όλο και πλησιάζαμε. Μείναμε στο γήπεδο της Πρέβεζας μια βραδιά, μου φαίνεται. Μας τσουβάλιασαν πάλι απ’ το γήπεδο όπως είμαστε, με τα καλοκαιρινά μας ρούχα, έτσι σαν τουρίστες και μας πήγαν σ’ ένα τεράστιο χωράφι στο Μύτικα Πρέβεζας με… τριφύλλι!  Εκεί ήρθαν κάτι αξιωματικοί και προσπαθούσαν να χωρίσουν χιλιάδες επιστρατευμένους ανά επώνυμο, ανά περιοχή καταγωγής, ανά ειδικότητα, ανά ηλικία κ.λ.π κι όλο τα αλλάζανε γιατί… πλάνο δεν είχαν!

Ήρθαν και κάτι φορτηγά μεγάλα κι άδειαζαν με ανατροπή άλλο καραβάνες και γυλιούς ή σκηνές, άλλο όπλα Μ1 καταλαδωμένα μέσα σε κασόνια με γράσο που κάμαμε μια εβδομάδα να τα καθαρίσουμε, άλλο καζάνια , άλλο κάτι τσουβάλια που είχαν μέσα κουβέρτες, άλλο αρβύλες, άλλο ρούχα εκστρατείας, σκελέες, καμιά πετσέτα, κορδόνια, ωχ παναγιά μου τι να πρωτοθυμηθώ!

Γίναναι λοιπόν αυτά 6-7 σωροί κι ένας αξιωματικός ανέβηκε επάνω στην καρότσα ενός φορτηγού και μας είπε να πάμε να πάρουμε από ένα όπλο, μια κουβέρτα, μια καραβάνα, κάνα κουτάλι, μια φόρμα για να ντυθούμε… αξιόμαχοι φαντάροι και φυσικά άρβυλα κι από ένα ζευγάρι κάλτσες! Σφαίρες-ευτυχώς –δεν έδωσαν. Άρα είχαμε όπλα για να ακουμπάμε.

Το τι επακολούθησε δεν περιγράφεται. Γιουρούσι σωστό! Τράβαγε ένας από δω ένα παπούτσι 42 νούμερο κι ο άλλος απ’ τα κορδόνια το ίδιο. Άλλος έβρισκε ίδιο νούμερο αλλά… όλα δεξιά. Άλλος είχε ένα μπερέ μέχρι τα αυτιά για γέλια και για κλάματα, άλλος βάραγε μια καραβάνα με το κουτάλι γιατί του την είχε δώσει, άλλος έβριζε, άλλος έψαχνε νούμερο για τη ζωστήρα και μέχρι να την προβάρει του την είχε αρπάξει ο δίπλα, άλλος δοκίμαζε μια φόρμα αλλά τα απάνω μέρος το είχε πάρει άλλος, άλλος δεν έβρισκε τίποτα γιατί δεν έκανε γιουρούσι, άλλος έψαχνε να βάλει τάξη και στο τέλος κανένας δεν είχε εκείνα που έπρεπε.

Έτσι ψόφιοι κι αγχωμένοι, χωρίς καμιά πληροφόρηση για το τι γίνεται πραγματικά στη χώρα, μείναμε όλο το βράδυ εκεί στο τριφυλλοχώραφο, χωρίς νερό, μέχρι να ξημερώσει. Ύπνο μέσα  στη σούδα με σακούλες από τα γύρω θερμοκήπια.

Σιγά σιγά γνωριζόμαστε μεταξύ μας πιο πολύ απ’ τα λευκαδίτικα επίθετα μας θυμόμαστε κι ερχόμαστε πιο κοντά. Τα πισωχωρήτικα επίθετα λίγο πολύ ήταν γνωστά κι έτσι προσεγγίζαμε πιο εύκολα μεταξύ μας γιατί ξέραμε ότι το Σκληρός και Ζαμπέλης θα’ναι απ’ το Μαραντοχώρι ή το Πατρίκιος και Κατηφόρης απ’ τον Άη Πέτρο, Σολδάτος απ το Σύβρο-Άη Λιό, Θερμός Νυδρί-Βαυκερή κ.λπ. Έτσι με γνωριμίες κι ανταλλαγές κάπως ταχτοποιηθήκαμε να μην είμαστε γελοίοι μεταξύ μας στο ντύσιμο. Γιατί απ’ το αξιόμαχο…μη κάνετε κουβέντα… Όλοι για πέταμα είμαστε κι ανόρεχτοι να δεχτούμε αυτό που μας λέγανε.

Το πρωί λένε πάμε στο Καστρί πάνω απ’ την Ηγουμενίτσα να στήσουμε στρατόπεδο για να φυλάμε τα σύνορα με την Αλβανία, μπας και μπουν οι κομουνιστές του Χότζα με τα… τρακτέρ…

Μπήκαμε πάλι στα ΡΕΟ κι όταν φτάσαμε μας είπαν που είναι ο χώρος κάθε λόχου. Θυμάμαι μ’ έβαλαν στο λόχο Διοικήσεως και σε μια σκηνή τύπου Λ για 2 άτομα μαζί  μ’ ένα επίσης έφεδρο αξιωματικό τον Κώστα Λογοθέτη, γυμναστή, απ’ την Πρέβεζα. Αργότερα που μερικοί απολυόταν, συγκατοίκησα και με τον Γιώργο το Κτενά τον δικηγόρο και με τον Νικό το Βαγενά. Λιαζόμαστε όλη μέρα, ούτε κάναμε τίποτα παρά…  ξόρκια και εφευρέσεις να μη μας φάνε καλοκαιριάτικα τα φίδια. Εκεί, στον ίδιο λόχο και με άλλους Λευκαδίτες στήσαμε όλοι σκηνές, καζάνια, αποθήκες, γραφεία, ιατρείο με κόκκινο σταυρό κ.λπ. Κι ενώ η χούντα έπνεε τα λοίσθια ήρθε ένας κοντοπίθαρος καραβανάς με πολλά γαλόνια κι ένα στόμφο κι άρχισε να λέει θεωρίες πατριωτισμού και ψεύτικα γεγονότα απ’ την Κύπρο, χωρίς κανένας μας να θέλει ν’ ακούσει. Αυτός νόμιζε ότι είχε νεοσύλλεκτους μπροστά του κι άρχισε τα οκλαδόν-εγέρθητι κ.λπ  αλλά πολύ λίγοι υπάκουαν. Θυμάμαι μάλιστα ένα μουστακαλή γεροδεμένο νέο που γίναμε κι είμαστε ακόμα φίλοι, τον Θοδωρή τον Σολδάτο απ’ τον Άη Λιό, αγρότη και βιοτέχνη-μαραγκό, να του αντιμιλάει και να του λέει ότι δεν υπακούει γιατί δεν τον αναγνωρίζει. Άρχισε κι η γιούχα και μπροστά σε τέτοια ανυπακοή, ο καραβανάς έκανε μεταβολή κι έφυγε. Κι ο Θοδωρής στα ύψη της καρδιάς μας!

Είμαστε πολλοί Λευκαδίτες απ’ όλα τα χωριά. Κι απ’ τα πίσω κι απ’ τα μπροστινά και τα ορεινά. Όλη η Λευκάδα εκεί. Ερχόταν και επισκέψεις κάθε Κυριακή κι έβλεπαν μερικούς. Θυμάμαι τον Σ.Σ. που ήταν νιόπαντρος,  όταν ήρθε η αρραβωνιαστικιά του και μπήκαν στη σκηνή, έγινε σωστός σεισμός και πολλοί χειροκροτούσαν απ’ έξω αλλά τους απομακρύναμε. Είχαμε όντως… αγριέψει εκεί πάνω. Ο Φώντας ο Δουβίτσας τα θυμάται καλύτερα και μου τα θυμίζει κι εμένα. Είχαμε κι ένα μάγειρα επίθετο Φέγγαρης απ’ τους Καρυώτες, θυμάμαι. Τι να βάλει ο έρμος για φαί, πατάτες με πατάτες και μελιτζάνες με κρεμμύδια ή ένα κρέας απ την Αργεντινή τυλιγμένο με τουλουπάνι που το κόβαμε με το τσεκούρι και πετάγονταν τα κομμάτια μες τις μάζες. Θυμάμαι έγραφε με κάτι θεόρατες σφραγίδες διάφορα αλλά στην ημερομηνία δεν κάναμε λάθος. Έγραφε 1952!… Γέλιο πολύ στο συσσίτιο, μέχρι που μια μέρα έβαλε ένα τεράστιο φίδι μες το καζάνι (έτσι για πλάκα) και μια άλλη τον φίλο μου το Νίκο απ’ τα Χαραδιάτικα, ολόκληρο μέσα και γύρω γύρω οι υπόλοιποι κάναμε σαν τους Μαομαο… Κάποια μέρα (για να δείτε το τι γινόταν τότε στην επιστράτευση) φάγαμε βραστό ψάρι αλά Λευκάδα με πατάτες και κρεμμύδια απ’ τους κήπους κι αντί για λεμόνι ένα καλάθι στημένα άγουρα σταφύλια που βρήκαμε εκεί γύρω. Τα ψάρια τα έφεραν κάποιοι δικοί μας που πήγαν στις εκβολές του Καλαμά με τα πόδια και τα ψάρεψαν με.. τουφέκια Μ1. Ήταν κάτι τεράστια κεφάλια-στράδια που κάναμε τσιμπούσι με δαύτα..

Υπήρχε όμως  αμηχανία κι αγωνία πότε θα φύγουμε αφού από κάνα τρανζίστορ στο χωριό που βγαίναμε για κανα αυγό, ακούγαμε ότι έπεσε η χούντα, πήραν οι Τούρκοι την Κύπρο, ήρθε ο Καραμανλής κι ακούγαμε ελεύθερα Θεοδωράκη!! Πάντα θα θυμάμαι το Στάθη το Μαργέλη (έφυγε νωρίς) να τραγουδάει το «όταν σφίγγουν το χέρι», να βαράει το χέρι του στο τραπέζι με μανία και ν’ ανατριχιάζεις. Κατεβαίναμε και στην Ηγουμενίτσα καμιά φορά με το ΡΕΟ ή την Καναδέζα και πίσω το βράδυ, αναφορά και ύπνο. Σκοπιές κανονικά γύρω γύρω, περιπολίες, συνθήματα της πλάκας, αλτ και καλαμπούρια όταν πια είχαμε ξεψαρώσει. Φτιάξαμε και μια ομάδα και παίζαμε ποδόσφαιρο με κόντρα την Ηγουμενίτσα, (έχω γράψει γι αυτή την συνάντηση). Είχαμε κι ένα πολύ καλό διοικητή τον Ζησόπουλο που ήταν επιστρατευμένος κι αυτός άρα ελεύθερος άνθρωπος. Όταν έφυγε κι ο Ζησόπουλος με τις πρώτες βροχές και την πολύ λάσπη, νομίζω έμεινα εγώ κι έτσι άρχισαν οι πατριώτες να φεύγουν για τις δουλείες και τις οικογένειες τους στη Λευκάδα.  Άλλος για καμιά τράτα, άλλος για τα σταφύλια, άλλος να ρογγίσει τις ελιές κ.ο.κ. Κυρίως να δουνε την οικογένεια τους, τους δικούς τους. Τους μάζεψα θυμάμαι και είπα «παιδιά να φύγετε, έτσι κι αλλιώς τζάμπα μας έχουν εδώ όλους αλλά για να ξέρω που βρίσκεστε, δώστε μου μια φωτογραφία σας και το όνομα από πίσω γραμμένο και το χωριό και πηγαίνετε στο καλό, έτσι χωρίς χαρτιά».  Το θυμούνται και μου το λένε ακόμα και τώρα που το’χα ξεχάσει… Πήγαινα κι εγώ στη Λευκάδα και θυμάμαι γυρίζαμε χαράματα με τα ταξί 5-6 μαζί σαν σαρδέλες, με τον Αντώνη τον Βλάχο-Κουρατζάνη ή τον Αποστόλη τον Μήτσουρα, με τις λούφες…όπως και άλλους. Μια φορά μάλιστα χαράματα, είχαμε πέσει και σ’ενα αρδευτικό κανάλι κάπου στο Φανάρι αλλά ευτυχώς τη γλυτώσαμε.

Πολύ τράβηξα τα της επιστράτευσης κι ακόμα δεν μπήκα στο θέμα . Ήταν λοιπόν στον λόχο διοικήσεως κι ο Γιώργος ο Σκιαδαρέσης απ’ το Πινακοχώρι, ο γιος του Τάκη με το καφενείο, που ήταν κι αυτός έφεδρος αξιωματικός αλλά με μέλισσα δηλαδή φροντιστής. Δεν έκανε τίποτα κι αυτός μέχρι που ήρθε και μου’πε, «Πάνο, αυτός εδώ τριγυρνάει το στρατόπεδο και παραμιλάει». Πλησιάζουμε έναν στρατεύσιμο ανθ/γο με γουρλωμένα όσο έπαιρνε τα μάτια του απ’ την αϋπνία , μ ένα πιστόλι να κρέμεται μέχρι τα γόνατα, να πηγαίνει πάνω κάτω ολομόναχος κι αλαφιασμένος και του λέω αν έχει κάποιο πρόβλημα και ποιος είναι. Μου λέει έφεδρος ανθ/γος φροντιστής Πιατάς Δημήτριος κι είμαι χρεωμένος όλες τις αποθήκες που άδειασαν. Και το πρόβλημα μου είναι ότι έχετε όλοι ρούχα, παπούτσια, όπλα, ένα σωρό εφόδια διπλά και τριπλά, άλλοι κάτι πιστόλια παμπάλαια parabelum που δεν κάνουν ούτε για τις απόκριες κ.λπ, αλλά εγώ όλα αυτά τα’χω χρεωμένα και δεν έχω χρεώσει με 108 κανένα από εσάς. Θα περάσω στρατοδικείο και θα πάω φυλακή.

 Με το αλαλούμ της Πρέβεζας και των φορτηγών που σας περιέγραψα, έπαιρνε ο καθένας ότι μπορούσε αλλά δεν υπέγραφε πουθενά τι και πόσα πήρε ώστε να ξεχρεώνεται ο αποθηκάριος. Τον ηρεμήσαμε όσο μπορούσαμε, κάνουμε παραπέρα με το Γιώργο, πάμε στο διοικητή, του το λέμε και παίρνουμε την άδεια να βρούμε μια λύση για να σωθεί η κατάσταση.

Πήραμε  λοιπόν ο Γιώργος ο Σκιαδαρέσης κι εγώ τον Πιατά κυριολεκτικά απ’ το χέρι και γυρίσαμε σκηνή σκηνή όλο το τάγμα κι όλοι δήλωσαν και υπόγραψαν τι φορούσαν και τι είχαν στη σκηνή τους, για να τους τα χρεώσει. Έτσι ηρέμησε ο Πιατάς κάπως, γιατί δεν ήταν βέβαια όλα τα δηλωθέντα όσα είχε αυτός χρεωμένα. Πολλά έκαναν… εμφάνιση το χειμώνα στη Λευκάδα και αλλού, κυρίως αρβύλες και φόρμες για τις ελιές και τις αγροτικές δουλειές ή το κυνήγι…

Ο Πιατάς έκανε κοντρόλ, παρέδωσε και πήρε απολυτήριο όπως μάθαμε αργότερα, όπως κι εμείς, (έμεινα δυστυχώς μέχρι τον Νοέμβρη εγώ και απολύθηκα απ’ την Άρτα), αλλά γι αυτά που του έλειπαν πέρασε όντως στρατοδικείο στο Ρούφ και στο οποίο πήγαμε ο Σκιαδαρέσης κι εγώ  μάρτυρες. Αθωώθηκε αλλά έμεινε η ταλαιπωρία. Μα πιο πολύ μια βαθειά φιλία που με τιμά. Ο Δημήτρης όποτε έρχεται στη Λευκάδα βρισκόμαστε και πάντα με ευχαριστεί κι όποτε ανεβαίνω στην Αθήνα πηγαίνω όπου εμφανίζεται. Θυμάμαι την αξέχαστη παράσταση «La nonna»  του Ρομπέρτο Κόσα, (το ξαναπαίζει φέτος), που με τα νοήματα αλλά και τις εκφράσεις, που κι εμείς εδώ χρησιμοποιούμε, μου φάνηκε ακόμα πιο κοντά σ’ εμένα… Πάντα λέει για εκείνη την εμπειρία χωρίς να γελάει όμως γιατι είναι όντως τραυματική και μας ευγνωμονεί που τον βοηθήσαμε. Μάλιστα μου’δωσε κι ένα βιβλίο του πέρυσι που αναφέρει σε κανα δυο σειρές αυτή την περιπέτεια της απόλυτης ακαταστασίας του κράτους που παραλίγο να την πληρώσει κι ο ίδιος.

Να’σαι καλά Δημήτρη και πάντα δημιουργικός.

Παναγιώτης Σκληρός                           Οκτώβριος 2020

Προηγουμενο αρθρο
Ομιλία στη Βουλή του θανάση Καββαδά για την κατάργηση των πλαστικών μιας χρήσης
Επομενο αρθρο
3.000 πρόστιμο σε κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος στη Λευκάδα

1 Σχόλιο

  1. Παναγιωτης Σκληρος
    21 Οκτωβρίου 2020 at 08:52 — Απάντηση

    Δημοσιευω εδω, παρατηρησεις και συμπληρωσεις που μου εστειλαν φιλοι…συμπολεμιστες,τους οποιους πολυ ευχαριστω:
    Δευτεραιος Θεμ Μουστας
    Πάνο για την πείνα που περάσαμε στον Μύτικα στην Πρέβεζα δεν έγραψες πολλά. Τέσσερις ημέρες χωρίς φαγητό καθόλου, την πρώτη ημέρα μια κονσέρβα για οκτώ άτομα και λίγες γαλέτες μετά τίποτα. Την πρώτη και την δεύτερη ημέρα κλέβαμε από τα γύρω θερμοκήπια κόκκινες και μισοκκινες ντομάτες σκέτες χωρίς ψωμί και χωρίς αλάτι,( το αλάτι μας έλειπε) την Τρίτη ημέρα είχαν εξαφανιστεί και οι καταπράσινες. Ακόμη και σήμερα όταν περισσεύει λίγο ψωμί για πέταμα θυμάμαι την πείνα που περάσαμε. Γενικά γινόταν χαμός, τα όπλα τα καθαρίζομαι από τα γράσα με χορτάρια ούτε πανιά δεν είχαμε…
    Απο Αντωνη Ταγλιδη: Τι μου θύμησες, τι μου θύμησες!!!
    Από την στιγμή που, φεύγοντας από την Λευκάδα, σε κατεβάσαμε από το Fiatάκι μας για να πας να παρουσιαστείς στην Πρέβεζα άρχιζε η δική μου περιπέτεια! Το ίδιο νόμισμα από την άλλη πλευρά. Μια περιπέτεια που κράτησε 42 μέρες στα χαρακώματα που σκάψαμε οι ίδιοι 2-3 μέτρα από τα νερά του Έβρου στην Ορεστιάδα. Σε απόσταση αναπνοής από τους Τούρκους. Θερμόαιμοι φαντάροι γνώστες της Τουρκικής εκστόμιζαν βρισιές προς τους μεμέτιδες και σε δευτερόλεπτα ακούγαμε ριπές. Άγνωστο προς ποια κατεύθυνση. Κάθε μέρα και ένα επεισόδιο. Υπερήφανος ανθυπολοχαγός του Ελληνικού στρατού με το κεφάλι γυμνό (!) το πιστόλι στη μέση και τις σφαίρες στην τσέπη αλλά χωρίς γεμιστήρα, άσχετος ο ίδιος με πολεμική θεωρεία και πράξη, “καθοδηγούσα” τους 33 αναλώσιμους φαντάρους της διμοιρίας μου και ταυτόχρονα ως νιόπαντρος ανησυχούσα μήπως η γυναίκα μου έφερνε στον κόσμο ένα παιδί με πατέρα που δεν υπήρχε πλέον. Σε άλλες περιπτώσεις δυο φορές με σημάδεψε με Μ1 Έλληνας φαντάρος που του είχε σαλέψει! Δυο φορές την γλύτωσα θεία βουλήσει! Τι να πρωτοθυμηθώ. Τι να πρωτογράψω. Ίσως κάποια μέρα να πουλήσω τις αναμνήσεις μου σε κάποιον παράγοντα του Χόλυγουντ για μια κινηματογραφική υπερπαραγωγή. Θα έχει ενδιαφέρον να βλέπουμε πέρα από όλα τα άλλα και ένα στρατιωτικό όχημα μεταφοράς προσωπικού να … κυνηγάει για να συλλάβει τον σαλεμένο φουκαρά που με σημάδεψε με το Μ1! Θου Κύριε σκότος εν τη μνήμη μου.

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.