HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΑπομνημονεύματα ιερέως Κωνσταντίνου Κακαβούλη – Επιστροφή στη Λευκάδα – Μέρος B΄

Απομνημονεύματα ιερέως Κωνσταντίνου Κακαβούλη – Επιστροφή στη Λευκάδα – Μέρος B΄

Μέρος Β΄

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗ ΛΕΥΚΑΔΑ

Την επομένην ημέρα μετά τα γεγονότα που συνέβησαν φρόντισε ο πατέρας μου και βρήκε μία σούστα που θα πήγαινε στους 40 και απεφασίσαμε να αλλάξουμε πορείαν. Να φύγουμε για Λευκάδα μέσω Αγίων 40 και όχι μέσω Ιωαννίνων πλέον.

Μπήκαμε στη σούστα το πρωί και το βράδυ φθάσαμε στο Δέλβενο, μίαν ωραίαν κωμόπολιν με άφθονα νερά, περιβόλια,βρήκαμε ωραίες νέσπολες, εκεί βρήκα την σούπα που είχα επιθυμήσει και κρεβάτι με παχύ στρώμα και αναπαύθηκα. Την επομένην συνεχίσαμε το ταξίδι μας δια τους Αγίους 40. Η διαδρομή ήτο ευχάριστος, διότι είχε ωραία πρασινάδα, το χόρτον πολύ ανεπτυγμένο με ύψος πλέον του ενός μέτρου.

13

Φθάσαμε το βράδυ στους Αγίους 40. Την κωμόπολιν είχον κάψει οι Τούρκοι και μόλις βρήκαμε μιά καλύβα σκεπασμένη προχείρως με τσίγκους. Το βράδυ έπιασε βροχή και οι άλλοι έγιναν μούσκεμα. Ο πυρετός απο την ταλαιπωρίαν και την στενοχώρια ανέβηκε 39, το σώμα μου έγινε όλο πληγές οι οποίες έσπασαν και έτρεχε πίον. Οταν είχα σωματικήν ανάγκην έπρεπε να με κρατεί ο πατέρας μου από τις μασχάλες, και να με σηκώνη. Να περπατήσω δεν ημπορούσα και με ένα πολύ ελαφρό μπαστούνι που μου αγόρασε ο πατέρας μου απο το Αργυρόκαστρο έπαιρνα μερικά βήματα. Σκληρή τροφή δεν ημπορούσα να φάγω, αλλά την είχε απαγορεύσει ο γιατρός διότι τα έντερά μου ήταν αδύνατα απο την τρομεράν ασθένειαν του κοιλιακού τύφου.

Την επομένην ημέραν κατέπλευσε εις Αγίους 40 ένα Αυστριακό καράβι το οποίον θα περνούσε απο την Λευκάδα. Μπήκαμε μέσα σ’αυτό και την ίδια ημέραν φθάσαμε στην Λευκάδα. Εμένα με κατέβασαν και με έβαλαν σε μια βάρκα, αλλά εδώ συνέβηκε ένα επεισόδιον. Κόντεψε να πνιγή ο πατέρας μου ο οποίος όπως κατέβαινε την σκάλα του καραβιού παραπάτησε και έπεσε στην θάλασσα. Ευτυχώς και τον άρπαξαν αμέσως οι άνθρωποι που βρέθηκαν εκεί και τον έβγαλαν και έτσι εσώθη απο τον πνιγμόν.

Μόλις βγήκαμε στην ξηρά με πήγε και με άφησε στο καφενείον του Μήτσουρα για να πάει αυτός να πάρη ορισμένα φάρμακα και να βρη και κάτι για φαγητό. Εκεί ήλθε ένας χωριανός μου ο οποίος δεν με εγνώρισε διότι τότε δεν ήμουν άνθρωπος, ένας σκελετός ήμουν, και το κεφάλι μου μου το είχαν όλο τυλιγμένο με επιδέσμους και μόνον τα μάτια ήτο ελεύθερα και έβλεπα. Αυτός ο άνθρωπος ήτο ο ταχυδρόμος Λευκάδας Βασιλικής, ονόματι Πάνος Προκόπης (πανοχέρας). Του μίλησα εγώ πρώτος γιατί τον γνώρισα. Δεν με γνωρίζεις του είπα μπάρμπα Πάνο; Και μου είπε δεν σε γνωρίζω παιδί μου. Και τότε του είπε ο Μήτσουρας ότι είμαι ο Κώστας του Νικολάκη του Κακαβούλη. Αυτός απόρησε πως κατήντησα έτσι. Εν τω μεταξύ έρχεται ο πατέρας μου και με πήρε απο το καφενείον και πήγαμε στο ξενοδοχείον φαγητού. Για μένα παρά την εντολήν του γιατρού είχε παραγγείλει μπριζόλες ωραίες αλλά δεν τις έφαγα διότι δεν ημπορούσα να ανοίξω το στόμα από τας πληγάς που είχα στα μάγουλα κοντά στα αυτιά. Τέλος ήλθε η ώρα να φύγουμε για το χωριό.

Ο Κωνσταντίνος Κακαβούλης στη δεκαετία το 1920 -πριν χειροτονηθεί ιερέας. Εικονίζεται με την σύζυγο του, την αδελφή της και τα τρία παιδιά του.
Ο Κωνσταντίνος Κακαβούλης στη δεκαετία το 1920 -πριν χειροτονηθεί ιερέας. Εικονίζεται με την σύζυγο του, την αδελφή της και τα τρία παιδιά του.

ΑΦΙΞΗ ΣΤΟ ΣΥΒΡΟ

Την συγκοινωνίαν τότε Λευκάδα Βασιλική μέσω Σύβρου την έκανε η άμαξα με δύο άλογα του Στέφανου του Τσή. Μπήκαμε εν τέλει στην άμαξα μου έδωσαν την καλίτερη θέση επειδή ήμουν ασθενής στρατιώτης και καθ’ όλην την διαδρομήν από Λευκάδα μέχρι Σύβρου, λόγω του καύσωνος- ήτο μην Μάιος- κρατούσε από πάνω από το κεφάλι μου την ομπρέλα της η μακαρίτισσα η Λουκίας Ιωάννου Σκληρού εκ Βασιλικής.

Μόλις φθάσαμε στον Σύβρο έξωθεν της οικίας Ευστ. Κακαβούλη σταμάτησε η άμαξα διότι εκεί ήτο ο δρόμος που θα πήγαινα στο σπίτι μου. Εκεί περίμεναν πολλοί για να με ιδούν αλλά εγώ δεν ημπορούσα να τους μιλήσω και τους παρακάλεσα να παραμερίσουν να περάσω να φθάσω στο σπίτι μου να αναπαυθώ. Εκεί συνέβει το εξής επεισόδιον. Μεταξύ των άλλων που περίμεναν εκεί ήτο και μια από τας αδελφάς μου η μακαρίτισσα η Αναστασά η οποία κτυπούσε το κεφάλι της όταν με είδε σ’ αυτήν την κατάστασην κ’ εφώναξε: Πως κατήντησες έτσι αδερφούλη μου; Αυτή η στάσις της αδελφής μου με ενευρίασε τότε και πετώντας το μπαστούνι μου να την κτυπήσω της είπα: Τι ενόμιζες πως θα με έβλεπες γαμβρό; Και πετώντας το μπαστούνι που ήτο το στήριγμά μου έπεσα κάτου. Κατόπιν με σήκωσαν και με πήγαν στο σπίτι μου και έπεσα στο κρεβάτι μου. Εκεί έφθασαν πολλοί συγγενείς και γείτονες να με ιδούν αλλά εγώ δεν άντεχα πλέον, ήθελα ησυχία και παρεκάλεσα να κλείσουν την πόρτα.

1254

Η μητέρα μου δεν ήτο εκεί είχε πάει στο Μαραντοχώρι στον αδελφό της τον μακαρίτη Θείον μου Παπά Σπύρο να του πη να τηλ/νηση για να μάθη τι απογίναμε.Την περιποίησιν μου ανέλαβον οι θείες μου Σταθούλα Μομφεράτου, και Γιάννα Μακάλα, μου έφεραν γάλα, έσφαξαν κοτόπουλο και μου έκαναν ζουμί.Εν τω μεταξύ ήλθε και η μακαρίτισσα η μητέρα μου και καταλαβαίνει κανείς τι τραγωδία εξελήχθη όταν μπήκε στο δωμάτιο μου και με είδε σε κείνα τα χάλια. Επεσε επάνω μου η καημένη και με φιλούσε κλαίουσα αλλά και συνάμα δοξάζουσα τον Θεόν που με ξαναείδε έστω και σ’ αυτήν την κατάστασιν που ευρισκόμουν τότε και με την ελπίδα πάντοτε ότι ο Θεός που με έσωσε ως εκ θαύματος μέχρι τότε θα με έκανε τελείως καλά, (ήτο δε πολύ πιστός άνθρωπος η μητέρα μου).

ΑΝΑΡΡΩΣΗ ΣΤΟ ΠΑΤΡΙΚΟ ΣΠΙΤΙ

Παρέμεινα στο σπίτι έως ότου έληξε η άδειά μου, και με περιποιούντο η μητέρα μου και η αδελφή μου η Αναστασά που ήτο η μεγαλύτερη. Η άλλη η Κατερίνα ήτο τότε μόλις 12 ετών. Ο πυρετος εξακολουθούσε να αναβαίνη μέχρι 38 αλλά μου γύρισε όρεξη για φαγητό. Από όλα τα φαγητά μου άρεσε περισσότερον η ξίνα, γάλα που το είχαν στο σκουπούλι με μιζήθρα και ήτο πικρό. Δίπλα από το σπίτι μας ήτο η οικογένεια της θειά Κοντύλως του Γράτζα. Εκεί ήτο μια αδελφή του η μακαρίτισσα η Ακριβή και της φώναζα και μου έφερνε και έτρωγα αυτήν την ξίνα. Μου έφερναν αυγά οι επισκέπται μου αλλά δεν μου άρεσαν. Τόσο πολλά μου έφεραν που γέμισε η μητέρα μου όλα τα πρεβάζα από τα παράθυρα. Ελεγα της μητέρας μου να τα πάρη απ’ εκεί να μην τα βλέπω και να τα βάλη σε κλωσούρες. Τόσο ήμουν εξαντλημένος που δεν ημπορούσα να βάλω τα παπούτσια μου και εκαθόμουν στον καναπέ, κρέμαγα τα πόδια μου και μου τα φορούσε η μητέρα, είχα καταντήσει ράκος.

Μια μέρα του Αγίου Κων/νου έβαλε η μητέρα μου τα άλλα παιδιά να τραγουδήσουν και να χορέψουν. Είπε και σε μένα να χορέψω και της είπα, τι μου λες μάνα να χορέψω που εγω είμαι σχεδόν πεθαμένος. Αυτή πάλιν μου έλεγε: Σώπα ψυχή μου και θα γίνης καλά και θα σε παντρέψουμε κιόλας. Εγώ της έλεγα: Τι μου λες μάνα για παντρειά που εγώ είμαι μισοπεθαμένος; Οταν επλενόμουν έπεφταν τα μαλιά μου μέσα στην λεκάνη τούφες τούφες μέχρις ότου δεν έμεινε τρίχα στο κεφάλι μου. Ο πυρετός εξακολουθούσε μέχρις ότου τελείωσαν οι 50 ημέρες που είχα και τότε έπρεπε να παρουσιασθώ στον στρατό δια να μην με κηρύξουν ανυπότακτον.

Συνεχίζεται

Διαβάστε το Α΄ μέρος [ΕΔΩ]

Προηγουμενο αρθρο
Βρώμα και δυσωδία αντάμα με τον «πολιτισμό μας»!
Επομενο αρθρο
Ανοιξε η γη στην Εθνική Οδό Ιωαννίνων-Αρτας -Μπορεί να σχετίζεται με τον σεισμό [βίντεο]

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.