HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΑπομνημονεύματα ιερέως Κωνσταντίνου Κακαβούλη – Στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο

Απομνημονεύματα ιερέως Κωνσταντίνου Κακαβούλη – Στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο

ΣΤΟΝ ΠΡΩΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ

ΣΕ ΝΕΑ ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΗ

Τότε είχε αρχίσει ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος. Διεφώνησε τότε ο βασιλεύς Κων/νος ο Α‘ με τον Βενιζέλο. Ο μεν βασιλεύς ήθελε να βγη η Ελλάς στον πόλεμο υπέρ της Γερμανίας, γιατί ο τότε αυτοκράτωρ της Γερμανίας Κάιζερ ήτο κουνιάδος του, ο δε Βενιζέλος ήθελε να υποστηρίξη την Αντάντ, Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία, που είμεθα σύμμαχοι. Επειδή δεν συμφωνούσαν έκαναν την επιστράτευσιν και την ονόμασαν ένοπλον ουδετερότητα.

1452

Τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους 1915 κατετάγην εις τον στρατόν στην Λευκάδα και έπειτα από λίγες ημέρες μας πήγανε στην Μακεδονία. Το σύνταγμα το δικό μας εγκαταστάθη σ’ένα χωριό που ελέγετο Τσίντζα. Εκεί έκανα το τέταρτο Πάσχα στο στρατό και καθήσαμε αρκετόν καιρό. Μας έστειλαν εις διάφορα μέρη για διαφόρους υπηρεσίας. Ενθυμούμαι πήγα στο Χούμκο, την Νιγρήτα, τας Σέρρας, στον Βόλο προπαντός μας έστελναν για τρόφιμα. Ενθυμούμαι στον Βόλο συναντήθηκα με τον Σπύρο Προκόπη απο το χωριό μου τον Γούντρουμα ο οποίος επέστρεφε από άδειαν που πήγε στο χωριό και μου είπε ένα αστείο, ότι την γυναίκα του και την δική μου τις πήγαν στην αστυνομία γιατί είναι έγκυες ενώ οι άνδρες τους ήταν στρατιώτες. Αυτό μου το είπε διότι όταν εφύγαμε για στρατιώτες, και των δύο οι γυναίκες δεν είχαν δείξει σημεία εγκυμοσύνης και δεν το ξέραμε.

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ

Απο τον Τσίντζο φύγαμε για το Παγκαίο στα χωριά Κάριανη και Μπόμπλιανη τότε ήτο Μάιος του 1916. Τότε επέστρεψε από αδειαν ο μακαρίτης εξάδελφός μου Στέλιος Μομφεράτος και μου έφερε την είδηση ότι η γυναίκα μου εγέννησε κοριτσάκι την σημερινή Φροσύνη. Τότε εγώ από την χαρά μου εκέρασα όσους ήτο στο καφενείο, ήτο δε περί τους 50.

Εν τω μεταξύ στο Ρούπελ όπως έλεγαν παρεδώθει ένα σώμα στρατού στους Γερμανούς και τους πήγαν στη Γερμανία ως αιχμαλώτους. Τότε μας κήρυξαν οι Αγγλοι και οι Γάλλοι αποκλεισμόν. Κατ’ανάγκην επίταξαν τότε τα σιτάρια τα οποία θέριζαν οι στρατιώται και αλώνιζαν, ζήτησαν δε και μυλωνάδες για να τα αλέθουν. Επειδή εγώ ήξευρα καλά το έργον του μυλωνά δήλωσα ότι είμαι κι εγώ μυλωνάς. Μας έστειλαν τότε σε μιά ρεματιά και εκεί έκανα τον μυλωνά μαζί με κάτι άλλους συναδέλφους μου. Εκεί ήλθε η διάταξη της αποστρατεύσεως.

Ετσι φύγαμε με τα πλοία για τα σπίτια μας, φθάσαμε στην Λευκάδα και απ’ εκεί πήγαμε καθένας στο σπίτι του. Η επιστράτευσις αυτή διήρκησε 9 μήνες.

Η ΒΑΠΤΙΣΗ ΤΗΣ ΦΡΟΣΥΝΗΣ

Βρήκα το κοριτσάκι μου περίπου 2 μηνών, σε λίγες ημέρες κάναμε την Βάπτιση. Ανάδοχοι ήτο δύο, το κορίτσι του κ. Τσαρλαμπά η Στελλούλα που ήτο 4 ετών και η παιδαγωγός του κοριτσιού Δ/ις Ανδρομάχη Διαμαντίδου ηλικίας τότε 18 ετών περίπου. Παρεκάλεσε το κορίτσι αυτό να λάβη κι’αυτό μέρος στην Βάπτιση ως δεύτερος ανάδοχος. Το κορίτσι του κ. Τσαρλαμπά έδωσε το όνομα Ελένη και η Δις Διαμαντίδου το όνομα Ευφροσύνη, και μας παρεκάλεσε να φωνάζουμε το κοριτσάκι μας Ευφροσύνη, διότι το όνομα αυτό το είχε μία αδελφή της και για να την ευχαριστήσουμε έκτοτε την φωνάζουμε Ευφροσύνη. Από τότε διατηρούμε μεταξύ μας μίαν αμοιβαίαν εκτίμησιν και αγάπην, διατηρούμε δε τακτικήν αλληλογραφίαν.

pap2

ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΗ

Τον Ιούνιον του 1918 έτεκεν η γυναίκα μου αγόρι, αλλά την ιδίαν ημέραν πάλιν εκηρύχθη νέα επιστράτευσις και στα γλήγορα βαπτίσαμε το παιδί και την άλλην ημέραν έφυγα μαζί με τους άλλους χωριανούς να καταταγούμε στρατιώτες. Κατετάγημεν στην Λευκάδα και από την Λευκάδα έπειτα από λίγες ημέρες φύγαμε για την Μακεδονία πάλιν.

Εδώ θα συμπληρώσω μίαν παράλειψιν που έκανα, μετά την αποστράτευσιν του 1916 μεσολάβησαν σπουδαία γεγονότα. Ο Βενιζέλος έκανε επανάστασιν η οποία επεκράτησε, ημείς δε ευρισκόμεθα σε μεγάλον βαθμό αποκλεισμού, πείνα μεγάλη διερχόμεθα, ψωμί δεν είχαμε καθόλου εξαναγκαζόμεθα και τρώγαμε βρώμη, και χόρτα χωρίς ψωμί. Δεν υπήρχε καθόλου ψωμί. Τότε πέθαναν πολλοί άνθρωποι. Από την πείνα είχαμε γίνει όλοι σαν σκελετοί. Ητο πιό σκληρός εκείνος ο αποκλεισμός από τον αποκλεισμό της Ιταλικής κατοχής, διότι στον πρώτο αποκλεισμό ο κόσμος ήτο απροετοίμαστος και το κράτος δεν έδινε τίποτες, ενώ στον δεύτερο αποκλεισμό ο κόσμος είχε αρχίσει να καλλιεργή περισσότερα σιτιρά και άλλα τρόφιμα, έδινε και κάτι μικροπράγματα ο κατακτητής και κάτι έτρωγε ο Κοσμάκης. Εν τέλει όταν επεκράτησε η επανάστασις του Βενιζέλου ελήθη ο αποκλεισμός και αμέσως έγινε η επιστράτευσις που λέγω παραπάνου.

Πήγαμε στην Μακεδονία και καταβλησθήκαμε στο Παγκαίο. Μείναμε εκεί μέχρι τον Φεβρουάριον μήνα 1918. Απ’εκεί πήγαμε σε ένα χωριό στα Βραζνά. Εκεί κυκλοφορούσε μία φήμη ότι θα πάει το σώμα μας στην Ουκρανία, μίαν περιοχή της Ρωσίας, εις την Ρωσίαν. Τότε έδινε κι’έπαιρνε η κομμουνιστική επανάστασις, και σαν σύμαχοι που είμεθα στον πόλεμο εζήτησαν οι εθνικισταί την ενίσχυσιν των συμμάχων κρατών. Υπεχρεώθη και η Ελλάς να στείλη ένα σώμα στρατού. Αυτό το σώμα έτυχε να είναι το δικό μας, το Β’ σώμα στρατού, εγώ ήμουν στην Β’ Μεραρχία.

ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΑ

Κατά τα μέσα Φεβρουαρίου ήλθε η διαταγή να φύγουμε, από τα Βραζνά φύγαμε για τας Ελευθέρας. Εκεί επιβιβασθήκαμε στα καράβια και φύγαμε για την Οδησσό, πόλις της Ουκρανίας. Περάσαμε τα στενά των Δαρδανελίων και φθάσαμε στην Κων/πολιν την οποίαν είχε καταλάβει διεθνής στρατός. Μεταξύ του διεθνούς στρατού ήτο και ο Ελληνικός στρατος. Μείναμε μέσα στα καράβια μίαν νύχτα και την επομένην φύγαμε. Μπήκαμε στον Εύξεινο Πόντον με κατεύθυνσιν την Οδυσσό.

Εκεί κατά τον πλούν μου συνέβει ένα σημαντικόν γεγονός. Ενώ ταξιδεύαμε τον Εύξεινο πόντον μου ήλθε ανάγκη να πάω στόν καμπινέ, πήγα και αφού θλύκωσα καλά το παντελόνι μου όταν τελείωσα, για να μην κάθομαι εκεί μέσα στην βρώμα να ζώσω το ζωνάρι μου, ανέβηκα στην πλώρη του καραβιού και το έζωνα. Αίφνις με πιάνει από το χέρι ο λοχίας της υπηρεσίας και μου λέγει ότι με ζητάει ο Υπασπιστής. Με πήγε στον υπασπιστή και όταν έφθασα εκεί άρχισε να υβρίζη με χυδαίες ύβρεις λέγοντας μου, βρέ γάιδαρε που κατέβασες τα βρακιά σου μπροστά μας και άλλα άσχημα λόγια. Του λέω εγώ, κ.Υπασπιστά δεν ηξεύρω τι μου λες, μήπως είσθε δεσποινίς και ηθελησα να σας προσβάλω; Εδώ πέρα είμεθα όλοι άνδρες και αυτά που μου λες ιδέαν δεν έχω, και τότε είπε πάρτον τον γάιδαρο να τον πας στην φυλακή. Τότε μ’ έπνιξε το δίκιο και του είπα, τι θα μου κάμης αν με πας στην φυλακή; Θα βγώ από το αμπάρι που είναι ο λόχος μου και θα με βάλετε στο άλλο. Χειρότερα από εκεί που μας πάτε δεν είναι η φυλακή. Και με οδήγησε ο Λοχίας στην φυλακή.

16

Εκεί ήτο και άλλοι στρατιώτες και έπαιζαν χαρτιά. Εκάθησα κι’ εγώ και κοίταζα, αίφνης με φώναξε από πάνω ο Διμοιρίτης μου Ανθυπολοχαγός κ. Φωτόπουλος. Βρε Κακαβούλη τι έκαμες και σε έχουν αυτού; Του απάντησα εγώ ότι, έβαλα φωτιά και καίγεται ο Εύξεινος πόντος, αυτός μου είπε να ανέβω επάνω. Ανέβηκα και με ρώτησε τι συνέβηκε και μου είπε να τον ακολουθήσω να πάμε στον υπασπιστή. Εγώ του αρνήθηκα και του είπα να μην πάω εγώ γιατί αν μου πεί καμιά λέξη υβριστική θα απαντήσω ανάλογα και τότε θα χειρωτερέψη η κατάστασις. Αυτός όμως επέμεινε να πάω κοντά του και πήγα. Φθάσαμε εκεί και του λέγει, τι έκανε ο στρατιώτης μου και τον βάλατε φυλακή; Αυτός του είπε τα παραπάνω που έχω πει, δεν είναι δυνατόν, του λέγει ο αξιωματικός μου, να είπε ο στρατιώτης τέτοια λόγια και να κάμη τέτοια πράγματα διότι είναι ο καλύτερος μου στρατιώτης. Τότε του είπε ο υπασπιστής, τον έχω παραδώσει στον αξιωματικό της υπηρεσίας. Πήγαμε σ’αυτόν κι’αυτός είπε στον δικό μου αξιωματικό ότι με έχει παραδώσει ο υπασπιστής και δεν ημπορεί να με δώση. Τότε θύμωσε ο δικός μου αξιωματικός και γυρίζουμε στον υπασπιστή και του λέγει, θα μου δώσης κ. συνάδελφε τον στρατιώτη μου ή όχι; και τότε έδωσε ο υπασπιστής ένα σημείωμα στον αξιωματικό μου, και μ’ αυτό το σημείωμα πήγα στο λόχο μου.

ΤΑΞΙΔΙ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΟΔΥΣΣΟ

Το ταξίδι από Κωνσταντινούπολη εις Οδυσσόν κράτησε περίπου 4 ημέρες. Φθάσαμε στον λιμένα της Οδυσσού,απεβιβάσθημεν και κάναμε παρελάσεις μέσα στην πόλι και δια να δώσουμε εντύπωσιν εις τους κατοίκους της πόλεως, μας έβαλαν πάλι στα πλοία, μας ξανάβγαλαν στην πόλιν και κάναμε παρελάσεις όλην την ημέραν για να δώσουμε εντύπωσιν ότι απεβιβάσθη πολύς στρατός.

Ο ελληνικός στρατός στην Κριμαία
Ο ελληνικός στρατός στην Κριμαία

Στην Οδησσό δεν καθήσαμε καθόλου,φύγαμε μετά τας παρελάσεις για το Νικολάιεφ. Το ταξίδι αυτό με τα πλοία επλεύσαμε τον ποταμό Δνίστερο, διότι η πόλις Νικολάιεφ είναι παραποτάμια.Ο ποταμός ήτο παγωμένος και μπροστά από τα πλοία που είχαν τον στρατό πήγαινε ένα πλοίο που ελέγετο παγοθραύστης. Αυτό το πλοίο έσπαζε τον πάγο και προχωρούσε και ηκολούθουν τα άλλα πλοία με τον στρατό.Εις την αριστεράν όχθην του ποταμού έπαιζαν παιδιά επάνω στον πάγο με κάτι παπούτσα με ρόδες στα πόδια που κυλούσανε επάνω στον πάγο.Τους ρίχναμε από τα πλοία γαλέτες σοκολάτες και άλλα τρόφιμα τα οποία έτρωγαν με μεγάλην όρεξιν και μαλώνανε μεταξύ τους ποιός να τα πρωτοπάρη.Αυτά πεινούσανε φαίνεται,διότι ήτο μεγάλη δυστυχία τότε στην Ρωσία.

ΣΤΟ ΝΙΚΟΛΑΙΕΦ

Μετά 2 ημέρες ταξείδι φθάσαμε στο Νικολάιεφ.Βγήκαμε από τα πλοία και πήγαμε σε κάτι μεγάλα κτίρια αποθήκες που ήτο άδειες και μέναμε εκεί.Εγώ, επειδή είχα μίαν τακτικήν σε όποιο μέρος στεκόμαστε να πλένω τα εσώρουχά μου, βρήκα ένα τενεκέ, έβρασα νερό,έβαλα τα ρούχα μου μέσα, τα ζεμάτησα για να ψωφήσουν οι ψήρες και κατόπιν τα καθαρόπλενα με κρύο νερό. Ετσι κατ’αυτόν τον τρόπο ηλατώνετο ο αριθμός των ζωιφίων.Επειδή όμως μέσα στην πόλη δεν μας επέτρεπαν να πλένουμε ρούχα,βγήκα έξω από την πόλη εις τον Δνίστερο ποταμόν για να ξεπλύνω τα ρούχα μου και έπειδή ο ποταμός ήτο παγωμένος, έσπασα τον πάγο με τον υποκόπανο του όπλου μου,το οποίον είχα πάντοτε μαζί μου.Επλυνα τα ρούχα μου και επέστρεψα εις την πόλιν.Εκεί περνούσαμε καλά, είχαμε ησυχία ενώ σε άλλα μέρη πολεμούσαν ο στρατός με τους κομμουνιστάς.

Παρέλειψα να σας πω ότι μαζί με τον Ελληνικόν στρατόν συμπολεμούσαν και Γαλλικός στρατός, προπαντός Σενεγαλέζοι (Μαύροι) και Ρομανικός στρατός, ο οποίος ευρίσκετο τότε εν αποσυνθέσει διότι η Ρομανία είχε διαλυθεί πλέον, αλλά προσπαθούσαν να συγκεντρώσουν όσους ημπορούσαν, αφού τα όπλα τους τα είχαν με σχοινιά κρεμασμένα.

Μετά από λίγας ημέρας, ένα βράδυ όταν πήραμε συσσίτιο βγήκαμε περίπατο με άλλους συναδέλφους. Εκεί συναντήσαμε ένα γέροντα ο οποίος μας χαιρέτησε, ήξερε λίγο Ελληνικά, και μας είπε να σηκωθούμε να φύγουμε γιατί καταφθάνει στο Νικολάιεφ ένας μεγάλος αρχηγός των Κομμουνιστών και αν μας εύρη εκεί θα μας σφάξη όλους. Εχει παραγγείλει και φκιάνουν μέσα στο Νικολάιεφ 200 χιλιάδες άρβιλα για τον Κομμουνιστικό στρατό. Εμείς δεν τον πιστεύσαμε, νομίζαμε πως μας τά λέγει για προπαγάνδα, μας κάλεσε να πάμε στο σπίτι του να μας κεράση ρακί και καφέ αλλά εμείς δεν είχαμε εμπιστοσύνη και δεν πήγαμε. Μας άφησε καλήν νύκτα και έφυγε.

Δεν θα είχε φθάσει ακόμη στο σπίτι του που κτύπησαν οι σάλπιγγες προσκλητήριο. Τρέξαμε αμέσως και πήγαμε στον στρατώνα μας να ιδούμε τι συμβαίνει. Εκεί ήτανε οι αξιωματικοί μας πολύ στενοχωρημένοι. Μας διέταξαν γρήγορα να μαζέψουμε τα πράγματά μας να πάμε στον εφοδιασμό να φορτώσουμε τα αυτοκίνητα διάφορα εφόδια τρόφιμα κ.λ.π., να αναβαίνουμε στα αυτκίνητα και να κατεβαίνουμε στην παραλία, έτσι λοιπόν εκάμαμε.Κατεβήκαμε στην παραλία, φώτα δεν υπήρχον καθόλου.

Συνεχίζεται

Διαβάστε το Α΄ μέρος [ΕΔΩ].
Διαβάστε το Β΄ μέρος [ΕΔΩ].
Διαβάστε το Γ΄ μέρος΄[ΕΔΩ].
Διαβάστε το Δ΄ μέρος [ΕΔΩ].

Προηγουμενο αρθρο
Ανακοίνωση του Συλλόγου Γονέων και Κηδεμόνων 1ου Λυκείου Λευκάδας
Επομενο αρθρο
Το νέο βίντεο για τον αυτοκινητόδρομο της Ιόνιας Οδού

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.