HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΕκ του κατά Ματθαίον… κτηματολογίου το ανάγνωσμα

Εκ του κατά Ματθαίον… κτηματολογίου το ανάγνωσμα

του Έκτορα Γ. Χόρτη

«Βίβλος γενέσεως ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ υἱοῦ Δαυὶδ υἱοῦ ᾽Αβραάμ. ᾽Αβραὰμ ἐγέννησεν τὸν ᾽Ισαάκ, ᾽Ισαὰκ δὲ ἐγέννησεν τὸν ᾽Ιακώβ, […] ᾽Ιεσσαὶ δὲ ἐγέννησεν τὸν Δαυὶδ τὸν βασιλέα. Δαυὶδ δὲ ἐγέννησεν τὸν Σολομῶντα ἐκ τῆς τοῦ Οὐρίου, Σολομὼν δὲ ἐγέννησεν τὸν ῾Ροβοάμ, […] Ματθὰν δὲ ἐγέννησεν τὸν ᾽Ιακώβ,᾽Ιακὼβ δὲ ἐγέννησεν τὸν ᾽Ιωσὴφ τὸν ἄνδρα Μαρίας, ἐξ ἣς ἐγεννήθη ᾽Ιησοῦς ὁ λεγόμενος Χριστός. Πᾶσαι οὖν αἱ γενεαὶ ἀπὸ ᾽Αβραὰμ ἕως Δαυὶδ γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ Δαυὶδ ἕως τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος ἕως τοῦ Χριστοῦ γενεαὶ δεκατέσσαρες». Συνολικά, δ’λαδή, από την εποχή του Αβραάμ ως τη γέννηση του Χριστού επεράσανε 42 γενιές. Και υπάρχουνε κάποιοι βιαστικοί στ’ς μέρες μας που λένε πως εκαθυστέρ’σε η δημιουργία κτηματολογίου 7 γενιές!

Η πρώτη προσπάθεια για τη δημιουργία κτηματολογίου εγίνηκε επί Καποδίστρια, αλλά επή’ε τζίφος η δ’λειά, λόγω τ’ς δολοφονίας του. Εννοείται πως το να μπεί νια σειρά στο μέγιστο εφτό θέμα εσκόνταφτε απά’ στ’ς κοτζαμπάσ’δες, που’χανε το δικόνε τ’ς νταϊφά, γιατί «είναι γλυκό το πιοτό της αμαρτίας» και εγενόντανε τ’ς … καταπάτησης. Ακ’λούθησε το 1836 το Β.Δ. του Όθωνα (ΦΕΚ 70, 2 Δεκεμβρίου), το οποίο θα έβανε τα πράματα στ’ θέση τ’ς, αλλά 184 χρόνια μετά ακόμα τρέχει ο κόσμος σαν τον σ’μπέθερό μας τον Βέγγο- Θεός σχωρέστονε.

Τα θολά νερά βολεύουνε πολλούς. Οι πολιτικάντ’δες αφήνανε να καταντάει η δημόσια περιουσία εμπάτε σκύλοι αλέστε και αλεστικά μη δώκ’τε, για να κάνουνε τα χατίρια στ’ς ψηφοφόρους τ’ς. Γλέπ’τε τα λαμόγια δεν ελείψανε ποτές και επήε στράφι κι η δ’λιά πο’ κάμανε οι τοπογράφοι, όπως ο μακαρίτ’ς ο Κατηφόρης στα Χορτάτα το 1962, με βοηθό το φίλο μου το Θωμά, γυρίζοντας με τον τρίποδά του από ραχούλι σε ραχούλι. Και σήμερα ακόμα συνεχίζονται οι παραστάσεις τ’ς κολοκυθιάς (δασικό – μη δασικό, κρατικό-εκκλησιαστικό – ιδιωτικό – δημοτικό / Γυμνάσιο, Λύκειο), τα πισωγυρίσματα κι οι καταπατήσεις απ’ τ’ς επιτήδειους, βεβαίως – βεβαίως. Εξάλλου, πέρα απ’ τ’ς πολιτικάντηδες, κι οι «παράγοντες» τι θα κάνουνε; Δεν πρέπει να ελέγχουνε τα πράματα;

Τι δορυφορική απεικόνιση και άλλα τέτοια μου τσαμπουνάτε, που δεν αφήνουνε κανένα παραθύρι ανοιχτό; Και πώς θα αερίζεται το μαγαζί, που, όπως και να’χει, το φκιάσαμε καλοκαιρινό; Κι απέ δε σκέφτεστε ολότελα τι θα γένουνε οι φουκαριάρηδες οι καταπατητές; Δε σας λέει καντάρι. Πώς θα ντα βγάλουνε πέρα με τ’ς φαμίλες τ’ς, πο’χουνε συνηθίσει την Ψαρού και τ’ς Μπαχάμες, και δεν μπορούνε με τίποτα τ’ς … Μπραχάμες; Και δεν λυπάστενε ούτε και τον κόσμο που τονε βάν’τε να τρέχει σε ρουμάνια και βουνά, βουνά και καταράχια, για να βρεί τα σύνορα και να μετρήσει με το αζυμούθιο, πο ’λέαμε και στο στρατό, διαβαίνοντας ανάμεσα σε βατσ’νιές, διαόλους και τριβόλους και χαλεύοντας να βρούνε το περνάρι στο οποίο έδενε τ’ γίδα του ο προπάππος τ’ς;

Κι επέρσι έπρεπε, λέει, να πάρουμε τα κινητά και να βάλουμε τ’ς «συντεταγμένες», για να ορίσουμε τα χώματα τα πατρογονικά. Και χρέος την ανάγκη κάνοντας, κατέφθασε στο χωριό ένα λεφούσι από εσωτερικούς μετανάστες –τ’ς «εξωτερικούς» τ’ς έχουμε στ’ν «εξωτέρα»- πρώτης, δεύτερης, τρίτ’ς και βάλε γενιάς και, εψάχνανε εδώ κι εκεί, γιατί με τα χρόνια και με την εγκατάλειψη έχουνε χαθεί οι πανάρχαιες φραγές – μην πάει ο νους σας στα κινητά – από βολιούς, κοντριά, μάζες, κάθε λογής φραξίδια, ασβεστωμένες πέτρες για το «απαντ’μένο» κ.λπ., που ορίζανε τ’ς κλήρους. Κι απέ κι απ’ τα δέντρα και τ’ αμπέλια έχουνε απομείνει κάποιοι σκελετοί από ξεραμ’δαλιές, και γλέπεις πού και πού κανιά απιδιά, κανιά καρυά στα πατρογονικά πο’χουνε λογγώσει και σε πιάνει η ψ’χή σου. Ακόμα και κάποια σπίτια τα γλέπεις μισοερειπωμένα κι άλλα ρημαγμένα απ’ τον πανδαμάτορα χρόνο, εκεί που πριν από μερικές δεκαετίες εσφύζανε από ζωή. Και αουπάνου απ’ το χωριό, στην παλιά ερειπωμένη συνοικία του Καβαλάρη, όπου πριν από έναν αιώνα εφιλοξενηθήκανε ο Δαίρπφελντ, ο Σικελιανός με την Εύα του, ο Ιωάννης Βαλαωρίτης κι άλλοι, διατηρούνται τα σπαράγματα κάποιων τοίχων με τ’ς θερίδες τ’ς, κάποια λείψανα φούρνων, κάποια χαλέπεδα.

Κοιτάζοντας ανά τους αιώνες, ακόμα κι από τότενες που η μοίρα το’ φερε να μεταφερθεί το χωριό απ’ τ’ς Αυλές – εκεί δεν εφαινόντανε το χωριό απ’ τη θάλασσα, για τον φόβο των πειρατών- στ’ς υπώρειες των Σταυρωτών, που το χειμώνα το ’κοβε στα δύο το ρέμα τ’ς Φτελιάς δίπλα απ’ τον αιωνόβιο πλάτανο τ’ς πλατείας, μας κάζει πως πολλών προγόνων παιδιά είναι τα χώματά μας. Στ’ς Αυλές μοναχά κάτι πέτρες θεόρατες απομένουνε μάρτυρες της παμπάλαιης ιστορίας του χωριού.

Ο τόπος εφτός του πολλών αιώνων χωριού, όπως και τα σόερα (Αποθήκες, Ληνοπάτια κ.λπ.- προσέξτε τ’ς ονομασίες), όπως και ούλα τα ραχούλια, τα πρανή, οι δολίνες, τα χειμαδιά, ακόμα κι οι πέτρες απ’ την Ψηλή Ράχη των Σταυρωτών ως του Αντζουλή την Ελιά, στη Νεραϊδόλυμπα, εγενήκανε αποθετήρια του ίδρωτα των προγόνων μας, που αφήκανε τα κτερίσματά τους απ’ τη νεολιθική εποχή ως τ’ς μέρες μας. Στα χρόνια μας –πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες – ήτανε κατάσπαρτα από στάρι, φακές, κουκιά, λαθήρια, βρώμη κ.λπ. δημητριακά, από αμπέλια φυτεμένα απά’ στην πέτρα, από, από από… Εσήμερα, βέβαια, γύρω στου χωριού τ’ αλώνια ούτε πέρδικες λαλούνε ούτ’ αηδόνια. Ακόμα και στο Σουλάκι με το κρουστάλλινο νερό απ’ τα κολοπατέικα πηγάδια (είμαι περίεργος να ιδώ ποιος θα να ’ναι ο νέος νοικοκύρης που θα πλακώσει – ή πλάκωσε;- με ξένο βιος να γίνει νοικοκύρης) έχουνε σχεδόν εξαφανιστεί τα πετεινά του ουρανού.

Η κόγχη του Ιερού από το ερειπωμένο εκκλησάκι των «Αϊ- Πέντε». Αχνά διακρίνεται η τοιχογραφία

Ετούτο το τοπίο είναι σκληρὸ σαν τη σιωπή, σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια. Και πλιο βαθιά, κάτου απ’ τα τσιγκριά, τα περνάρια, τ’ς βελανιδιές, τ’ς δάφνες, τ’ς κισσούς, τ’ς βατσνιές και τα σκίνα είναι θαμμένοι εδώ και αιώνες η Άρτεμη, η Δήμητρα, ο Διόνυσος, ο Απόλλωνας, ο Αϊ – Γιώργης, οι Αϊ – Πέντε, ο Αϊ – Νικόλας, ο παλιός Αϊ – Μ’νας, η βυζαντινή «Παναγιά» και δεν είναι γραμμένοι σε κανένα κτηματολόγιο. Ετούτο το χώμα, γιομάτο κρυφούς ήχους από γαρδέλια, πιστρουδιές, καμπάνες, κυπριά, βελάσματα, χλιμιντρίσματα, γιομάτο εικόνες από πλοφωτιές, πέρδικες, ήλιους με κεφαλοπάνι, γιομάτο μυρουδιές από μούστο, αγιόκλημα, μυρτιές και βάγια, με τη γεύση από φτακοίλι βαθιά στον ουρανίσκο, μέσα στην «άσπιλη ησυχία» του τοπίου που καταυγάζεται από το Απολλώνιο φως, δε σβιέται απ’ την καρδιά κι ας είναι πλιο πολύ δικό τους παρά δικό μας.

Προηγουμενο αρθρο
Ανακοίνωση - κάλεσμα Δήμου Λευκάδας: παλλευκάδιος εθελοντικός καθαρισμός
Επομενο αρθρο
Σημαντικοί Πόροι στη Διάθεση της Π. Ι. Ν. από το Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης 2014-2020

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.