HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΗ τελευταία πράξη της Κυριακάτικης αργίας

Η τελευταία πράξη της Κυριακάτικης αργίας

Μια Κυριακή απ’ τα παλιά – Μέρος Γ’

Γράφει ο Νίκος Βαγενάς

Με την επιστροφή στο σπίτι άπαντες προετοιμάζοντο για την τελευταία πράξη της Κυριακάτικης αργίας και που δεν ήτο άλλη από την βραδυνή επίσημη έξοδο με προορισμό αναλόγως των οικονομικών δυνατοτήτων, δηλαδή: Κινηματογράφος, ζαχαροπλαστείο ή σκέτη ανέξοδη βόλτα. Μια αλλαγή στην εμφάνιση κυρίως για το ασθενές φύλο, ήτο κάτι το αναπόφευκτο και το επιβεβλημένον (Γυναί γαρ). Τούτη τη φορά στην βραδυνή εμφάνιση, θα προσετίθοντο και σχετικά κοσμήματα, τα καλά παπούτσια και περισσότερο… «παρφαίν». Κατά τη εαρο-θερινή περίοδο, τα βραδυνά δρώμενα έφθαναν στο αποκορύφωμά των ιδίως δε, μετά την λήξη της σχολικής χρονιάς. Πάντα το τέλος της σχολικής χρονιάς, αποτελούσε ένα, περίεργο, χρονικό ορόσημο το οποίο ως προάγγελος διακοπών, συμπαρέσυρε και τον υπόλοιπο κοινωνικό ρυθμό. Αλλά και το άνοιγμα των σχολείων, κάθε Σεπτέμβριο, διέχεε το συναίσθημα της λύπης προς όλους ακόμα και σε ’κείνους που δεν είχαν καμμία σχέση, απολύτως, με την εκπαίδευση. Το «ξαναγυρίζω με χαρά στ’ αγαπημένο μου σχολείο…» εθεωρείτο, αν και ποιητικό, άγριο δούλεμμα!

Εάν τα άρρενα τέκνα, διένυαν την εφηβικήν ηλικίαν, η έξοδος επετρέπετο άνευ της γονικής παρουσίας, κάτι το οποίο δεν εγένετο για τις νεάνιδες. Έτσι, ως συνήθως, οι γονείς εξήρχοντο μόνοι ή έστω με τις κόρες κατά παρόμοιο τρόπο με ’κείνον του απογευματινού περιπάτου. Εάν, όμως τα παιδιά, ήσαν μικρής ηλικίας (κάτω των 7 ετών), οι γονείς δεν εδίσταζαν να τα κλείσουν στο σπίτι, αναθέτοντας την επιμέλεια του μικροτέρου (ή των μικροτέρων) στο μεγαλύτερο παιδί. Αυτοί, άνευ ίχνος τύψεως, εξήρχοντο για την νυκτερινή βόλτα. Βεβαίως, αυτό στα μάτια των σημερινών νέων ζυγαριών, φαντάζει απάνθρωπο, αλλ’ όμως αν υπολογίση κανείς τα δεδομένα της εποχής ότι όλες οι οικογένειες σχεδόν ήσαν πενταμελείς και άνω, εύκολα γίνεται κατανοητό ότι η κατάσταση δεν μανετζάρετο εύκολα ούτε από την υπεράριθμη κατάληψη τραπεζοκαθισμάτων (ιδίως το βράδυ της Κυριακής) και, αλλοίμονο, ούτε από οικονομικής πλευράς, καθ’ ότι τα οικονομικά μεγέθη της, τοτινής, οικογενείας ήσαν απαγορευτικά.

Στο παζάρι, εγένετο το… «σώσε»! Κυριολεκτικά «με πατείς, σε πατώ». Οι… κουτρισιές επηγαίναν σύννεφο! Εμ δεν αναρρωτήθηκε κανείς γιατί το παζάρι είχε τόσο λείο δρόμο; Όλοι οι βολταδόροι τι νομίζετε ότι έκαναν; Δεν ισοπέδωναν την… πίστα με πάσα επιμέλεια; Μάλιστα, ανεβαίνοντας στο παζάρι προς τον Άγιο Μηνά, η επιστροφή προς την πλατεία εγένετο περίπου στην εκκλησία των εισοδίων. Επειδή υπήρξα κι’ εγώ… ομαλιστής του παζαριού ο φίλος μου ο Στάθης ο Λούλης, μου υπενθύμιζε σαν εφθάναμε στο σημείο επιστροφής:
– Κάμ μπάκ (είχε πάει και στα καράβια!). Από δώ και ’πάν’ ζ’τάνε ταυτότ’τα!!!

Η βραδυνή κίνησι στην πλατεία προσεφέρετο κι’ αυτή προς μνημόνευση. Μπροστά στο περίπτερο του Κοκόλια, που ευρίσκετο στη νότια γωνία του Άη-Σπ’ρίδωνα, οι ποδοσφαιρικές αντιπαραθέσεις έφθαναν στο ζενίθ, τόσο ως προς τοπικό πρωτάθλημα όσο και προς πανελλήνιο. Ομηρικές διενέξεις και πάντα σε προεξάρχοντα ρόλο… ποιός άλλος; Ο Καβλέτζος, σε νεαρή ηλικία τότε! Χωρίς βεβαίως να υστερούν ο Νιόνιος ο Δικέφαλος και ο χωλός Στάθης Τσαμπαρής! Άπαντες, λάτρεις της ερυθρολεύκου φανέλλας. Ωστόσο θα ήτο μεγάλη παράλειψη να μη μνημονευθή και ο Φ(ι)λίππος ο Γυαλάκιας, φανατικός οπαδός της κιτρινόμαυρης Π.Α.Ε.

Στο μέσον της κεντρικής πλατείας οι γνωστοί, επί βάδην, συζητούντες, έχοντες περισσότερο χώρο απ’ ό,τι σήμερα αφού τα τραπεζοκαθίσματα ανήρχοντο σε λογικό αριθμό. Άλλως τε ήσαν ελάχιστα τα μαγαζιά του είδους, όπως το καφε-ζυθο-ζαχαροπλαστείο του Ντόβα, του Κομπίτση, του Μπιζεργιάννη (καφενείον των φιλοσόφων) και το εστιατόριο του Μάλφα. Όπως όλοι οι χώροι συναγελασμού του πλήθους, δεν ήτο δυνατόν και η πλατεία να μην είχε και τις ιδικές της ευτράπελες πλευρές.

Έτσι, σύμφωνα πάντοτε με πληροφορίες του συμπολίτη και οικογενειακού φίλου Βασίλη Βρεττού, στην καθιερωμένη περατζάδα επί της πλατείας, ένα βράδυ δυό αξέχαστοι τύποι της Χώρας, ο Άγγελος Φραγκούλης και ο ‘Φίλος ο Μπάλτσας(5), αφού βαρέθηκαν να συζητούν στην μπρός-πίσω βόλτα, εσκηνοθέτησαν έναν καυγά με πρωταγωνιστές τους ιδίους. Φωνές, φασαρία, κακό, χειρονομίες στον αέρα, έπεσε κόσμος να τους χωρίση. Φανταστείτε την αποσβολωμάρα όλων, όταν από λίγο διεπίστωσαν την φάρσα, αφού είδαν τον Άγγελο και τον ’Φίλο να απομακρύνονται πιασμένοι α λά Μπρατσέτα. Αλλά και πάλι η κεντρική πλατεία, παρά το γεγονός ότι οι διάφοροι (και ξεχασμένοι πλέον στην συνείδηση των δημοτών;), ταγοί της άλλαζαν ονομασίες, για λόγους σκοπιμότητος, προσέφερε αξέχαστες βραδυές στις Γιορτές Λόγου και Τέχνης αλλά και τις ανεπανάληπτες συναυλίες της φιλαρμονικής.

Εφ’ όσον τα οικονομικά της οικογενείας επέτρεπαν κι’ ένα επί πλέον έξοδο, στα μέτρα της, ύστερα από κάνα-δυό βόλτες στο παζάρι ή στην παραλιακή πλατεία, ο ηγήτωρ του οίκου επέλεγε την κινηματογραφική ταινία εκείνη που θα μπορούσαν να παρακολουθήσουν και τα παιδιά. Άλλως τε την περίοδο των διακοπών, δεν εγένετο η Σαββατιάτικη σχολική κινηματογραφική προβολή, γνωστή και ως… μαθητική!!! άμα τη εισόδω στον θερινό κινηματογράφο ( σινεμάς κατα την λαϊκή έκφραση), οι μεν γονείς, αναλόγως του βαθμού της ευκρινούς οράσεως, επέλεγαν θέσεις από το μέσον και προς τα πίσω, ενώ τα παιδιά, μαζί με άλλα σχεδόν συνομήλικα, συνωστίζοντο στις πρώτες θέσεις δηλαδή μπροστά-μπροστά, όπου και εξεφράζοντο με τις γνωστές παιδικές αντιδράσεις που διεμόρφωνε το σενάριο της ταινίας ή κατά την ώρα των διαλειμμάτων. Και λέμε διαλειμμάτων, καθ’ ότι, τότε, η ταινία επαίζετο σε τρείς πράξεις από την αρχή ως το τέλος της, η δε έναρξη εσηματοδοτείτο με τρεις ήχους… καμπάνας!!! Περιττόν δε να ειπωθή ότι από τους πέριξ γειτνιάζοντες ορόφους, οι ένοικοι δεν έχαναν ούτε μία παράστασΗ, ασχέτως αν ο χώρος ήτο επιμελώς φροντισμένος, περιβαλλόμενος από μάνδρες ή ξυλίνους φράχτες, όπου επ’ αυτών θρασομανούσαν οι γαλαζωπές καμπανέλλες, το αγιόκλημα, τα ’ρολόγια και τα τζατζαμίνια.

Τελειώνοντας ο… «σινεμάς» και εάν βεβαίως υπήρχε η πολυτέλεια αγοράς γλυκών, κατά την άγουσα προς το σπίτι, σταματούσε όλη η κομπανία στο ζαχαροπλαστείο της προτιμήσεως του νοικοκύρη και αγοράζοντο ισάριθμα γλυκά τεψιού και πάντα «κάτι» για τα… πεθερικά (αν υπήρχαν) που έμειναν στο σπίτι. Άλλοι πάλι, αντί γλυκών, αγόραζαν από τα γαλακτοπωλείο (του Τσερέ(6), της Ευσεβίας, του Τσερέ, του Σταύρακα, του Κούρτη ή Φασόλια, του Παξινού και του Σταθάκη) γιαούρτια ή ρυζόγαλα. Μάλιστα ο ένας εξ’ αυτών, ο Φασόλιας, έφτιαχνε και γλυκά του τεψιού και λουκουμάδες τον χειμώνα.

Όσοι πάλι δεν είχαν λόγο να πάνε στον κινηματογράφο, προτιμούσαν βόλτες στο παζάρι, ώσπου «να μην τους βαστάνε άλλο τα ποδάρια τους» και μετά εκάθοντο είτε στην πλατεία (αν βεβαίως εύρισκαν άδεια τραπεζάκια) είτε στην παραλιακή πλατεία, όπου και εκεί, ομοίως, εγένετο η μπρός-πίσω βόλτα των συζητητών. Το δημοτικό καφενείο το οποίο, τότε, το «δούλευε» η μάννα του Μουτρούκαλη (και αργότερα ο ίδιος), έβγαζε τραπεζάκια στην παραλιακή πλατεία, προσφέροντας ακόμη και γλυκά του τεψιού. Επί πλέον, από το «πνιγμένο» στο πράσινο δημοτικό καφενείο, ξεχύνοντο από τις πλάκες του γραμμοφώνου ιταλικές καντσονέττες και όσο περνούσε η ώρα ο ρυθμός μετετρέπετο σε βαλς και ταγκό (βλέπε Κομπαρσίτα).

Τέλος οι καττίβοι των καττίβων, αρκούντο σ’ έναν ανεξάντλητο αριθμό βολτών όχι μόνον στο παζάρι αλλά και προς το κάστρο, φθάνοντας μάλιστα ίσαμε τις πέντε καμάρες.

Ελλείψει Disco και άλλων παραπλησίων καταστημάτων εφαψιών, η νυκτερινή έξοδος έπαιρνε σιγά-σιγά τέλος με την λήξη και της δευτέρας προβολής του κινηματογράφου. Όλοι στο ποδαράτο, ιδίως οι μη συνοδεύοντες παιδιά, επέστρεφαν στο σπίτι μέσα από τα πολυδαίδαλα καντούνια ή τους πανέρημους δρόμους της Αμπελώνας. Αλά είτε προς την Αμπελώνα, είτε προς τις κοντράδες της Χώρας και αν όδευε κανείς, η νυκτερινή αύρα έφερνε στην μύτη τις μυρωδιές από τα νυχτολούλουδα, της γης και της αρμύρας.

Και μέσα στην απόλυτη σιγή, που την διέκοπτε ο μονότονος ερωτικός τριγμός του γρύλλου, ο ήχος των βημάτων πάνω στο λιθόστρωτο καντούνι, εφάνταζε σαν να μετρούσε τον χρόνο της επιστροφής στο σπίτι, το δε ολόγιομο φεγγάρι αχώριστη συντροφιά, έμενε ακίνητο σαν σταματούσες στην ’ξώπορτα, για την καθιερωμένη «καλ’ νύχτα» και «καλό ξημέρωμα»! Σε λίγο χαμήλωνε και το φως, της λάμπας πετρελαίου, και παρέμενε έτσι ως το χάραμα, για να μη σκιάζονται τα παιδιά στα σκοτάδια, ενώ το αναμμένο καντήλι δίπλα στα ’κονίσματα, τα βάγια και το ξεραμένο πορτογάλι των Φώτων, έρριχνε τους τρεμάμενους μικροίσκιους στον τοίχο της κρεββατοκάμαρης. Και λίγο πριν σφαλίσουν τα μάτια στο πρωτούπνη, αμυδρά στ’ αυτιά έφταναν οι στίχοι και η μουσική της ρομαντικής καντάδας που μιλούσε για ερωτική προσμονή σε ασημένια νύχτα!

5) Πρόκειτο για τον πατέρα της παγκοσμίου φήμης, Σοπράνο, Αγνής Μπάλτσα, ο οποίος σύμφωνα με πληροφορίες του συμπολίτη Βασίλη Βρεττού, είχε ένα παμπάλαιο αυτοκινητάκι-ταξί μάρκας Σάμψουν, το οποίο στα δυσμάς του βίου του, είχε απομείνει σαραβαλάκι. Αυτό ήταν αρκετό να τιτλοφορείται ως: σαραβαλάκι του Μπάλτσα, κάτι που έγινε μια παροιμιώδης φράση για οτιδήποτε παλιό μηχάνημα μηδέ εξαιρουμένων και των υπερηλίκων: «Για σ’ πώς κατάντ’σα! Σαραβαλάκι τ’ Μπάλτσα».
6) Υπήρχαν δυο γαλακτοπωλεία των συγγενών Τσερέ. Το πρώτο ήτο απέναντι από την πέτρινη βρύση γνωστό ως: του Κοττούλα.

Διαβάστε το Α’ μέρος [ΕΔΩ]
Διαβάστε το Β’ μέρος [ΕΔΩ]

Προηγουμενο αρθρο
Ονειρεμένες εικόνες από το Κάθισμα Λευκάδας [video]
Επομενο αρθρο
Δεν τα κατάφερε η Νίκη στον ημιτελικό

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.