HomeΕΠΙ ΠΑΝΤΟΣ ΕΠΙΣΤΗΤΟΥΗ φήμη του επλάτυνεν, ηκούστη εκ τον τόπον…

Η φήμη του επλάτυνεν, ηκούστη εκ τον τόπον…

Του Δημήτρη Σπ. Τσερέ

Η φήμη του επλάτυνεν, ηκούστη εκ τον τόπον
και πάντες εσυνάζονταν και έτρεχαν εις αύτον

Έτσι ύμνησε το ξακουστό κάστρο της Αγίας Μαύρας ο συντάκτης του Χρονικού των Τόκκων. Αυτό το στοιχειό που στέκει εκεί αιώνες τώρα, εγκαταλειμένο κι ορφανό πλέον αλλά πάντα επιβλητικό και με μια περηφάνια που μαρτυρά τα παλιά μεγαλεία του. Αυτό το κράμα παρωχημένου μεγαλείου και σύγχρονης ερήμωσης που σε κάνει να «γίνεις» ποιητής, όταν περπατάς κάτω από τα τείχη του και νιώθεις ότι σε κοιτάζουν από πάνω του βλοσυροί κι αμίλητοι οι τζακρατόροι – οι πολεμιστές του:

Από ψηλά μ’ αγνάντευαν αρχαίοι τζακρατόροι
Αμίλητοι – κι ο ίσκιος τους στο τζάμι του τενάγους-
Του πεθαμένου λιονταριού άγρυπνοι μισθοφόροι
Που τους λησμόνησε ο Καιρός στην πόρτα του πελάγους

Στοιχειώσανε τις ντάπιες τους λουμπάρδες σταυροφόροι
Αιώνες σημαδεύοντας αρμάδες αδηφάγους
Που όπου να ’ναι θα φανεί η ορθόστηθή τους πλώρη
Κι ο Χάρος να κανοναρχεί στων κάτεργων τους πάγκους

Κι εγώ μέλλοντος μακρινού άγνωστο στερνοπαίδι
Αργά τη σκέψη λάμνοντας μες τα stretti canali
Από της Μνήμης τις μπασιές στρωμένα με προσχώσεις

Βύθιζα και χανόμουνα: μια ραφινάτη ζάλη
Μου αποκάρωνε γλυκά του Χρόνου τις κλειδώσεις
Σε πύργο ως να με ξένιζε η τελευταία λαίδη!

Έτσι θα μιλήσει για το Κάστρο ένας από τους άδοξους ποιητές του Καρυωτάκη.

Είναι παράδοξο αλλά αληθινό. Γι’ αυτό το Κάστρο, το δικό μας, το διπλανό μας, την περηφάνια και το καμάρι μας, μετά τον Μαχαιρά και τον Ροντογιάννη, τίποτα καινούργιο και προωθητικό της έρευνας δεν θα είχε γραφεί, αν δεν υπήρχαν δυο συμπολίτες μας που το πήραν απάνω τους: Πρώτα, ο παρακείμενος Νίκος Βαγενάς, που με το μουλαρίσιο πείσμα του έφαγε τουλάχιστο δέκα χρόνια της ζωής του περπατώντας το και μελετώντας το, μελέτη που κατάληξε στο μνημειώδες βιβλίο του-λεύκωμα «Το Κάστρο της Αγίας Μαύρας» (1), που αποτελεί βιβλιογραφικό ορόσημο για την ιστορία του Κάστρου.

Πέρασε καιρός από τότε – σχεδόν 25 χρόνια. Σιωπή για το Κάστρο. Και κει που δεν το περιμέναμε – και ως συνήθως, εμείς οι μεγαλύτεροι ολισθαίναμε στις γνωστές μεμψιμοιρίες περί της νεότερης γενιάς κ.λπ, κ.λπ- μας προέκυψε η ευχάριστη έκπληξη του Μάρκου Σφέτσα, ενός ανθρώπου που έρχεται από την επόμενη γενιά.

Ο Μάρκος Σφέτσας είναι ένας νέος επιστήμονας, που επισκέπτεται το πεδίο της Ιστορίας και της Αρχαιολογίας από καινούργιους δρόμους, από τους δρόμους της σύγχρονης τεχνολογίας και όχι από τους γνωστούς και παραδοσιακούς δρόμους, τους οικείους σε μας τους παλιότερους: Το βιβλίο του είναι απότοκο της πτυχιακής του εργασίας με θέμα «Η περίπτωση του κάστρου της Αγίας Μαύρας» που έγινε στο Τμήμα Τεχνών Ήχου και Εικόνας του Ιονίου Πανεπιστημίου και το πρακτικό μέρος της κατέληγε στη δημιουργία ενός ντοκυμαντέρ μικρού μήκους, στο οποίο καταγράφεται η αρχιτεκτονική εξέλιξη του κάστρου της Αγίας Μαύρας σε συνδυασμό με τις πολεμικές συγκρούσεις και τις μεγάλες πολιορκίες που έλαβαν χώρα κάτω από τα τείχη του.

Όπως μας λέει ο ίδιος, οι μεταβολές στα αρχιτεκτονικά και δομικά χαρακτηριστικά, που παρουσιάστηκαν στο ντοκυμαντέρ με τη χρήση τρισδιάστατων γραφικών, βασίστηκαν σε σκίτσα και κατόψεις του Νίκου Βαγενά.

DSCN6430

Δεν είναι του παρόντος να πούμε πόσο σημαντικό είναι αυτό που έκανε ο Σφέτσας στην πτυχιακή του εργασία: τη διαχρονική αναπαράσταση των διαδοχικών μορφικών «περιπετειών» του Κάστρου με τα τρισδιάστατα γραφικά. Μας πάει ένα βήμα μπροστά από τα μνημειώδη σχέδια του Νίκου Βαγενά που κι αυτά μας πήγανε αλματωδώς μπροστά σε σχέση με τα ως τότε δεδομένα.

Άλλο είναι να διαβάζεις για ένα κάστρο, άλλο να το βλέπεις σε σχέδια επί χάρτου και άλλο να το βλέπεις με τα εργαλεία της ψηφιακής τεχνολογίας. Στην τελευταία περίπτωση έχεις την ψευδαίσθηση ή ότι ο χρόνος μαρμάρωσε σε μια στιγμή του παρελθόντος ή ότι εσύ βρήκες τη πολυπόθητη μηχανή του χρόνου που σε γυρίζει πίσω σ’ όποιο σημείο του παρελθόντος επιθυμείς.

Γι’ αυτά όμως θα μας δοθεί η ευκαιρία να ξαναμιλήσουμε σε άλλη περίπτωση. Ας γυρίσουμε στο βιβλίο.

Τίτλος: Συνοπτική Ιστορία του Κάστρου της Αγίας Μαύρας-Οδηγός για τον επισκέπτη. Τίτλος λιτός, σεμνός και στοχευμένος. Θέλει να είναι οδηγός για τον επισκέπτη (και αυτό το κάνει κυρίως στο δεύτερο μέρος) αλλά, προς τιμή του, δεν θέλει να αποξενώσει το μνημείο από τα ιστορικά του συμφραζόμενα – και αυτό δεν είναι συνηθισμένο στους οδηγούς αυτού του τύπου.

Το πόνημα αυτό του Μάρκου Σφέτσα καλύπτει κενό: Δείχνει στον αναγνώστη και στον αμήχανο επισκέπτη του μνημείου ότι το Κάστρο της Αγίας Μαύρας υπήρξε κάποτε ένας οργανωμένος οικιστικός χώρος, που έσφυζε από ζωή και εξυπηρετούσε συγκεκριμένους πολιτικούς και στρατιωτικούς στόχους σε ένα κρίσιμο γεωπολιτικά σταυροδρόμι και όχι αυτός ο απέραντος ερημότοπος, που ανοίγεται μπροστά του όταν περάσει την πύλη με τη μνημειακή επιγραφή του Φραγκίσκου Μοροζίνη.

Στο πρώτο μέρος, που αποτελεί το ιστορικό υπόβαθρο του βιβλίου, ο συγγραφέας μάς ξεναγεί στις τύχες του Κάστρου κατά περίοδο. Ακολουθείται η γνωστή και έγκυρη περιοδολόγηση κατά κυρίαρχο: Ορσίνι (1300-1331), Τόκκοι (1331-1479), Τουρκοκρατία (1479-1684), Βενετοκρατία (1684-1797), Δημοκρατικοί Γάλλοι (1797-1798), Ρωσσότουρκοι και Επτάνησος Πολιτεία (1798-1807), Αυτοκρατορικοί Γάλλοι (1807-1810), Αγγλική Προστασία (1810-1864), Μετά την Ένωση (1864 και εξής). Έτσι οι αλλαγές στη μορφή του Κάστρου συνδέονται με τη μεγάλη εικόνα της Ιστορίας, με τα γεγονότα του ευρύτερου ιστορικού περιβάλλοντος που το βεληνεκές τους επηρεάζει την τύχη του Κάστρου και της Λευκάδας αλλά και μεγαλύτερων γεωγραφικών περιοχών.

DSCN6397

Ο αναγνώστης ή ο επισκέπτης του μνημείου με βάση το εύληπτο και συνοπτικό κείμενο, με την αποφασιστική επικουρία των τρισδιάστατων αναπαραστάσεων και των άλλων εικόνων μπορεί με σχετική άνεση να αποκομίσει μια επαρκή γνώση για τη διαχρονική πορεία του μνημείου: Πώς και για ποιους λόγους εξελίχθηκε μορφικά από το πρώτο μικρό επιτείχισμα των Ορσίνι μέχρι αυτό το επιβλητικό οχυρό, που αντικρίζουμε σήμερα, και συνάμα να γνωρίσει και μερικά από τα μεγάλα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα, που συνδέονται με την πορεία αυτού του Κάστρου αλλά και όλου του νησιού και της όμορης ακαρνανικής ακτής.

Το δεύτερο τμήμα του βιβλίου είναι ο κυρίως οδηγός. Ο συγγραφέας ξεναγεί τον αναγνώστη και τον επισκέπτη σε 17 επιλεγμένα σημεία. Εδώ τα πράγματα αλλάζουν. Φεύγουμε από την μεγάλη εικόνα του Α΄ μέρους και περνάμε στην περιοχή του συγκεκριμένου, του ορατού, του απτού. Η Δυτική Πύλη, το Πειθαρχείο, ο Ναός του Παντοκράτορα, οι στοές των Φραγκισκανών μοναχών, οι θυρίδες των Τόκκων, η πυριτιδαποθήκη, ο ημισελινοειδής προμαχώνας, η αίθουσα του τραπεζοειδούς πύργου, η υδατοδεξαμενή, η Εκκλησία της Αγίας Μαύρας, η Ανατολική Πύλη, με τον οδηγό του Σφέτσα ανά χείρας, δεν είναι πια βουβά ερείπια ή νταμάρια, που μας φορτώνουν με αναπάντητα ερωτηματικά, αλλά αποκτούν φωνή και μας αφηγούνται χαμηλόφωνα τον ρόλο τους και την ιστορία τους – στους πιο ευφάνταστους δίνουν την αφορμή για δραστικότερες νοητικές αναπαραστάσεις και στους πιο προικισμένους την αφορμή έμπνευσης για δραστηριότητες που άπτονται του τομέα τον οποίο υπηρετούν.

Αυτός ο πολύτιμος για τον επισκέπτη οδηγός μάς βάζει και σε μια καλή βάση συζήτησης περί του πρακτέου για την καλύτερη επισκεψιμότητα του Κάστρου. Π.χ. ότι πρέπει μέσα στο Κάστρο να τοποθετηθούν οι σχετικές κατατοπιστικές πινακίδες στα διάφορα τμήματά του, ώστε ο επισκέπτης να τα ταυτοποιεί εύκολα και ύστερα με τη βοήθεια του οδηγού να ενημερώνεται καλύτερα – δεν αγνοώ βέβαια ότι η επισκεψιμότητα προϋποθέτει την επίλυση των προβλημάτων επικινδυνότητας.

Στο σημείο αυτό ας μου επιτρέψετε να «θεωρητικολογήσω» λίγο. Το βιβλίο του Σφέτσα είναι ένα βιβλίο τοπικής ιστορίας, που απευθύνεται και στον υποψιασμένο αλλά και στον μη ειδικό αναγνώστη, αυτόν που συμβατικά ονομάζουμε «μέσο αναγνώστη» και ειδικά τον συντοπίτη μέσο αναγνώστη. Αυτόν τον αναγνώστη το βιβλίο είναι έτοιμο να τον υποδεχθεί και να τον ταξιδέψει, με ανοιχτά τα λευκά πανιά του, στους τόπους και στα χρόνια που νοσταλγεί.

Ούτως ή άλλως το βιβλίο Σφέτσα, όπως και του Βαγενά, όπως και όλα τα βιβλία αυτού του τύπου, όπως μας έχει πει παρουσιάζοντας το βιβλίο του Βαγενά ο Τριαντάφυλλος Σκλαβενίτης, μας βάζει να ξανακάνουμε τους λογαριασμούς μας με το χρόνο και την ιστορία, τη γνώση του παρελθόντος και τη σχέση του με το παρόν. Ένας λογαριασμός βίωσης, που καλλιεργεί δεξιότητες και ευαισθησίες, οξύνοντας τα νοητικά εργαλεία για την προσέγγιση της ζώσας πραγματικότητας. Η γνωριμία με τον τόπο μας, η πατριδογνωσία, μας καλεί να βρούμε εξηγήσεις όχι μόνο για τα μεγάλα και ένδοξα αλλά για τα λιγότερα μελετημένα ίχνη των προηγούμενων ανθρώπων πάνω στο χώρο (2).

DSCN6449

Θα επαναλάβω αυτά που έγραψα στα Επιλεγόμενα του βιβλίου του Βαγενά Πάτρια ίχνη, το οποίο παρουσιάσαμε σ’ αυτό τον χώρο πριν λίγους μήνες – ταιριάζουν και στη σημερινή περίσταση: Κάθε φορά, λοιπόν, που βλέπει το φως της δημοσιότητας ένα βιβλίο σαν αυτό, πρέπει να ξανανοίγουμε τους λογαριασμούς με το παρελθόν μας. Και δεν δικαιούμαστε να λέμε ότι δεν ξέρουμε – αν θέλουμε να είμαστε συνεπείς στις δοσοληψίες μας με την πατριδογνωσία, που τόσο πολύ όλοι μας, και κυρίως οι κρατούντες, την αγαπάμε λεκτικά. Και πρέπει να τους ξανανοίγουμε όχι μόνο για να ενισχυθεί τελικά η αυτογνωσία μας – αυτό από μόνο του φαίνεται ότι δεν πείθει όσο θα θέλαμε. Αλλά γιατί η γνώση, που θα φέρει αυτό το άνοιγμα, είναι πολύτιμο εργαλείο και για τον απλό πολίτη: μπορεί να του λειάνει κάποιες ανεπιθύμητες, προ-πολιτισμικές θα μπορούσα να πω, νοοτροπίες και να εκλεπτύνει την, εξ αυτών πηγάζουσα, πρακτική συμπεριφορά του σε ποικίλα θέματα του καθημερινού βίου. Αλλά είναι, κυρίως, εργαλείο για τους φορείς εξουσίας που έχουν θεσμικό δικαίωμα να σχεδιάζουν και να υλοποιούν έργα, τα οποία επηρεάζουν την όψη του τοπίου, αστικού και αγροτικού, και δραστηριότητες, οι οποίες επιδρούν καταλυτικά στη διαμόρφωση των συλλογικών νοοτροπιών. Όταν οικοδομεί κάποιος, μελετά προηγουμένως τη σύσταση του εδάφους του οικοπέδου του ούτως ώστε να θεμελιώσει ασφαλέστερα. Δεν γίνεται να ισχύει κάτι διαφορετικό, όταν ασκεί πολιτική, και μάλιστα πολιτική σε μεγάλη κλίμακα. Το αντίθετο: πρέπει να μελετήσει επιμελώς τη σύσταση του πολιτισμικού υπεδάφους επί του οποίου θα «πατήσει» αυτή η πολιτική – σε τελική ανάλυση έτσι εξασφαλίζουν οι πολιτισμένες κοινωνίες την επιθυμητή συνέχεια του παρελθόντος μέσα στην αναπόφευκτη αλλά και απαραίτητη ανανέωση του γίγνεσθαι. Η ως τώρα ελληνική εμπειρία επί του θέματος έχει πρόσημο αρνητικό: οι φορείς εξουσίας δεν επωφελούνται από τη γνώση αυτή είτε γιατί δεν επιτελούν αυτό το άνοιγμα είτε γιατί το επιτελούν στρεβλά (3).

Εν κατακλείδι και επιστρέφοντας στο συγκεκριμένο: Ο Μάρκος Σφέτσας μας έδωσε ένα αξιοπρεπές, συνοπτικό και εύχρηστο πλοηγό για όποιον θέλει να ταξιδέψει στο παρελθόν του πιο σημαντικού ίσως σωζόμενου μνημείου της μικρής πατρίδας. Και τον ευχαριστούμε γι’ αυτό. Η χρήση του θα δείξει τις απαιτούμενες αλλαγές και προσαρμογές.

Οι ευχαριστίες μας προς τον συγγραφέα συνοδεύονται με τις ευχές μας να συνεχίσει τον γόνιμο δρόμο που άνοιξε με το βιβλίο του αυτό. Στον Νίκο Θερμό του fagottobooks εκφράζουμε τις ευχαριστίες για την καλαίσθητη έκδοση του βιβλίου, που ελπίζουμε και ευχόμαστε να είναι καλοτάξιδο.

Σας ευχαριστώ

(Το κείμενο είναι η τοποθέτηση του Δημήτρη Τσερέ κατά την παρουσίαση του βιβλίου του Μάρκου Σφέτσα: «Συνοπτική Ιστορία του Κάστρου της Αγίας Μαύρας», που πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 16 Οκτωβρίου στο Πνευματικό Κέντρο.)

line1

(1) Νίκος Βαγενάς, Το Κάστρο της Αγίας Μαύρας 1300-1977, Δημόσια Βιβλιοθήκη Λευκάδας, Αθήνα 2001.
(2) Από την ομιλία του Τριαντάφυλλου Ε. Σκλαβενίτη κατά την παρουσίαση του βιβλίου του Νίκου Βαγενά, Το Κάστρο της Αγίας Μαύρας, ό.π.. Το βιβλίο παρουσιάστηκε στη Λευκάδα στις 2 Ιουνίου 2001 σε εκδήλωση, που οργάνωσε η Δημόσια Βιβλιοθήκη Λευκάδας στην αίθουσα του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Λευκάδας με ομιλητές τους Τριαντάφυλλο Ε. Σκλαβενίτη, τον Κωνσταντίνο Ζάχο, τη Μάρω Φίλιππα-Αποστόλου, τη Μαρία Λαμπρινού και τη Μαρία Ρούσσου. H ομιλία του Τριαντάφυλλου Ε. Σκλαβενίτη τώρα στην Επετηρίδα Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών, τ. Θ΄, Αθήνα 2003, σ. 312-316 (πρώτη δημοσίευση στην εφημερίδα Λευκαδίτικη Πνοή, φ. 76 (Ηλιούπολη Αττικής, Μάϊος-Ιούνιος 2001), σ, 1,8).
(3) Νίκος Βαγενάς, Πάτρια ίχνη. Ψηφίδες από τη Λευκάδα του χθες, Επιμέλεια – Επιλεγόμενα, Δημήτρης Σπ. Τσερές, Αθήνα, fagottobooks, 2014, σ.

Προηγουμενο αρθρο
Η ανακοίνωση του ΠΑΜΕ εκπαιδευτικών Λευκάδας
Επομενο αρθρο
Η Αμμόγλωσσα στη Λευκάδα ... κάποτε!

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.