HomeΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣΜερικές μέρες στη Λευκάδα το 1958

Μερικές μέρες στη Λευκάδα το 1958

Όπως την είδε και την εικονογράφησε ο Μίνως Αργυράκης

(Γιορτές Λόγου και Τέχνης, Λευκάδα 1958)

Φτάνοντας νύχτα στη Λευκάδα έχεις την εντύπωση πως φτάνεις στη Βενετία. Τα φώτα του καναλιού είναι σα να βγαίνουν μέσα από τη θάλασσα και το αυτοκίνητο μοιάζει να πλέει πάνω στο νερό, έτσι που διασχίζει τη στενή λουρίδα που εξέχει από την Ακαρνανία για να συναντήσει την άλλη στενή λουρίδα της Λευκάδας. Έτσι μακρόστενες που είναι και οι δύο, μοιάζουν με δυο χέρια που απλώνονται να χαιρετιστούν ευγενικά. Και στη μέση το πορθμείο που κάνει τις συστάσεις.

Όλα είναι γεμάτα ευγένεια μόλις φτάσεις. Εκεί γύρω η ατμόσφαιρα είναι παραμυθένια. Απίθανα και μαγευτικά καμώματα της νύχτας. Το λειψό φως του Αυγουστιάτικου φεγγαριού μόλις ρίχνει αναιμικές αχτίδες πάνω στο Βενετσιάνικο Κάστρο που βρίσκεται στην πόρτα της Λευκάδας και το κάνει να φαίνεται σαν σκηνικό Όπερας.

Ο φάρος δίπλα, ανοιγοκλείνει νευρικά το κατακόκκινο μάτι του, κάνοντας νοήματα στα καράβια να προσέχουν τα βήματά τους και το Ιόνιο νυκτερινό και γαληνεμένο γαργαλά τα νύχια και τα δάχτυλα των δύο ακρογιαλιών.

Τα σπίτια είναι σαν ψεύτικα, χτισμένα πρόχειρα, ειδικά τοποθετημένα νομίζεις, για κάποιο φανταστικό γύρισμα ταινίας, και που έχεις την εντύπωση πως ύστερα από το γύρισμα θα διαλυθούν. Φαντάζει όλη η πόλη, μερικές στιγμές, σα τεράστια κινηματογραφούπολη. Χαμηλή και βουλιαγμένη. Σχεδόν όλη η πόλη πλέει πάνω στο νερό. Εξήντα εκατοστά να σκάψεις κάτω τη γη, θα βρεις νερό. Περνάει φορτηγό από την προκυμαία και λίγο βαρύ να είναι, νοιώθεις τη γη να τρέμει κάτω από τα πόδια σου.

DSCN8358

Μα όλα αυτά πάλι σβήνουν άμα βγεις λίγο έξω από την πόλη. Δέκα λεπτά πιο πέρα από την προκυμαία βρίσκεται μια από τις ομορφότερες ακρογιαλιές αυτής της γης. Και σίγουρα η πιο όμορφη της Ελλάδας. Τρία χιλιόμετρα όλο άμμος. Και τι άμμος! Τι βότσαλο! Σαν χνούδι που χαϊδεύει το σώμα σου. Αν είχαν οι Ιταλοί τέτοιο θησαυρό, θα τον είχαν αξιοποιήσει τόσο, που σίγουρα σήμερα θάταν μια από τις πιο φημισμένες πλαζ σ’ ολόκληρη την Ευρώπη.

Η Λευκάδα είναι γεμάτη από αντιθέσεις. Η ιδιοσυγκρασία του νησιού αυτού καμωμένη από ένα ουράνιο μείγμα μιας άγριας απότομης και αντρίκιας φύσης, ταιριασμένη με μια γλυκειά γυναικεία ρομαντική ήρεμη και μαλακιά φύση. Έχεις την εντύπωση πως απ’ αυτή τη σπάνια ένωση αυτών, γεννήθηκαν τα Πριγκιπόνησα, τα «παιδιά της Λευκάδας». Σα να φίλησαν τα άγρια βουνά, τις ήρεμες ακρογιαλιές του νησιού και ξαφνικά πετάχτηκαν η Μαδουρή, ο Σκορπιός, το Μεγανήσι, το Σκορπίδι, το Χελώνι, η Σπάρτη, και τα άλλα πριγκιπικά αδελφάκια τους, ντυμένα σε φωτεινά τούλια και υγρές νταντέλλες.

Το νησί της Λευκάδας μοιάζει ακόμη μ’ ένα όμορφο φανταχτερό πουλί, που διαρκώς προσπαθεί να πετάξει, και που κάθε τόσο του πληγώνουν τα φτερά. Πότε η θεοί με τους σεισμούς και πότε οι αρμόδιοι με την αδιαφορία που δείχνουν. Και έτσι μένει πάντα μόνο, απομακρυσμένο, έρημο κι εγκαταλελειμμένο, με τις δυο πληγωμένες φτερούγες του, τον Βαλαωρίτη και τον Σικελιανό. Πάει να πετάξει για λίγο να βρει λίγο φαί, μα τίποτα άλλο δεν βρίσκει παρά Δόξα Ποίηση και Μαγεία. Ο οργανισμός του είναι υποσιτισμένος. Από «κότα ψημένη» που την λέγαν παλιά κοντεύει τώρα να γίνει «κότα μαδημένη».

Μα οι Λευκαδίτες δε το βάζουν κάτω. Αγαπούν το νησί τους και μάχονται να το αναστήσουν. Όσο περισσότερες συμφορές πέφτουν πάνω στο κορμί του τόσο η αγάπη που έχουν για τον τόπο τους θεριεύει. Είναι φορές που λες και μάχονται απελπισμένα. Μόνοι τους με τα ίδια τους τα μέσα, χωρίς καμιά βοήθεια από πουθενά. Μοιάζουν με Δον Κιχώτες που ονειρεύονται διαρκώς το ακατόρθωτο. Μα και μόνο γι’ αυτό είναι ωραίοι. Και τους αξίζει μια ουσιαστική υποστήριξη από το Κράτος. Μόνο που αυτό φαίνεται να μην έχει πάρει χαμπάρι ακόμα τις ανάγκες του νησιού. Ή τις ξέρει και κάνει την πάπια.

Νησί και Λευκαδίτες λες και είναι καμωμένοι από το ίδιο υλικό. Τη φαντασία. Είναι μέσα στη φύση και των δυο. Ο Λευκαδίτης είναι ποιητής από γεννησιμιού του. Δεν έχει σημασία αν γράφει ποιήματα ή όχι. Σημασία έχει ότι σε κάθε του κουβέντα, σε κάθε του φράση, βρίσκεται κρυμμένο το ποιητικό υλικό.

DSCN8357

Ακόμα και η κοινωνική του σχέση έχει μια ποίηση. Ένα απόγιομα, καλεσμένοι σ’ ένα αρχοντικό κοντά στην προκυμαία, νοιώσαμε πως δεν είμαστε ξένοι ή επισκέπτες που γνωρίζαμε για πρώτη φορά τον οικοδεσπότη, ένα ευγενέστατο Λευκαδίτη, αγαπημένο και εξαιρετικά δημοφιλή στο νησί του. Πάνω στο μπαλκόνι του φιλόξενου εκείνου σπιτιού, ανάμεσα στους καλεσμένους, ντόπιους και ξένους που συναντιόμασταν για πρώτη φορά κυριαρχούσε μια τέτοια «άφεση τύπων» και μια τέτοια ποιητική προσήλωση στην ουσία των ανθρώπινων σχέσεων, που όλοι σχεδόν ήταν έτοιμοι να μεταχειριστούν την απαγγελία σα μέσο συνεννοήσεως, ήταν έτοιμοι να πουν όχι ο,τι συνήθως λέγεται σε μια συγκέντρωση μα ό,τι γίνεται μέσα στην ψυχή του ανθρώπου. Τους τύπους και την ετικέτα, την αντικατέστησε η ψυχική άνεση. Και στο βάθος αυτός είναι ο πολιτισμός. Εκεί που δεν αναγκάζεσαι να λες ψέματα και να παριστάνεις τον τσαμπάζο.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό του Λευκαδίτη που έχει γίνει πια μια «φυσιολογική του ανάγκη» είναι η φιλοσοφημένη διάθεση που κρύβει για τα συμβαίνοντα γύρω, και η ειρωνεία με την οποία αντιμετωπίζει την πραγματικότητα. Ίσως αυτό να είναι και η μοναδική του άμυνα στην περίεργη μοίρα του. Γυρνώντας στους δρόμους της Λευκάδας άκουσα τόσο φρέσκο κέφι, τόσο σπαρταριστή διήγηση, που ποτέ δεν ένοιωσα σε αλλά μέρη της Ελλάδας. Τόσα ανέκδοτα ειπωμένα με τόση χάρη και σοφιστεία.

DSCN8342

Ο Λαός κουρελής και ξυπόλυτος χάνει πολλές φορές το παιχνίδι της Άνεσης, μα κερδίζει το παιχνίδι του κεφιού του. Σατιρίζει τα πάντα και τους πάντας, διαρκώς. Οι Λευκαδίτες λες και γνωρίζονται μεταξύ τους περισσότερο από τα παρατσούκλια που κολάνε ο ένας στον άλλον παρά με τα πραγματικά τους ονόματα. Τον έναν τον φωνάζουν Αμπελοβάτραχο, τον άλλον Φαγοκοιμήση, τον άλλον, Παπί. Μια γριά καμπούρα, άσκημη με μισό δόντι, μου τη σύστησαν: « Η Γρίππη!». Ούτε επώνυμο ούτε όνομα!

Τίποτα δεν αρέσει στο Λευκαδίτη περισσότερο από το γλέντι. Και λεφτά να μην έχει θα πουλήσει κάτι να πάει στο χορό. Τις Αποκριές μου λένε, η Λευκάδα είναι στο στοιχείο της. Όλοι ντύνονται κουδουνάτοι, φοράνε μάσκες και χορεύουν στους δρόμους μέχρι το πρωί.

DSCN8352

Μα το καμάρι του ματιού της Λευκάδας είναι η κορμοστασιά της χωριάτισσας. Είναι χαρά θεού να τις βλέπεις πάνω στα χωριά να μαζεύονται στη βρύση να γεμίζουν τις στάμνες και τα βαρέλια με νερό. Βαστάει η κάθε μια πάνω στο κεφάλι της είκοσι με πένητα οκάδες. Από μικρές μαθαίνουν να βαστάνε όλο αυτό το βάρος πράγμα που τις κάνει άμα μεγαλώσουν να έχουν μια περπατησιά περήφανη, κομψή, λυγερή, σαν να αρμενίζει φρεγάτα ή ακόμα σα να περπατά κυπαρίσσι. Η φορεσιά τους πράσινη σκούρα και καφέ προβάλλει τα χαρίσματά τους ακόμα πιο έντονα. Γελαστές, όμορφες, με στητό στήθος, ψηλές, λιγνές με φεγγαρίσιο κόρφο, διασχίζουν χιλιόμετρα, σκαρφαλώνουν κατσάβραχα με αφάνταστη ισορροπία. Όμως δουλεύουν σκληρά. Οι γυναίκες στη Λευκάδα είναι ηρωίδες. Εκείνες βαστάνε το σπίτι και τελειώνουν τις πιο σκληρές δουλειές στο χωράφι. Όλα περνάνε από το χέρι τους. Λεφτό δε σταματάμε. Σ’ όλη τους τη ζωή.

Τα χωριά πάνω ζούνε με το τίποτα. ψωμί και κρεμμύδι. Ως και την πέτρα σπέρνουνε, να εξασφαλίσουνε τη «φαγούρα» τους, όπως λένε οι ντόπιοι το φαί τους. Μα όλα τα αντιμετωπίζουν με την χαρακτηριστική τους ειρωνεία. Άμα δεν βρίσκουν αυγό στα χωριά λένε: «Έχουν απεργία οι κότες γιατί ακρίβυνε το στάρι!» Γελάνε με το χωρατό και ξεχνάμε την πείνα.

Καημένη Λευκάδα! Τι να σου μέλλεται ακόμα! Φεύγοντας από το νησί πήραμε στην καρδιά μας όλη σου τη μαγευτική ομορφιά κι όλη σου τη δυστυχία. Μας έκανες να δούμε στο πρόσωπό σου ολόκληρη τη μοίρα της σύγχρονης Ελλάδας. Μαγεία και μιζέρια. Μιζέρια και μαγεία. Παντού.

Μίνως Αργυράκης.

line1

DSCN8365

Προηγουμενο αρθρο
Πανηγύρι Αγίας Παρασκευής στο σεισμόπληκτο Αθάνι
Επομενο αρθρο
Η νέα Νομαρχιακή Επιτροπή ΠΑΣΟΚ Λευκάδας

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.