HomeΕΠΙ ΠΑΝΤΟΣ ΕΠΙΣΤΗΤΟΥ«Ξένοι» στην Κατούνα

«Ξένοι» στην Κατούνα

By Patti and Stevie

Μέρος Α’

1987
Έχοντας περάσει τα προηγούμενα 4 καλοκαίρια δουλεύοντας στη Κέρκυρα, στη Ζάκυνθο και στη Λέσβο το 1987 ήταν η πρώτη φορά που ήρθαμε στη Λευκάδα. Όλο το καλοκαίρι βρισκόμασταν στο Νυδρί και στο ξενοδοχείο Porto Gallini στο Μαγγανά και επισκεφθήκαμε πολλά μέρη του νησιού. Δεν επισκεφθήκαμε, όμως, ποτέ, την Κατούνα.

1988
Την Άνοιξη, η Πάτι, εγώ και μερικοί φίλοι από τη Λέσβο θα περνούσαμε μια εβδομάδα στη Λευκάδα, περιοδεύοντας και συναντώντας φίλους. Μ ’αυτά τα σχέδια για εκείνο το καλοκαίρι – επιστρέψαμε στη Λευκάδα.

Τον Μάρτιο φτάσαμε στο νησί, περάσαμε τη γέφυρα των φέρι με μια «αποστολή». Έπρεπε να βρούμε διαμονή.
Με τα περιορισμένα μας χρήματα ξέραμε ότι δεν θα μπορούσαμε να μείνουμε κοντά στη θάλασσα, καθώς θα ήταν ακριβά και απ’ την άλλη δεν θέλαμε να ζήσουμε στο Νυδρί.
Αποφασίσαμε να επισκεφθούμε κάθε χωριό ανάμεσα στη Λευκάδα και το Νυδρί που βρισκόταν δεξιά από την ακτή. Αφού περάσαμε από τους Καριώτες, είδαμε μια δεξιά στροφή με πινακίδα προς Κατούνα.
Ανεβαίνοντας για πρώτη φορά το δρόμο με τις πολλές στροφές , ένιωθα ότι δεν θα φτάναμε ποτέ στο χωριό.
Και στις δύο πλευρές του δρόμου ήταν απλώς ελαιόδεντρα και πετρώδεις θάμνοι – κανένα σημάδι κατοίκησης. Τελικά ακολουθήσαμε το δρόμο αριστερά στο νεκροταφείο και αντικρύσαμε το χωριό.

Οδηγώντας μέχρι την πλατεία, είδαμε έναν ηλικιωμένο άνδρα να κάθεται σ’ ένα πεζούλι έξω από την πόρτα ενός οικήματος που έμοιαζε με  κατάστημα. Ο δρόμος φάνηκε να σταματά εδώ.
Αυτό το χωριό φάνηκε να είναι το τέλος της διαδρομής  – μου άρεσε αυτό.
Η πλατεία είχε κτίρια γύρω της, σε κάποια φαινόνταν να ζουν άνθρωποι και άλλα ήταν εγκαταλελειμμένα. Στη βορειοδυτική γωνία βρισκόταν ένα διώροφο κτίριο που, έμοιαζε με σπίτι αλλά δεν κατοικούνταν.

Με τα στοιχειώδη μας ελληνικά ρωτήσαμε το γέρο αν γνώριζε κάτι για ενοικιαζόμενα, και μας κατευθύνθηκε σ έναν άντρα που περπατούσε προς εμας. Μας συστήθηκε  ως γραμματέας του χωριού. Ο Παναγιώτης μας είπε ότι το διώροφο κτίριο στη γωνία της πλατείας ήταν το γραφείο της Κοινότητας.

Κάναμε την ίδια ερώτηση.

Μας πήγε για μια βόλτα στον Άγιο Βάρβαρο και μας έδειξε το σπίτι του Σωφρόνη.
Ο Σωφρόνης κλήθηκε από το μόνο τηλέφωνο του χωριού (κατάστημα Barba Giorgos) και ήρθε από τη Λυγιά με τα κλειδιά για να μας δείξει το σπίτι. Συμφωνήσαμε, και ξεκινήσαμε την   ʺερωτικήʺ μας σχέση με την Κατούνα.
Υπέροχη θέα, εξωτερική τουαλέτα και χωρίς εσωτερικό νερό ή σκάλα.
Νιώσαμε ότι μας ταιριάζει τέλεια.

Ζώντας στην άκρη του χωριού  Μέρος Β’

1988

Το σπίτι του Σωφρόνη ήταν στην άκρη του χωριού. Κάτω από τον Άγιο Βάρβαρο, δεν υπήρχαν κτίρια εκτός από υπόστεγα ζώων. Οι γείτονές μας ο Μπάρμπα Ζωής, η Σπυριδούλα και η Βασιλική ήταν ένα μικρό ”θαύμα”  για μας.
Φαινόταν ότι ζούσαν ακόμα τη ζωή του χωριού παραδοσιακά όπως αιώνες πριν.
Το σπίτι τους δεν είχε νερό ή τουαλέτα όπως και το δικό μας.  Μαγείρευαν έξω, πάνω σε ανοιχτή φωτιά ή σ’ έναν παραδοσιακό φούρνο από τούβλα.
Η Βασιλική πήγαινε τακτικά να μαζέψει καυσόξυλα, για τη φωτιά του μαγειρέματος. Είχαν κοτόπουλα, μια κατσίκα και ένα άλογο, το οποίο ο Ζώης καβαλίκευε περήφανα μέχρι να γεράσει. Οι ελληνικές κουβέντες μας ήταν οι βασικές, αλλά συνεννοούμαστε πολύ καλά.

Με τη δουλειά μας στο Νυδρί και ζώντας στην άκρη του χωριού, δεν καταφέρναμε πολύ συχνά να επισκεφτούμε την πλατεία.
Αλλά, αν   μάς επισκέπτονταν φίλοι ή είχαμε εμείς λίγο χρόνο, επισκεπτόμαστε οπωσδήποτε τις δύο ταβέρνες – τη Σκαμνιά (Νίκος Baltsas) και Kollokas (Taki’s) – τα μόνα κοινωνικά μέρη στο χωριό.

Εκεί, στον Κολλόκα ή στη Σκαμνιά, ήταν  που μάθαμε για άλλους ξένους που ζούσαν στο χωριό και σύντομα συναντήσαμε την Kay και τον Peter Norris, καλλιτέχνες που ζούσαν στην Κατούνα για μερικά χρόνια.
Είχαν αποσυρθεί στην Κατούνα για να ξεφύγουν από το άγχος του σύγχρονου  κόσμου και να επικεντρωθούν στην τέχνη τους. Η Kay ήταν, μεταξύ άλλων,μια καταξιωμένη pointillist που παρήγαγε μια σειρά από όμορφες σκηνές του χωριού της Κατούνας που έχουν αναπαραχθεί και μπορούν να βρεθούν σε διάφορα μέρη γύρω από την Κατούνα ή τη Λυγιά σήμερα.
Ο Πέτρος ειδικεύτηκε στην ξυλογλυπτική, αλλά ήταν επίσης πετυχημένος καλλιτέχνης.
Μεγάλο μέρος της δουλειάς τους , που έγινε στην Κατούνα, όταν η Κάι πέθανε στη Σκωτία έμεινε εδώ στην Αγγλία , ο Πέτρος είχε πεθάνει λίγα χρόνια νωρίτερα. (Ελπίζουμε ότι αυτή η δουλειά θα διατηρηθεί και θα την αναδείξουμε κάποια μέρα).

Τα καλοκαίρια, ο Πέτρος και η Κέι κερδίζουν τα προς το ζην καθαρίζοντας σκάφη στο Νυδρί . Μαζεύαν όλα τα πράγματα που άφηναν οι τουρίστες στα σκάφη. Το σπίτι τους ήταν μια αποθήκη τέχνης από «πράγματα που μπορεί να είναι χρήσιμα».

Η Κάι και ο Πέτρος μας μίλησαν για τον Φρέντερικ και τον Ντιτιέ, που ήταν δυο νεαροί όμορφοι Γάλλοι καλλιτέχνες, που περνούσαν μερικούς μήνες στην Κατούνα , για να σχεδιάσουν και να ζωγραφίσουν.
Το σπίτι τους ήταν μόλις 50 μέτρα μακριά και δεν τους είχαμε συναντήσει ποτέ. Κάποια μέρα, ενώ ήμουν σε μια βόλτα στις πλαγιές πίσω από την Κατούνα, η Πάττι αποφάσισε να τους επισκεφτεί για να τους γνωρίσει.
Αυτή τη μέρα μάθαμε κάτι από τη ζωή στην Κατούνα –
Αφού η Πάττι είχε περάσει λίγο χρόνο μαζί τους, κάποιος χτύπησε την πόρτα τους. Ήταν ένας γείτονας με μαύρα, που είπε στην Πάττι ότι ο σύζυγός της επέστρεφε και πρέπει να πάει σπίτι της!

Δύο μαθήματα:

  1. Κάποιος κάπου στο χωριό ξέρει πάντα τι κάνεις.
  2. Αυτοί οι «κάποιοι» νοιάζονται για εσάς και δεν θέλουν να μπείτε σε πρόβλημα!

Παρά το γεγονός ότι ο Fred και ο Didier ήταν νέοι και όμορφοι, ήταν υπέροχο ζευγάρι και έτσι δεν είχα πια ζήλια!

Κόκκινο – κόκκινο κρασί Μέρος Γ’

1988

Η εγκατάσταση μας στο χωριό απαιτούσε μερικές αλλαγές στο σπίτι μας για να αισθανόμαστε  πιο άνετα. Χρειαζόμασταν ένα ντους και κάναμε… κάποιες «έρευνες». Ένα πρωί εμφανίστηκαν δυο παιδιά (Δημήτρη, Κώστα – θυμάστε;) που μας είπαν ότι είναι υδραυλικοί. Μας τοποθέτησαν ένα βαρέλι στην οροφή της εξωτερικής τουαλέτας μας και το συνέδεσαν με την παροχή νερού.
Έκαναν μια τόσο καλή δουλειά που μέσα σε λίγες μέρες ένα αρκετά μεγάλο φίδι «εγκαταστάθηκε» στο ντους της τουαλέτα μας! Θυμάμαι ότι το απομάκρυνα με ένα μακρύ ραβδί, ώστε ο Patti να κάνει ντους.

Ήταν συναρπαστικό για εμάς να παρατηρούμε τους γείτονές μας. Η ζωή τους και η καθημερινότητα τους υπαγορευόταν από την εποχή στην οποία ζούσαν. Ωστόσο, με την εξέλιξη η εισαγωγή νέων μεθόδων στην αγροτική ζωή των παραδοσιακών λαών έχει και αρνητικές συνέπειες.
Έτσι θα δούμε τον Ζώη να πηγαίνει να ψεκάσει τα χωράφια μ’ ένα δοχείο με χημικά στην πλάτη (χωρίς μάσκα).
Αυτό σταδιακά επηρέασε την υγειά του. Παρατηρήσαμε πώς η ακοή του επιδεινώθηκε λόγω της έντασης της φωνής του και μετά από μια πτώση από το άλογο δεν το καβαλίκευε πια. Όλα αυτά όμως δεν επηρέασαν την πίστη του.
Κάθε Κυριακή και όλες τις μέρες των γιορτών ακούγεται να ψέλνει δυνατά και καθαρά στην εκκλησία του χωριού, την Παναγία.

Η Σπυριδούλα ήταν μια γλυκιά γυναίκα για εμάς. Όμως τα πολλά χρόνια δουλειάς στους ελαιώνες και το σκύψιμο για να μαζεύει χόρτα (και τη φροντίδα του νοικοκυριού της και του γιου της Αντώνη) είχαν επηρεάσει και τη δική της υγειά, γι’ αυτό ήταν όλο και πιο δύσκολο να περπατά άνετα.

Όσο για τη Βασιλική ήταν τόσο μικρόσωμη όσο το ποντίκι, μα ήταν τόσο δυνατή όσο το βόδι. Κάθε μέρα το καλοκαίρι, όταν εκείνη, ο Ζώης και η Σπυριδούλα (και το μεγαλύτερο μέρος του χωριού) είχαν «μετακομίσει» στα κτήματα τους στη Λυγιά , ανέβαινε καθημερινά  μέχρι την Κατούνα για να ταΐσει τα κοτόπουλα και να ελέγξει το σπίτι και γυρνούσε πίσω.
Πολλές φορές όταν την συναντούσαμε στο δρόμο , αρνιόταν να την πάρουμε με το αυτοκίνητο, παρότι όπως έμαθα με τον καιρό, πλησίαζε τα 80 της χρόνια!
Είχε τα πιο εκπληκτικά χέρια. πολύ μεγάλα για το μικροσκοπικό σώμα της, αλλά πολύ επιδέξια  για τη σκληρή ζωή της.

Πρέπει να ήταν τον Σεπτέμβριο του 1988, όταν είχαμε άδεια εγώ και η Patti.Τότε ήταν που είδαμε το Ζώη τη Σπυριδούλα και τη Βασιλική να κάνουν το κρασί τους.
Στην κορυφή ενός τεράστιου κάδου έβαζε ένα μεγάλο ξύλινο κουτί,
γεμάτο σταφύλια και κλαδιά. Ο Ζώης, σήκωνε το παντελόνι του μέχρι τα γόνατά και ξυπόλυτος πατούσε τα σταφύλια.
Η εμπειρία αυτή ήταν πρωτόγνωρη για μας και ήταν συναρπαστικό να παρακολουθούμε το Ζώη να δίνει εντολές στη Σπυριδούλα και τη Βασιλική.
Στο παρελθόν είχαμε δοκιμάσει ντόπιο κρασί, λόγο της γενναιοδωρίας διαφόρων χωρικών, σε όλο το νησί. Όμως δεν γίναμε λάτρεις του τοπικού κρασιού, διότι όταν φέρναμε το ποτήρι στα χείλια μας είχε μια παράξενη μυρουδιά δεν έμοιαζε με σπιτικό κρασί.
Στη συνέχεια μάθαμε πως αιτία της μυρουδιάς αυτής δεν ήταν το κρασί αλλά τα παλιά μπουκάλια νερού που το αποθήκευαν, επίσης άλλη αιτία ήταν ότι τα βαρέλια στα οποία το τοποθετούσαν δεν ήταν αρκετά καθαρά
Ευτυχώς σήμερα οι περισσότεροι άνθρωποι το γνωρίζουν αυτό…

Όταν το χωριό της  Κατούνας  άρχισε να εγκαταλείπεται από τους κατοίκους του για να μετακομίσουν  στη Λυγιά, στάθηκε τυχερό στην ατυχία του.  Οι αλλοδαποί που άρχισαν να φτάνουν  και να αγοράζουν τα παλιά σπίτια, ήταν άνθρωποι που αγάπησαν το χωριό, τη φύση και το περιβάλλον του. Δεν άλλαξαν, δεν γκρέμισαν. Αντίθετα διατήρησαν, συντήρησαν και ομόρφυναν το χωριό.  Οφείλονται πολλά σε όλους αυτούς που ξανάδωσαν ζωή στο χωριό πριν την έλευση του τουρισμού.

Το https://koinotitakatounas.gr/ ξεκίνησε πρόσφατα μια σειρά  στην οποία καταγράφονται οι  εμπειρίες των πρώτων αλλοδαπών  που έφτασαν στο χωριό της Κατούνας.

Προηγουμενο αρθρο
Γλυκοχάραμα στη Χώρα
Επομενο αρθρο
Ο Πάνος... φροντίζει τα «κατοίκια» του Ιβαριού

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.