HomeΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΟδυσσέας Ελύτης: Ο ναυτίλος του αιώνα

Οδυσσέας Ελύτης: Ο ναυτίλος του αιώνα

Ξημερώματα της 2ας Νοεμβρίου του 1911 στο Ηράκλειο, στη συνοικία «Εφτά Μπαλτάδες», όπου βρισκόταν το σπίτι του, Αριάδνης και Πασιφάης γωνία γεννιέται ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης. Έκτο παιδί της οικογένειας, ύστερα από τη Μυρσίνη, τον Θεόδωρο, τον Βύρωνα, τον Κωνσταντίνο και τον Ευάγγελο. Γονείς του ο Παναγιώτης και η Μαρία Αλεπουδέλη.

Από τότε αρχίζει η πορεία του στον κόσμο, μια πορεία που τίμησε οδηγώντας το σκάφος του μέσα από την δίνη και την ταραχή των ημερών του, στη ζώνη της διαφάνειας, των λυρικών χρωμάτων, της καθαρής συνείδησης, της μεταμόρφωσης, της γύμνωσης από το περιττό, της ομορφιάς και του φωτός.

«Ναυτίλος από ένστιχτο», γράφει γι’ αυτόν η σύντροφος του ποιήτρια Ιουλίτα Ηλιοπούλου, αέναα κινούμενος προς το νέο, το ανεξερεύνητο, το ανείπωτο, προς τη μαγεία της ομορφιάς, προς την ακρίβεια της καίριας στιγμής, προς την επιθυμία απόδοσης δικαιοσύνης, να, λίγο μετά από τη συνείδηση της αποστολής του: να συλλάβει και να πει έναν άλλο, δεύτερο κόσμο που φτάνει πάντα πρώτος μέσα του. Έναν κόσμο καθ’ όλα πραγματικό, που μοιάζει να τον διέπουν ως φυσικοί νόμοι απαρέγκλιτες αρχές, σαν άλλοι μηχανισμοί μυθοποιητικοί, σαν αντίδοτο στην καθημερινή φρίκη μιας προϊούσας ηθικής παραίτησης.

11

Ανακατάταξη της ύλης, υπέρβαση των λογικών ορίων, εναντίωση στην τρέχουσα αντίληψη, γεωμέτρηση και αρχιτεκτονική ανασύνθεση, αγιοποίηση των αισθήσεων, ανύψωση των ταπεινών φυσικών μονάδων σε σύμβολα ηθικά, προβολή της ολιγάρκειας ως κυρίαρχης αρετής, επαναπροσδιορισμός της ελληνικότητας, πέρα και ύστερα από το ιστορικό βίωμα, συλλογιστική των αναλογιών – που αναπτύσσεται σε θεωρία και επιφέρει, μέσα από τους κατ΄αναλογίαν συσχετισμούς, μετάθεση ιδιοτήτων, μεταγραφή δεδομένων από το χώρο της ηθικής σ’ αυτόν της αισθητικής ή της μεταφυσικής, και τανάπαλιν-, ανάδειξη της έννοιας του Παραδείσου κεκαθαρμένης από την χριστιανική της καταγωγή, του φωτός, ως κεντρικού άξονα της μεταφυσικής, είναι μόνον κάποιες από αυτές τις αρχές στις οποίες υπακούει με πίστη , σταθερός πάντα μέσα στη συνεχή αλλαγή της ποιητικής του φόρμας”

12

Ανεξάντλητος μέσα από την ποίηση και τα κείμενα του, τυχεροί που μπορούμε να ιχνηλατούμε μια τέτοια πορεία. Μια πορεία που μας δείχνει τα σημαντικά, τα ουσιώδη, αυτά στα οποία πρέπει να δίνουμε βαρύτητα, για να προσεγγίσουμε το βάθος του πυρήνα μας και να οραματιστούμε έναν καινούργιο πιο όμορφο κόσμο.

Το κείμενο που ακολουθεί είναι ένα απόσπασμα από την «Ιδιωτική Οδό» του.

Ι δ ι ω τ ι κ ή ο δ ό ς

Πρόσω ήρεμα

Α΄

Μέσα σε μια συμπλεγματική ανθρωπότητα, κατάφορτη από τις αμαρτίες παλαιών και νέων δογμάτων, έχω στήσει τα πενήντα τετραγωνικά μου και περιμένω. Με δυό αόρατα για τους άλλους ακουστικά περασμένα στ’ αυτιά μου, αυτοδίδακτος ασυρματιστής που ξέρει ότι σ’ αυτά προπάντων τα “επιτόπου” ταξίδια είναι δυνατόν να παρουσιαστούν οι πιο απροσδόκητες, οι πιο συγκλονιστικές περιπέτειες.

Μια μέρα που ρωτούσα τον Πικάσσο πως έτυχε να μην κάνει ποτέ στη ζωή του μεγάλα ταξίδια, μου αποκρίθηκε: “Παρά να τρέχεις εσύ πίσω από τον κόσμο, δεν είναι καλύτερα να τον κάνεις να ‘ρχεται ‘κείνος κοντά σου;” Και πριν προλάβω ν’ ανοίξω το στόμα μου, συνέχισε: “Ξέρετε πώς; Είναι πολύ απλό. Εξαρτάται από τον τρόπο που ζείς, που εργάζεσαι, που ερωτεύεσαι. Bref, εγώ τις πέντε ηπείρους τις έχω μέσα στο ατελιέ μου”.

Παρά την κάποια οίηση, τα λόγια του μ’ άγγιζαν. Έδιναν βαρύτητα όχι τόσο στην κινητικότητα την ίδια όσο στην ικανότητα του μυαλού μας να υποκαθίσταται σ’ αυτήν. Κι έβαζαν τον τόνο στη σωστή συλλαβή όταν γύρω μου αφθονούσαν οι ανορθογραφίες. Αλήθεια. Παρακολουθούσα, χρόνια τώρα, με κατανόηση αλλά και αμηχανία, τις προσπάθειες που έκαναν μερικοί συνάδελφοί μου για να διαφοροποιηθούν από τους αστούς. Άλλος με το αναποδογύρισμα του εικοσιτετραώρου του. Άλλος με την αλλοίωση του παρουσιαστικού του. Πολλοί, πηδώντας από αεροπλάνο σε αεροπλάνο για να μη συναποκομίσουν επιστρέφοντας παρά μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα και λίγο συμπιεσμένο αέρα. Και τι να πείς για κάποιων άλλων τις καθιερωμένες από καιρό και μεγάλης κυκλοφορίας “αισθαντικές στιγμές”: ‘κείνα τα δειλινά πάνω από το λιμάνι. Το ζητιάνο που παίζει φυσαρμόνικα μες στο ψιλόβροχο. Το κουτσό παιδί στο καλντερίμι της φτωχογειτονιάς. Ο μακρύς διάδρομος ενός νοσοκομείου με τ’ αμαξίδια και τη λευκή μπέρτα που χάνεται στο βάθος. Όλα τους τσαλακωμένα και με καθυστερημένη άφιξη δελτάρια που άμα τα βλέπω να “βγάνουν δάκρυ” ακόμα, μου ‘ρχεται ν’ ανοίξω το παράθυρο και να καλέσω σε βοήθεια τον φίλο μου τον Βορρέα. Θέλει μελτέμι γερό, γεννημένο στην Τήνο, που να ‘ρθει με την ευχή της Παναγίας και να καθαρίσει τον τόπο απ΄όλων των λογιώ της Τουρκιάς και της γηραιάς Ευρώπης τ’ απομεινάρια.

Τότε λοιπόν το ζητούμενο; Η πραγματική ποιητική ζωή; Δεν υπάρχει απάντηση, δεν υπάρχει μάρτυς, κι ίσως αυτό να ‘ναι το ωραίο.Στο σημείο όπου το μόριον της ψυχής μεταβάλλεται πάλι σε μόριον ύλης, εκτός από τον εαυτό σου δεν γίνεται να παρίσταται άλλος κανείς. Κι είναι, αλήθεια, σ’ ένα τέτοιου είδους πείραμα που συνίσταται το μυστικό: να δημιουργείται και στον έξω κόσμο, από τις πράξεις σου ή τις ενέργειές σου, ένας πυρήνας ταυτόσημος μ’ αυτόν που διαμορφώνεται από τις συγκινήσεις σου και τα ιδανικά σου σε όσα γράφεις. Έχει σημασία η συνέπεια και όχι μόνον. Είναι η λειτουργία των συγκοινωνούντων δοχείων που ενδιαφέρει. Να κυκλοφορεί το μυστήριο και στους χώρους με την ίδια ευλογοφάνεια.

Όλα τα παράγωγα της μυστικής ήχησης που συντελείται σε μια γραφή να βρίσκουν την αναλογία τους στο επίπεδο των ανθρωπίνων σχέσεων. Με τέτοιον τρόπο που ακόμα και οι συζεύξεις των λέξεων, οι παραπλήσιες της μαντικής, να βρίσκουν κατ’ αντιστοιχίαν την εφαρμογή τους στις πέραν του ορθολογισμού τυχόν ενέργειες και διασυνδέσεις σου, εάν μπορεί να το πει αυτό κανένας. Το άγνωστο χέρι που σφίγγει το χέρι σου. Το σκοτάδι όπου του θέτεις άστρο. Τ΄αγόρια που ψέλνουν κι η εκκλησία που φανερώνεται. Όλα μαζί κι ένα ένα χωριστά.

Βιβλιογραφία:
Ο ΝΑΥΤΙΛΟΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ
ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΟΔΟΣ
Επιμέλεια Ελένη Μ.Ματαράγκα

Προηγουμενο αρθρο
Εξαφανίστηκε 55χρονος στην Καρυά
Επομενο αρθρο
Κι όμως είναι σπηλιά!

1 Σχόλιο

  1. Αναγνώστης
    18 Μαρτίου 2023 at 20:41 — Απάντηση

    Οδυσσέας Ελύτης (2 Νοεμβρίου 1911 – 18 Μαρτίου 1996)

    «Βρέθηκα στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου
    των Ιωαννίνων, με όλες τις επιστημονικές ενδείξεις
    ότι δεν πρόκειται να ξανασηκωθώ.
    Πριν από τα αντιβιοτικά,
    ο τύφος δεν είχε άλλη σωτηρία
    από την αντοχή του οργανισμού σου.
    Έπρεπε να υπομένεις, ακίνητος υποχρεωτικά,
    με πάγο στην κοιλιά και μερικά κουταλάκια γάλα
    ή πορτοκαλόζουμο για τροφή,
    όλες τις ατέλειωτες μέρες που βαστούσε ο πυρετός,
    σαράντα ακατέβατα. Κι ο Θεός βοηθός.
    Έτυχε να περάσω τη μεγάλη κρίση,
    τις μέρες που άρχισε η επίθεση των Γερμανών.
    Το κρεβάτι μου βρισκόταν πλάι στο παράθυρο
    και κάθε φορά που σήμαινε συναγερμός,
    όλοι οι άλλοι άρρωστοι
    (το νοσοκομείο
    ήταν παθολογικό και δεν είχε τραυματίες)
    μαζί με τις νοσοκόμες και τους γιατρούς
    τρεχοκοπούσανε στα καταφύγια.
    Πριν φύγουν από το θάλαμο
    μου άνοιγαν τα τζάμια, μήπως και σπάσουν
    και με χτυπήσουν τα θραύσματα.
    Κι απόμενα έτσι ολομόναχος
    μέσα στον άδειο θάλαμο,
    που μου φαινόταν ξαφνικά ότι μεγάλωνε,
    γινότανε απέραντος, με τα ξέστρωτα κρεβάτια,
    τα κουβαριασμένα σεντόνια, τα σακίδια,
    μια σταματημένη απότομα ζωή,
    ένα είδος Πομπηίας του κλειστού χώρου,
    απ’ όπου αναδυόμουν και επέπλεα μετέωρος,
    βουτηγμένος μέσα σε μια παράξενη ηρεμία.
    Ώσπου σε λίγο άρχισαν οι εκρήξεις,
    που ολοένα πλήθαιναν και πλησίαζαν.
    Αυτό πια, δεν ήταν πόλεμος, ήταν μια μονομαχία.
    Δεν υπήρχαν
    στρατεύματα, όπλα,
    υπηρεσίες, επιτελεία.
    Τίποτε.
    Μονάχα
    το αόρατο εκείνο τέρας
    που μπουμπούνιζε από ψηλά.
    Κι εγώ ασάλευτος, με την πληγιασμένη ράχη
    και το κομμάτι τ’ ουρανού απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο.
    Ένα αίσθημα που δεν είχα δοκιμάσει ποτέ
    όσο ήμουν τριγυρισμένος από τους στρατιώτες μου
    αναπηδούσε τώρα μέσα μου,
    πολλαπλασιαζότανε, με χίλιες φωνές μου έκρενε:
    ”πρέπει, πρέπει, πρέπει,
    να ζήσεις, να νικήσεις, να τα βγάλεις πέρα”.
    Θα ‘ναι φαίνεται, στη μοναξιά και στον άνισο αγώνα
    που ξυπνάει όλος ο άντρας. Και ο ποιητής.
    Η ιδέα ενός βιβλίου με κρατούσε
    – όπως άλλους ένα εικόνισμα.
    Το έβλεπα, το φυλλομετρούσα,
    τα ποιήματα που δεν είχα γράψει,
    και που θα ήθελα να είχα γράψει,
    γεμίζανε με το εξωτερικό τους σχήμα τις σελίδες του,
    δεν απόμενε παρά να τα ”γεμίσω”
    όπως γεμίζεις μια σειρά από άδεια ποτήρια,
    και αμέσως
    τι δύναμη, τι ελευθερία, τι αψηφησιά
    στις βόμβες και στο θάνατο.
    Την άλλη μέρα, όταν είδα να με πλησιάζει
    ένας παπάς με το δισκοπότηρο στο χέρι,
    μόνο που δε γάβγισα.
    Το ‘βαλε στα πόδια και οι άλλοι άρρωστοι γελούσανε.
    Όμως εγώ δε βάσταξα κι έβαλα τα κλάματα.
    Οι γιατροί μαζευτήκανε γύρω μου,
    κάτι είπανε μεταξύ τους,
    και στο τέλος ένας απ’ αυτούς μου έκανε μια ένεση.
    Βυθίστηκα στον ύπνο για ώρες πολλές.
    Και την άλλη μέρα
    – κάτι απίστευτο – ξύπνησα σχεδόν απύρετος.
    Είχα περάσει τη μεγάλη κρίση.
    Το βιβλίο που ονειρευόμουν
    θα μπορούσε ίσως να γίνει.
    Και τώρα, βέβαια, που γράφω,
    ύστερα από τόσα χρόνια,
    το ιδανικό αυτό βιβλίο δεν έγινε.
    Αλλά τι σημαίνει;
    Η ελπίδα του με κράτησε στη ζωή,
    και τότε που δεν ήξερα και τώρα που κατάλαβα
    ότι τα ιδανικά βιβλία δε γίνονται ποτέ».
    (ΑΛΙΕΥΜΕΝΟ ΑΠΟ FB…ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ – WORLD LITERATURE..Όνειρο ήτανε)

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.