HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΠαιχνίδια και… Παιγνίδια – Οι Φιγούρες Α΄

Παιχνίδια και… Παιγνίδια – Οι Φιγούρες Α΄

Γράφει ο Νίκος Βαγενάς

Τόσο κατά τα μισά και πλέον της δεκαετίας του 1950, όσο και έως τα μισά της δεκαετίας του 1960, εμφανίστηκαν διάφορες απεικονίσεις είτε επάνω σε ημίσκληρο χαρτί είτε επάνω σε λεπτά φύλλα λάτας. Μάλιστα οι λάτινες «φιγούρες» είχαν ελαφρώς στρογγυλοποιημένες γωνίες, για να μη… σαγκυλώνουν τις παιδικές παλάμες. Το μέγεθος των χάρτινων και λατένιων «φιγουρών» ήτο περίπου όσο το αντίστοιχο των τραπουλόχαρτων. Τα απεικονιζόμενα θέματα ήσαν άκρως ετερόκλητα όπως, για παράδειγμα, οι φάτσες των παικτών των, τότε, ελληνικών ομάδων της Α΄ κατηγορίας, μαζί με το έμβλημα σε μια άνω γωνία και το ονοματεπώνυμο του παίκτη,(1) απόψεις ελληνικών και ευρωπαϊκών πόλεων, φανταστικές περιπέτειες και δη διαστημικές οι οποίες μάλιστα εξελίσσοντο, σε συνέχεια, κατ’ αύξοντα αριθμόν.

112

Οι εν λόγω «φιγούρες» ανευρίσκοντο στα περιτυλίγματα των λεπτοτάτων πλακών μπισκότων (ήσαν δεν ήσαν πάχους ενός εκατοστού), ομοίως των τσιχλών αλλά και σε κάθε τετραγωνισμένο ζαχαρωτό. Έτσι, το κάθε παιδί επένδυε (από τότε υπήρχαν οι… επενδυτές!!!) το παμφτωχικό του βαλάντιο, το οποίο ανήρχετο στο ιλιγγιώδες ποσόν των 50 λεπτών, δηλαδή μισή δραχμή, σε τέτοιου είδους αγορές με την ελπίδα πάντοτε ότι εξοικονομώντας μερικές, στη συνέχεια θα τις έπαιζε, όπου και πιθανόν θα αύξανε τον αριθμό των. Τα παιδιά συναθροίζοντο σ’ έναν χώρο λείο αλλά και κοντά σ’ έναν ευθύγραμμο τοίχο σπιτιού. Το καθένα, έπαιζε μόνον μία φιγούρα εάν ο αριθμός των παιδιών ήτο άνω των πέντε. Εάν τα παιδιά ήταν λιγότερα, τότε μπορούσε το κάθε παιδί να ρίξει από δύο φιγούρες και εάν τα παιδιά ήσαν μόνον δύο, τότε μπορούσαν να παίξουν με περισσότερες.

113Στο πρώτο μέρος καθωρίζετο η σειρά προτεραιότητος και αυτή προέκυπτε από τον… τοίχο. Αφού, εχαράζετο μία ευθεία γραμμή, παράλληλη με τον τοίχο, επάνω στο χώμα και γύρω στα 3,00 μ. απόσταση. Τα παιδιά ελάμβαναν θέση επί της ευθυγραμμίας όπου και το καθένα, έπιανε με τον αντίχειρα και τον δείχτη των δακτύλων, τη μία γωνία της «φιγούρας» και στη συνέχεια με βολ-πλανέ την έρριχνε προς τον τοίχο. Όποια, πεσμένη στο χώμα, «φιγούρα» ήτο πιο κοντά στον τοίχο, έπαιρνε και την αντίστοιχη σειρά προτεραιότητος.

Το παιγνίδι άρχιζε με τον πρώτο παίκτη να μαζεύει… καταήθενες (καταγήθεν, από κάτω, από την γη) όλες τις φιγούρες και να τις απλώνει επάνω στην τεντωμένη, προς τα επάνω, παλάμη του. Το άπλωμα των «φιγουρών» εγένετο κατά τέτοιον τρόπο ώστε η μία να μισοκαλύπτει την άλλη και μάλιστα, εναλλάξ ως προς την εμφάνιση του θέματός των, δηλαδή: όλες οι φιγούρες δεν αποκάλυπαν το θέμα των αλλά κάθε δεύτερη και ειδικώτερον η πρώτη, η τρίτη, η πέμπτη, η εβδόμη κ.ά. εφανέρωναν τμήμα του θέματός των, ενώ η δευτέρα, η τετάρτη, η έκτη κ.ά. εφανέρωναν τμήμα της ράχη των. Αφού πλέον ο παίκτης είχε διευθετήσει τις φιγούρες στην παλάμη, ετίναζε το χέρι του προς τα πάνω, κάνοντας το σύνολό των, να στριφογυρίζει στον αέρα, ανακράζοντας συγχρόνως: «Κόκκινα»! Φυσικά μπορούε να ανακράξει: «Άσπρα»! Οι παραπάνω συνθηματικές λέξεις, άρχιζαν να ισχύουν αφού πλέον είχαν επικαθήσει όλες οι «φιγούρες» στο χώμα. Έτσι, λοιπόν, οι όψεις των θεμάτων αντιστοιχούσαν στον όρο: «Κόκκινα» και οι ράχες των «φιγουρών» στο όρο: «Άσπρα». Όσες «φιγούρες» είχαν την όψη των προς τον ουρανό, ο παίκτης τις έπαιρνε εφ’ είχε ανακράξει «Κόκκινα», αφήνοντας τις άλλες. το ίδιο θα ίσχυε εάν ανέκραζε: «Άσπρα», λαμβάνοντας τις φιγούρες που είχαν τη ράχη των προς τα επάνω.

Οι «φιγούρες» που παρέμεναν μετά το «στρίψιμό» των, από τον πρώτο παίχτη, παρελαμβάνοντο από τον δεύτερο και με την ίδια διαδικασία επαναλαμβάνετο το στριφογύρισμά των, ακολουθούμενος ο γ΄ παίκτης κ.ά. Βέβαια ο τελευταίος ευρίσκετο σε μειονεκτική θέση, αφού σπάνια απέμενε «φιγούρα» γι’ αυτόν. Πάντως σε ελάχιστες περιπτώσεις, όπου κάποιες «φιγούρες» έφθαναν μέχρι τον τελευταίο παίκτη, τότε αυτός δεν τις στριφογύριζε στον αέρα, απλώς, ελλείψει άλλου παίκτη, τις έπαιρνε.

Καμμιά φορά ο παίκτης διέκοπτε την ριξιά του, εφ’ όσον κατά την κρίση του δεν θα είχε αίσιο τέλος, γι’ αυτόν. Έτσι, αμέσως μετά το τίναγμα του χεριού του προς τα πάνω και πριν αρχίσουν να στριφογυρίζουν οι φιγούρες, ειδοποιούσε τους συμπαίκτες του με την φράση: «Δεν πάει!» Όμως, εάν την παραπάνω φράση την έλεγε καθώς εστροβιλίζοντο οι «φιγούρες» τότε επενέβαιναν οι άλλοι λέγοντες: «Το δεν πάει, δεν πάει στο μύλο», δηλαδή η ακύρωση της ριξιάς που επιθυμούσε ο παίκτης, δεν ίσχυε εφ’ όσον οι φιγούρες είχαν αρχίσει να στριφογυρίζουν στον αέρα. Το δικαίωμα όμως ακυρώσεως της ριξιάς το είχαν και οι άλλοι, πριν ακόμα τινάξει μέχρι επάνω το χέρι του ο παίκτης, απλώνοντας το χέρι τους και πιάνοντας τον καρπό του, ή το μπράτσο του. Κατόπιν συμφωνίας, ο παίκτης που «έστριβε» τις φιγούρες μπορούσε να πει ανακράζοντας, για παράδειγμα: «Κόκκινα», να προσθέσει και την φράση… και το άλλο, δηλαδή: «Κόκκινα (ή άσπρα) και το άλλο!» Αυτό εσήμαινε ότι μετά το κατακάθισμα των φιγουρών στο έδαφος, εμετρούσε αυτές που προτίμησε λ.χ. τα κόκκινα. Εάν τα «κόκκινα» ήσαν περισσότερα από τα «άσπρα» τότε έπαιρνε όλες τις «φιγούρες» και αντιθέτως όταν ήσαν λιγότερα, τότε τα έχανε όλα, ακόμα και τις λίγες φιγούρες που ήσαν «κόκκινα».

114Το στριφογύρισμα των «φιγουρών» εγένετο και με άλλο τρόπο, όταν οι «φιγούρες» ήσαν πολλές και δεν χωρούσαν «απλωτές» στην παιδική παλάμη. Έτσι, οι φιγούρες διευθετούντο σε πάκο και εκρατούντο με τον αντίχειρα από τη μια πλευρά και με ενωμένα τα δάχτυλα από την άλλη, δείχνοντας καταπρόσωπο την όψη του πακου. Στη συνέχει ο παίκτης, τίναζε ψηλά το χέρι του, κάπως τραβηχτά, προκειμένου να σκορπίσει ο πάκος και να στροβιλιστεί, λέγοντας συνάμα: «κόκκινα» ή άσπρα».

Πέραν της άμιλλας, στο παιγνίδι, τα παιδιά παρασγαράρανε (παραβγαίνανε) ποιο έχει τις πιο πολλές φιγούρες αλλά και τις πιο σπάνιες. Ήταν ένα, όχι και τόσο έντιμο, παιγνίδι των επιχειρήσεων που είχε σκοπό να βάζει το παιδί να αγοράζει συνέχεια, έως ότου πετύχει τις σπάνιες «φιγούρες», οι οποίες ήσαν τόσες στον αριθμό, που ζήτημα ήτο να ευρίσκοντο στον αντίστοιχο αριθμό των υπολοίπων, απλώς κάτι περισσότερο από ελάχιστες. Ιδίως, υπήρχαν και οι αριθμισμένες «φιγούρες» όπου εάν ήσουν… ευρύφαρδος και η αριθμητική σειρά δεν είχε κενά, κέρδιζες ένα τόπι λαστιχένιο ή μια πάνινη κούκλα! Δηλαδή κατά βάθος η όλη προσπάθεια δεν απείχε και πολύ από την ουτοπία. Γι’ αυτό δεν ήτο και ασύνηθες τα παιδιά να μαζεύουν το βαλάντιό των και να πηγαίνουν να αγοράσουν το πολυπόθητο λαστιχένιο τόπι, από τον Σπύρο Κορομ(η)λαίο με το κατάστημα ψιλικών-παιχνιδιών και χαρτικών, δίπλα ακριβώς από την είσοδο της Τράπεζας Πειραιώς.

Όσον αφορούσε τις σπάνιες «φιγούρες», το παιδί εκείνο που τις είχε διπλές (όχι βέβαια τις σπανιότατες), τις αντήλασσε με άλλες σπάνιες, ή ελλείψει ικανού αριθμού απλών «φιγουρών», μπορούσε να ανταλλάξει μία από τις σπάνιες, με 10 ή 20 από αυτές.

(1) Αυτές οι φιγούρες ήσαν λάτινες.

Προηγουμενο αρθρο
Αγιασμός για την έναρξη των έργων στην Ιερά Μονή Αγ. Ιωάννου στο λιβάδι
Επομενο αρθρο
Μια ζωντανή… παραμυθούπολη!

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.