HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΠαιχνίδια και… Παιγνίδια – Ο Μπόμπολας

Παιχνίδια και… Παιγνίδια – Ο Μπόμπολας

Γράφει ο Νίκος Βαγενάς

Πρόκειτο για το «γονατιστό παιγνίδι» του σαλίγκαρου, το οποίο επαίζετο από δυο έως τέσσερα παιδιά, το πολύ, δίχως τον σχηματισμό ομάδων, αφού το κάθε παιδί ενεργούσε για δικό του λογαριασμό. Ειδικώτερα, αναφερόμαστε στο επί του εδάφους παιγνίδι, με τη βοήθεια της σπειροειδούς χαράξεως, δια της οποίας εμορφοποιείτο, σε γραμμική απόδοση, το κέλυφος του σαλίγκαρου ή μπόμπολα, όπως επικρατούσε η ονομασία του γλοιώδους αυτού πλάσματος, στο τοπικό γλωσσάριο.

Η χάραξη του σπειροειδούς σχήματος απαιτούσε λείο έδαφος, δίχως χαλικάκια και καλά πιεσμένο ή την δυσεύρετον, για τότε, τσιμενταρισμένην αυλήν. Έτσι, αναλόγως της επιφανείας επί της οποίας θα διηξήγετο το παιγνίδι, είτε εχαράζετο επί του εδάφους το σπειροειδές σχήμα με την βοήθεια μιας πρόγκας, είτε εχαράζετο με κιμωλία ή σπασμένο κεραμίδι, επί της λείας επιφανείας ενός τσιμεντοστρώματος. Το μέγεθος χαράξεως, ήτο εν συναρτήσει με το μέγεθος του χώρου και τον αριθμό των συμμετασχόντων παιδιών. Η εν λόγω σπειροειδής χάραξις, απεδίδετο δια κυκλικής μορφής (σπείρα του Αρχιμήδους), όπως ακριβώς απαντάται στο κέλυφος του μπόμπολα και δια τετραγωνικής, δηλαδή της απαρχήν της χαράξεως των αρχαϊκών μαιάνδρων. Η κυκλική χάραξις, συνετέλει στην αργή εξέλιξη του παιγνιδιού, αφού περιόριζε το μήκος κάθε «ριξιάς» του πιονιού, εν συγκρίσει με την δυνατότητα που προσέφερεν η τετραγωνική χάραξη. Έτσι, για την μεγαλυτέραν πρόοδο του παιγνιδιού, είχε καθιερωθεί η τετραγωνική χάραξις του μπόμπολα.

Το κάθε παιδί είχε το δικό του πιόνι. Βεβαίως, τότε, η λέξη πιόνι ήταν άγνωστη στα παιδιά και κατά κύριο λόγο τα πιόνια που εχρησιμοποιούντο ήσαν από ετερόκλητα υλικά, όπως μεγάλα κουμπιά επανουφοριών, βουλώματα (καπάκια) λάτινα από μπουκάλια αναψυκτικών, λειασμένα χαλίκια (θαλασσινά αμμοχάλικα) και από τις δυο πλευρές, ελαστικές τάπες από τα καπάκια των λατών (τενεκέδες) ή ελαστικές ροδέλλες συσφίξεως των βουλωμάτων που είχαν τα σιδηρά βαρέλια όταν μετεφέρετο το ελαιόλαδο. Μάλιστα τα δυο είδη ελαστικών (τάπες και ροδέλλες) απεκαλούντο ως… «τσίφτες». Η διαφορετικότητα των… πιονιών, ώθησε τα παιδιά να αποκλείουν τους παίχτες εκείνους που διέθεταν βαρειά πιόνια (χαλίκια), εν συγκρίσει με τους διαθέτοντες ελαφρά (τσίφτες – κουμπιά) αφού δεν θα ήτο δυνατόν να μετακινηθούν, στην προσπάθεια να «πεταχτούν» εκτός παιδειάς, όπως προαιρετικά επέβαλαν οι κανόνες του παιγνιδιού.

51

Στο σχέδιο Νο. 1, παρατηρείται η τυπική μορφή του τετραγωνισμένου μπόμπολα, του οποίου ο αριθμός των πλευρών του σπειροειδούς διαδρόμου, ήτο εν συναρτήσει με τον αριθμό των παιχτών. Το παιγνίδι άρχιζε μετά από κλήρωση ορίζοντας και την σειράν προτεραιότητος κάθε παίκτου. Ο πρώτος κανόνας του παιγνιδιού, επέτρεπε στον παίκτη να αρχίση από την είσοδο του διαδρόμου, πραγματοποιώντας τρεις ριξιές με το λάκτισμα του δείκτη του χεριού, υποβοηθούμενος από την απαγκίστρωση του αντίχειρα. Σκοπός των τριών συνεχομένων «ριξιών», ήτο το πιόνι να διασχίσει όσο το δυνατόν μεγάλη απόσταση μέσα στον σπειροειδή διάδρομο. Το παιγνίδι όμως είχε και κάποιους περιορισμούς: α) Εάν σε μία από τις τρεις ριξιές (όποια και εάν ήταν) το πιόνι «κολλούσε» σε μια γραμμή του διαδρόμου, μέσα στον οποίο εκινείτο, τότε ακινητοποιείτο, έως ότου τελειώσουν τις ριξιές τους οι υπόλοιποι παίχτες και τότε μόνον συνέχιζε. Δηλαδή, το κόλλημα του πιονιού σε μια γραμμή του διαδρόμου μπορούσε να συμβεί από την πρώτη ριξιά, οπότε και δεν ήτο δυνατόν, ο παίκτης, να συνεχίσει με τις υπόλοιπες δύο που εδικαιούτο. β) Εάν το πιόνι κατά την «ριξιά» έβγαινε εκτός διαδρόμου, τότε ο παίκτης ήτο υποχρεωμένος να αρχίσει πάλι από την αρχή του διαδρόμου. Ας φαντασθεί κανείς την εικόνα του παίκτη, ο οποίος φθάνοντας λίγο πριν το κέντρο του μπόμπολα, να του «ξεφεύγει» η ριξιά και βγαίνει εκτός διαδρόμου και στην συνέχεια να οδηγείται ξανά στην είσοδο. Γεγονός είναι, ότι εκείνο το παιγνίδι ήτο όντως… ψυχοβγαλτικό !!!

Μετά τον πρώτο παίκτη, ακολουθούσαν οι άλλοι πραγματοποιώντας ο καθένας τις δικές του τρεις «ριξιές» και πάντοτε με τον απρόβλεπτο παράγοντα του «κολλήματος» επί της γραμμής ή της εξόδου από τον διάδρομο. Εδώ υπεισήρχετο ένας άλλος παράγοντας ή όρος του παιγνιδιού, μέσα από τον οποίο εξεδηλώνετο η συμπάθεια ή αντιπάθεια μεταξύ των παιδιών.

Εδίδετο, λοιπόν, η δυνατότητα στον επόμενο παίκτη, να προξενήσει σύγκρουση μεταξύ του δικού του πιονίου και του ακινητοποιημένου, του προηγήσαντα παίκτου. Εάν τούτο επετυγχάνετο τότε εδικαιούτο τρεις, επιπλέον, συνεχόμενες «ριξιές». Παρά ταύτα όμως, εάν κατά την προσπάθεια «συγκρούσεως» προσπερνούσε δίχως να… πλήξει το ακινητοποιημένο πιόνι, δεν επετρέπετο να πισωγυρίσει αλλά συνέχιζε μπροστά, είτε είχε το δικαίωμα εξαντλήσεως του αριθμού «ριξιών», είτε θα παρέμενε έως ότου έρθει ξανά η σειρά του. Τώρα, κατά την περίπτωση την οποία επετυγχάνετο η σύγκρουση, είτε ο παίκτης συνέχιζε με τρεις επί πλέον «ριξιές», όπως εγράφη πιο πάνω, είτε με αλεπάλληλες μικρο-ωθήσεις επεχειρούσε να εξωθήσει εκτός διαδρόμου το αντίπαλο πιόνι, με σκοπό να υποχρεωθεί ο κάτοχός του να αρχίσει το παιγνίδι από την αρχή (είσοδο) του διαδρόμου. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο, εξεδηλώνετο ο εσωτερικός κόσμος του παιδιού, δηλαδή η εκδικητικότητα, η μοχθηρότητα, ο εγωϊσμός, η φιλικότητα, η ανεκτικότητα κ.ά.

Καμμιά φορά όμως ο υπερβάλλων ζήλος του ωθούντος, είχε απρόβλεπτο τέλος, αφού η τύχη επιφύλασσε δυσάρεστη έκπληξη, κατ’ αυτού, με αποτέλεσμα να «βγαίνει» κι αυτός εκτός διαδρόμου. Εν πάσει περιπτώσει, εφ’ όσον ο… «ωθών» επετύγχανε τον εξοστρακισμόν του αντιπάλου, εκτός παιδειάς, έσπευδε όπως μνημονεύσει την «περιφανή νίκην ήν προ ολίγου κατήγαγεν», δι’ ειδικής σημάνσεως επί του αντιστοίχου τμήματος του διαδρόμου. Έτσι λοιπόν, εχάραζε δυο παράλληλες γραμμές εγκαρσίως προς το μήκος του διαδρόμου, σχηματίζοντας ένα τετράγωνο, μέσα στο οποίο εχάραζε, ομοίως, το αρχικό γράμμα του ονόματός του, προς αποφυγήν συγχίσεως με το τετράγωνο άλλου παίκτου. Το τετράγωνο αυτό απεκαλείτο ως… «φωλιά». Σκοπός της «φωλιάς» ήτο: α) η εξοικονόμησις διαδρομής, εάν κατά την προώθηση προς το κέντρο του μπόμπολα, το πιόνι έβγαινε εκτός παιδειάς, είτε από απρόσεκτη «ριξιά», είτε από την εξώθηση που θα επετύγχανε άλλος παίκτης. Έτσι, εάν το πιόνι του έχοντος την «φωλιά» ευρίσκετο εκτός διαδρόμου, τότε αυτός δεν άρχιζε ξανά από την είσοδο, αλλά από την «φωλιά» του. β) Κατά την αντίθετη φορά του παιγνιδιού (από το κέντρο του μπόμπολα προς τα έξω) εάν ο παίκτης κατόρθωνε να ακινητοποιήσει το πιόνι του μέσα στην «φωλιά» του, εδικαιούτο άλλες τρεις συνεχόμενες «ριξιές». γ) Εάν μέσα στην «φωλιά» απέληγε… εχθρικό πιόνι, τότε ο κάτοχός του ωδηγείτο προς την είσοδο ή την επανεκκίνησή του από την δική του «φωλιά». δ) Ο κάθε «κάτοχος φωλιάς» όσο έμενε μέσα σ’ αυτήν ήτο προστατευμένος, επειδή ο κανονισμός απαγόρευε τον επόμενο παίκτη να επιδιώξει την σύγκρουση με το δικό του πιόνι, είτε για το δικαίωμα (σήμερα το λένε bonus) των τριών επί πλέον «ριξιών», είτε για τον εξοστρακισμό εκτός διαδρόμου. Εξυπακούεται ότι υπήρχε η δυνατότητα για τον κάθε παίκτη να δημιουργήσει και άλλες «φωλιές», κατά μήκος του σπειροειδούς διαδρόμου, μέχρι το κέντρο του μπόμπολα.

Το πρώτο μέρος του παιγνιδιού έληγε με την είσοδο του πιονιού στο κέντρο του μπόμπολα. Ο παίχτης που τερμάτιζε, λοιπόν, ξεκινούσε αμέσως με αντίθετη φορά, τώρα, με προορισμό την είσοδο η οποία εξέφραζε πλέον την έξοδο. Όπως στο πρώτο μέρος, έτσι και στο δεύτερο ίσχυαν οι ίδιοι κανόνες. Σημειώνεται, ότι κατά την διαδρομή προς την έξοδον, ο κάτοχος του εξοστρακισθέντος πιονίου ή εκείνο όπου λόγω ταχύτητας εξήλθεν του διαδρόμου, δεν άρχιζε το παιγνίδι από την είσοδο (όπως στο πρώτο μέρος) αλλά από το κέντρο του μπόμπολα.

Κατά την περίπτωσι όπου δεν υπήρχεν ο κατάλληλος χώρος για την χάραξη του μπόμπολα, τότε εγένετο χρήσις του χείλους ενός πεζοδρομίου. Επειδή όμως λόγω της κατασκευής του δεν ήτο σπειροειδές, οι «ριξιές» εξαντλούντο καθ’ όλο το μήκος ή έστω ενός μεγάλου τμήματος αυτού. Το διαθέσιμο μήκος του πεζοδρομίου καθόριζε και την πλήρη διεξαγωγή του παιγνιδιού, δηλαδή την εκτέλεση μόνον του πρώτου μέρους ή την επιστροφή προς την αφετηρία. Παρεμφερή τρόπο διεξαγωγής του παιγνιδιού, τα παιδιά επέλεγαν επί των σενάζ των περιφραγμένων χώρων, όπως παλαιότερα συναντούσε κανείς στο Μποσκέττο και στο Ηρώον της Χώρας. Εξυπακούεται ότι και στις δυο παραπάνω περιπτώσεις ίσχυαν απαρεγκλίτως οι κανόνες παιγνιδιού.

Προηγουμενο αρθρο
Ο ζωγράφος Θεόφιλος: Το νόμισμα μιας ανεμώνας το εξαργυρώνει κανένας βλέποντάς το
Επομενο αρθρο
Πρώτες εικόνες από τη συμμετοχή της Λευκάδας στην έκθεση HO.RE.CA

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.