HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΠαιχνίδια και… Παιγνίδια – Τα Ξυλάκια

Παιχνίδια και… Παιγνίδια – Τα Ξυλάκια

Γράφει ο Νίκος Βαγενάς

Ένα από τα βασικά παιγνίδια των παιδιών ήταν τα ξυλάκια ή ξυλίκι. Στα χωριά του νησιού, ήταν γνωστό ως Σκλίτζα-Μίτζα. Πρόκειτο, κατά κανόνα, για ένα ομαδικό παιγνίδι δίχως όμως να απεκλείετο και η διεξαγωγή του από δύο, μόνον, παιδιά. Διεξάγετο στις αδειές (αλάνες), ακόμα ως και στον δρόμο, τότε που τα οχήματα ήσαν ελάχιστα και μάλιστα δίχως την πολυτελή επίστρωση του ασφαλτοτάπητα.

Τα σύνεργα του παιγνιδιού ήσαν δύο ξύλα όλα κι όλα, κυλινδρικού σώματος ή τετραγωνικής διατομής με στρογγυλοποιημένες τις ακμές. Το πλέον επιζητούμενο ξύλο ήτο το… σκουπόξυλο από το οποίο εκόπτοντο δυο τεμάχια. Το ένα, το μικρότερο, είχε μήκος περί τα 15-18 εκατοστά και το άλλο, το μεγαλύτερο, περί τα 40-45 εκατοστά. Το μικρό ξύλο, το οποίο προς διαχωρισμό από το μεγάλο, θα αποκαλείται ως «ξυλάκι», ήτο ξεμυτισμένο και στις δυο άκρες, το δε μεγάλο ήτο ξεμυτισμένο μόνον στη μία άκρη (Σκίτσο Α). Το ακόλουθο, συνοδό και ανέξοδο, στοιχείο του παιγνιδιού ήτο μια λακκούβα, διανοιγμένη στο επίπεδο έδαφος σε σχήμα πεπονιού ή καλύτερα στο σχήμα της μανέστρας του τύπου «πεπονιόκοκκου».(1)

55

Τέλος, στο σύνολο των στοιχείων για την διεξαγωγή του παιγνιδιού ήτο η χαραγμένη, στο έδαφος, ευθεία γραμμή κατά μέτωπο της λακκούβας και μάλιστα γύρω στα τρία μέτρα απόσταση. Το μέγεθος της λακκούβας εκυμαίνετο γύρω στα 15 εκατοστά μάκρος και γύρω στα 12 εκατοστά πλάτος. Βεβαίως κατά την χρήση της λακκούβας, οι διαστάσεις αυτής ετροποποιούντο σε σημείο τέτοιο ώστε να μην χρησιμοποιείται πλέον στα επόμενα παιγνίδια. Γι’ αυτό τον λόγο, δίπλα από αυτήν ανοίγοντο κάθε τόσο νέες λακκούβες (Σκίτσο Β).

Αντίγραφο από 55

Τα παιδιά εχωρίζοντο σε ομάδες των τριών παικτών (το πολύ τεσσάρων) η κάθε μια, αλλά όταν ο αριθμός των συμμετασχόντων ήτο μονός (περιττός) και η διαίρεση σε ισάριθμα άτομα εχώλαινε, τότε τον ελλείποντα παίκτη, αντικαθιστούσε ένας της λειψής ομάδας, παίζοντας δυο φορές, κατά την περίπτωση που έχανε την πρώτη φορά όπου κανονικά έπρεπε να τον ακολουθήσει ο επόμενος της ομάδας.

Το παιγνίδι άρχιζε για την πρωτιά με την σχετική κλήρωση, η οποία εγένετο με τη βοήθεια ενός… κουτσοκεράμιδου (πού να βρεθεί κέρμα!!!). Έτσι αφού στη μία πλευρά έβαζαν λίγο σάλιο, το στριφογύριζαν στον αέρα με την πασίγνωστη ερώτηση προς τον αρχηγό της αντίπαλης ομάδας: «Σαλιωμένο ή ασάλιωτο;» Η σαλιωμένη επιφάνεια προς τον ουρανό, έδινε την πρωτιά στην σωστή πρόβλεψη, ειδ’ άλλως την πρωτιά την έπαιρνε η αντίπαλη ομάδα. Στο παρόν, κείμενο χάριν καλύτερης εννοήσεως, οι ομάδες διαχωρίζονται στην νικήτρια της κληρώσεως, ως ομάδα α και της αντίπαλης, ως ομάδα β.

Η έναρξη του παιγνιδιού εγένετο με την… κατάληψη των θέσεων για κάθε ομάδα. Έτσι η ομάδα α, παρέμενε στο χώρο της λακκούβας, ενώ η αντίστοιχη β, απεμακρύνετο σε απόσταση περί τα 20 μέτρα, έχουσα κατά μέτωπον την λακκούβα. Εάν η ομάδα β απαρτίζετο από τέσσερα παιδιά, τότε ένα εξ’ αυτών έστεκε, σε απόσταση μικροτέρα των 20 μέτρων, ενώ λίγο παραπίσω, δυο άλλοι παίκτες άνοιγαν την διάταξη προς τα δεξιά και αριστερά. Τέλος, το τέταρτο παιδί ωδηγείτο ακόμα πιο πίσω και στο μέσον της αποστάσεως εκείνων που εστέκοντο δεξιά κι αριστερά. Ανάλογες καταλήψεις θέσεων, εγένοντο όταν η ομάδα β, είχε τρεις παίχτες. Δηλαδή, με δυο λόγια, ποτέ οι παίκτες της β ομάδας, δεν έμεναν κοντά ο ένας στον άλλον.

Αντίγραφο (2) από 55

Από την ομάδα, από την οποία θα άρχιζε το παιγνίδι, ο πρώτος παίκτης έπαιρνε το μικρό ξύλο, το «ξυλάκι» και το ετοποθετούσε εγκάρσια μπροστά στη μύτη της λακκούβας (Σκίτσο Γ). Κατόπιν με λυγισμένα τα γόνατα, έχοντας την λακκούβα ανάμεσά τους και λίγο μπροστά, έσκυβε κρατώντας με τα δυο χέρια το μεγάλο ξύλο, το οποίο ετοποθετούσε από κάτω και στο μέσον του μικρού ξύλου (Σκίτσο Δ). Στη συνέχεια, κοιτάζοντας κατά μέτώπο την αντίπαλη ομάδα β, προγραμμάτιζε σε ποιο αδύνατο σημείο, κατά την κρίση του, θα εκτόξευε το «ξυλάκι» κατά ’κει. Με την απότομη εκτίναξη του κορμιού, προς τα πάνω, το συμπαρασυρόμενο ξύλο, μετέδιδε την ώθηση στο «ξυλάκι», το οποίο με αστραπιαία ταχύτητα διέγραφε υψηλή ή χαμηλή τροχιά προς την επιλεχθείσα κατεύθυνση.

Αντίγραφο (3) από 55

Εάν κάποιος παίκτης της ομάδας β, κατόρθωνε να πιάσει εν πτήσει το «ξυλάκι», δίχως να του φύγει μετά μέσα από τα χέρια, τότε ο παίχτης που το εκτίναξε (ο παίκτης της ομάδας α, δηλαδή), εθεωρείτο χαμένος ή κατά τον συνηθισμένο χαρακτηρισμόν ως: «καμμένος». Έχοντας επίγνωση του όρου αυτού ο παίκτης της ομάδας α, προσπαθούσε να πραγματοποιήσει την βολή σε πολύ χαμηλό ύψος, μέχρι και 30 εκατοστά πάνω από το έδαφος, προκειμένου να δυσκολέψει τον αντίπαλο παίκτη να το πιάσει. Όμως: Υπήρχαν περιπτώσεις όπου ο αντίπαλος έκανε χαμηλή οριζόντια βουτιά (την γνωστή μας «βουτιά ψαράκι» και για τους ποδοσφαιρόφιλους το γνωστό… πλονζόν), όπου και κατόρθωνε το εγχείρημα, προσέχοντας μάλιστα το «ξυλάκι» να μην ακουμπήσει στο χώμα – να μην «φάει χώμα» όπως ελέγετο. Και για να μην υπάρξει καμμιά αμφιβολία περί επαφής του ξύλου με το χώμα, ο πλονζέρ εφρόντιζε, αφού είχε ήδη «σκροβοντιστεί» στο χώμα, να μείνει ανάσκελα κρατώντας το ξύλο, «λες κι ήτανε πατημένος… φουρδακλάς!».

50

Επί πλέον η χαμηλή πτήση ενείχε και τον κίνδυνο το «ξυλάκι να φάει χώμα» πολύ πριν φθάσει στην αντίπαλη ομάδα β, επειδή: α) Εάν άγγιζε το χώμα πριν την ευθεία γραμμή, που ήτο χαραγμένη 3 μέτρα πιο μπροστά από την λακκούβα, τότε εθεωρείτο «καμμένος» και κατά την τοπική παιδική ορολογία… «καπελωμένος», οπότε παραχωρούσε τη θέση του στον επόμενο της ομάδας του, ειδ’ άλλως εάν ήτο τελευταίος, τότε έχανε όλη η ομάδα α και ωδηγείτο στη θέση της β, για να ξεκινήσει το παιγνίδι αντιστρόφως. β) Εάν το «ξυλάκι», άγγιζε χώμα μετά την γραμμή και πριν την ομάδα β, τότε συντόμευε η απόσταση της ομάδας β, ως προς την θέση της λακκούβας, προκειμένου να πραγματοποιήσει μια βολή κατ’ αυτής. Αυτό όμως θα εξηγηθεί παρακάτω.

53

Η πλαγία ριξιά του μικρού ξύλου ήτο δύσκολο να «πιαστεί» και το μόνο που μπορούσε να καταφέρει ο ένας από τους, ομοίως, πλαγίους παίκτες ήτο να προσπαθήσει να το αποκρούσει, απλώνοντας το χέρι είτε να το «αδράξει» (πολύ σπάνια) ή να το εξοστρακίσει με την παλάμη τεντωμένη και ενωμένα δάχτυλα. Πάντως από την στιγμή που το «ξυλάκι» έτρωγε χώμα ή απεκρούετο, η ακριβής θέση αποτελούσε την αφετηρία της ενάντιας «ριξιάς» από την ομάδα β, ασχέτως του σημείου όπου σταμάτησε το «ξυλάκι». Έτσι, λοιπόν, εφ’ όσον η ομάδα β, αδυνατούσε να συλλάβει το «ξυλάκι» εν πτήσει, ο παίκτης της ομάδας α, έβαζε το μεγάλο ξύλο κατά μέτωπο, μπροστά στην μύτη της λακκούβας. Τότε ο θεωρούμενος ως πλέον εύστοχος ή ικανός παίκτης της ομάδας β, έπαιρνε το «ξυλάκι» και το εξαπέλυε, από την ακριβή θέση, κατά του μεγάλου ξύλου. Η ριξιά του εγένετο με δυο τρόπους: 1) Με ψηλοκρεμαστή τροχιά η γνωστή ως «σμπούκιο» και 2) με συρτή τροχιά επί του εδάφους. Η επιτυχία έγκειτο στην κρούση ή επαφή του μικρού ξύλου επί του μεγάλου. Εάν τούτο επετυγχάνετο, τότε αποχωρούσε ο παίκτης της ομάδας α και συνέχιζε ο επόμενος σύντροφός του, εκτός και εάν ήτο ο τελευταίος, οπότε ολόκληρη η ομάδα α, αποχωρούσε και επήγαινε στη θέση της ομάδας β. Κανόνας απαράβατος ήτο, ο παίκτης της ομάδας β, να μην προωθηθεί από το ακριβές σημείο, συντομεύοντας την απόσταση. Μπορούσε να πάρει, δυο-τρία βήματα, απίδρομο (φόρα) αλλά η εξαπόλυσις του μικρού ξύλου, έπρεπε να γίνει από την ακριβή θέση.

51

Εφ’ όσον η ριξιά του μικρού ξύλου από τον παίκτη β, δεν είχε το αναμενόμενο αποτέλεσμα, τότε ο ίδιος παίκτης της ομάδας α, συνέχιζε. Έπαιρνε το μικρό ξύλο και το κρατούσε κατακόρυφα πάνω από την λακκούβα, στηρίζοντάς το με το μεγάλο ξύλο το οποίο κρατούσε σαν χαμηλωμένο σπαθί, επάνω από την λακκούβα, κάτι σαν οδηγός, προκειμένου το «ξυλάκι» να οδηγηθεί ακριβώς στο κέντρο της. Αφού το «ξυλάκι» έπεφτε στην λακκούβα, έπρεπε με τρία συνεχόμενα κτυπήματα, στις άκρες του, να απομακρυνθεί όσο το δυνατόν από αυτήν. Το κάθε κτύπημα ήτο διπλό. Έτσι, ο παίκτης με την άκρη του μεγάλου ξύλου, εκτυπούσε τη πιο βολική άκρη του μικρού ξύλου. Καθώς εκείνο αναπηδούσε στον αέρα, το κτυπούσε εκ νέου με σκοπό την απομάκρυνσή του από την λακκούβα.

Αυτή η διαδικασία επαναλαμβάνετο άλλες δυο, επιτρεπόμενες, φορές. Στη συνέχεια έπρεπε να μετρηθεί η απόσταση του ακινητοποιημένου ξύλου μέχρι την λακκούβα. Ως μονάδα μετρήσεως, ελαμβάνετο το μεγάλο ξύλο του παιγνιδιού. Με αλλεπάλληλες τοποθετήσεις του ξύλου στο έδαφος, εμετρείτο πόσες φορές χωρούσε το μέγεθός του μέχρι την λακκούβα. Κάθε μία μέτρηση κι ένας βαθμός ή πόντος επί τω επικρατεστέρω. Σ’ αυτό το σκέλος του παιγνιδιού, η ομάδα β, ώφειλε να παρακολουθεί την αρίθμηση, η οποία εγένετο «φωναχτά» αλλά και η πορεία προς την λακκούβα να μην κάνει «κοιλιά» (καμπύλη) η οποία θα απέφερε κάποιους πόντους παραπανίσιους. Ο συνολικός αριθμός των πόντων καθωρίζετο από την αρχή και ήτο πάντα σε συνάρτηση με τον αριθμό των παικτών. Πάντως, κατά μέσον όρον, εκυμαίνετο στους 50 πόντους και σπανίως έφθανε τους 100.

Αντίγραφο από 52 001Όταν η ομάδα α (για παράδειγμα) συνεκέντρωνε τους 50 πόντους, τότε ακολουθούσε η διαδικασία των… σταυρών. Ο παίκτης, έπιανε χουφτωτά το μεγάλο ξύλο από την άκρη και το κρατούσε κατακόρυφο έχοντας το χέρι του λίγο προτεταμένο αλλά κλεισμένο σε ορθή γωνία σχεδόν. Κατόπιν ετοποθετούσε το «ξυλάκι» οριζοντίως μπροστά από το μεγάλο ξύλο, αναπαυόμενο στον διπλωμένο αντίχειρα και δείκτη, σχηματίζοντας την μορφή ενός σπαθιού (Σκίτσο Ε). Με μια ώθηση του χεριού προς τα επάνω, το «ξυλάκι» εκτινάσσετο και αυτό προς τα πάνω, όπου και στον αέρα εδέχετο το αστραπιαίο κτύπημα από το μεγάλο ξύλο και πάντα με κατεύθυνσι την αντίπαλη ομάδα. Και εδώ ίσχυαν οι προηγούμενοι κανόνες (σύλληψις εν πτήσει, «φάγωμα στο χώμα», αποκρούσεις), οπότε είτε «καιγόντανε» ο παίκτης είτε έβαζε το μεγάλο ξύλο στην λακκούβα όπως στις προηγούμενες φορές. Η ρίψη των σταυρών ήτο έως τρεις φορές. Εάν ο παίκτης της ομάδας α, παρέμενε αλώβητος έως τέλους, εκτελούσε το τελευταίο μέρος του παιγνιδιού: Να ρίξει το «ξυλάκι» στη λακκούβα και κτυπώντας το τρεις φορές να το απομακρύνει από αυτήν, τόσο, ώστε κατά το μέτρημα να προκύπτουν το λιγότερο 9 πόντοι. Εάν δεν το επετύγχανε, τότε ο επόμενος συμπαίκτης του, συνέχιζε από τους σταυρούς και όπως και στην άλλη περίπτωση, εάν ήτο ο τελευταίος, ολόκληρη η ομάδα ήτο χαμένη.

Στο τελευταίο μέρος του παιγνιδιού η τύχη κάποιες φορές επεφύλασσε απρόσμενο τέλος, όπως για παράδειγμα: 1) Το μικρό ξύλο να χωθεί εξ’ ολοκλήρου μέσα στη λακκούβα και να μην βγαίνει με τίποτε παρά τα τρία κτυπήματα, οπότε ο παίκτης απέμενε «καπελλωμένος». 2) να δέχεται τα κτυπήματα και λόγω φθοράς των άκρων να μην αναπηδά για το κτύπημα της απομακρύνσεως, με αποτέλεσμα η απομάκρυνση να γίνεται γδαρτά πάνω στο χώμα και να υπάρχουν οι ενστάσεις των αντιπάλων: «Είπαμε! Δεν πάνε οι ξεσυρτούρες!» 3) Κατά την αναπήδηση του μικρού ξύλου, ο παίχτης να «πιάνει αέρα» κατά την προσπάθεια κτυπήματος και 4) να μη συγκεντρώνεται ο αριθμός των 9 πόντων.

Μέσα στους κανόνες του παιγνιδιού ήσαν και οι ακόλουθοι: Όταν ο παίκτης στην προσπάθειά του να κτυπήσει το «ξυλάκι», μακριά από τη λακκούβα, δεν κατόρθωνε να το απομακρύνει σε απόσταση μεγαλύτερη από εκείνη που είχε το μέγεθος του μεγάλου ξύλου, τότε εθεωρείτο «καπελλωμένος» και αποχωρούε και τέλος: Εάν η ομάδα α, έχανε και ωδηγείτο στην θέση των αντιπάλων, τότε οι πόντοι που είχε συγκεντρώσει μέχρι τότε δεν ίσχυαν και όταν επανέκαμπτε στην λακκούβα, άρχιζε από την αρχή.

Η νίκη εχαράζετο επί του εδάφους και δεν ήτο τίποτε άλλο, παρά ένας κύκλος τριγύρω από την λακκούβα.

Βέβαια, σ’ ένα τέτοιο παιγνίδι, εάν δεν έβγαινες και λίγο σακατεμένος δεν είχε γούστο. Έτσι δεν ήτο δυνατόν να μην έχεις γρατζουνισμένα γόνατα, αγκώνες και μπομπόνια στο κεφάλι. Άλλωστε τι να πρωτοθυμηθεί κανείς από ’κειούς τους πρωταγωνιστές; Τις μακρόσυρτες παιδικές φωνές, τα κουρεμένα κεφάλια (με την ψιλή μηχανή παρακαλώ), τα λιγνά κορμάκια, με τα λιανά ξυπόλητα ποδαράκια, να αναπηδούν σαν κοκοτσέλια και όσα λεπτά έχει η ώρα να σηκώνουν στους ώμους, πότε την μια και πότε την άλλη τιράντα του κοντού βρακιού.

(1) Νιόκος είναι το μανεστρικό (ζυμαρικό) γνωστό ως «κριθαράκι» ενώ πεπονιόκοκκος εκείνο που έχει σχήμα πεπονιού γνωστό ως «πεπονάκι».

Προηγουμενο αρθρο
Τα μασκαρέματα του μικρού Αντρίκου
Επομενο αρθρο
Ο Βαρουφάκης συμφωνεί με την πρόταση Μάνου να διακοπεί η χρηματοδότηση των δήμων

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.