HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣ«Προσωπική εργασία» και προσωπική ευθύνη

«Προσωπική εργασία» και προσωπική ευθύνη

(Όσοι από μας είχαν την τύχη να μεγαλώσουν στα χωριά του νησιού στην σκληρή δεκαετία του 1960, θυμόμαστε καλά τον θεσμό της προσωπικής εργασίας μέσα στην οικογένεια μας. Προσωπικά θυμάμαι τον πατέρα μου ακούραστα, αγόγγυστα να παίρνει μέρος σε αυτή τη διαδικασία. Όταν μάλιστα από το 1965 και μετά δούλεψε σε μισθωτή εργασία, πλήρους απασχόλησης -7 ημέρες την εβδομάδα- κανόνιζε να παίρνει μέρος στην προσωπική εργασία που του αναλογούσε την ημέρα ξεκούρασης, που του παρείχε η μισθωτή του εργασία (1 ημέρα την εβδομάδα.)

«Λέγοντας «προσωπική εργασία» εννοούμε την υποχρεωτική ως ένα βαθμό, δουλειά που πρόσφεραν οι παλιότεροι στα χωριά τους, μέσα στα πλαίσια του ενδιαφέροντός τους για τα γενικότερα ζητήματα της Κοινότητας.

Την υποχρέωση αυτή είχαν οι ενήλικοι άνδρες της οικογένειας, είτε ήταν προστάτες της είτε όχι. Με τον τρόπο αυτό οι χωριανοί κατασκεύαζαν σημαντικά και απαραίτητα έργα στην περιφέρειά τους, χωρίς τη συνδρομή της πολιτείας, που μέχρι τον β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τουλάχιστον, ήταν σχεδόν ανύπαρκτη.

Η προσωπική εργασία είναι αποτέλεσμα κοινής συναίνεσης, μια «μετά χαράς» προσφορά για έργα «κοινής ωφελείας», στον κύκλο του χωριού, που συχνά κινείται εκ των κάτω, αυθόρμητα. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί πως ο θεσμός αυτός ευδοκίμησε όχι μόνον τα χρόνια της δουλείας, αλλά και μετά την Ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα.

Ο πρόεδρος της Κοινότητας, μαζί με το Κοινοτικό Συμβούλιο, και ύστερα από συζητήσεις στα μαγαζιά με τους χωριανούς κατέστρωνε το πρόγραμμα των έργων. Καμιά φορά γίνονταν και Γενικές Συνελεύσεις του χωριού στο Κοινοτικό Γραφείο.

Τα έργα που προγραμματίζονταν ήταν συνήθως: η κατασκευή ή η βελτίωση δρόμων κοινοτικών ή αγροτικών, κατασκευή δεξαμενών (στέρνες) για πόσιμο νερό, ανέγερση εκκλησιών, κοινοτικού ή συνεταιριστικού γραφείου, ευπρεπισμός, περίφραξη νεκροταφείου, κατασκευή αγροτικών δεξαμενών (για πότισμα ζώων, και για παρασκευή γεωργ. φαρμάκων ραντίσματος) κ.ά.

Ανάλογα με το έργο ρυθμίζονταν και οι υποχρεώσεις του καθενός σε μεροκάματα: Άλλοτε δύο μεροκάματα, άλλοτε πέντε κ.λπ. Όποιος δεν μπορούσε να δουλέψει ήταν υποχρεωμένος να πληρώσει κάποιον άλλον να πάει στη θέση του. Θέμα αρνήσεως ή απροθυμίας δεν αντιμετωπιζόταν, σχεδόν ποτέ. Και σε περιπτώσεις ακόμα που για την κατασκευή δρόμων έπρεπε να κοπεί μέρος παρόδιων κτημάτων και τότε συγχωριανοί πρόσφεραν δωρεάν το επίμαχο κομμάτι. Ούτε απαλλοτριώσεις, ούτε δικαστήρια.

Η σχετική απόφαση του προέδρου για την εκτέλεση του έργου διαβαζόταν απ’ τον παπά στην εκκλησία 2-3 Κυριακές και συγχρόνως τοιχοκολλούνταν σε κεντρικό μέρος, ώστε να το μάθουν όλοι και να συζητηθεί το θέμα και στα μαγαζιά.

Την ορισμένη μέρα που θα ‘ρχιζαν τη δουλειά, οι χωριανοί ειδοποιούνταν με την καμπάνα, που χτυπούσε πρωί πρωί με το ρίξιμο του ήλιου. Κι ο καθένας πήγαινε, έχοντας μαζί και τα χρειαζούμενα εργαλεία από το σπίτι του, στο καθορισμένο μέρος.

Η αργατιά αυτή χωριζόταν σε συνεργεία (ομάδες) που στο καθένα έμπαινε επικεφαλής ένας απ’ όλους, ο πιο καλός και έμπειρος. Επί κεφαλής δε όλων ήταν ο Πρόεδρος που έδινε. πρώτος το παράδειγμα. Η δουλειά ήταν αφάνταστα αποδοτική, αφού όχι μόνον δεν προσπαθούσαν να την αποφύγουν, αλλά συναγωνίζονταν ποιος θα αποδώσει περισσότερο. Το μεροκάματο δηλ. είχε απόδοση 100% γι’ αυτό και γίνονταν έργα σημαντικά μέσα σε λίγο χρόνο και με ελάχιστα έξοδα.

Η προσωπική εργασία» γινόταν, βέβαια, πάντα τους καλοκαιρινούς μήνες που οι χωρικοί τέλειωναν ουσιαστικά τις δουλειές τους, και μπορούσαν να κοιτάξουν και λίγο την Κοινότητα. Έπειτα αυτή την περίοδο τους ευνοούσε και ο καιρός και δεν είχαν καθυστερήσεις, λόγω καιρικών συνθηκών. Η εργασία κρατούσε εβδομάδες και μήνες ακόμα. Μα η δουλειά γινόταν γλέντι, μόνο που η Κοινότητα δεν ήταν σε θέση να τους προσφέρει τίποτε, ούτε ένα κέρασμα, για να τους ξεκουράσει. Καμιά φορά ο πρόεδρος άνοιγε τον προσωπικό του κορβανά για ένα πιοτό ή ένα τσιγάρα. Κι εδώ πρέπει να πω πως μέχρι και πριν απ’ τον β’ παγκόσμιο πόλεμο οι Κοινότητες δεν είχαν παρά ελάχιστους πόρους. Οι κρατικές επιχορηγήσεις ήταν πάλι ουσιαστικά ανύπαρκτες. Ο τόπος στη Λευκάδα είναι φτωχός, κοινοτικά προσοδοφόρα κτήματα, βοσκότοποι κ.λπ. είναι πράγματα σχεδόν ανύπαρκτα. Έτσι, για να αντιμετωπίζονται τα τρέχοντα έξοδα, γραφική ύλη, αμοιβή περιστασιακού Γραμματέα κ.λπ. έβαναν ένα είδος φόρου στα σφάγια: Ο κάθε κρεοπώλης πλήρωνε για τα ζώα που έσφαζε. Δέκα δρχ. π.χ. για τα μικρά ζώα και 20 για τα χοντρά. Επίσης σε πολλές Κοινότητες οι κάτοικοι πρόσφεραν δωρεάν στην Κοινότητα τα δέρματα των Πασχαλινών αμνοεριφίων τους.

Καταλαβαίνομε λοιπόν πως μ’ αυτές τις συνθήκες ήταν, τουλάχιστον, παράλογο να απαιτήσει κανείς, έστω και τη στοιχειώδη φροντίδα του Κοινοτάρχη για τα «έξοδα» των δουλευτών του χωριού. Δεν το διανοούνταν αυτό κανείς, γιατί όλοι είχαν συνείδηση της κοινοτικής φτώχειας. Έτσι, ο καθένας πήγαινε στη δουλειά με τη σχετική αυτάρκεια: ένα κολοκύθι νερό ή κρασί και τσιγάρα ή καπνό, που τον έστριβαν σε λεπτά ροκόφυλλα και σπάνια σε αμπελόφυλλα. Το μεσημέρι σταματούσαν για φαγητό, γυρίζοντας στα σπίτια τους. Κι αυτό πάντα ανάλογα με την απόσταση. Η δουλειά σταματούσε με το κάθισμα του ήλιου.

Η επιστροφή της Κοινοτικής αργατιάς το βράδυ στο χωριό ήταν «χαρά θεού». Ξέγνοιαστοι άνθρωποι ανηφόριζαν φορτωμένοι τη φτώχεια τους, μια φτώχεια, που κατόρθωναν να τη δαμάζουν και να την περιφρονούν κιόλας. Ξυπόλυτοι, αλλά χαρούμενοι, νηστικοί αλλά πάντα με την αλλεγρία και το αστείο. Θέλεις από αντίδραση, θέλεις από αυτοάμυνα, ποτέ τους δεν κιότεψαν αυτοί οι άνθρωποι…

Σήμερα κανείς σχεδόν στα χωριά μας δεν κάνει «προσωπική εργασία». Οι μηχανές ανεβοκατεβαίνουν μουγγρίζοντας κι ανοίγουν δρόμους και πλατωσιές σε ελάχιστο χρόνο. Και οι προϋπολογισμοί των Κοινοτήτων είναι μεστοί σε χρήμα από το κρατικό απόθεμα. ‘Όσο για την Αυτοδιοίκηση, έγινε κι αυτή μια υπηρεσία σαν τις άλλες, σαν τις δημόσιες υπηρεσίες, και τοποθετήθηκε σε εντελώς διαφορετική βάση, ως προς τις σχέσεις της με τους κατοίκους του χωριού. Δε θα ‘ναι υπερβολή να πούμε, πως κόπηκε ο ψυχικός δεσμός, που ένωνε την Κοινότητα με το συγχωριανό. Το ενδιαφέρον εντοπίζεται τώρα σε απαιτήσεις «υψηλοτέρων κονδυλίων» που θά ‘ρθουν τα μηχανήματα να τα «απορροφήσουν». Κι αν τύχει να πιάσουν και οι χωριανοί δουλειά για το έργο, η απόδοσή τους δεν είναι πια τόση όπως μια φορά κι έναν καιρό.»

Πανταζής Κοντομίχης: «Λαογραφικά Σύμμεικτα Λευκάδας», εκδόσεις «Γρηγόρη», 1995

Προηγουμενο αρθρο
Χρηματική δωρεά στο Δήμο Λευκάδας από την Maritime Silk Road Society
Επομενο αρθρο
Πάνθεον, 2 Μαρτίου 1957

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.