HomeΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣΠώς προέκυψε η Ελληνική Επανάσταση του 1821;

Πώς προέκυψε η Ελληνική Επανάσταση του 1821;

Με αφορμή της Εθνική επέτειο της 25ης Μαρτίου, από το βιβλίο «Καταστροφές και Θρίαμβοι- Οι 7 κύκλοι της σύγχρονης ιστορίας», του Στάθη Ν. Καλύβα, εκδόσεις Παπαδόπουλος, θα σας παρουσιάσουμε τα κεφάλαια:
Πώς προέκυψε και τι ήταν το ελληνικό εθνικό Κίνημα;
Πώς προέκυψε η Ελληνική Επανάσταση;
Ποιοι, γιατί και πώς εξεγέρθηκαν;
Ποια ήταν η τύχη της εξέγερσης;
Πώς διεθνοποιήθηκε η εξέγερση;

ΜΕΡΟΣ Β΄

Πώς προέκυψε η Ελληνική Επανάσταση;

Ο Πόλεμος της Ελληνικής Ανεξαρτησίας, ευρύτερα γνωστός ως «Επανάσταση του ‘21», είναι αξιοσημείωτος από πολλές απόψεις. Υπήρξε η πρώτη εξέγερση που ξέσπασε στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με καθαρά εθνικό στόχο, η πρώτη από τις εθνικές επαναστάσεις της Ευρώπης που σημείωσε πλήρη επιτυχία σε ό,τι αφορούσε την εδραίωση μιας διεθνώς αναγνωρισμένης πολιτικής οντότητας με χρονική διάρκεια και ο πρώτος μεγάλος επιτυχημένος πόλεμος ανεξαρτησίας μετά την Αμερικανική Επανάσταση του 1776 και την επανάσταση στην Αϊτή που έληξε το 1804. Η Ελλάδα ήταν επίσης το πρώτο μετα-οθωμανικό κράτος και το πρώτο ευρωπαϊκό εθνικό Κράτος του  19ου αιώνα που πέτυχε πλήρη κυριαρχία και διεθνή αναγνώριση.

Εξίσου αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η εξέγερση των Ελλήνων ήταν τόσο αριστοτεχνικά συγχρονισμένη με τις ιδέες του ευρωπαϊκού φιλελεύθερου Κινήματος των αρχών του  19ου αιώνα, ώστε η αποσχιστική και εθνικιστική διάστασή της συχνά παραβλέπεται προς όφελος των αντι-απολυταρχικών διεκδικήσεών της. Ο πόλεμος αυτός οδήγησε, επίσης, στην ανάδειξη μιας καινοφανούς λαϊκής κινητοποίησης διεθνούς εμβέλειας και σηματοδότησε την πρώτη σύγχρονη διεθνή «ανθρωπιστική επέμβαση».

Ποιους επεδίωκαν να κινητοποιήσουν και να εκπροσωπήσουν οι επαναστάτες; Για πολλούς απ’ αυτούς, το ελληνικό έθνος περιελάμβανε όλους τους Οθωμανούς χριστιανούς, δηλαδή τη βυζαντινή ορθόδοξη Οικουμένη. Κάποιοι όμως ήδη θεωρούσαν πως η Βαλκανική Χερσόνησος αποτελούνταν πρωταρχικά από εθνοτικές και όχι θρησκευτικές ομάδες, περιορίζοντας με τον τρόπο αυτό την πληθυσμιακή βάση μιας επαναστατικής κινητοποίησης. Η πρώτη ίσως διατύπωση της στενότερης αυτής εκδοχής, δηλαδή της εθνοτικής, εμφανίζεται στα γραπτά του Δημητρίου Καταρτζή από το Βουκουρέστι, ο οποίος στη δεκαετία του 1780 εισηγήθηκε την έννοια ενός ελληνικού έθνους ως συλλογικότητας που οριοθετείται από τη γλώσσα και την πολιτιστική της κληρονομιά.

Αναμφίβολα όμως, τόσο η πολιτιστική κληρονομιά όσο και η γλωσσική ταυτότητα ήταν την εποχή εκείνη αρκετά ρευστές έννοιες, Πράγμα που προσέδιδε στη χρήση τους σημαντική ευελιξία. Τελικά, η περιστολή της εμβέλειας του ελληνικού εθνικού κινήματος δεν ήταν τόσο καρπός πνευματικών αναζητήσεων και πολιτικών ζυμώσεων όσο αντανάκλαση της γεωπολιτικής πραγματικότητας. Όταν ήρθε η ώρα της εξέγερσης, αποδείχτηκε πως αυτή μπορούσε να αναπτυχθεί στρατιωτικά μόνο στις ορεινές περιοχές του νοτιότερου άκρου των Βαλκανίων, δηλαδή στον Μοριά και τη Ρούμελη: εκεί συνέπιπτε η παρουσία ενός οργανωμένου εθνικού κινήματος με τις υλικές συνθήκες που ήταν απαραίτητες για να ξεσπάσει μια στρατιωτική εξέγερση με αξιώσεις.

Πράγματι, η μετουσίωση του οράματος της εθνεγερσίας σε πράξη κάθε άλλο παρά αυτονόητη ήταν. Όταν, το 1814, οι τρεις έμποροι από την Οδησσό ίδρυαν μια μυστική οργάνωση που αντλούσε την έμπνευσή της από τους επαναστατικούς τεκτονικούς ομίλους οι οποίοι ανθούσαν την εποχή εκείνη, η επιρροή τους ήταν ιδιαίτερα περιορισμένη. Σιγά σιγά, όμως, η φήμη της «Φιλικής Εταιρείας», όπως ονομάστηκε η οργάνωση αυτή, επεκτάθηκε. Η σύνθεση των μελών της προσφέρει μια διαφωτιστική κοινωνική ακτινογραφία του πρώιμου ελληνικού εθνικισμού. Τα περισσότερα μέλη της ήταν έμποροι, και ακολουθούσαν οι επαγγελματίες, οι πρόκριτοι, οι κληρικοί και οι στρατιωτικοί. Οι περισσότεροι προέρχονταν από τις παραδουνάβιες Ηγεμονίες και τις πόλεις της νοτιοδυτικής Ρωσίας. Κοινωνικά, ανήκαν σε μια ενδιάμεση κατηγορία, ανάμεσα στα αγροτικά στρώματα και τις υψηλά ιστάμενες χριστιανικές ελίτ, δηλαδή τον ανώτερο κλήρο και τους Φαναριώτες.

Παρ’ όλη τη φήμη της, η Φιλική Εταιρεία παρέμεινε μια μικρή οργάνωση δίχως αποτελεσματική κεντρική διοίκηση και με μάλλον θολά σχέδια, γι’ αυτό και εξαφανίστηκε με το που ξέσπασε η εξέγερση. Πέτυχε όμως το στόχο της που ήταν η εξέγερση, και αυτό γιατί η εμφάνισή της ταυτίστηκε με μια πολιτική συγκυρία που χαρακτηριζόταν από την εξασθένηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την άνοδο μιας ελληνόφωνης μεσαίας τάξης. Μολονότι πρόσφατες ιστορικές έρευνες καταρρίπτουν την αντίληψη που θέλει την Οθωμανική Αυτοκρατορία να έχει μπει σε μια αναπόφευκτη πορεία παρακμής, γεγονός είναι πως είχε εξασθενήσει σημαντικά εξαιτίας των διαδοχικών πολέμων της εναντίον της Ρωσίας. Στην προσπάθειά της να αντιμετωπίσει τη ρωσική απειλή, αναγκάστηκε να εφαρμόσει πολιτικές που ενίσχυαν την κεντρική εξουσία έναντι των περιφερειών, προκαλώντας έτσι σημαντικές αντιδράσεις και τριγμούς. Πέρα όμως από τη θετική συγκυρία, η Φιλική Εταιρία πέτυχε γιατί κατάφερε να φέρει σε επαφή και να συντονίσει διακριτά μέχρι τότε κοινωνικά δίκτυα, κυρίως τους διανοούμενους και εμπόρους από τη μια και τους στρατιωτικούς από την άλλη.

Η εξέγερση ξέσπασε στα τέλη Φεβρουαρίου του 1821 στη σημερινή Ρουμανία, όταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ανώτατος αξιωματικός του ρωσικού στρατού και γιος Φαναριώτη κυβερνήτη της Βλαχίας, διέσχισε τον ποταμό Προύθο. Η επιλογή αυτή βασιζόταν στην προσδοκία μιας στρατιωτικής επέμβασης της Ρωσίας υπέρ των εξεγερμένων και την ελπίδα πως ο ντόπιος πληθυσμός θα αγκάλιαζε την ελληνική εθνική υπόθεση και θα κινητοποιούνταν στις γραμμές της. Στην πράξη δεν συνέβη τίποτε από τα δύο, με αποτέλεσμα το εγχείρημα αυτό να καταλήξει σε ολοκληρωτική αποτυχία. Αντίθετα, η εξέγερση που ξέσπασε στο νοτιότερο άκρο των Βαλκανίων αποδείχτηκε πολύ πιο επιτυχημένη. Πώς εξηγείται αυτό;

Ποιοι, γιατί και πώς εξεγέρθηκαν;

Ο Μοριάς και η Ρούμελη διέθεταν μια τάξη ενόπλων, αρκετοί από τους οποίους ήταν ενταγμένοι σε ομάδες που ήταν γνωστές ως «αρματολοί» και «κλέφτες». Οι ομάδες αυτές συνιστούσαν ένα σύστημα πολεμικής οργάνωσης που ήταν διαδεδομένο σε περιοχές όπου οι δυσμενείς γεωγραφικές συνθήκες καθιστούσαν δυσχερή την πλήρη εδραίωση της οθωμανικής κυριαρχίας, ορεινές δηλαδή περιοχές με άγονη και λιγοστή αγροτική γη. Οι γεωγραφικές και οικονομικές αυτές συνθήκες ευνοούσαν τη δράση ενόπλων που ήταν γνωστοί ως κλέφτες. Για να τους αντιμετωπίσουν και να παράσχουν κάποιο βαθμό ασφάλειας στον ντόπιο πληθυσμό και στήριξης στην εξουσία τους, οι Οθωμανοί χρησιμοποιούσαν τοπικές πολιτοφυλακές, τους αρματολούς. Θεωρητικά οι αρματολοί αποτελούσαν αντίβαρο στους κλέφτες, στην πράξη όμως η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις δύο αυτές ομάδες ήταν συχνά ασαφής, με αποτέλεσμα πολλοί κλέφτες να μετατρέπονται σε αρματολούς και αντιστρόφως. Στον Μοριά οι επικεφαλής των ενόπλων αυτών σωμάτων ήταν κυρίως πρόκριτοι, ενώ στη Ρούμελη οπλαρχηγοί.

Οι ένοπλοι αυτοί αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά της εξέγερσης των Ελλήνων. Αντίστοιχες ομάδες ενόπλων υπήρχαν σε πολλές ορεινές περιοχές των Βαλκανίων, όπου ήταν γνωστοί με διάφορα άλλα ονόματα, π.χ. hajduci. Οι ένοπλοι όμως που ξεσηκώθηκαν στο όνομα της ελληνικής υπόθεσης ήταν συγκεντρωμένοι στο νότιο άκρο των Βαλκανίων, καθώς εκεί βρίσκονταν οι περισσότεροι τοπικοί παράγοντες που είχαν στρατολογηθεί από τη Φιλική Εταιρεία. Για την ακρίβεια, από τον Μοριά καταγόταν το 40% σχεδόν των μελών της Φιλικής Εταιρείας, πολλοί από τους οποίους ήταν πρόκριτοι με ισχυρή τοπική εξουσία και σημαντικά προνόμια που τους επέτρεπαν να αναλάβουν αρκετές πρωτοβουλίες.

Τα κίνητρα της συμμετοχής των ενόπλων αυτών στην εξέγερση ήταν σύνθετα και πολύ συχνά αμφίσημα. Εκ των υστέρων ωραιοποιήθηκαν και ομογενοποιήθηκαν, Πρώτα από τους ίδιους και αργότερα από τους χρονικογράφους της εξέγερσης. Για αρκετούς από αυτούς η εξέγερση είχε αρχικά κυρίως τοπικό και μάλλον περιορισμένο χαρακτήρα, ενώ σημαντικό τους κίνητρο αποτελούσε η απόκτηση των γαιών που ανήκαν στους μουσουλμάνους επικυρίαρχους. Φαίνεται επίσης πως αρκετοί από τους πρόκριτους και οπλαρχηγούς που επέδειξαν ιδιαίτερη ζέση για τον αγώνα είχαν ηττηθεί σε προηγούμενες διαμάχες με τοπικούς τους αντιπάλους και αναζητούσαν μια ευκαιρία να επανακτήσουν τα όσα είχαν χάσει.

Όπως ήταν αναμενόμενο, ο συντονισμός των ενόπλων αυτών με τους εμπόρους, διανοούμενους και Φαναριώτες αποδείχτηκε εξαιρετικά δυσχερής υπόθεση, γιατί τους χώριζε ένα τεράστιο πολιτισμικό χάσμα που συχνά προκαλούσε όχι μόνον έντονο Πολιτικό ανταγωνισμό αλλά και φονικές συγκρούσεις μεταξύ τους. Όσο για τους απλούς πολεμιστές, που ήταν ως επί το πλείστον κτηνοτρόφοι ή αγρότες, αυτοί συμμετείχαν κυρίως γιατί ήταν πιστοί στους αρχηγούς τους με τους οποίους τούς ένωναν τοπικοί και συγγενικοί δεσμοί. Από την οπτική αυτή, η εθνική ιδεολογία υπήρξε περισσότερο αποτέλεσμα της συμμετοχής στην εξέγερση και λιγότερο το αρχικό κίνητρο της συμμετοχής σε αυτήν. Όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, ο πόλεμος ήταν αυτός που μετέτρεψε τους χωρικούς σε ‘Ελληνες, για να χρησιμοποιήσω την περίφημη διατύπωση του ιστορικού Γιουτζίν Βέμπερ.

Όσο για τον πόλεμο αυτόν καθαυτό, συνδύασε ενέδρες και αψιμαχίες, οργανωμένες μάχες και κυρίως πολιορκίες οχυρωμένων πόλεων. Η τραχύτητα των εξεγερμένων και η γνώση του εδάφους από πλευράς τους αποτελούσαν το βασικό στρατιωτικό τους πλεονέκτημα, που όμως αντισταθμιζόταν από την ισχυρή τους ταύτιση με τοπικούς παράγοντες και την έντονη αντίστοιχη καχυποψία απέναντι σε κάθε υπερτοπική εξουσία, γεγονός που προκαλούσε συχνές διαμάχες ανάμεσα σε διάφορες ομάδες εξεγερμένων. Ο πόλεμος χαρακτηρίστηκε από εκτεταμένες φρικαλεότητες, κυρίως επειδή οι πολιορκίες, που παραδοσιακά οδηγούσαν σε μαζικές σφαγές, αποτελούσαν ίσως το πιο βασικό χαρακτηριστικό του.

Η πιο γνωστή σφαγή από πλευράς των εξεγερμένων ήταν εκείνη του Σεπτεμβρίου του 1821, μετά την κατάληψη της Τριπολιτσάς στην Πελοπόννησο. Από την πλευρά των Οθωμανών, η σφαγή του χριστιανικού πληθυσμού της Χίου έγινε πασίγνωστη όταν το 1824 ο Γάλλος ζωγράφος Ευγένιος Ντελακρουά εμπνεύστηκε από αυτή για να δημιουργήσει το Περίφημο έργο του (Οι σφαγές της Χίου), που άγγιξε την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη όσο σχεδόν και η Γκερνίκα του Πικάσο έναν αιώνα αργότερα.

Εκ των υστέρων, η Ελληνική Επανάσταση φαντάζει κατάλληλα προσχεδιασμένη, έντεχνα οργανωμένη, ενδεχομένως και αναπόφευκτη. Μια τέτοια ερμηνεία, ωστόσο, θα ήταν άστοχη. Είναι ενδεικτικό, μάλιστα, πως παράλληλα με την εξέγερση των Ελλήνων, ξέσπασε και μια άλλη, την οποία οι Οθωμανοί θεώρησαν πολύ πιο απειλητική για την κυριαρχία τους: η απόπειρα του Αλή πασά των Ιωαννίνων, ηγεμόνα μιας μεγάλης περιοχής που περιελάμβανε τη σημερινή βορειοδυτική Ελλάδα και τη νοτιοδυτική Αλβανία, να αυτονομηθεί από το σουλτάνο. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, οι Οθωμανοί έστρεψαν άμεσα την προσοχή τους στον Αλή πασά, τον οποίο και τελικά κατέβαλαν. Προκαλώντας έναν στρατιωτικό αντιπερισπασμό σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη στιγμή και κινητοποιώντας σημαίνοντες οπλαρχηγούς που θα συμμετείχαν αργότερα στην Ελληνική Επανάσταση, η αποτυχημένη προσπάθεια του Αλή βοήθησε τους ‘Ελληνες, επιδρώντας ενδεχομένως καταλυτικά στο ρου της ιστορίας

Συνεχίζεται
Διαβάστε το Α’  MEΡΟΣ  ΕΔΩ

Διαβάστε το Γ  MEΡΟΣ: ΄ΕΔΩ

Προηγουμενο αρθρο
Τα «περίτεχνα» σχήματα της αμμόγλωσσας!
Επομενο αρθρο
17 νεκροί, 71 νέα κρούσματα, συνολικά 695 -35 σε κρίσιμη κατάσταση

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.