Ροδίκια
Είχαν αρχίσει λοιπόν τα πρωτοβρόχια. Στα τεψιά έλιαζαν τα τζίτζιφα για το χειμώνα και στις ροδιές έσκαγαν τα ρόδια. Οι μέρες ολοένα μίκραιναν, ο καιρός κρύωνε κι η πλάση ξεπλυμένη ριγούσε στις πνοές των ανέμων. Την κυρίευε τότε ενθουσιασμός και προσδοκία. «Βρέχει… βρέχει… σε λίγο θα φανούν τα πρώτα ροδίκια…»
Γνώριζε καλά τους ροδικότοπους και η πρώτη βρασά ροδικιών ήταν μια ιεροτελεστία. Ένα μικρό προανάκρουσμα του χειμώνα. Ξεκινούσε απομεσήμερο για τα χωράφια, με μένα από κοντά, μαχαίρια και σακούλια, το φακό της, για την περίπτωση που θα μας έπαιρνε η νύχτα και τη σφυρίχτρα της, με την οποία με ξανάφερνε κοντά της όταν χανόμουνα στον κάμπο ή με ειδοποιούσε πως έπρεπε να επιστρέφουμε. Όταν άκουγα τη σφυρίχτρα έπρεπε να εγκαταλείψω οτιδήποτε με απασχολούσε, όσο ενδιαφέρον κι αν ήταν αυτό και να τρέξω κοντά της. Αυτός ήταν ένας αυστηρός κανόνας κι έπρεπε να τον σέβομαι απόλυτα, αν ήθελα να με παίρνει μαζί της.
Διασχίζαμε τον ελαιώνα, σκεπασμένο ολόκληρο με τρυφερό, πράσινο χορτάρι και αμέτρητα κυκλάμινα. «Τώρα, π’ανθίζ’ η κυκλαμιά και κάθε σπόρο πώχει κρυφό κρεβάτι μες στη γη, ξυπνά το πρωτοβρόχι…», απάγγελνε σιγαλά κι ο στίχος είχε τη δύναμη να αποτυπώνει με τον πιο παραστατικό τρόπο τη φευγαλέα αίσθηση της κάθε στιγμής.
Περνάγαμε την Παναγιά τη Βλαχέραινα, ξαποσταίναμε στο πεζούλι της και κατευθυνόμασταν στα λημέρια της: τα χωράφια του Αϊ-Γιάννη. Εκεί φύτρωναν τα καλύτερα ροδίκια. Με κατάλευκη χοντρή ρίζα, «χολάτα», όπως τα έλεγε. Μου τα έδειχνε να ξεφυτρώνουν ανάμεσα στα χορτάρια κι εγώ παρατηρούσα μαγεμένη τις αρμονικές κινήσεις των χεριών της.
Ο ενθουσιασμός της με συνέπαιρνε. Μάζευα κι εγώ, όσο μπορούσα, αλλά γρήγορα τραβούσαν την προσοχή μου τα κυκλάμινα κι ο μποκές που έφτιαχνα μ’ αυτά ή τα βατόμουρα στους φράχτες. Τσαμπιά κατάμαυρα, γυαλιστερά βατόμουρα, φρεσκοπλυμένα απ’ τις βροχές, τεράστια και μελωμένα, που έλειωναν στα δάχτυλά μου. Μάζευα βατόμουρα με την ψυχή μου, γιατί η μαρμελάδα που έφτιαχνε μ’ αυτά είχε τη γεύση της ευδαιμονίας.
Πώς αναμέριζε τα ξερόχορτα, πώς βύθιζε το μαχαίρι στο υγρό χώμα, πώς ανάσερνε το ροδίκι, πώς το καθάριζε και το τοποθετούσε στη μπροστοποδιά της, δεμένη σαν σακούλι στη μέση της. «Κοίτα, έλεγε, δεν χρειάζεται ούτε καθάρισμα. Η ρίζα του είναι κάτασπρη».
Μόλις άρχιζε να σουρουπώνει, άκουγα τη σφυρίχτρα κι έτρεχα προς την κατεύθυνση του ήχου. Ακόμα όμως κι όταν έλεγε: «φεύγουμε», η θέα ενός χολάτου ροδικιού την προκαλούσε να ξανασκύψει στη γη να το μαζέψει. Παρακαλούσα μυστικά να αποξεχαστεί, για να μας πάρει η νύχτα κοντά στον Αϊ-Γιάννη. Κρατούσε πάντα μαζί της τα κλειδιά κι έτσι, όταν το σκοτάδι μας έπιανε για τα καλά, κατευθυνόμασταν εκεί. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η ιδέα της έκτακτης διανυκτέρευσης με ενθουσίαζε.
Σχεδόν έτρεχα για να φτάσω. Δεν χρειαζόμουν το φως του φακού της, ήξερα απέξω τα μονοπάτια, κάθε πέτρα και κάθε νερόλακκο. Γνώριζα κάθε δέντρο και κάθε θάμνο της διαδρομής, και τα περίεργα σχήματα των γέρικων λιόδεντρων, που στο σκοτάδι έπαιρναν επίφοβες μορφές, δεν με φόβιζαν. Τις είχα ονοματίσει ανάλογα με το σχήμα, και το όνομα αυτό διέλυε τις σκιές της νύχτας και τους φόβους. Μόνο τα φωσφορίζοντα μάτια κάποιας αλεπούς, καθώς διέσχιζε άφοβα το μονοπάτι και χανόταν στην πυκνή βλάστηση, μπορούσαν να σταματήσουν την προέλασή μου.
Το εκκλησάκι άσπριζε μέσα στη νύχτα. Τα κυπαρίσσια του καμπαναριού σημάδευαν τα αστέρια κι εκείνα κεντούσαν το μαύρο βελούδο του θόλου κι άναβαν στην καρδιά μου μια ακατανόητη νοσταλγία.
Άνοιγε τη θύρα του ναού και καλησπέριζε τον Αφέντη Αί-Γιάννη, καθώς προσκυνούσε. Άναβε τα καντήλια κι εγώ ετοίμαζα το θυμίαμα. Θυμιάτιζε τις εικόνες με προσήλωση και ευλάβεια, σιγοψιθυρίζοντας: «Μη απόρριψης με εις καιρόν γήρως, εν τω εκλείπειν την ισχύν μου μη εγκαταλείπης με…» Ύστερα άνοιγε το κελλί κι άναβε τη λάμπα, που την άφηνε πάντα έτοιμη με πεντακάθαρο λαμπογυάλι και γεμάτη «πετρόλαδο».
Άναβε φωτιά, κι ώσπου να βράσει το νερό στο τσουκάλι, προλάβαινε να πλύνει στο πηγάδι τα ροδίκια. Βράζανε τα χόρτα, και το κελλί μοσχομύριζε. Ανακάτευε με την ξύλινη κουτάλα της και μου έδινε να πιω ζουμί ροδικιών με λεμόνι. «Είναι φάρμακο», μου έλεγε.
Τρώγαμε την πρώτη βρασά ροδίκια με επισημότητα, στο στρωμένο τραπέζι, ανάμεσα στα δυο κρεβάτια. Με λεμόνι και μπόλικο λάδι, βρεγμένο παξιμάδι κι ελιές. Η δική μου συμμετοχή σ’ αυτά τα δείπνα του ονείρου ήταν ο μποκές με τα κυκλάμινα. Στη μέση του τραπεζιού, μύρωναν το μικρό μας καταφύγιο κάτω από τη σκέπη του Αγίου και τον κατάμεστο με άστρα ουρανό, μέσα στην ερημιά και τη νύχτα.
*Αποσπάσματα κειμένου από το βιβλίο Κωνσταντίνας Γεωργακάκη – Βρεττού: «Σόρα Κάτε» εκδόσεις «Στοχαστής», 2007
1 Σχόλιο
Το απόσπασμα (Ροδίκια,) είναι ένα από τα περιεχόμενα (σελίδα 29) του υπέροχου βιβλίου της Ντίνας Βρεττού, στην οποία με την ευκαιρία θα ήθελα έστω και τώρα να εκφράσω τα συγχαρητήρια μου για το βιβλίο – αφιέρωμα στην αγαπημένη της νόνα ,Σόρα Κάτε. Το βιβλίο από την αρχή μέχρι το τέλος είναι μιά ηθογραφία γεμάτο αναμνήσεις και εικόνες, με επίκεντρο το εκκλησάκι του Αη-Γιαννιού του Αντζούση και γειτονιές από μία αλλοτινή πόλη της Λευκάδας ..