HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΣεφαραδίτες Πρόσφυγες στη Μεσαιωνική Λευκάδα

Σεφαραδίτες Πρόσφυγες στη Μεσαιωνική Λευκάδα

Του Αντώνη Γ. Περδικάρη

Ο Σκωτσέζος συγγραφέας William Lithgow (1582-1645) υπήρξε ένας διάσημος εξερευνητής ο οποίος κυριολεκτικά όργωσε την περιοχή της Μεσογείου κατά την δεύτερη δεκαετία του 17ου αιώνα. Έχοντας σαν αφετηρία τη χώρα του και χρησιμοποιώντας μόνο πλωτά μέσα μεταφοράς, κινούταν στη ξηρά αποκλειστικά με τα πόδια, αρνούμενος πεισματικά να χρησιμοποιήσει, οποιοδήποτε άλλο μεταφορικό μέσο της εποχής του. Δεν γνωρίζουμε ακριβώς τους λόγους αυτής της εμμονής του -που δεν ήταν πιθανότατα οικονομικοί- ωστόσο γνωρίζουμε τις συνέπειές της, που ήταν η άμεση επαφή με τον εντόπιο πληθυσμό και η εγκυρότητα των παρατηρήσεών του. Υπολογίζεται ότι στα τρία συνολικά ταξίδια που έκανε στην περιοχή, διήνυσε κάτι λιγότερο από 60000 km και συνεκέντρωσε ένα μεγάλο αριθμό από πληροφορίες και εμπειρίες, τις οποίες κατέγραψε στο βιβλίο του με τίτλο «The Total Discourse of the Rare Adventures and Paineful Peregrinations» που εκδόθηκε το 1632 στο Λονδίνο, εντυπωσιάζοντας τους λογίους της εποχής του, καθώς για την πλειοψηφία εξ αυτών, η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν τότε «terra incognita»(1).

Εικόνα 1: Θρησκευτικά αντικείμενα Σεφαραδιτών (Κέντρο Ιστορικής Διαδρομής Εβραϊσμού Θεσσαλονίκης, 2020

Κατά το πρώτο του ταξίδι ο Lithgow επισκέφτηκε τα Ιόνια Νησιά πλήν της Λευκάδας, η οποία βρισκόταν τότε –σε αντίθεση με τα υπόλοιπα- στα χέρια των Οθωμανών. Συγκεκριμένα, το έτος 1609 βρισκόταν στην Κέρκυρα από όπου αναχώρησε ως επιβάτης ενός πλοίου, Ελληνικής ιδιοκτησίας, με 48 επιβάτες διαφόρων εθνικοτήτων (Έλληνες, Σλαβόνοι, Αρμένιοι, Ιταλοί και Εβραίοι) για την Ζάκυνθο. Κατά την διαδρομή τους μάλιστα, δίπλα στις ακτές της Λευκάδας, αναφέρει οτι ενεπλάκησαν σε επεισόδιο με Τουρκικό πλοίο το οποίο κινήθηκε εναντίον τους. Κατά την ναυμαχία που επακλούθησε, τραυματίστηκε και ο ίδιος ο Lithgow, αλλά το ενδιαφέρον εδώ είνα η περιγραφή του νησιού όπως δίνεται από τον συγγραφέα:

«Στο αριστερό μας χέρι είδαμε ένα νησί, που ονομάζεται Αγία Μαύρα (Saint Maure), πρώην Λευκάς (Leucas), ή Λευκαδία (Leucadia) το οποίο κατοικείται αποκλειστικά από Εβραίους, στους οποίους ο (Σουλτάνος) Βαγιαζήτ (Bajazet) ο Β΄ το παρέδωσε στην κατοχή τους, μετά την απομάκρυνσή τους από την Ισπανία.
Πρωτεύουσά του είναι η πόλη της Αγίας Μαύρας, η οποία πριν λίγο καιρό υπαγόταν στη Βενετία. Η Αγία Μαύρα (το νησί), στην αρχαιότητα ήταν συνδεδεμένη με την ήπειρο, αλλά τώρα περιβάλλεται από τη θάλασσα.»(2)

Εικόνα 2: O εξερευνητής W. Lithgow ντυμένος ως Οθωμανός κατά την διάρκεια των περιηγήσεων του στην Ανατολή. Ξυλογραφία (1610-1620)

Η καταγραφή από τον Lithgow στο βιβλίο των περιήγησεών του, της πληροφορίας ότι το νησί της Λευκάδας κατοικούταν στις αρχές του 17ου αιώνα, αποκλειστικά από Εβραίους της Ισπανίας, τους γνωστούς ως Sephardim (Ελληνικά Σεφαραδίμ ή Σεφαραδίτες) (3), θεωρώ ότι είναι ιδιαίτερης βαρύτητας, καθώς όπως ήδη αναφέρθηκε, πρόκειται για ένα περιηγητή ο οποίος κατέγραφε γεγονότα, για τα οποία είχε άμεση αντίληψη και δεν αναπαρήγαγε φήμες από μη έγκυρες πηγές. Ωστόσο, σ’ αυτό το σημείο θεωρώ χρήσιμη, μια εκτενέστερη αναφορά στους Σεφαραδίτες και στην εκδίωξη τους από την Δυτική Μεσόγειο:

Το 1492 οι καθολικοί βασιλιάδες της Ισπανίας, Φερδινάνδος και Ισαβέλλα, εξόρισαν σχεδόν όλους τους Εβραίους της xώρας αυτής, θέττοντάς τους το δίλημμα είτε να αλλαξοπιστήσουν ώστε να παραμείνουν στο έδαφός της, είτε να εγκαταλείψουν σπίτια και περιουσίες καταφεύγοντας στις διάφορες χώρες της περιοχής. Κάποιοι από αυτούς πήγαν στην Πορτογαλία, αλλά εκδιώχθηκαν σύντομα και από κει, το 1497. Άλλοι έφτασαν αρχικά στην Ιταλία, αλλά όταν -το 1504- ο Φερδινάνδος έγινε βασιλιάς της Νάπολης και της Σικελίας τους έδιωξε, για δευτερη φορά. Οι Σεφαραδίτες βρήκαν τελικά άσυλο στην τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία καθώς, ο Σουλτάνος Βαγιαζήτ ο Β’, προσκάλεσε στη χώρα του, όλους τους Εβραίους τους οποίους εξεδίωχναν οι διάφοροι καθολικοί μονάρχες της Ευρώπης. Ειρωνευόμενος, μάλιστα, τον Φερδινάνδο και την Ισαβέλλα, έλεγε -απευθυνόμενος προς την Δύση: «Αποκαλείτε τον Φερδινάνδο σοφό ηγεμόνα, τη στιγμή που αυτός φτώχυνε τη δική του χώρα και πλούτισε τη δική μου»(4) . Η ερμηνεία της -εκ πρώτης όψεως περίεργης- στάσης του στο θέμα αυτό ήταν η εξής: Οι Τούρκοι -και οι άλλες μουσουλμανικές φυλές- ήταν κατά βάση πολεμικές φυλές και δεν είχαν ιδέα από εμπόριο. Αντίθετα, το εμπορικό δαιμόνιο των Εβραίων, ήταν απαραίτητο στο Οθωμανικό κράτος και επί πλέον οι άνθρωποι αυτοί ως νέοι υπήκοοι, είχαν ένα σημαντικό πλεονέκτημα σε σχέση με τους Χριστιανούς υπηκόους του Σουλτάνου: Το πλεονέκτημα, οτι δεν ήταν κατακτημένος λαός, ο οποίος στο μέλλον δυνητικά θα επαναστατούσε. Ήταν, ουσιαστικά, φυλή κατατρεγμένων ανθρώπων, που απλά ζητούσαν ένα μόνιμο καταφύγιο. Σύντομα, με εντολή του Σουλτάνου, το Οθωμανικό ναυτικό, υπό τον Ναύαρχο Κεμάλ Ρέις, παρέλαβε τους εξορισμένους Εβραίους από την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ιταλία και τους εγκατέστησε σε διάφορα σημεία της Αυτοκρατορίας (π.χ. Θεσσλονίκη(5) , Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη κ.ά.) αφού προηγουμένως ο Βαγιαζήτ είχε λάβει τα κατάλληλα μέτρα ασφαλείας, δηλώνοντας ότι αν τυχόν κάποιος τοπικός άρχοντας αρνούνταν να δεχτεί τους Σεφαραδίτες με προθυμία, θα τιμωρούνταν σκληρά, ακόμη και με θάνατο.(6)

Εικόνα 3: “To καλωσόρισμα”, πίνακας (1998) του σύγχρονου Τούρκου ζωγράφου Mevlut Akyildiz, που αναπαριστά την άφιξη των Σεφαραδιτών στην Κωνσταντινούπολη, στα τέλη του 15ου αιώνα.

Παρά την γενική παραδοχή του έργου του W. Lithgow, ως έγκυρης πηγής για τους μελετητές της ιστορίας της περιοχής μας κατά τις αρχές του 17ου αιώνα και παρά το γεγονός ότι αναφέρεται σε εποικισμό που είχε γίνει στο Νησί κατά τα τέλη του 15ου αιώνα ή τις αρχές του 16ου αιώνα, σε μια περίοδο που το Νησί αναμένεται να ήταν αραιοκατοικημένο -καθώς σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, άλλαξε τρεις φορές αφεντικά(7) – η δήλωση του συγγραφέα ότι η Λευκάδα τότε υπήρξε μια περιοχή όπου εγκαταβιούσαν αποκλειστικά Σεφαραδίτες, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έγινε αποδεκτή από την επιστημονική κοινότητα, αφού δεν υπήρξε επιβεβαίωση της πληροφορίας αυτής. Επι παραδείγματι ο Bosworth (1983) θεωρεί ότι στο σημείο αυτό ο Lithgow είναι υπερβολικός(8) , ενώ ο Ιστορικός της Λευκάδας Π. Ροντογιάννης αναφέρει ότι «..στο ζήτημα αυτό (ο Lithgow) γράφει με περισσότερη υπερβολή που προκαλεί γενικώτερη δυσπιστία..»(9)

Ωστόσο, η θέση του Lithgow για κατάληψη της Νήσου από Σεφαραδίτες Εβραίους περί το 1500 Μ.Χ. κατόπιν ενεργειών του Σουλτάνου, δεν είναι «ορφανή». Υπάρχει αίφνης το σύγγραμμα του Βενετσιάνου Ακαδημαϊκού, καθηγητή της Ανατομίας Iacopo Grandi (1646-1691) το οποίο εκδόθηκε στην Βενετία το 1686, με τίτλο «Risposta di Iacopo Grandi Medico Professore di Notomia in Venezia, e Accademico della Crusca A una Lettera del Sig. Dottor Alessandro Pini Medico dell’ Illust: & Eccellentiss: Sig. Capitan delle Naui Alessandro Molino Sopra alcune richieste intorno S. Maura, e la Preuesa», στο οποίο ο συγγραφέας -μεταξύ των άλλων- πραγματεύεται την ιστορία, την τοπογραφία και την γεωγραφία του νησιού της Λευκάδας και των κοντινών της περιοχών, οι οποίες είχαν περάσει πρόσφατα (1684) στα χέρια των Ενετών. Ας δούμε το παρακάτω απόσπασμα που αφορά στο Νησί:

«Πρέπει να θεωρηθεί, ότι μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ποτέ η πόλη της Αγίας Μαύρας δεν ήταν πιο πυκνοκατοικημένη από τότε που περιέθαλψε τους Εβραίους, που παρέλαβε ο Τούρκος Σουλτάνος Βαγιαζίτ (ο Β΄) την εποχή που ο βασιλιάς της Ισπανίας Φερδινάρδος εξεδίωξε αμείλικτα από το Βασίλειό του.»(10)

Η αναφορά αυτή του Grandi, θα μπορούσε να θεωρηθεί πιο μετριοπαθής σε σχέση με την αντίστοιχη του Lithgow για το Νησί, ωστόσο έρχεται να επιβεβαιώσει το ιστορικό γεγονός της άφιξης στο έδαφός του των Σεφαραδιτών Εβραίων, κατά την περίοδο βασιλείας του Βαγιαζήτ του Β’ και αφήνει να εννοηθεί ότι ο αριθμός των προσφύγων αυτών ήταν αρκετά μεγάλος, αφού αυξήθηκε πολύ ο πληθυσμός του Νησιού. Σημειωτέον ότι και αυτή την αναφορά, ο Π. Ροντογιάννης την θεωρεί υπερβολική(11) .

Εικόνα 4: Ο Iacopo Grandi, ακαδημαϊκός στη Βενετία του 17ου αιώνα, έχοντας γνώση και της Ελληνικής γλώσσας συνέγραψε μελέτη για την ιστορία και τη γεωγραφία της Λευκάδας και των γύρω περιοχών, που πέρασαν τοτε, στα χέρια της Βενετίας.

Η πληροφορία ωστόσο του εποικισμού του Νησιού από Σεφαραδίτες πρόσφυγες επί Τουρκοκρατίας, υπάρχει και σε συγγράμματα για την περιοχή, τα οποία εμφανίστηκαν τον 18ο αιώνα. Χαρακτηριστικά θα αναφέρω το γνωστό τρίτομο έργο του κρατικού λειτουργού της Γαλλίας, André Grasset de Saint-Sauveur (1767-1840) με τίτλο «Voyages dans les iles ci-devant venitiennes du Levant». Ο εν λόγω λειτουργός ο οποίος σημειωτέον οτι διέμενε την περίοδο της πρώτης Γαλλικής κυριαρχίας (1797-1799) στην Κέρκυρα -επισκεπτόμενος και τα άλλα νησιά του Ιονίου- στο έργο του αυτό -το οποίο μάλιστα συνοδεύεται από άτλαντα με εικονογραφήσεις- εξετάζει την πολιτική, την κοινωνία και τα οικονομικά των Ιονίων Νήσων. Εκεί, στο τέλος του δευτέρου τόμου του, ασχολείται και με το νησί της Λευκάδας, όπου ανάμεσα στις άλλες σημαντικές πληροφορίες για το Νησί, που καταχωρήθηκαν για την περίοδο αυτή, αναφέρει:

«Η Αγία Μαύρα (Sainte-Maure) ήταν το καταφύγιο πολλών εβραϊκών οικογενειών που εκδιώχθηκαν από την Ισπανία από τον Φερδινάνδο»(12)

Λίγα χρόνια νωρίτερα, για το θέμα έγραψε επίσης και ο Antonio Federico Busching (1724-1793) ο οποίος υπήρξε διάσημος Γερμανός μελετητής της οικονομίας και θεωρείται από τους θεμελιωτές της σύγχρονης γεωγραφικής επιστήμης. Το συγγραφικό έργο του, αποτελείται από σημαντικό αριθμό συγγραμμάτων με θέμα, τη θρησκεία, τη γεωγραφία, την ιστορία και την εκπαίδευση των νέων. Στο επίτομο σύγγραμμά του για την ιστορία, την γεωγραφία και την πολιτική στην Ιταλία, το οποίο εκδόθηκε στη Βενετία το 1780, αναφέρεται και στην ιστορία της Λευκάδας -η οποία τότε ήταν κτήση της Βενετίας- και γράφει:

«Το (έτος) 1479 οι ίδιοι οι κάτοικοι του Νησιού, παρέδωσαν την εξουσία στον Legan Πασά, ο οποίος ήταν στρατηγός του Σουλτάνου Μωάμεθ του Β΄. Λίγο αργότερα οι Βενετσιάνοι με ενέργειες του στρατηγού (τους) Benedetto Pesaro, απελευθέρωσαν (τη Λευκάδα) από τους Τούρκους, αλλά στην επόμενη ειρηνευτική συνθήκη παραχωρήθηκε ξανά από την (Βενετσιάνικη) Διοίκηση στους Οθωμανούς. Έκτοτε το Νησί γέμισε με Εβραίους από τις οικογένειες εκείνες που ο βαιλεύς Φερδινάρδος εξεδίωξε από την Ισπανία. Στη συνέχεια το νησί της Αγίας Μαύρας, μετατράπηκε σε φωλιά πειρατών, που κατέστρεφε το εμπόριο κάθε έθνους, καθώς είχαν εφευρεθεί εκείνα τα ελαφριά σκάφη με την ονομασία «γαλέρες», με μεγάλη ταχύτητα πλεύσης, τα οποία προκαλούσαν αμέτρητες ζημιές με τις αλλεπάλληλες επιδρομές τους, σε οποιοδήποτε τόπο. Εξ αιτίας αυτής της κατάστασης, το έτος 1684, ο στρατηγός Francesco Morosini, ο κατακτητής της Πελοποννήσου, επανέφερε με την δύναμη των όπλων (το Νησί) και πάλι στο κράτος της Βενετίας»(13)

Παρατηρούμε συνεπώς ότι και ο Busching –σε κείμενο που γράφτηκε 150 χρόνια αργότερα- υποστηρίζει ουσιαστικά την άποψη του Lithgow, θεωρώντας, ότι ο εποικισμός των Σεφαραδιτών στο Νησί, ήταν καθοριστικός για τον πληθυσμό του, αφού χρησιμοποιεί την έκφραση «γέμισε το Νησί με Εβραίους», μια έκφραση επιλεγμένη από άνθρωπο που βεβαίως δεν έχει άμεση αντίληψη του γεγονότος, αλλά είναι γνωστός για το επιστημονικό του υπόβαθρο, το οποίο τον ανέδειξε ως πατέρα της σύγχρονης Γεωγραφίας. Επι πλέον όμως, με τον τρόπο παράθεσης των ιστορικών γεγονότων, ο συγγραφέας αφήνει να εννοηθεί, ότι η Λευκάδα δεν εποικίστηκε πιθανότατα στην αρχική φάση, από το πρώτο κύμα των Σεφαραδιτών προσφύγων, οι οποίοι κατέφτασαν στο Οθωμανικό Κράτος κατ’ ευθείαν από την Ισπανία, αλλά μάλλον αργότερα, μετά την παραχωρηση του Νησιού στους Οθωμανούς, γεγονός που προκάλεσε –όπως αναφέρθηκε- την αποχώρηση μεγάλου αριθμού μονίμων κατοίκων. Ίσως ο επικοισμός αυτός της Λευκάδας, να έγινε το 1504 Μ.Χ., -όταν όπως ελέχθη-το Οθωμανικό Κράτος, απορρόφησε ένα μεγάλο μέρος Σεφαραδιτών προσφύγων, οι οποίοι από το 1492 είχαν μεν εγκατασταθεί στη Ν. Ιταλία και την Σικελία, αλλά αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν σύντομα, αφού μετά την μάχη του Γκαριλιάνο(14) , ο βασιλεύς Φερδινάρδος της Ισπανίας, έγινε κυριος και των περιοχών αυτών.

Επίσης κατά την άποψή μου, είναι σημαντικό, ότι τόσο ο Busching, όσο και ο Lithgow, δεν διαφοροποιούν την κατάσταση, ως προς την -παράλια και πεδινή- πόλη της Λευκάδας (τότε γνωστή ως Αγία Μαύρα) και τα -αποκλειστικώς ορεινά- χωριά του Νησιού (περίπου 35 στον αριθμό)(15) . Και οι δύο συγγραφείς ομιλούν για Εβραίους που κατοίκησαν (γέμισαν) όλο το Νησί. Αυτό θεωρώ ότι είναι ένα κρίσιμο στοιχείο, που μας διευκολύνει να επιλέξουμε τις έγκυρες ιστορικές πηγές για την σύνθεση του πληθυσμού στο νησί αυτό του Ιονίου την περίοδο της Τουρκοκρατίας.

Εικόνα 5: Παραδοσιακή ενδυμασία Σεφαραδίτισας (Πηγή: Εβραϊκο Μουσείο Ελλάδας)

Ας εξετάσουμε τώρα μια άλλη ιστορική πηγή της περιόδου αυτής, η οποία μας δίνει μια διαφορετική εικόνα του πληθυσμού. Πρόκειται για την «αναφορά του Ευσταθίου Μαρίνου»(16), κατοίκου της Τουρκοκρατούμενης Λευκάδας, προς τον Δούκα του Νεβέρ(17) , που γράφτηκε στις 14/3/ 1623 στη Νάπολη της Ιταλίας και η οποία αναφέρεται στη σύνθεση του πληθυσμού, προκειμένου να ενημερώσει τον παραλήπτη για τις πιθανότητες επιτυχίας μιας προσπάθειας κατάληψης του. Ο συντάκτης της έκθεσης αναφέρει μεταξύ των άλλων στο Δούκα, ότι στο Νησί υπάρχουν συνολικά 50 Εβραίοι οι οποίοι ζουν μέσα στο κάστρο της Αγίας Μαύρας.(18)

Η ύπαρξη 50 Εβραίων στη πρωτεύουσα, μοναδικό λιμάνι και εμπορικό κέντρο του Νησιού το 1623, σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί έκπληξη, καθώς το Νησί τότε «ήταν πέρασμα πλοίων και ανθρώπων», όπως αναφέρει ο Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή -ο οποίος το επισκέφτηκε περί το 1670- και περιγράφει την πρωτεύουσα ως «μια ισχυρή πόλη»(19) . Άλλωστε και οι παλαιότεροι περιηγητές που διήλθαν από τη πόλη της Λευκάδας, αναφέρουν την ύπαρξη Εβραϊκών κοινοτήτων στη πρωτεύουσά του, όπως π.χ. ο «Βενιαμίν εκ Τουδέλης» -ο οποίος την επισκέφτηκε στις αρχές του 12ου αιώνα- και μιλάει για 100 Εβραίους που ζούσαν στην πόλη(20) και ο Abraham Ibn Daud -Ισπανοεβραίος περιηγητής που προηγήθηκε κατά 10 χρόνια του Βενιαμίν- και ο οποίος μιλάει για μια αξιόλογη Εβραϊκή κοινότητα(21) . Το φαινόμενο έχει συνεπώς μια διαχρονικότητα, καθώς ακόμα και σε νεώτερες εποχές, όπως π.χ. κατά την ενσωμάτωση του Νησιού στην Ελλαδα (19ος αιώνας) υπάρχουν αναφορές για παρουσία στη Πόλη 30-50 Εβραίων οι οποίοι ασχολούνταν με το εμπόριο(22).

H αναφορά του Ευσταθίου Μαρίνου, διαφοροποιείται κατά την άποψή μου, ουσιαστικά, όχι ως προς τον πληθυσμό της πρωτεύουσας – η οποία μαζί με τα εξαρτήματά της ο συντάκτης της αναφοράς, εκτιμά ότι συγκεντρώνει το 40 % του πληθυσμού του Νησιού και αποτελείται από 700 Τούρκους, 50 Εβραίους και 4000 Χριστιανούς- αλλά ως προς την ταυτότητα των κατοίκων των ορεινών χωριών του Νησιού, που αποτελούσαν το 60 % και τους οποίους θεωρεί Έλληνες όλους ανεξαιρέτως(23) , την ίδια περίοδο που οι Busching και Lithgow τους περιγράφουν ως απογόνους Σεφαραδιτών εποίκων. Εδώ, βεβαίως, θα έπρεπε να δώσουμε μια μεγαλύτερη βαρύτητα στα στοιχεία της αναφοράς του Μαρίνου αφού ο συγγραφέας ως κάτοικος του Νησιού έχει μια πιο άμεση πληροφόρηση, αλλά από την άλλη, προκειμένου να την αξιολογήσουμε πληρέστερα, θα πρέπει η ιστορική έρευνα να δώσει προηγουμένως απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα που προκύπτουν, όπως ποιός είναι ο πραγματικός συντάκτης της αναφοράς αυτής, γιατί και από πότε διέμενε στην Ιταλία και ποιές είναι οι πηγές του για τους κατοίκους της Λευκαδίτικης υπαίθρου, που θα ήταν τότε, ουσιαστικά απομονωμένοι από την –σχετικά πιο κοσμοπολίτικη- πρωτεύουσα του Νησιού. Τέλος δεν είναι δυνατό να μην υποψιαστούμε ότι ίσως η αναφορά αυτή αναδεικνύει μια μάλλον αισιόδοξη κατάσταση στο Νησί, προκειμένου να παρακινήσει τον Δούκα του Νεβέρ, να κινηθεί εναντίον των Τούρκων για την απελευθέρωση του, κάτι όμως που αυτός είχε επιχειρήσει ήδη σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις – στη Μάνη και στην Ήπειρο- και τις δυό φορές με πλήρη αποτυχία(24).

Εικόνα 6: Γκραβούρα του Charles Gonzaga, Duke of Nevers (Καρόλου Γονζάγα, Δούκα του Νεβέρ), 17ος αιώνας. Το 1612 ο Κάρολος διεκδίκησε τον αυτοκρατορικό θρόνο του Βυζαντίου, διότι ο πατέρας του Λουδοβίκος ήταν γιος της Μαργαρίτας Παλαιολογίνας, 7ης απογόνου του Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου και του Θεόδωρου Κομνηνού Δούκα Άγγελου, δεσπότη της Ηπείρου. Προς το πρόσωπο αυτό απευθυνόταν η αναφορά του 1623, η οποία υπογράφεται από τον Ευστάθιο Μαρίνο, αλλά συντάχθηκε από κάποιο άλλο άγνωστο πρόσωπο

Την μαρτυρία του όμως για την Τουρκοκρατούμενη Λευκάδα στην δύση του 16ου αιώνα, έχει καταθέσει και ο Ιταλός στοχαστής και ιερωμένος Giovanni Bottero Benese (1544-1617). Σε σχετικά ώριμη ηλικία και ενώ βρισκόταν στην υπηρεσία του στελέχους της Παπικής Εκκλησίας Federico Borromeo ο οποίος, έλαβε τελικά την θέση του Αρχιεπισκόπου του Μιλάνου, ο Bottero αποφάσισε να αξιοποιήσει την πολύχρονη εμπειρία του από τον συγχρωτισμό του με τα ανώτερα στελέχη του Παπικού Κράτους στη Ρώμη και στο Μιλάνο και ξεκίνησε το 1591 την συγγραφή ενός επίτομου έργου το οποίο επρόκειτο να τον κάνει διάσημο. Το βιβλίο του με τίτλο «Relazioni Universali» (=Καθολικές Σχέσεις) αναφέρεται στις σχέσεις της Καθολικής Εκκλησίας σ’ ολόκληρο το κόσμο και θεωρείται ότι είναι το έργο το οποίο έθεσε τις βάσεις των σύγχρόνων δημογραφικών μελετών. Γνωρίζουμε ότι μέχρι το 1598, είχαν εκδοθεί 4 τόμοι του βιβλίου αυτού, ωστόσο στα τέλη του 19ου αιώνα ενεφανίσθη και ένας 5ος τόμος. Σε κάθε περίπτωση, στο 2ο τόμο του έργου του αυτού, ο Bottero έχει ένα κεφάλαιο αφιερωμένο στούς Εβραίους και την εξάπλωσή τους στα διάφορα μέρη της Γης, όπου αναφέρει χαρακτηριστικά:

«Αλλά οι Εβραίοι της Ισπανίας και της Πορτογαλίας μετακινήθηκαν σε μεγάλο αριθμό προς τα ανατολικά κυρίως στην Κωνσταντινούπολη και στη Θεσσαλονίκη, στις δύο αυτές πόλεις ακούγεται (ότι ζουν) εξήντα χιλιάδες. Υπάρχουν εκατόν πενήντα οικογένειες στην περιφέρεια του Αυλώνα(25), κάπως λιγότεροι στη Αγία Μαύρα, 400 στη Ρόδο, 2500 άτομα στο Κάιρο, στην Αλεξάνδρεια, στην Τρίπολη, στο Χαλέπι, στην Άγκυρα και σε όλες τις εμπορικές πόλεις της Τουρκικής Αυτοκρατορίας»(26) .

Συνεπώς, βλέπουμε ότι σύμφωνα με τον τότε «δημογράφο» του Βατικανού Giovanni Bottero -ο οποίος θεωρώ αυτονόητο ότι διέθετε έγκυρη ενημέρωση- η Λευκάδα ήταν ένα από τα κέντρα των Σεφαραδιτών Εβραίων, στην Ανατολική Μεσόγειο περί τα τέλη του 16ου αιώνα, οι δε Εβραίοι κάτοικοι του Νησιού, ανέρχονταν σε σε κάτι λιγότερο από 150 οικογένειες. Ο Ραφαήλ Φρεζής ο οποίος μελέτησε τον Ελληνικό Εβραϊσμό, θεωρεί ότι το νούμερο αυτό αντιστοιχεί σε 1000 περίπου Εβραίους κατοίκους(27).

Εικόνα 7: Το άγαλμα του πολιτικού και γεωγράφου Giovanni Bottero, στην γενέτειρά του Bene Vagienna, της Β΄ Ιταλίας

Συγκρίνοντας τώρα τα δεδομένα της αναφοράς του Ευστάθιου Μαρίνου (1623) και της κατά περίπου 30 χρόνια παλαιότερης καταχώρησης του Giovanni Bottero, στο βιβλίο του Relazioni Universali, βλέπουμε ότι μέσα σε 30 χρόνια (δηλαδή στο πέρασμα μιας γενιάς) θα πρέπει να δεχθούμε ότι ο Εβραϊκού θρησκευματος πληθυσμός του Νησιού από τα 1000 περίπου άτομα, μειώθηκε στα 50 (μείωση 95 %) και μάλιστα όλοι αυτοί διέμεναν πλέον μέσα στο φρούριο της Αγίας Μαύρας. Αυτό προφανώς δεν είναι δυνατό να συνέβη σε συνθήκες ειρήνης -γιατί τέτοιες ήταν οι συνθήκες στις αρχές του 17ου αιώνα στο Νησί, όπου ο πληθυσμός ζούσε κάτω από την αδιαμφισβήτητη κυριαρχία του Σουλτάνου. Συνεπώς, ή πρέπει κάποια πηγή να θεωρηθεί ανακριβής – στην προκειμένη περίπτωση, κατά την άποψή μου πάσχει η αναφορά του Ευστάθιου Μαρίνου, καθώς δεν συμβαδίζει και με τις υπόλοιπες ιστορικές πηγές- ή θα πρέπει να δεχθούμε ότι στο διάστημα αυτό κάποιοι κάτοικοι του Νησιού οι οποίοι δηλώνονταν ως Εβραίοι -το 1598- θεωρήθηκαν αργότερα Χριστιανοί -το 1623- και αυτοί ήταν κυρίως κάτοικοι της υπαίθρου. Μάλιστα το χρονικό αυτό παράθυρο, γίνεται ακόμα μικρότερο (15 έτη) αν λάβουμε υπ’ όψη, αν λάβουμε υπ’ όψη ότι και ο Lithgow, το 1609 μιλάει για νησί κατοικούμενο από Εβραίους.

Στις αρχές του 20ου αιώνα, έχουμε μια νέα αναφορά για τον εποικισμό των Σεφαραδιτών στη Λευκάδα από τον Βρετανό William Miller (1864-1945), ο οποίος ασχολήθηκε κυρίως με την ιστορία της εποχής του Μεσαίωνα. Το 1903, εγκαταλείποντας τις προοπτικές μιάς καλής επαγγελματικής καριέρας, ως καθηγητής του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, εγκαταστάθηκε στην Ρώμη, όπου παρέμεινε μέχρι την άνοδο στην εξουσία του Μουσολίνι, οπότε ήρθε να μείνει στην Ελλάδα. Το 1908, εξέδοσε το περίφημο σύγγραμμά του «Latins in the Levant» το οποίο υπήρξε για ένα μεγάλο διάστημα το πρότυπο σύγγραμμα αναφοράς για την Ελληνική Ιστορία κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας. Το έργο του αυτό μεταφράστηκε στα Ελληνικά το 1910, από τον Κερκυραίο καθηγητή της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας Σπυρίδωνα Λάμπρο, με τίτλο «Ιστορία της Φραγκοκρατίας εν Ελλάδι». Από το δίτομο αυτό έργο προέρχεται το παρακάτω απόσπασμα που περιγράφει τα γεγονότα στη Λευκάδα το έτος 1502:

«…Αλλά το επόμενο έτος, (:ο Benedetto Pesaro) βοηθούμενος υπό του παπικού στόλου κυβερνωμένου υπό του ομωνύμου αυτω επισκόπου Πάφου (:Jacopo Pesaro) προσέβαλε την μόνην των Ιονίων Νήσων, ήτις ήτο ακόμη τουρκική. Είχον δε έλθει επ’ εσχάτων εις Λευκάδα παμπληθείς Ιουδαίοι πρόσφυγες εξ Ισπανίας, οίτινες παντοτ’ εγίνοντο ασπασίως δεκτοί υπό των Τούρκων, και η νήσος είχε αποβή κρησφύγετον πειρατών λαφυραγωγούντων τα φορτία των Ιονίων Νήσων. Και είχε μεν ο Λεονάρδος Τόκκος οχυρώσει τ’ αρχαία τείχη, ων υπερημήνετο πολυάριθμος τουρκική φρουρά. Αλλ’ ο κυβερνήτης του πάπα κατελαβε τα τενάγη τα χωρίζοντα την πόλιν από της απέναντι ηπείρου, και ο Βενετός ναύαρχος εβομβαρδισε το φρούριον μετά τοιαύτης ορμής, ωστε μετά έξ ημέρας οι Τούρκοι ήρχισαν μελετώντες και επιθυμούντες παραδοθώσιν. Εν ω δ’ ηξακολούθουν βουλευόμενοι, εισήλθον οι πολιορκηταί εις την πόλιν, και ούτως έπεσεν η Λευκάς. Και το μεν πρωτον εφάνη, ότι η απόκτησις αυτής ήτο πολύτιμος. Μέγα ποσόν χρημάτων ανηκόντων εις τον Σουλτάνον ευρέθη εν τω ταμείω, πολλοί δ’ αιχμαλωτοι μουσουλμάνοι εξηνδραποδίσθησαν, και στρατηγικώς ήτο «δοκός εν τω οφθαλμώ των Τούρκων», «η κλεις της Κερκύρας, της Κεφαλληνίας και της Ζακύνθου». Αλλ’ όμως η απώλεια αυτής εξώργισε τοσούτον τον Βαγιαζίτ, ώστε ηρνήθη να συνομολογήσει ειρήνην καθ’α διακαώς επόθει η Βενετία, πριν ή αποδοθή εις αυτόν η Λευκάς…»(28)

Στο κείμενό του αυτό ο William Miller, μας δίνει μια λεπτομερέστερη εικόνα των γεγονότων στις αρχές του 16ου αιώνα στο Νησί, αλλά υποστηρίζει την άποψη –σε αντίθεση με τον Antonio Federico Busching- ότι η εγκατάσταση των Σεφαραδιτών στη Λευκάδα έγινε πριν από την κατάλειψή της από τον Pesaro, δηλαδή στα τέλη του 15ου αιώνα, οπότε προφανώς προέρχονταν απ’ ευθείας από την Ισπανία. Σαν πηγή του ο ιστορικός αυτός για το γεγονός του επικοισμού, αναφέρει το σύγγραμμα του Iacopo Grandi, στο οποίο έχουμε αναφερθεί πριν.

Εικόνα 8: Ο Πάπας Αλέξανδρος ο 6ος παρουσιάζει στον Άγιο Πέτρο, στις πύλες του Παραδείσου, τον Jacopo Pesaro, o οποίος με εντολή του, κατέλαβε τη Λευκάδα, ελευθερώνοντας την από τους Οθωμανούς. Έργο του Ιταλού ζωγράφου Tiziano Vecelli, αρχές 16ου αιώνα

Προκειμένου όμως να έχουμε μια πλήρη εικόνα των απόψεων των ερευνητών πάνω στο θέμα του εποικισμού του Νησιού από Σεφαραδίτες Εβραίους, θα αναφερθώ εν συντομία και στις νεώτερες δημοσιεύσεις για το αντικείμενο αυτό. Ήδη, έχω αναφερθεί στις απόψεις του ιστορικού Π. Ροντογιάννη, ο οποίος υποστηρίζει ως υπερβολικές τις αναφορές του Lithgow και του Grandi και ο οποίος θεωρεί ότι η αναφορά του Ευσταθίου Μαρίνου, αποδίδει την εικόνα του πληθυσμού του Νησιού κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Παρόμοιες είναι και οι απόψεις του Ρ. Φρεζή, δηλαδή θεωρεί υπερβολική την άποψη του Lithgow. Πέραν των δύο αυτών προσώπων, με τη σημαντική προσφορά τους στην ιστορία της Λευκάδας και του Εβραϊσμού αντίστοιχα, η πλειοψηφία των απόψεων των συγχρόνων επιστημόνων, μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: Δεν αμφισβητούν ως γεγονός την άφιξη στη Λευκάδα περί το τέλος του 15ουμε αρχές του16ου αιώνα ενός αριθμού Σεφαραδίτων προσφύγων, αλλά θεωρούν υπερβολικές τις απόψεις ότι επηρέασαν την πληθυσμιακή σύσταση του Νησιού, και εν πάσει περιπτώσει, τελικά, τη τριτη δεκαετία του 17ου αιώνα οι παραμείναντες Εβραίοι ήταν ελάχιστοι, όπως περιγράφει ο Ευστάθιος Μαρίνος. Τέλος υποστηρίζεται ότι και αυτοί -οι ελάχιστοι εναπομείναντες Εβραίοι- αποχώρησαν από το Νησί, μαζί με τα Τουρκικά στρατεύματα, όταν -το 1684- η Λευκάδα πέρασε στα χέρια των Ενετών(29).

Ιδιαίτερη μνεία ωστόσο οφείλουμε, στο άρθρο του Α. Seymour ο οποίος δεν απαξιώνει πλήρως την άποψη του Lithgow, καθώς θεωρεί ότι η παρουσία των Εβραιων στο Νησί ουσιαστικά επιβεβαιώνεται από το εντελώς ανεξάρτητο απ’ αυτόν -και λίγο παλαιότερο στο χρόνο- σύγγραμμα του Bottero, ωστόσο την θεωρεί μάλλον υπερβολική, πιστεύοντας ότι ο Lithgow επηρεαζόμενος από τις απόψεις των συνταξιδιωτών του, μετέφερε στο βιβλίο του μια ακραία θέση χωρίς να την διασταυρώσει. Όσον αφορά την έκθεση του Ευσταθίου Μαρίνου, ο Seymour την θεωρεί πιο ρεαλιστική σε σχεση με την άποψη του Lithgow και προτείνει για την διερεύνηση των πραγματικών γεγονότων της εποχής, την μελέτη των Οθωμανικών αρχείων του 17ου αιώνα(30) . Κινούμενος στο ίδιο πνεύμα, ο Ν.Γ. Μοσχονάς αναφέρει:

«Εβραίοι διωγμένοι απο την Ισπανία βρήκαν, επίσης, καταφύγιο στη Λευκάδα, όπου εγκαταστάθηκαν με άδεια του σουλτάνου Βαγιαζήτ Β’. Φαίνεται ότι ο αριθμός των Εβραίων προσφύγων που εγκαταστάθηκαν τότε εκεί ήταν σημαντικός, ώστε να προσδιοριστεί, ώς ένα βαθμό, απο την παρουσία τους ο χαρακτήρας του νησιού. Ας σημειωθεί, ότι ο ‘Αγγλος περιηγητής Γουλιέλμος Lithgow το 1609 αναφέρει με υπερβολή ότι η Λευκάδα κατοικείται μόνο απο Εβραίους»(31)

Εικόνα 9: Ο Σεφαραδίτης Ραβίνος Moses Gomes De Mesquita (1688-1751). Έργο του S.L. Da Silva (Λονδίνο 1752)

Τέλος υπάρχουν και οι μελέτες του F. Braudel και της Ι.Βιγγοπούλου, οι οποίες κάνουν αναφορά στο κείμενο(32) του Bottero και στο κείμενο(33) του Lithgow αντίστοιχα, χωρίς κάποιες περαιτέρω επισημάνσεις. Καμία αναφορά για παρουσία Εβραίων στο Νησί, δεν υπάρχει στο σύγγραμμα του μελετητή της περιόδου της Ενετοκρατίας, Ε. Λουντζή.

Με βάση επομένως τα ως άνω δεδομένα, θεωρώ ότι δεν υπάρχει αμφισβήτηση του γεγονότος ότι το νησί της Λευκάδας, περί το 1500 Μ.Χ., εποικίστηκε από σημαντικό αριθμό Σεφαραδιτών Εβραίων, προερχομένων από την Ισπανία, οι οποίοι κατεφθασαν είτε κατ’ ευθείαν από τη χώρα αυτή, είτε μετά από ολιγοετή διαμονή στην Ν. Ιταλία και στη Σικελία. Ο ακριβής αριθμός των εποίκων αυτών δεν είναι γνωστός, οι περισσότεροι όμως συγγραφείς, μιλάνε για μεγάλο αριθμό ανθρώπων, οι οποίοι αποτέλεσαν την πλειοψηφία του τοπικού πληθυσμού.

Ποιά ήταν η τύχη των εποίκων αυτών; Εδώ υπάρχει ένα κενό. Ωστόσο, ο Giovanni Bottero Benese μετά από μία εκατονταετία, μιλάει για ύπαρξη περίπου 1000 Εβραίων στο Νησί, αριθμός που αντιστοιχεί περίπου με το 9 % του πληθυσμού, σύμφωνα με τα πληθυσμιακά δεδομένα της εποχής όπως τα παραθέτει ο Π. Ροντογιάννης(34) . Έκτοτε όμως, αν εξαιρέσουμε την είδηση του Lithgow, η οποία όμως είναι είδηση από δεύτερο χέρι –δηλαδή ουσιαστικά με την είσοδο του 17ου αιώνα- η Σεφαραδίτικη κοινότητα της Λευκάδας εξαφανίζεται. Καμία αναφορά σε αυτή, και οι όποιες αναφορές υπάρχουν για Εβραίους της Λευκάδας, εννοούν πάντοτε μία μικρή κοινότητα (μέχρι 50 άτομα) της οποίας τα μελη ασχολούνται με το εμπόριο και διαμένουν στη πρωτεύουσα του Νησιού. Θεωρώ, ότι η συνθήκη αυτή, μας οδηγεί σε ένα και μοναδικό σενάριο για την τύχη της κοινότητας, έχοντας ως δεδομένο ότι τότε επικρατούσαν ειρηνικές συνθήκες στη περιοχή: Οι Σεφαραδίτες άποικοι, μεσα σε χρονικό διάστημα 100-120 ετών (περίπου τεσσάρων γενεών) ενσωματώθηκαν σταδιακά στον τοπικό πληθυσμό.

Εκ πρώτης όψεως, αυτό φαίνεται απίθανο, καθώς είναι αναμενόμενο, να υπήρχαν, μεγαλες πολιτισμικές, θρησκευτικές και γλωσσικές διαφορές των Σεφαραδιτών με τους ντόπιους κατοίκους του Νησιού. Ωστόσο παρά την έλλειψη πληροφοριών, είναι δυνατόν -θεωρητικά- να δοθεί κάποια ερμηνεία της ενσωμάτωσης αυτής: Ας εξετάσουμε αρχικά, την κατάσταση στο Νησί την περίοδο του εποικισμού από την Σεφαραδίτικη κοινότητα, κατά την οποία –όπως αναφέρθηκε- οι κάτοικοί του ήταν διαμοιρασμένοι στην οχυρωμένη πρωτεύουσα του Νησιού που βρισκόταν στο Βόρειο άκρο του -την Αγία Μαύρα- και σε μικρό αριθμό ορεινών χωριών διασκορπισμένων σε όλο το υπόλοιπο έδαφος του. Εύκολα γίνεται κατανοητό ότι ήταν απίθανο να υπήρχε τότε δυνατότητα εγκατάστασης μεγάλου αριθμού εποίκων στην πρωτεύουσα του Νησιού, καθώς αυτή ήταν μια περίκλειστη, φρουρούμενη, και πυκνοκατοικημένη περιοχή, όπου διέμεναν οι αρχές, οι στρατιώτες και οι Τούρκοι φεουδάρχες, οι αφεντάδες δηλαδή, της περιοχής. Οι παράλιες περιοχές του Νησιού, επίσης τότε, ήταν αδύνατον να διατεθούν προς εγκατασταση, καθώς ήταν μη κατοικήσιμες, για λόγους υγείας και ασφάλειας.

Προφανώς λοιπόν, η μεγάλη μάζα των Σεφαραδιτών εποίκων διοχετεύτηκε προς την τότε αραιοκατοικημένη(35) ύπαιθρο του Νησιού, αφού προφανώς τους χορηγήθηκαν διάσπαρτοι κλήροι σε ορεινές και δυσπρόσιτες περιοχές, οι οποίες ήταν αναγκαστικά μακρυά από τις οργανωμένες κοινωνικές και τις θρησκευτικές τους δομές. Έτσι θεωρώ, ότι μόνο μικρός αριθμός εξ αυτών, μπόρεσε και εγκαταστάθηκε μέσα στο κάστρο της Αγίας Μαύρας, ασχολούμενος -προφανώς- με το εμπόριο, καθώς -όπως αναφέρθηκε- η πόλη αυτή ήταν ουσιαστικά σημείο διέλευσης και το μοναδικό εμπορικό λιμάνι της περιοχής. Η ομάδα αυτή, κάτω από την Οθωμανική προστασία, μπόρεσε προφανώς, να διατηρήσει την συνοχή της και τις θρησκευτικές πεποιθήσεις της και είναι αυτή στην οποία αναφέρεται η έκθεση του Ευσταθίου Μαρίνου αλλά και νεώτερες ειδήσεις από επισκέπτες της περιοχής που ενεφανίσθηκαν αργότερα. Αντίθετα, η πλειοψηφία των Σεφαραδιτών οι οποίοι οδηγήθηκαν στην ύπαιθρο, ουσιαστικά διασκορπίσθηκαν χωρίς πολλές δυνατότητες επικοινωνίας, σε μια ευρεία και ακαλιέργητη περιοχή όπου για μεγάλη σχετικά ετησια χρονική περίοδο αντιμετώπιζαν ακραίες κλιματικές συνθήκες, οι οποίες τους υποχρέωσαν σε αδιάκοπη πάλη για την επιβίωση, χωρίς χρόνο και υποδομές για να διατηρήσουν την θρησκεία και τον πολιτισμό τους.

Μεσα σ’ αυτές τις συνθήκες, οι Σεφαραδίτες ήρθαν προφανώς σε επαφή με την άλλη μεγάλη ομάδα που εγκαταβιούσε στη περιοχή και η οποία ήταν κυρίως κτηνοτρόφοι από την απέναντι στεριά (Ακαρνανία, Ήπειρο) κάτοχοι κοπαδιών, οι οποίοι την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας, ενοικίαζαν από τους Τούρκους φεουδάρχες της Αγίας Μαύρας, μεγάλες χέρσες εκτάσεις όπου έβοσκαν τα ζώα τους. Η πλειοψηφία των ανθρώπων αυτών είναι οι ονομαζόμενοι Βλάχοι -γνωστοί και ως Αρμάνοι. Πρόκειται για μια ελληνολατινόφωνη πληθυσμιακή ομάδα, τα μέλη της οποίας σήμερα κατοικούν κυρίως στην Ελλάδα, στην Αλβανία και στην Βόρεια Μακεδονία. Η μετάβαση των ανθρώπων αυτών και των κοπαδιών τους, από την απέναντι στεριά, στη Λευκάδα ήταν σχετικά εύκολη, ειδικότερα κατά την Οθωμανική περίοδο, όταν η πόλη της Αγίας Μαύρας ήταν το διοικητικό κέντρο, όχι μόνο του Νησιού, αλλά και μεγάλου τμήματος της απέναντι ακτής(36).

Εν συντομία θα αναφέρω, ότι είναι δεδομένο ότι υπήρχαν Βλάχοι στην περιοχή της Βόνιτσας και του Ξηρομέρου -περιοχές που υπάγονταν διοικητικά στην Αγία Μαύρα, επί Οθωμανών- ήδη από τον 13ο αιώνα(37) , καθώς καταγράφηκε η παρουσία τους, σε συνοδικό έγγραφο του 1222. Η βλάχικη ταυτότητα διατηρήθηκε στη περιοχή δια μέσου των αιώνων και η βλάχικη καταγωγή αναγνωρίζεται και σήμερα σε πολλούς κατοίκους της Ακαρνανίας, παρ’ όλο που έχει εξαφανιστεί πλέον, η διάλεκτός τους από την περιοχή. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί το χωριό Κατούνα της Ακαρνανίας –χωριό που υπαγόταν επίσης διοικητικά στην Αγία Μαύρα και εικάζεται ότι μέρος των κατοίκων του μετακινήθηκε στη Λευκάδα, δημιουργώντας το ομώνυμο χωριό(38) – για το οποίο αναφέρεται ότι «αρκετές οικογένειες του έλκουν την καταγωγή τους από τους Βλάχους»(39).

Ωστόσο φαίνεται ότι αυτό αποτελούσε μάλλον εξαίρεση και η ύπαρξη Βλαχόφωνων οικισμών στο Νησί δεν ήταν κάτι το σύνηθες, γιατί οι Βλάχοι στη Λευκάδα φαίνεται ότι διαβιούσαν στην ύπαιθρο διαμένοντας σε εποχιακές πέτρινες κατασκευές, τους γνωστούς «βόλτους», στους οποίους αποθήκευαν επίσης τα προϊόντα τους. Οι κατασκευές αυτές, που διασώζονται ακόμα στη Λευκαδίτικη ύπαιθρο, χρησιμοποιήθηκαν και από τους καλλιεργητες της γης και θεωρούνται παλαιότατες κατασκευές και πιστευεται ότι τουλάχιστο ορισμένες εξ αυτών προέρχονται από την εποχή της Τουρκοκρατίας(40).

Πέραν των παραπάνω στοιχείων, η ύπαρξη σημαντικού αριθμού αιγοπροβάτων στην Οθωμανική Λευκάδα, επιβεβαιώνεται και στην -αναφερθείσα παραπάνω- «Έκθεση του Ευσταθίου Μαρίνου» του 17ου αιώνα και επιβεβαιώνεται και από τα σχετικά έσοδα από την φορολογία που επέβαλαν οι Οθωμανικές αρχές.(41)

Εικόνα 10: “Βόλτος” : παλαιό πέτρινο κτίσμα χρησιμο ως κατοικία και αποθήκη στη Λευκαδίτικη ύπαιθρο. Πολλοί βοσκοί της περιοχής, έκαναν χρήση τέτοιων κατοικιών καθώς η διαμονή αυτών και των ποιμνίων τους είχε εποχικό χαρακτήρα. Αναφέρεται επίσης χρήση τέτοιων κτισμάτων, ως εκκλησιών, που είχαν προφανώς σκοπό να καλύπτουν τις θρησκευτικές ανάγκες των Βλάχων κατά την περίοδο της εγκατάστασης τους στη περιοχή

Θεωρώ, ότι από την στιγμή που ήρθαν σε στενή επαφή και συγκατοίκηση, στο δύσκολο περιβάλλον της ορεινής Λευκάδας, οι δύο αυτές πληθυσμιακές ομάδες, οι Σεφαραδίτες και οι Βλάχοι, ουσιαστικά άρχισε η διαδικασία συντηξής τους, σε ένα ενιαίο πολιτισμικό σύνολο που θα περιγραφόταν αργότερα, μετά την Ενετική κατάκτηση του Νησιού, ως οι «Χωριάτες» της Λευκάδας –σε αντίθεση με τους «Μπουρανέλλους», τους κατοίκους της πρωτεύουσας, οι οποίοι είχαν εντελώς διαφορετικές πολιτισμικές καταβολές. Το βασικό κοινό τους χαρακτηριστικό ήταν το ομιλούμενο γλωσικό τους ιδίωμα, το οποίο και στις δύο περιπτώσεις ήταν καθαρά προφορικό -δεν υπήρχε γραπτός λόγος. Η διάλεκτος των Βλάχων, ήταν η λεγόμενη «Αρμανική» ή «Αρωμουνική» γλώσσα, η οποία κατά τους σύγχρονους γλωσσολόγους είναι μια αυτόνομη νεολατινική γλώσσα(42). Αντίστοιχα οι Σεφαραδίτες, μιλούσαν την επονομαζόμενη «Λαντίνο» ή «Ισπανοεβραϊκή» γλώσσα η οποία ομοιάζε προς τα μεσαιωνικά Ισπανικά (μια επίσης λατινογενής γλώσσα)(43) που περιείχε και Εβραϊκες εκφράσεις. Οι δύο αυτές γλώσσες, ως προερχόμενες και οι δύο από τη Λατινική, περιείχαν πολλά κοινά στοιχεία που διευκόλυναν την επικοινωνία των δύο πληθυσμών.

Εικόνα 11: Μια σύγκριση των προφορικών γλωσσών των Βλάχων και των Σεφαραδιτών, με την παράθεση 20 τυχαίων λέξεων της καθημερινότητας από τις δύο γλώσσες. Επειδή οι γλώσσες αυτές είναι προφορικές, η μεταφορά τους στον πίνακα με Ελληνικούς χαρακτήρες ίσως δεν είναι απόλυτα ακριβής. Για την γλώσσα των Βλάχων χρησιμοποιήθηκε το «Βασικό Ελληνο-Κουτσοβλαχικό Λεξικό»(44) ενώ για την αντίστοιχη των Σεφαραδιτών «Greek Ladino Dictionary online»(45)

Η γλωσσική συγγένεια και η απομόνωση κάτω από δύσκολες καιρικές συνθήκες, πάνω στα Λευκαδίτικο οροπέδιο, φαίνεται ότι λειτούργησε σταδιακά στο άνοιγμα των δύο αυτών κλειστών πληθυσμιακών ομάδων που συνεργάστηκαν τελικά ως κτηνοτρόφοι οι μεν και ως γεωργοί οι δε, σε ένα κοινό αγώνα τους για επιβίωση στη περιοχή. Θα μπορούσαμε να επισημάνουμε και άλλα κοινά χαρακτηριστικά, όπως η υπερηφάνια τους και πιθανότατα μια απέχθεια προς τη θάλασσα που είχαν οι μεν Βλάχοι ως ορεσίβιος λαός, οι δε Σεφαραδίτες εξ αιτίας της μακροχρόνιας περιπλάνησης τους σ’ αυτήν ως πρόσφυγες. Είναι γνωστό ότι και τα 35 χωριά τις Λευκάδας επί Τουρκοκρατίας ήταν ορεινά και τα πρώτα παραλιακά χωριά στο Νησί, ιδρύθηκαν στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν είχε πρακτικά σχεδόν διπλασιαστεί ο πληθυσμός του, δεχόμενο πρόσφυγες από όλες τις γύρω περιοχές. Είναι βεβαίως γνωστό ότι υπήρχαν θέματα ασφάλειας στις ακτές του Νησιού την περίοδο αυτή, αλλά δεν μπορεί να ήταν αυτό λόγος, η μοναδική αιτία της απομάκρυνσης των χωρικών από τη θάλασσα. Ακόμα και στο δευτερο μισό του 19ου αιώνα, ο Άγγλος περιηγητής David Thomas Ansted, καθηγητή της Γεωλογίας, διαπιστώνει την διαφοροποίηση των Λευκαδίων χωρικών, από τους άλλους Επτανήσιους:

«Αλλά οι Λευκαδίτες, σε αντίθεση με τους Ιθακήσιους και τους Κεφαλονίτες, δεν είναι ναυτικοί. Δεν έχουν εξωτερικό εμπόριο και υπάρχουν μόνο λίγα σκάφη διαφόρων ειδών. Ο πληθυσμός της Λευκάδας είναι όλος στα χωριά της, που βρίσκονται στις πλαγιές των βουνών ή στις υψηλότερες κοιλάδες, οι οποίες απέχουν πολύ από τη θάλασσα. Για αυτούς η θάλασσα αποτελεί πηγή κινδύνου, όχι κέρδους. Φοβούνται τον πειρατή περισσότερο από όσο αγαπούν τα ταξίδια. Όλοι τους, ωστόσο, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από όλους τους άλλους νησιώτες στα Ιόνια, καυχόνται ότι είναι αυτόχθονες και ότι παράμειναν στα βουνά για πολλές γενιές καθώς αυτά θεωρούταν το μόνο ασφαλές σημείο. Ίσως είναι ετσι, αλλά πάντως δεν έχουν διατηρήσει και, πιθανόν, δεν πρόκειται να αποκτήσουν ποτέ ξανά, τις θαλάσσιες προτιμήσεις των προγόνων τους»(46).

Το σοβαρότερο εμπόδιο στην σύντηξη των δύο κοινοτήτων, προφανώς ήταν το θρήσκευμα. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ακριβώς τα γεγονότα, αλλά είναι προφανές ότι η διαίρεση των Σεφαραδιτών σε πολλές μικρές κοινότητες και η δυσκολία της επικοινωνίας τους με το θρησκευτικό τους κέντρο που πιθανότατα θα βρισκόταν στην πόλη της Αγίας Μαύρας, έπαιξε σημαντικό ρόλο. Από την άλλη πλευρά ο επικεφαλής των Ορθοδόξων Χριστιανών του Νησιού, ο επίσκοπος Λευκάδος και Αγίας Μαύρας(47) , επί Τουρκοκρατίας, είχε την έδρα του στην ορεινή Λευκάδα, στη περιοχή των Σφακιωτών, μέχρι το έτος 1697 (Ενετοκρατία)(48) και επομένως πολύ πιο άμεση πρόσβαση στα χωριά. Επι πλέον, οι Βλάχοι, διακρίνονταν για το έντονο θρησκευτικό τους συναίσθημα, τα χωριά τους κοσμούνταν με υπέροχους ναούς και είναι γνωστό, ότι και στους προσωρινούς οικισμούς από «βόλτους» όπου διέμεναν στο Νησί, πολλές φορές, ένας εξ αυτών οριζόταν ως εκκλησία, για να τελούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Φαινεται συνεπώς, ότι με το πέρασμα των γεννεών, σταδιακά ο θρησκευτικός ζήλος των Σεφαραδιτών ατόνισε οπότε εξέλιπαν οριστικά τα εμπόδια στην ομογενοποίηση των κατοίκων της Λευκαδίτικης υπαίθρου.

Μια ομογενοποίηση που δεν έγινε βέβαια από την μία στιγμή στην άλλη. Όμως εδώ χρειαζόμαστε μια εξήγηση, γιατί ο Giovanni Bottero Benese το 1591 αναφέρει ότι υπάρχει στο Νησί, ένας σημαντικός αριθμός Εβραίων (περίπου 9 %) και ο Ευστάθιος Μαρίνος το 1623 αναφέρει ότι όλοι οι κάτοικοι των χωριών της Λευκάδας είναι Έλληνες. Θεωρώ δεδομένο ότι ο Bottero, μέσω των διασυνδέσεων του με την ιεραρχεία του Παπικού κράτους, είναι καλά πληροφορημένος δια της διπλωματικής οδού από τα στοιχεία της απογραφής των Οθωμανών και συνεπώς ο αριθμός που μας δίνει, είναι έγκυρος. Οι πολίτες Εβραϊκού θρησκεύματος, όμως ξεχώριζαν στις απογραφές, όχι γιατί τους ζητούσαν να δηλώσουν το θρήσκευμα, αλλά από το επίθετό τους, που ήταν ουσιαστικά το όνομα του πατέρα τους, με το πρόθεμα «Ben» (Εβρ. υιός). Όμως τον 17ο αιώνα, με απόφαση της Οθωμανικής διοίκησης και κυρίως για φορολογικούς λόγους, όλα τα άτομα μιας οικογένειας έπρεπε να έχουν το ίδιο επίθετο, καθώς το κράτος φορολογούσε τις οικογένειες και όχι τα άτομα και αρνούταν να δεχθεί ως οικογένεια, σύνολο ατόμων διαφορετικών επιθέτων(49) . Έτσι όταν έγινε η έκθεση του Ευσταθίου Μαρίνου, πιθανότατα όλοι οι Εβραίοι της Λευκάδας, είχαν υποχρεωθεί σε αλλαγή των επιθέτων τους, οπότε ήταν αδύνατο να διαπιστωθεί ο αριθμός των Εβραίων από τα δεδομένα της απογραφής. Αναφέρει συνεπώς αριθμό 50 Εβραίων εντός της Αγίας Μαύρας, γιατί προφανώς αυτοί ήταν οι συμμετέχοντες στις θρησκευτικές εκδηλώσεις (συναγωγή κ.λ.π.), ενώ οι τυχόν εναπομείναντες πιστοί στα ορεινά, εμφανιζόνταν πλέον ως Ρωμιοί, αφού είχαν δηλώσει κανονικό όνομα και επώνυμο, προφανώς μη μουσουλμανικό.

Εικόνα 12: Βλάχοι μετακινούμενοι με τα ποίμνιά τους στη περιοχή του Ξηρομέρου τον 20ο αιώνα (Φωτο: Κώστας Μπαλάφας)

Εάν κάποια στιγμή πάντως στό μέλλον, επιβεβαιωθεί από τις ιστορικές πηγές η παραπάνω διαδικασία αφομοίωσης της Σεφαραδίτικης κοινότητας στην ύπαιθρο της Λευκάδας θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψη μας, ότι δεν είναι κάτι το πρωτοφανές, ούτε καν για τον Ελληνικό χώρο. Είχαμε αναφερθεί και πρίν στον Εβραίο Ραββίνο τον Βενιαμίν εκ Τουδέλης, ο οποίος επισκέφθηκε στα πλαίσια των περιηγήσεών του και την Χώρα μας, τον 12ο αιώνα. Ο εν λόγω περιηγητής, διερχόμενος από τη περιοχή της Λαμίας, ήρθε σε επαφή με τους Βλάχους και από τον τρόπο περιγραφής του, αφήνει να εννοηθεί, ότι είτε αυτοί ήταν Εβραϊκής προέλευσης, είτε τελικά, είχαν ιδιαίτερους δεσμούς με τους Ισραϊλίτες:

«Εδώ βρίσκονται τα σύνορα της Βλαχίας, που οι κάτοικοί ονομάζονται Βλάχοι. Είναι αλαφροί και γρήγοροι σαν ζαρκάδια και κατεβαίνουν από τα βουνά στους ελληνικούς κάμπους για ληστεία και αρπαγές. Κανείς δεν ριψοκινδυνεύει πόλεμο μαζί τους, ούτε μπορεί να τους υποτάξει γιατί τα καταφύγιά τους είναι απρόσιτα κ’αυτοί μονάχα γνωρίζουν τους δρόμους. Δεν είναι Χριστιανοί, ούτε Εβραίοι. Τα ονόματά τους είναι εβραϊκά. Μερικοί μάλιστα αποκαλούν τους Εβραίους αδελφούς. Όταν συναντήσουν Ιστραηλίτη, τον ληστεύουν αλλά δεν τον σκοτώνουν, όπως κάνουν με τους Έλληνες»(50)

Από το παραπάνω κείμενο αποδεικνύεται θεωρώ, ότι ιδιαίτερες σχέσεις παρατηρήθηκαν και παλαιότερα μεταξύ Εβραίων και Βλάχων, σχέσεις οι οποίες -όπως εξήγησα, κατά την άποψή μου- οφείλονται στην ομοιότητα των γλωσσών των δύο αυτών κοινοτήτων. Η ίδια αυτή γλωσσική συγγένεια, θεωρώ ότι έπαιξε σημαντικό ρόλο και στην αφομοίωση των Σεφαραδιτών εποίκων που αφήχθηκαν στις αρχές του 16ου αιώνα, στη Λευκάδα.

Εικόνα 13: Ο Βενιαμίν ο εκ Τουδέλης στην έρημο Σαχάρα. Γκραβούρα του 19ου αιώνα.

Η παρούσα μελέτη, δεν θα ήταν πλήρης, αν δεν γινόταν προσπάθεια να ανιχνευθούν, υπολείμματα της Σεφαραδίτικης παρουσίας στο Νησί, στη σύγχρονη Λευκαδίτικη κοινωνία. Έχω αναφερθεί παραπάνω, στον ερευνητή Α. Seymour ο οποίος στην εργασία του με τίτλο «Λευκάδα (Αγία Μαύρα): Μιά ξεχασμένη Εβραϊκή κοινότητα» (1990), αναφέρει: «Ωστόσο, μιά εβραϊκή παρουσία στην Λευκάδα – διάρκειας σχεδόν διακοσίων ετών – έπρεπε ασφαλώς να έχει αφήσει κάποιες πιο ξεκάθαρες ενδείξεις….»(51)

Το πρόβλημα είναι βεβαίως, ότι παρ’ όλο που κάθε άνθρωπος που ζει σ’ ενα τόπο, συμβάλει στη διαμόρφωσή του, δύσκολα θα βρεθούν τα ίχνη εκείνων των φτωχών ταλαιπωρημένων αστέγων που έζησαν στη Λευκάδα πριν από 500 χρόνια, ακολουθούσαν το δόγμα μιας ξεχασμένης πλέον θρησκείας και μιλούσαν μια λατινογενή γλώσσα, σχεδόν όμοια όμως με τους Βενετσιάνους και τους λοιπούς κατακτητές που πέρασαν αργότερα από τη περιοχή. Θέλω να ελπίζω, ότι το θέμα αυτό θα καταστεί μελλοντικά αντικείμενο λεπτομερέστερης μελέτης που θα επιβεβαιώσει ή θα διαψεύσει, τα δικά μας συμπεράσματα. Προς το παρόν αναφέρω δύο ενδείξεις:

Η πρώτη αφορά στην ύπαρξη στο γλωσσικό ιδίωμα της Λευκάδας λέξεων Εβραϊκής προέλευσης. Όπως έχουμε αναφέρει στη γλώσσα των Σεφαραδιτών (Λαντίνο), συναντάμε κάποιες Εβραϊκές λέξεις, μέσα σε ένα ωκεανό Ισπανικών λέξεων. Η ύπαρξη, τέτοιων λέξεων στο Λευκαδίτικο ιδίωμα, είναι μια ένδειξη, της Σεφαραδίτικης παρουσίας στην περιοχή.

Έτσι π.χ. στο Λευκαδίτικο ιδίωμα –κυρίως των κατοίκων της υπαίθρου- συναντάμε τη λέξη «σίσκλος (ο)», η ερμηνεία της οποίας είναι «το δοχείο άντλησης νερού από το πηγάδι», ένα όργανο που αποτελούσε συγχρόνως και μονάδα μέτρησης (όγκου και κατά προέκταση και μάζας) κυρίως των υγρών υλικών, αλλά και πολλών στερεών (π.χ. σιτάρι, βρώμη, αλεύρι, χώμα). Ως μονάδα όγκου αντιστοιχούσε με 5,5 λίτρα και ως μονάδα μάζας 8 κιλά και 30 γραμμάρια(52) . Η λέξη δεν φαίνεται να έχει Ελληνική ή Λατινική προέλευση. Συναντάται όμως μιά αρχαία μονάδα χωρητικότητας (όγκου) και στη αργότερα και μάζας στους αρχαίους λαούς της Μεσοποταμίας και στους Πέρσες με την ονομασία «σέκελ». Στο αρχαίο βασίλειο του Ισραήλ, 1 σέκελ, αντιστοιχούσε με 252 σπυριά σιτάρι. Στην Περσία των Αχαμενιδών (550-350 Π.Χ.), 1 σέκελ αντιστοιχούσε με 8,3 χιλιοστά του λίτρου(53) . Σημειωτέον ότι το Σέκελ (Sheqel) είναι το σύγχρονο νόμισμα στο κράτος του Ισραήλ.

Η δεύτερη ένδειξη αφορά σε ένα τοπωνύμιο της σύγχρονης Λευκάδας, συγκεκριμένα την ονομασία ενός χωριού της ορεινής ΝΔ’ περιοχής του Νησιού. Πρόκειται για το χωριό Μανάση (η) ή Μανάσι (το), που ανήκει σε μια ομάδα οικισμών γνωστών ως «Ηνωμένες Πολιτείες» της Λευκάδας, οι οποίοι εμφανίζουν αυξημένο λαογραφικό και εθνογραφικό ενδιαφέρον, καθώς πρόκειται για μια δυσπρόσιτη και απομονωμένη περιοχή, της οποίας οι κάτοικοι έζησαν επι μακρόν σε συνθήκες απομόνωσης, μακριά από την τεχνολογικά επιτεύγματα(54). Το Μανάσι, είναι ένας παλαιός οικισμός, ο οποίος φαίνεται ότι ιδρύθηκε επί Τουρκοκρατίας(55) και ανήκε σε μια ομάδα πέντε γειτονικών χωριών, με την κοινή ονομασία «Διαμιλιάνι» (Τουρκ.: Izyamilan, Ενετ.: Diamigliani).

Ο π. Γεράσιμος Ζαμπέλης, ο ιστορικός της Εκκλησίας της Λευκάδας, θεωρεί ότι ο οικισμός πήρε το όνομά του από το όνομα του υιού του Ιωσήφ και εγγονού του Ιακώβ, των προπατόρων του Εβραϊκού έθνους και ότι την ονομασία αυτή του οικισμού, την όρισαν οι Σεφαραδίτες άποικοι που εγκαταστάθηκαν στη περιοχή επί Τουρκοκρατίας(56). Πέραν αυτού από την μελέτη των Οθωμανικών αρχείων γνωρίζουμε ότι το έτος 1642 (επί Τουρκοκρατίας) στα χωριά του Νησιού, Εξάνθεια και Διαμιλιάνι, υπήρχαν οικογένειες με το επίθετο «Μανασής» (Τουρκ.: Manasi)(57) . Δεδομένου ότι την περίοδο αυτή, όπως αναφέρθηκε, οι Εβραίοι κάτοικοι υποχρεώθηκαν να επιλέξουν ένα σταθερό οικογενειακό επώνυμο, πιθανόν κάποιοι εξ αυτών επέλεξαν το επίθετο αυτό, το οποίο ήταν το (Εβραϊκό) όνομα κάποιου προγόνου των. Ο οικισμός Μανάσι ή Μανάση δεν αποκλείεται να ιδρύθηκε αρχικά από άτομα με το επίθετο αυτό και ως εκ τούτου δόθηκε αντίστοιχο όνομα στον οικισμό, όπως είναι σύνηθες στη Λευκάδα και γενικότερα, στα Ιόνια Νησιά (πρβλ. Χόρτης/Χορτάτα- Τσουκαλάς/Τσουκαλάδες κ.ά).

Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να τονιστεί ότι η επιλογή του ονόματος του πατριάρχη Μανασή (Εβρ.: Manasseh), δεν μπορεί να είναι τυχαία. Ως γνωστόν, ο Ιωσήφ, ο υιός του Ιακώβ, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, είχε πουληθεί σκλάβος σε εμπόρους από τους αδελφούς του γιατί τον φθονούσαν. Παρ’ όλα αυτά με τη βοήθεια του Θεού, όχι μόνο επέζησε, αλλά έγινε και άρχοντας, βοηθός του Φαραώ της Αιγύπτου. Από το γάμο του απέκτησε δύο παιδιά τον Μανασσή και τον Εφραίμ, εκ των οποίων ο πρώτος (πρωτότοκος) είναι ο γενάρχης των Εβραίων, ενώ ο δεύτερος των λοιπών εθνών(58). Συνεπώς ο Μανασσής, δεν ήταν ένα τυχαίο πρόσωπο, αλλά αντιπροσώπευε ολόκληρο το Εβραϊκό έθνος, σύμφωνα με τις αντιλήψεις των Σεφαραδιτών του 16ου αιώνα, οι οποίοι τότε έδιναν μάχη επιβίωσης στις πετρώδεις πλαγιές της ορεινής Λευκάδας.

Εικόνα 14: Η ευλογία του Ιακώβ, έργο του ζωγράφου Σπυρ. Γαζή (19ος αιώνας) Ι.Ν. Παναγία των Ξένων, Λευκάδα. Ο Ιακώβ, γέρος και τυφλός, ευλογεί τα παιδιά του Ιωσήφ -τον Μανασή δεξιά και τον Εφραίμ αριστερα- λίγο πριν τον θάνατό του.


SUMMARY

Sephardic refugees in medieval Lefkada and their assimilation into the local population
In the period of the late 15th and the beginning of the 16th century, the island of Lefkada, in the Ionian Sea, was under Ottoman rule, when it received a large number of refugees of Sephardim. They had been expelled from Western Mediterranean countries and settled in the island, following a decision of Sultan Bayezid II. The fate of these refugees is unknown, but we do know that in the 17th century, shortly before the island came under Venetian rule, the Jewish community was limited to a small number of people, about 50, who lived exclusively in the capital of the island staying behind the walls of its fortress named “Agia Mavra”.
After studying the historical sources, the author claims that in the 16th century, a lot of the Sephardic migrants moved to the mountainous countryside of the island in small communities, where they engaged in agriculture. They were surviving there in solitary confinement, without any communication with their religious and social traditional structures, which were preserved only in the distant capital, at the northern coast of the island. They gradually came into contact with the community of the “Vlachs”, a group of Latin-speaking cattle breeders who had settled there with their flocks, renting large tracts of land from the Ottomans. The decisive factors in the mixing of these two communities, was the similarity of their languages and their significant cultural features, which differentiated them from the other inhabitants of the Ionian Islands, who were rather cosmopolitan people, working with the sea. The result of this merging process was the creation of a mountain population, who had particular linguistic characteristics, declared themselves Orthodox Christians, were living in isolation and hated the sea. They are the so-called “Villagers” of Lefkada, who were culturally different from the inhabitants of the capital of the island. Their integration into the social fabric of the island began after the development of road transport in the middle of the 20th century, which ended their long isolation.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Βασιλείου Α. (2014): «Τοπωνυμικό της Βλαχόφωνης (Καραγκούνικης ) περιοχής της Ακαρνανίας» (Εκδόσεις «γράμμα») Αθήνα
2. Βιγγοπούλου Ι. (2008): «Μαρτυρίες για Εβραίους σε περιηγητικά κείμενα του 16ου αιώνα» στο βιβλίο «Η Εβραϊκή Παρουσία στον Ελλαδικό Χώρο (4ος – 19ος αιώνας)» (Ε.Ι.Ε./Διεθνή Συμποσια 12) Αθήνα, σελ. 79-96
3. Κολοβός Η. (2013): «Οθωμανικες πηγές για τη νεωτερη ιστορία της Λευκάδας» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης) Ηράκλειο
4. Κοντομίχης Π. (2001): «Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος» (Γρηγόρης) Αθήνα
5. Λάζαρη Σ. (2016): «Η αναφορά- Έκθεση του Ευσταθίου Μαρίνου το 1623» Σεμιναριακή διάλεξη, Φιλοσοφική Σχολή ΕΚΠΑ (ΤΜΗΜΑ ΙΤΑΛΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ) Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου, βλ. εδώ (προσπελάστηκε 20/3/2020)
6. Λουντζής Ε. (1969): «Περί της Πολιτικής Καταστάσεως της Επταννήσου επί Ενετών» (Κάλβος) Αθήνα.
7. Μήτσης Ν. (2009): «Δήμος Ανακτορίου, λησμονημένοι μαχητές του 1821» (Συλλόγοι Θυρρίου και Δρυμού Βονίτσης) Βόνιτσα.
8. Μίλλερ Ου. (1910): «Ιστορία της Φραγκοκρατίας εν Ελλάδι. Μετάφραση Σπυρίδωνα Π. Λάμπρου. Τόμος Β΄» (Ελληνική Εκδοτική Εταιρεία) Εν Αθήναις
9. Μοσχονάς Ν.Γ. (2008): «Η Εβραϊκή διασπορά στο Ιόνιο (12ος -16ος αιώνας» στο βιβλίο «Η Εβραϊκή Παρουσία στον Ελλαδικό Χώρο (4ος – 19ος αιώνας)» (Ε.Ι.Ε./Διεθνή Συμποσια 12) Αθήνα, σελ. 97-121
10. Ντίνας, Κ. (1987): «Tο κουτσοβλαχικό ιδίωμα της Σαμαρίνας (Φωνολογική ανάλυση)» (Διδακτορική Διατριβή) Θεσσαλονίκη
11. Παπαδάτου-Γιαννοπουλου Χ. (2014): «Ναοί της Κατούνας στη Λευκάδα» (αυτοέκδοση) Λευκάδα
12. Παπαδόπουλος Σ. (1966): «Η Κίνηση του Δούκα του Νεβέρ Καρόλου Γονζάγα για την Απελευθέρωση των Βαλκανικών Λαών (1603-1625)» (Ε.Μ.Σ./Ι.Μ.Χ.Α.) Θεσσαλονίκη
13. Ροντογιάννης Π.(1980): «Ιστορία της Νήσου Λευκάδος, Τόμος Α΄», (εκδ. Εταιρία Λευκαδικών Μελετών) Αθήνα
14. Σταυράκη Ε. (2017): «Οι Εβραϊκές κοινότητες στα Ιόνια Νησιά κατά την περόδο της Βενετοκρατίας (13ος-18ος αιώνας) Σχέσεις Συμβίωσης Εντάσεις και Αποκλεισμοί» (Ε.Κ.Π.Α./Διπλωματική Μεταπτυχιακή Εργασία/Υπευθ. Καθηγ. Α. Παπαδία-Λάλα) Αθήνα
15. Φρεζής Ρ. (2007): «Ψηφίδες Ιστορίας του Ελληνικού Εβραϊσμού» (Τυποτεχνική) Βόλος
16. Χιώτης Π.(1863): «Σειρά Ιστορικών Απομνημονευμάτων, τόμος Γ΄» (Εκ της Τυπογραφίας της Κυβερνήσεως) Κέρκυρα
17. Ansted D (1863): «The Ionian Islands in the year 1863» (W & H Allen & Co) London
18. Asher A. (1840): «The Itinerary of Rabbi Benjamin of Tudela, Vol. 1» (A. Asher & Co.) London and Berlin
19. Bosworth C.E. (1983): «William Lithgow of Lanark’s travels in Greece and Turkey, 1609-11» Bulletin of the John Rylands Library 65(2), 8-36
20. Bottero G. (1596): «Relazioni Universali» (Giorgio Angelieri), Venezia
21. Braudel F. (1995): «The Mediterranean & the Mediterranean World in the Age of Philip II, Volume II» (University of California Press) Berkeley-Los Angeles-London
22. Bunis D. (1999): «Αn introduction to the language of the Sephardic Jews of the Ottoman Empire» (The Magnes Press) Jerusalem
23. Busching A. F. (1780): «La Italia, Geografico, Storico, Politica, Tomo Terzo» (Presso Antonio Zatta) in Venezia
24. Friberg J, Al-Rawi F. (2016): «New Mathematical Cuneiform Texts» (Springer) Switzerland
25. Gerber J. (1992): «Jews of Spain: A History of the Sephardic Experience» (The Free Press) New York
26. Geuffroy A., Grandi J. (1686): «Risposta di Iacopo Grandi Medico Professore di Notomia in Venezia, e Accademico della Crusca A una Lettera del Sig. Dottor Alessandro Pini Medico dell’ Illust: & Eccellentiss: Sig. Capitan delle Naui Alessandro Molino Sopra alcune richieste intorno S. Maura, e la Preuesa» (Combi e Lanou) Venezia
27. Grasset de Saint-Sauveur Α. (1800): « Voyages dans les Iles Ci-Devant Venitiennes du Levant/ Tome Seconde» (Tavernier) Paris
28. Haddad Ikonomoupoulos M. (2010): «Genealogy of Yanniote Jews (Jews from Ioannina, Greece)» στο Avotaynu Online/ RESEARCH INTO THE ORIGINS AND MIGRATIONS OF THE JEWISH PEOPLE, https://avotaynuonline.com/2010/04/genealogy-of-yanniote-jews-jews-from-ioannina-greece-by-marcia-haddad-ikonomoupoulos/ (Προσπελάστηκε την 6/4/2020)
29. König, J. (2019): «Οι “Ηνωμένες Πολιτείες” της Λευκάδας : εθνογραφία μιας ελληνικής κοινότητας» (Δημόσια Βιβλιοθήκη Λευκάδας) Λευκάδα
30. Lithgow W. (1906): «The total discourse of the rare adventures & painful peregrinations of long nineteen years travails from Scotland to the most famous kingdoms in Europe, Asia and Africa» (James Mac Lehose & Sons) Glasgow
31. Seymour A. (1990): «Leucas (Santa Maura): a forgotten Jewry» Bulletin of Judeo-Greek Studies, 7, p.21-22
32. Thomson T. (1869): «A Biographical Dictionary of Eminent Scotsmen, New Edition, Vol. II» (Blackie & Son, Paternoster Row) Glasgow & Edinburgh.

Για τις παραπομπές πατήστε ΕΔΩ

Προηγουμενο αρθρο
Aνακοίνωση για πρόσληψη προσωπικού στην ΔΕΠΟΚΑΛ Δήμου Λευκάδας
Επομενο αρθρο
Καταφθάνει μαγιάτικος καύσωνας με 40άρια στην Ελλάδα

6 Σχόλια

  1. Χρήστος
    15 Φεβρουαρίου 2022 at 15:55 — Απάντηση

    Ψάχνοντας στο διαδύκτιο γιά την προέλευση του επωνύμου μου, βρέθηκα σε μία ιστοσελίδα (sephardim.com)όπου υπάρχει αλφαβητικός κατάλογος σεφαραδικών ονομάτων και διαπίστωσα πως αρκετά επώνυμα στην Κεφαλονιά απ’ όπου κατάγομαι, είναι αυτούσια σεφαραδίτικα. Αναφέρω επιλεκτικά μερικά ( Βαρούχας- Βολταίρας- Δελαπόρτας- Σολωμός – Γαλανός – Ταραζής – Μάσσας – Μωησής-Μπελίτσης – Βεντούρας- Ιωσήφ και πολλά άλλα).
    Αυτό από μόνο του είναι νομίζω μία ένδειξη πως έχει υπάρξει ένα είδος ζύμωσης πληθυσμών που χάνεται στο βάθος των αιώνων και πολύ θα ήθελα, αν γνωρίζει κάποιος να με βοηθήσει, να ανατρέξω σε κάποιο αρχείο γιά περαιτέρω έρευνα.,

  2. Νόνη
    20 Μαΐου 2021 at 14:39 — Απάντηση

    Ενα επίσης αναπάντητο ερώτημα είναι γιατί δεν επηρέασαν – αν ήταν μεγάλος ο αριθμός τους κι όχι γύρω στους 50 – τη μουσική της περιοχής, τα τραγούδια. Είναι γνωστό ότι τα Σεφαραδίτικα τραγούδια έχουν μια δυναμική που δύσκολα ξεχνιούνται ή αφομοιώνοντσι σε άλλα ακούσματα.

    Έχουμε κάτι γι αυτό;

    Ευχαριστώ

    • ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΠΕΡΔΙΚΑΡΗΣ
      20 Μαΐου 2021 at 18:42 — Απάντηση

      Ευχαριστώ για την επισήμανση. Προς το παρον δεν έχω κάτι. Δεν εχω ερευνησει αυτή τη πλευρά του θέματος. Σκέφτομαι κάποια στιγμη να το επαναφέρω στο προσκήνιο γιατί υπάρχουν και άλλα αδημοσιευτα στοιχεία. Καταλαβαίνετε οτι μιλάμε για μια περίοδο αρκετά μακρινή πλέον και δεν ειναι εύκολο να βρεθούν τα απαιτούμενα τεκμήρια. Αν υπάρξει ευρυτερο ενδιαφερον για το θεμα, ίσως έχουμε μια ταχυτερη εξελιξη.

  3. Θ. Γ
    22 Μαΐου 2020 at 11:50 — Απάντηση

    Το γεγονός ότι εγκαταστάθηκαν όντως Εβραίοι και στην Λευκάδα μετά την εκδίωξή τους απ’ την Ισπανία προκύπτει από πολλές μαρτυρίες περιηγητών κυρίως. Το ζητούμενο όμως είναι αν όντως ήταν σε τέτοια έκταση, αριθμητικά υπερχίλιοι ή ποσοτικά 9% των κατοίκων του νησιού, όπως σωστά διερωτάσθε στο αξιολογότατο κείμενο.

    Οπότε προκύπτει ένα τεράστιας σημασίας πρακτικό ζήτημα, γιατί δεν υπήρξαν εβραίοι στην Λευκάδα μετέπειτα και επί Ενετοκρατίας και επί Αγγλοκρατίας, αλλά και επιγενέστερα μέχρι των ημερών μας, όπως συμβαίνει αίφνης στα Γιάννενα, στη Θεσσαλονίκη κλπ, έστω τουλάχιστον σε μια περιορισμένη έκταση, πλην ελαχίστων μετρημένων στα δάχτυλα του ενός χεριού οικογενειών, οι οποίες, μάλιστα, έτυχαν προστασίας απ’ τους Λευκαδίτες στον απάνθρωπο διωγμό τους επί Ναζιστικής θηριωδίας.

    Αν λάβουμε μάλιστα υπ’ όψιν ένα καθοριστικό στοιχείο της εβραϊκής εθνολογικής και πολιτισμικής ταυτότητας, σύμφωνα με το οποίο ουδέποτε αφομοιώνονται, όπου γης και αν διασπείρονται, οποιαδήποτε καταστροφή και αν υποστούν… Τρανό παράδειγμα ακόμη απ’ την αρχαιότητα οι εξανδραποδισμοί οι φόνοι, οι βιαιότητες που υπέστησαν στην αιχμαλωσία τους στην Αίγυπτο, ή στην μετοικησία Βαβυλώνος, ή στις αιχμαλωσίες τους απ’ τους όμορους Φιλισταίους…

    Ουδέποτε μεταστράφηκαν ή αφομοιώθηκαν… Για να μην αναφερθούμε στη νεότερη ιστορία τους όπου μόνο σε Πολωνία, αριθμούσαν 250.000 άτομα, ή στην Ρωσία παρόμοιο νούμερο και λοιπά ευρωπαϊκά κράτη και όσα εθνοκαθαριστικά υπέστησαν στο Ολοκαύτωμα και παρά ταύτα όχι μόνο επέζησαν αλλά ανασυντάχθηκαν και δημιούργησαν και κράτος!

    Είναι αυτή η πανάρχαιη εθνολογική γονιδιακή τους ιδιότητα, που ξάφνου και αναγνωρίζονται και ομαδοποιούνται και ομονοούν όπου και αν βρίσκονται και εκτός Ισραήλ… Ενώ για αλλαγή θρησκεύματος και αφομοίωση από ντόπια στοιχεία ούτε καν διανοούνται όσοι αιώνες και αν περάσουν όσα μαρτύρια και αν υποστούν…

    Με δεδομένα αυτά τα παγκοσμίως πανθομολογούμενα ψυχοσωματικά, κοινωνιολογικά και εθνοτικά τους χαρακτηριστικά Θα αφομοιώνονταν με το ντόπιο πληθυσμιακό στοιχείο στην Λευκάδα και μάλιστα σε καιρό ειρήνης γι αυτούς και με το τούρκικο καθεστώς φίλα προσκείμενο προς αυτούς;

    Πιό κοντά προς την αλήθεια είναι, κατά την ταπεινή μου άποψη η αναφορά του Μαρίνου, για την ύπαρξη ολογάριθμης εβραϊκής κοινότητας στο νησί περίπου πενήντα ατόμων, που εγκαταβιούσε αποκλειστικά και μόνο μέσα στο Κάστρο, το οποίο ήταν το υποτυπώδες αστικό κέντρο στο νησί επί τουρκοκρατίας, απελθόντες οι περισσότεροι εξ αυτών μαζί με τους τούρκους φίλα προσκείμενους…

    Επί πλέον φαίνεται πως η ιστορία στο νησί της Λευκάδος αρχίζει να ιθαγενοποιείται προς το ουσιαστικό της περιεχόμενο και να αποκτά την πραγματική εννοιολογική της υπόσταση απ’ το 1684 και εφεξής, μετά την κατάκτηση του νησιού απ’ τον Μοροζίνι και την εκδίωξη των τούρκων, εποχή στην οποία ανήκει και ο Μαρίνος, οπότε έχομε μια περισσότερο κοντινή προς την πραγματικότητα καταγραφή των γεγονότων στο νησί, αφού μέχρι εκείνο το χρονικό σημείο περισσότερο αναφορές περιηγητών υπάρχουν, με όση δόση πλέριας γνώσης του χώρου και αντικειμενικότητας και αν μπορεί να υπάρχει σε αυτούς…

    Το άλλο θέμα με τους Βλαχόφωνους της Ακαρνανίας. Όντως υπάρχει ακόμη και σήμερα η κοινότητά τους, άλλωστε εμείς οι Λευκαδίτες αποκαλούσαμε ΒΛΑΧΟΥΣ συλλήβδην τους Ακαρνάνες και αυτοί μας αποκαλούσαν ΦΡΑΓΚΟΥΣ, και μάλιστα υπάρχουν οργανωμένα σε σύλλογο, διεκδικώντας την γεννετική τους καθαρότητα και την μη απώλεια της ταυτότητάς τους.

    Νομίζω, όμως πως δεν έχουν καμιά σχέση με την Λευκάδα, ούτε νομαδική μετακόμιση, γιατί το γαιοκτητικό σύστημα του νησιού μας διείπε συγκεκριμένο καθεστώς απ’ την εποχή ακόμη των Ορσίνι και των Τόκκων με τα περίφημα ΚΡΑΤΗΜΑΤΑ, καθεστώς που συνεχίστηκε και στην τουρκοκρατία με την θεοκρατική γαιοκτητική αντίληψη, συνεχίστηκε στην Ενετοκρατία με τους Benemeriti και επίσης συνεχίστηκε στην Αγγλοκρατία με τους Προύχοντες της χώρας και τους Εμπορογαιοκτήμονες…
    Διαχρονικά, ως εκ τούτου απ’ τους Ορσίνι μέχρι αρχές του 20ου αιώνα δεν υπήρξε γη για Βλάχικη νομαδική εκμετάλλευση στην Λευκάδα…

    Εκείνο που δεν πρέπει να λησμονούμε είναι πως η Ακαρνανία, αυτούς τους αιώνες βρίθει αλβανών, οι οποίοι είναι χριστιανοί, αφού εξισλαμίσθηκαν επιγενέστερα και βίαια τον 17ο αιώνα…. Το ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΤΟΚΚΩΝ δεν αφήνει καμιά αμφιβολία… Ήταν λείξευροι και κατοικούσαν σε Κατούνες αναφέρει το Χρονικό… Άρα η λέξη Κατούνα είναι αλβανική και όχι Βλάχικη… Μπούας, Σπάτας, Θώπιας, Γκίνης, Μαζαρακαίοι στο κάστρο του Αητού, μερικοί απ’ τους γνωστούς φυλάρχους τους…

    • ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΠΕΡΔΙΚΑΡΗΣ
      23 Μαΐου 2020 at 23:54 — Απάντηση

      Ευχαριστώ για τις εποικοδομητικές παρατηρήσεις σας στο άρθρο μου!
      Προφανώς και έχετε δίκιο ότι εξετάζοντας ένα γεγονός που έλαβε χώρα στη Λευκάδα τον 15ο και τον 16ο αιώνα, όταν οι ιστορικές μας πηγές είναι αποσπασματικές, δεν ειναι εύκολο να πάρουμε μια σαφή απάντηση του τι ακριβώς έγινε.
      Το θέμα επομένως είναι αν χρειαζόμαστε μια απάντηση στο ερώτημα:
      “-Τι απέγιναν οι χιλιάδες Σεφαραδίτες πρόσφυγες που γύρω στο 1500 Μ.Χ. εγκαταστάθηκαν στη Λευκάδα;”
      Εγώ θα ήθελα μια απάντηση. Και δεν απαντώ, “υποστηρίζω την άποψη του…”
      Γιατί το γεγονός της εγκατάστασης των Σεφαραδιτών δεν αμφισβητείται. Ο Ευστάθιος Μαρίνος δεν μας δίνει απάντηση. Μας λέει ότι το 1623 Μ.Χ., υπήρχαν στη Λευκάδα μόνο καμιά 50 αριά Εβραίοι, κατοικούντες εντός του κάστρου. Τι απέγιναν λοιπόν οι υπόλοιποι χίλιοι ή πιθανότατα χιλιάδες Εβραίοι του 1500; Ή μετοίκησαν (πότε και που;) ή ενσωματώθηκαν όσο και αν μοιαζει απίθανο
      Σε όσες περιπτώσεις μου δόθηκε η ευκαιρία να παρουσιάσω την άποψή μου, ότι οι Σεφαραδίτες της Λευκαδίτικης υπαίθρου αφομοιώθηκαν από τον ντόπιο πληθυσμό, το αντεπιχείρημα ήταν ότι κάποια συγκεκριμένα φυλλετικά χαρακτηριστικά των Εβραίων, δεν τους επιτρέπουν την ανάμειξη με άλλες φυλές και εν πάσει περιπτώσει αυτό δεν έγινε ποτέ και πουθενά. Κατά την άποψή μου η λογική αυτή είναι λάθος, γιατί εδώ ο Εβραϊσμός αντιμετωπίζεται ως φυλή ενιαία, ενώ η δική μου προσέγγιση είναι ότι οι άνθρωποι αυτοί ταυτίζονται κυρίως λόγω θρησκείας και όχι λόγω φυλλετικών ιδιοτήτων. Επίσης το γεγονός ότι δεν έγινε πουθενά αλλού δεν είναι απόδειξη, γιατί στη Λευκάδα είχαμε ιδιαίτερες συνθήκες, καθώς οι Σεφαραδίτες οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στο Νησί, υποχρεώθηκαν να συμβιώσουν αποκλειστικά με Χριστιανούς σε μικρούς ορεινούς οικισμούς, χωρίς την προστασία των Οθωμανών που εγκαταβιούσαν στη μακρινή πρωτεουσα, χωρις την στήριξη των ραβίννων και της συναγωγής (προφανώς ήταν κι αυτοί στη πρωτεύουσα) και κάτω από την εποπτεία του Χριστιανικού κλήρου (η έδρα του επισκόπου ήταν στις Σφακιώτες). Πέραν αυτου, όλοι μας γνωρίζουμε περιόδους, κατά τις οποίες μεγάλες ομάδες Εβραίων, εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στράφηκαν μαζικά προς τον Μουσουλμανισμό. Νομίζω ότι αναφέρονται τέτοιες περιπτώσεις και στον Ελληνικό χώρο και στην Τυνησία, ίσως και αλλού. Με το τελευταίο εννοώ, ότι προφανώς και η αλλαγή του θρησκευτικού δόγματος δεν ήταν κάτι το σύνηθες στο μεσαίωνα, αλλά άν οι συνθήκες το επέβαλαν… Πως θα μπορούσε ο Εβραϊσμός να επιβιώσει στην ορεινή Λευκάδα επί 4 γεννιές, καθοδηγούμενος από μια δράκα “σοφών” εγκατεστειμένων στο Κάστρο;
      Πως μπορούμε τώρα να επιβεβαιώσουμε ή να απορίψουμε αυτή τη θεωρία:
      1. Με έρευνα στα Οθωμανικά αρχεία της εποχής. Πιστεύω εκεί θα βρουμε τα πάντα. Πάντως το πιθανό γεγονός της μετακίνησης Εβραϊκού πλυθυσμού από την Λευκάδα στην ενδοχώρα θα έχει καταγραφεί, χωρίς αμφιβολία οπότε η θεωρία θα απορριφτεί. Προς το παρόν κατι τέτοιο δεν ισχύει, αντίθετα στο γνωστό σύγγραμμα του Πανεπιστημίου Κρήτης για τις Οθωμανικές πηγές της νεωτερης ιστορίας της Λευκάδας (βλ. βιβλιογραφία), θα δούμε στις απογραφές των χωριών της ορεινής Λευκάδας των 17ο αιώνα, πολλά Χριστιανικά ονόματα κατοίκων να συνοδεύονται από επώνυμα λατινογενούς προέλευσης (Ισπανικά; Σεφαραδίτικα;) που κανονικά δεν δικαιολογούνται να είναι τόσο πολλά, αφού το Νησί δεν ειχε σχέσεις τότε με τη Δύση και δέχονταν εισροές μόνο από την Ανατολή
      2. Μοιάζει υπερβολικό, αλλά μπορεί αυτό να γίνει έυκολα με έλεγχο του D.N.A. των παλαιών κατοίκων της ορεινής Λευκάδας από τα κοιμητήρια του Νησιού. Η σύγχρονη έρευνα, μπορεί εύκολα και φτηνά, να ελέγξει φυλλετικά χαρακτηριστικά σε ανθρώπινους πληθυσμούς και να απαντήσει αν τελικά οι ταλαίπωροι αυτοί πρόσφυγες του 15ου αιώνα, ενσωματώθηκαν ή όχι στον γηγενή πληθυσμό.
      Πιστεύω, ότι η με τον ένα τρόπο ή με τον άλλο, σύντομα θα έχουμε απάντηση!

  4. dope
    18 Μαΐου 2020 at 17:28 — Απάντηση

    μπραβο ευχαριστω

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.