HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΤελετουργίες της Λαμπρής πριν από κάμποσα χρόνια

Τελετουργίες της Λαμπρής πριν από κάμποσα χρόνια

Τέτοιες ημέρες πριν κάμποσο καιρό! (Μερος Γ’)

Γράφει ο Νίκος Βαγενάς

Ξημερώνονας το Μέα Σάββα (σύντμηση του Μ. Σαββάτου στην τοπική διάλεκτο) η «ν’κοκυρά» εστέκετο στο κατώφλι της εξώπορτας, προκειμένου ν’ ακούσει την καμπάνα της πλησιεστέρας εκκλησίας που να σημαίνει την πρώτη ανάσταση (όπως λέγανε οι παλαιότεροι) και να «ρίξει το κομμάτι» δηλαδή να χτυπήσει κάτω, ένα ευτελές πήλινο αγγείο ή ραγισμένο πιάτο κι ακόμα ένα ήδη ακρωτηριασμένο σκεύος.

15

Ούτε Φιλαρμονική ούτε τίποτα. Το «ρίξιμο του κομματιού» εγένετο με το άκουσμα της καμπάνας και ολόκληρη η γειτονιά αντιβούϊζε από τα «κομμάτια». Σήμερα, το «πρωϊνό ρίξιμο» έχει παραγκωνισθεί και τα τελευταία χρόνια υιοθετήθη το αντίστοιχο της Κέρκυρας, της οποίας το έθιμο θέλει το «σπάσιμο» να γίνεται κατά το μεσημεράκι, πράγμα αντίθετο προς την παράδοση. Εν’τάξει, οι συνεπτανήσιοι Κερκυραίοι έχουν υιοθετήσει αυτήν των ώρα, ίσως και για λόγους τουριστικούς, (για να πούμε την αλήθεια, αυτό είναι) εμείς για ποιο λόγο το υιοθετήσαμε; Κύριοι παραχαράκτες της τοπικής παραδόσεως, λιγότερη ξεφτίλα δεν κάνει κακό!

Όσοι από τους ν’κοκυραίους είχαν μικρά παιδιά, είχαν φροντίσει, όσοι μπορούσαν να σφάξουν οι ίδιοι το ζώο ή με τον περιφερόμενο «σφαγέα», να τελειώσουν την διαδικασία όσο το δυνατόν μπονώρα [buon(a) ora] πριν ξυπνήσουν και δουν το θέαμα και τότε ποιος τα συμμάζευε! (κλάμματα, άρνηση να φάνε κ.ά.). Με το σφάξιμο του ζώου, η ν’κοκυρά εστέκετο μ’ ένα κομμάτι βαμβάκι στο χέρι ώστε αφού το μουσκέψει ο δήμιος στο αίμα, να το πάρει ο ν’κοκύρης και να φιλοτεχνήσει τρεις σταυρούς γύρω από το περίγραμμα της πόρτας. Συγκεκριμένα σχημάτιζε από έναν αιμάτινο σταυρό στα πλάγια τη εξώπορτας και έναν τρίτο στο ανώφλι της.

20

Δεν ξέρω, αλλά αυτή η θρησκευτική συνήθεια, πάντα με ενοχλούσε! Η αμοιβή του σφαγέα ήταν η δορά, δηλαδή το τομάρι του ζώου κι αν ίσως και κανα, χάρτινο τότε, δεκάρικο. Η επιταγή περί θυσίας του ζώου, ειδικά εκείνη την ημέρα, υπεχρέωνε τους σφαγείς να δουλεύουν απνευστί, αρνούμενοι ακόμα και να πιούν το καφεδάκι που φιλότιμα προσέφερε η ν’κοκυρά. Πάντως το αποχαιρετιστήριο κονιακάκι δεν το αρνούντο. Τα συγκεντρωμένα τομάρια, ο κάθε «σφαγεύς» τα προσεκόμιζε στα βυρσοδεψεία της πόλης των οποίων η τιμή προέκυπτε από το βάρος των στην πλάστιγγα.

Τότε η διατήρησι του «σφαχτού» ήτο πρόβλημα αφού δεν υπήρχαν ψυγεία και επί πλέον, όπως ώριζε η τοπική συνήθεια, το ψήσιμο δεν εγένετο την Κυριακή του Πάσχα αλλά την Δευτέρα. Τυχεροί όσοι είχαν στον κήπο τους πηγάδι ή βλύχα(8), επειδή το κρεμούσαν τυλιγμένο σ’ ένα παλιοσέντονο προκειμένου να το συντηρήσει η δροσιά, ενώ οι υπόλοιποι, ως συνήθως, σε κανα αρμάρι ή τυλιγμένο, ομοίως, σ’ ένα πανί σε κάποια σκοτεινή μεριά του σπιτιού. Μάλιστα κάποιοι, πιο προχωρημένης αντιλήψεως, εκάρφωναν στην κοιλιά του σφαχτού… ένα πηρούνι, για να μην το «κάτσει» η μύγα!

 Η φωτογραφία είναι από το οικογενειακό αρχείο της Καίτης Κακαβούλη
Η φωτογραφία είναι από το οικογενειακό αρχείο της Καίτης Κακαβούλη

Αξίζει να σημειωθεί, ότι από το πρωΐ του Μέα Σάββα έως το μεσημέρι, στις γειτονιές (μικρούλα ήταν η Χώρα τότε) περιφέροντο οι οδοκαθαριστές ανά δύο, κρατώντας ο καθένας από ένα λάτινο σίσκλο (λαμαρινένιος κουβάς) και έπαιρναν, ως προσφορά για το έργο τους από τις νοικοκυρές, από ένα-δυο κόκκινα αυγά και κάπου-κάπου λίγα ψιλά και κανα γλύκισμα. Το αυτό, οι οδοκαθαριστές έπρατταν και την παραμονή της Πρωτοχρονιάς όπου το δώρο των νοικοκυρών ήτο ένα-δυο φελλιά Αη-βασιλιάτικης λαδόπιττας.

Αυτήν την ημέρα το παζάρι ασφυκτιούσε από τον πολύ κόσμο που πηγαινο-ήρχετο ανάμεσα από πραμάτειες και τα τρίτροχα καρροτσίνια. Ευτυχώς που δεν υπήρχαν τα Ι.Χ. γιατί αλλοιώς θα έπεφτε… ξύλο!!! Τα κρεοπωλεία της Χώρας, παρά το γεγονός ότι ο περισσότερος κόσμος αγόραζε ζωντανό το Πασχαλινό… γεύμα, εν τούτοις έκαναν δουλειά καθ’ ότι υπήρχαν οικογένειες που πενθούσαν (και ως εκ τούτου δεν εθυσίαζαν), άλλοι συνάνθρωποί μας ήσαν μονήρεις, άλλοι δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα για την αγορά του ζώου και αρκούντο σε κανα-δυο λίτρες κρέας (άγνωστο τότε το κιλό) ή ακόμα-ακόμα μόνον στην αγορά του πατσαλικιού. Επειδή ο Λευκαδίτης το… κυρίως πιάτο το έψηνε την Δευτέρα και για να μην του «πέσει βαρύ στο στομάχι», ύστερα από τόσες ημέρες νηστείας, αγόραζε πάντα λίγο κρέας, επί πλέον, προκειμένου η νοικοκυρά να φτιάξει σούπα την Κυριακή. Έτσι με την μαγειρίτσα, το βράδυ της Αναστάσεως και την Κυριακάτικη σούπα, το στομάχι ήρχετο στα… σέστα του για την επικειμένη μάχη της Δευτέρας(9).

9

Αυτήν την ημέρα είχαν επίσης την τιμητική τους και τα αναστάσιμα κεριά και λαμπάδες. Επωλούντο, κυρίως, στα πεζοδρόμια επάνω στα τραπεζάκια των υπαιθρίων μικροπωλητών και κουρέων. Μάλιστα οι λαμπάδες αιωρούντο από έναν Π σχήματος ξύλινο σκελετό, ο οποίος σε κάποιες των περιπτώσεων, ήταν διπλός κι αυτό επειδή ο ένας εχρησίμευε για το κρέμασμα των αρμαθιασμένων Πασχαλιάτικων κουλουριών. Επίσης οι υπαίθριοι μικροπωλητές, ειδικά για την ώρα της Αναστάσεως επωλούσαν εκείνα τα λάτινα πιστολάκια με τους εκρηκτικούς… φελλούς ή τα μετέπειτα εμφανισθέντα πιστολάκια και πυραυλάκια που έσκαζαν τα σκάγια, εκείνα που είχαν μέγεθος φακής, ξέρετε εσείς οι παλιοί.

Οι μεγαλύτεροι είχαν φροντίσει μια-δυο ημέρες ενωρίτερα να κατασκευάσουν τις χειροποίητες στρακαστρούκες, καμωμένες σε τριγωνικό σχήμα από σκληρό χαρτί σακκιού τσιμέντου ή μπλε ντύματος των τετραδίων. Την μπαρούτη επωλούσε ο γνωστός Κέκος (Σταματέλος) που είχε το μαγαζάκι του απέναντι από την ταβέρνα των Μπελεμαίων πίσω από το Τσερέϊκο σπίτι στο παζάρι. Στην τοπική διάλεκτο απεκαλούντο ως πόμ-πες, παραφθορά της ιταλικής λέξεως, Bombe. Μαίτρ στην κατασκευή των, για τους μεν εφήβους εθεωρείτο ο Τάσος Αναπολιτάνος, κατά κόσμον Μπούγιος, για τους δε σοβαρούς οικογενειάρχες(!) ο μαστρο-Τάσος Κουλτούκης, ο χάβρος του Αγίου Μηνά.

DSCN8287

Φυσικά μέσα σε όλη την Μεγαλο’βδομαδιάτικη ατμόσφαιρα δεν έλλειπαν και οι γνωστές φυσιογνωμίες της πιάτσας που δεν άφηναν άνθρωπο… ασταύρωτο (απείραχτο) όπως λ.χ. ήταν ο Μήτσος Στραγαλινός, ο πασίγνωστος κου(τ)λοχέρης περιπτεριούχος(10), ο λατινιέρης Σπύρος Μπρούμης, ο πρατηριούχος υγρών καυσίμων Άγγελος Φραγκούλης καθώς και ο Μαστρο-Τάσος Κουλτούκης, ο χάβρος.

Η ημέρα του Μέα Σάββα κυλούσε ήρεμα από το μεσημέρι έως την ώρα της Αναστάσεως, όπου και στο κάθε σπίτι εγένοντο οι προετοιμασίες για την ιεροτελεστία της Δευτεριάτικης ευωχίας. Οι μόνοι επαγγλεματίες που δεν ησύχαζαν και διατελούσαν «εν εγηγόρσει» ήσαν οι φουρναραίοι, αφού εκτός από τα ψωμιά και σπιτικά γλυκίσματα, έπρεπε ν’ αρχίσουν το ψήσιμο από ενωρίς την Κυριακή το πρωΐ, όπου και το μοναδικό είδος νταβά (μεγάλο τεψί) ήτο το περιέχον το κουλουριασμένο σφαχτό, δίχως ν’ αποκλείεται βέβαια κάνα γκιουβετσάκι ή κρέας με πατατούλες, για τις κατηγορίες εκείνες των ανθρώπων που αναφέραμε πιο πάνω.

 Η φωτογραφία είναι από το οικογενειακό αρχείο της Καίτης Κακαβούλη
Η φωτογραφία είναι από το οικογενειακό αρχείο της Καίτης Κακαβούλη

Το ψήσιμο του οβελία εύρισκε κάθε γειτονιά στο ποδάρι από τα χαράματα. Ανά τέσσερις οικογένειες, ανάβετο η φωτιά και τα σουβλιά ετοποθετούντο γύρω απ’ αυτήν σχηματίζοντας ένα τετράγωνο. Πού ψησταριές και μοτέρια τότενες! Όλα με το χέρι και το γύρισμα του οβελία το «πλήρωναν», ως συνήθως, οι έφηβοι αφού οι πατεράδες απείχαν του απεχθούς τούτου έργου, προφασιζόμενοι την συντήρηση της φωτιάς και την παρασκευή του κοκορετσιού. Οι μαννάδες στην πρόχειρη, εξωτερική (και ως συνήθως αυθαίρετη) κουζίνα, ετοίμαζαν τις σαλάτες, το πιάτο με ανάκατα τα κομμένα αυγά, το τυρί, λίγο σαλαμάκι και προπαντός το ιερώτερο όλων: το θεϊκό κρασάκι! Σ’ αυτές τις συγκεντρώσεις ευτυχίας, σπανίως έκανε την εμφάνισή του το ούζο, ενώ το προσφάτως θεοποιημένο τσίπουρο, δεν εύρισκε πόρτα για να μπει στην Χώρα! Δεν είχε πέραση, ει μη μόνον στα χωριά.

Η έλλειψη ψυγείου, για την φύλαξη του κρέατος που περίσσευε μετά την κραιπάλη, αντεκαθίστατο από το πασίγνωστο, τότε, «φανάρι» το οποίο κρεμούσαν από το ταβάνι. Το «φανάρι» ήτο ελαφρύ κατασκευασμένο από λάτινο σκελετό, οροφή και πάτο, επενδυμένο στα πλαϊνά με ψιλή σίτα, τόσο ψιλή ώστε να μην χωρά να περάσει ούτε… χνίπα. Ήτο το μόνον μέσον προστασίας των φαγητών κατά της εισβολής της μύγας.

21

Κάπως έτσι κυλούσαν οι, τοτινές, ημέρες του Μεγαλοβδόμαδου και αναλόγως των εκκλησιών που έφεραν ονόματα αγίων, των οποίων η εορτή έκειτο κοντά σο Πάσχα (Άγ. Θωμάς, Ζωοδόχου Πηγής) υπήρχε και η σχετική εορταστική παράταση. Βεβαίως εκτός από τις δυο πιο πάνω εκκλησίες, εδώ στη Χώρα σαν κρίκοι αλυσίδας ακολουθούσαν σε πολύ κοντινό χρονικό διάστημα, η μία μετά την άλλη, οι γιορτές των περιμετρικών εξωκκλησίων [Αγίας Μαύρας – Αγ. Νικολάου στο νησάκι της Βλαχέρνας, του Αγίου Γιάννη των Anzu (ή Άγιος Ιωάννης Αντζούσης](11), της Αγίας Μαρίνας, της Παναγίας της Γύρας ίσως και άλλων που αγνοώ).

Σήμρεα μόνον το εξωκκλήσι του Αγ. Θωμά δεν υφίσταται καθ’ ότι υπέστη, άνευ κοινωνικού αποχρώντος λόγου, τον αιφνίδιον δια κατεδαφίσεως θάνατον. Μάλιστα, παλαιότερα όλα τούτα τα εξωκκλήσια πλην της θρησκευτικής και ψυχικής ωφελείας που παρείχαν, παρείχαν επίσης και αφορμή για θαυμασίους περιπάτους, κάτι που σήμερα η πρόοδος μας στέρησε και μας οδηγεί εκόντες-άκοντες στα ιδιωτικά γυμναστήρια. Ελπίζω, ότι θα βρεθεί κάποιος συμπολίτης ν’ ασχοληθεί και με αυτές τις πανηγύρεις των εξωκκλησίων και επειδή αυτό ως θέμα με ξεπερνά, υπάρχει ο φόβος ότι εάν το επιχειρήσω, ασφαλώς θα μειώσω την βαρύτητά του.

(8) Βλύχα ήταν ως συνήθως το αλίθιαστο πηγάδι αλλά και το λιθιασμένο που όμως δεν έπιναν νερό απ’ αυτό αλλά το χρησιμοποιούσαν στο πλύσιμο ή πότισμα.
(9) Οι εύπορες οικογένειες της Χώρας, το σφαχτό, το επρομηθεύοντο είτε από τον μόνιμο κρεοπώλη των, είτε από τον σέμπρο των περιβολιών των.
(10) Το περίπτερο του Μήτσου, αρχικά ευρίσκετο αριστερά στην είσοδο του παζαριού δίπλα από τη γωνία της εκκλησίας. Αργότερα μετεφέρθη δεξιά του παζαριού, στην γωνία του χάβρικου του Μαστρο-Τάσου Κουλτούκη και λίγο αργότερα μετά την ρυμοτόμηση, για την διάνοιξι της οδού Ηρώων Πολυτεχνείου, στη θέση που παρατηρείται σήμερα, κάτω από άλλη επωνυμία.
(11) Anzu = Ανδηγαυϊκός οίκος, υπό την χωροδεσποτεία του οποίου ανήκε η πολίχνη Saint Maure στη Γαλλία εκ της οποίας προήρχοντο οι Γάλλοι ιππότες που κατέλαβαν το, τότε μικρό, κάστρο της Λευκάδος. Το κάστρο στη συνέχεια απεκαλέσθη ως τη «Αγίας Μαύρας», αργότερα η εντειχισμένη πολίχνη και τέλος ολόκληρο το νησί. Η τοπική παράδοση θέλει την ίδρυση του ναΐσκου από αυτούς.

Προηγουμενο αρθρο
Ο Επιτάφιος στον οικισμό του Αγίου Νικήτα
Επομενο αρθρο
Το «κομμάτι» στην πόλη της Λευκάδας

1 Σχόλιο

  1. Παναγιωτης Σκληρος
    2 Μαΐου 2022 at 09:23 — Απάντηση

    Ο δικός μας, ο Παπαδιαμάντης, ο Νίκος ο Βαγενάς!! Με αξεπέραστη ηρεμία κειμένου, με γλώσσα όπως την ξέρουμε και με ύφος ακόμα πιο οικείο και τολμηρό, μας εξιστορεί τα έθιμα του Πάσχα στην πόλη της Λευκάδας, πριν τον ¨πολιτισμό ¨και τη ¨ανάπτυξη¨,..
    Νασαι πάντα καλά Νίκο, να μας διδάσκεις και να μας θυμίζεις.. Και πιό συχνά τα κείμενά σου. Κατέχεις πολλά!!

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.