HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΤο δικό μου Ξηρόμερο

Το δικό μου Ξηρόμερο

Γράφει ο Σπύρος Ι. Φλογαΐτης

Από την πλευρά της μάνας μου είμαι Ξηρομερίτης. Ο πατέρας μου με αποκαλούσε, με την περιπαικτική αγάπη του, μισόβλαχο.

Οι Λευκαδίτες αποκαλούσαν πράγματι τους απέναντι υποτιμητικά «βλάχους». Το Ξηρόμερο του Ιονίου πελάγους αποτελούσε παρά ταύτα πάντοτε ενιαία πολιτιστική και οικονομική περιφέρεια με το νησί της Λευκάδας. Τα ακαρνανικά παράλια που βλέπουν στη Λευκάδα κατοικούνταν από ανθρώπους με αδρά χαρακτηριστικά και προφορά που, άν και με ιδιωματικά στοιχεία, δεν ήταν βαριά και παραποιητική, αλλά καθαρή και στρωτή. Στη Ζαβέρδα και τον Μύτικα που είναι οι οικογενειακές αναφορές μου, έζησα στην παιδική ηλικία μου τοπικές κοινωνίες μορφωμένων, τουλάχιστον για τα δεδομένα της εποχής, και άξιων ανθρώπων, κάποιοι από τους οποίους μάλιστα μετανάστευσαν στην πόλη της Λευκάδας και ενίσχυσαν τον παραγωγικό και πολιτιστικό ιστό της.

Η Ζαβέρδα, που τώρα είναι γνωστή ως Πάλαιρος, αποτελείτο από μια φλοίδα γης, στα παράλια, που έφθανε μέχρι το αρχοντικό του Ράγγου και λεγόταν Κόλυμπος. Στην κεντρική πλατεία, με τη σκαμνιά του Γιώτη, ήταν το σπίτι του παππού μου Όθωνα Στάχτιαρη, στα σταχτιαραίϊκα, που είχε το μπαλκόνι από το οποίο γίνονταν οι προεκλογικές ομιλίες όλων των πολιτευτών εκτός του Σερεπίσιου, που ο βενιζελικός και εαμίτης παππούς μου, παρόλη την αγάπη που είχε στον ανεψιό του, δεν άφηνε να ανεβεί, γιατί ήταν βασιλόφρων!

Το αρχοντικό του Ράγγου
Το αρχοντικό του Ράγγου

Στην παραλία, υπήρχε το σπίτι του γιατρού Νίδα Κολοκανάκη (Μαμαλούκα, πατέρα του Δικηγόρου), του Διαμαντίδη, του γιατρού Καρπούζη, του Ζαφαράνα, του Τσόγκα (παππού του μακαρίτη γιατρού Σουλαϊδόπουλου), που ήταν πάντα ντυμένος σαν άρχοντας, και άλλα, σπίτια ωραία από πέτρα με καλούς νοικοκυραίους. Εκεί ήταν και το καφενείο του Κωτσο-Μαμέντα, πρώτη παραθαλάσσια στάση του κάθε ταξιδιώτη. Πίσω από αυτά, ήταν το «χωριό», μια άλλη κοινωνία, νοικοκυραίοι της δουλειάς και του μόχθου στις αγροτοκτηνοτροφικές εργασίες, που είχαν βαριά ξηρομερίτικη προφορά. Το χωριό είχε όμως και τους Σερεπίσιους, τους Χασακήδες, του Τσακαλαίους, κ.ά. Ένα ρέμα με ένα γεφύρι χώριζε το «χωριό» από το Σκορδοχώρι, περιοχή φτωχή, με πρόχειρες πλίθινες κατασκευές και ανθρώπους του μόχθου. Αυτός ο αγροτοκτηνοτροφικός πληθυσμός άλλαξε κυριολεκτικά την τύχη και τον προσανατολισμό του, και γνώρισε τα πέρατα του κόσμου, όταν μπαρκάρισαν στα καράβια με τους θείους μου, τον καπτά Χρίστο και τον καπτ’ Αχιλλέα Στάχτιαρη.

Στο καφενείο του Μαμέντα
Στο καφενείο του Μαμέντα

Οι Σταχτιαραίοι είχαν έλθει στη Ζαβέρδα με τον Αναγνώστη Στάχτιαρη, που κατέβηκε από τα χωριά του Βάλτου για να πολεμήσει στην Επανάσταση, διακρίθηκε στο Μεσολόγγι και σε άλλες επιχειρήσεις και με την ειρήνευση εγκαταστάθηκε στα παράλια και δημιούργησε εκεί τη νέα του ζωή, συγγενεύοντας με τους Σερεπίσιους, τους Τάνταρους, κ.ά. Ήταν έμποροι, ο παππούς μου έκανε εμπόριο με την Τεργέστη, και έμεινε στη μνήμη μας για το πρακτικό του πνεύμα που του επέτρεπε να έχει ξεκάθαρη σκέψη για τα πάντα. Όταν ήταν νέος, πήγε στη Λευκάδα και εργάσθηκε στο εμπορικό του εξαδέλφου του Μήτσου Φίλιππα για να μάθει τη δουλειά. Τότε ήταν που βάφτισε και το Νίκο Σβορώνο, τον μετέπειτα σπουδαίο Καθηγητή. Ο Μήτσος Φίλιππας ήταν γιος της θεια Αλεξάνδρας, μιας αρχόντισσας της παλιάς Λευκάδας που θυμάμαι ανεξίτηλα, γιατί ήταν η μάννα της θεια Ζωής, γυναίκας του μπάρμ’ Αντρέα Σταύρου και η μάννα μου με έπαιρνε τις Κυριακές για επίσκεψη στην κατάκοιτη θεία της, πράγμα που δεν ήταν και ό,τι πιο ευχάριστο για το παιδί που ήμουνα.

901

Έχουν μείνει ανέκδοτα από αυτό το πρακτικό πνεύμα του παππού μου, όπως πχ όταν αποφάσισε να φάει επιτέλους και αυτός σταφύλια από το αμπέλι του, που κυριολεκτικά μαδούσαν κάθε χρόνο κάποιοι που τους ήξερε, αλλά δεν μπορούσε και να τους κάνει τίποτα. Εκείνη τη χρονιά τους φώναξε και τους είπε το παράπονό του, ότι δηλαδή δεν μπορούσε ποτέ να απολαύσει το αμπέλι του, γιατί κάποιοι τον έκλεβαν. Και τους προσέλαβε ως φύλακες, πληρώνοντάς τους για να του προστατεύουν την περιουσία. Έτσι έφαγε τα σταφύλια του, γιατί όπως έλεγε συνέχεια, «-Ή τον κόσμο ξέρε παίξε, ή τας ωδύνας αυτού υπόφερε!».

Ή, όταν ο τοπικός παλληκαράς πήγαινε στο μαγαζί του, του ζητούσε ό,τι ήθελε σε εμπόρευμα και επιπλέον ρέστα από χιλιάρικο, το οποίο βεβαίως δεν πλήρωνε. Μια φορά αυτό που ήθελε ήταν ένα τόπι χασέ, το οποίο ο παππούς μου του έδωσε αμέσως, πράγμα που προκάλεσε άλλη μια φορά την οργή της γυναίκας του, που ήθελε πάντα να βρίσκει την άκρη. Όταν, κάποια μέρα τον σκότωσαν τον παλληκαρά άλλοι σαν κι’ αυτόν, η γιαγιά μου από κοινωνική ευπρέπεια πήγε στην προετοιμασία του νεκρού, όπως έκαναν τότε, και όπως διηγείτο μέχρι που πέθανε, τι να δεί; Την γυναίκα του πεθαμένου να σχίζει κομμάτια από το τόπι του χασέ για να πλένει τα αίματα από τις μαχαιριές και να φωνάζει «-Απ’ τα κόπια σ’ Πάνο μ’, απ΄ τα κόπια σ’»!

391
Ο Σπύρος Φλογαΐτηςμε τον πατέρα του το 1957, μπροστά στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα, στην Κεντρική Πλατεία της Λευκάδας.

Ο Όθωνας παντρεύτηκε τη Σπυριδούλα Κανδηλιώτη, από το Μύτικα, που ανήκε σε ένα ισχυρό και εύπορο σόϊ, μαζύ με τους Ζαμπέληδες και τους Σιδερωμένους, κατευθείαν απόγονους του Θοδωράκη Γρίβα και της Μπουμπουλίνας.

Η Σπυριδούλα ήταν δυναμική και ανεπανάληπτη και κανείς δεν θα ξεχάσει στο χωριό πως, όταν παντρεύτηκε και ρωτήθηκε πως της φαίνεται το καινούργιο της σπίτι, απάντησε εις επήκοο όλων «-Σαν το καλύβι του πατέρα μου!», ενώ όταν της ζήτησαν να σύρει τον χορό σημείωσε «-Οι αρκούδες χορεύουνε».

Η οικογένεια ήταν βενιζελική και βγήκε στην Αντίσταση με το ΕΑΜ, οι δυο γονείς και τα οκτώ παιδιά, αγόρια και κορίτσια. Το πλήρωσε πολύ ακριβά:
Η κατοχή βρήκε τον παππού μου με τενεκέδες γεμάτους χαρτονομίσματα που πήγαν χαμένα, αλλά και με την αποθήκη γεμάτη, και μάλιστα με αλάτι, πράγμα που θα τους επέτρεπε να ζήσουν τα δύσκολα χρόνια. Ένα βράδυ, ένοπλη ομάδα της περιοχής μπήκε στη Ζαβέρδα, εισέβαλε στο σταχτιαραίϊκο, συνέλαβε τον Χρίστο και τον Αχιλλέα και τους πήρε για εκτέλεση. Η Σπυριδούλα δεν τα έχασε. Πήγε και τους βρήκε μέσα στη νύχτα, με κατάρες όλων των ειδών για τον αρχηγό τους που είχε μάλιστα βαφτίσει. Αυτός, της έδωσε πίσω τα παιδιά, αλλά, όπως διηγείτο η γιαγιά μου μέχρι που πέθανε, της ζήτησε και πήρε σε αντάλλαγμα ολόκληρη την αποθήκη όπως και την υπόσχεση ότι τα δυο παιδιά θα έφευγαν για την Αθήνα. Έτσι, η οικογένεια φτώχυνε.

Περιμένοντας την Βενζίνα για Λευκάδα
Περιμένοντας την Βενζίνα για Λευκάδα

Η ξηρομερίτικη νοοτροπία σε κάποια θέματα είναι ανεπανάληπτη: Μια άλλη φορά έγινε μπλόκο στη Ζαβέρδα, και τα παιδιά έπρεπε να βρουν τρόπο να φύγουν προτού τους πιάσουν. Ο μακαρίτης ο μπάρμπα Τάκης, από τα νεότερα παιδιά, ντύθηκε γυναίκα, και τα κατάφερε να περάσει απαρατήρητος, όμως, αγαθός όπως ήταν, δεν κρατήθηκε από τον ενθουσιασμό του και μόλις πέρασε το μπλόκο φώναξε «-Γειά σας παιδιά», ξεχνώντας ότι μιλούσε ανδρικά. Δεν ήταν αυτό όμως που ανησύχησε τους άλλους της ξηρομερίτικης παρέας, αλλά το ότι είχε εκτεθεί φορώντας γυναικεία ρούχα! «-Καλά μωρέ Τάκη, και τι θα έκανες άν οι Γερμανοί σού βαζαν χέρι;»

Όταν γλυκοχάραζε η απελευθέρωση, η γιαγιά μου έστειλε την κόρη της Πηνελόπη (Πιπίνα) στη Λευκάδα να ζήσει για έξι μήνες με την θειά της τη Ζωή, γυναίκα του Ανδρέα Σταύρου, στον Άη Γιάννη. Τότε την πρόσεξε ο πατέρας μου, Δικηγόρος και Γενικός Γραμματέας της Πολιτικής Επιτροπής Νομού Λευκάδος, και τη ζήτησε σε γάμο. Αυτή η ευλογημένη γωνιά της γης με το σπίτι του μπάρμ’ Αντρέα, που σου δίνει την ψευδαίσθηση του καραβιού της αέναης πορείας στα κύματα, ήταν πάντα για τη μάννα μου η παραδεισένια περίοδος της ζωής της.
Είχαν αρραβωνιασθεί, όταν ο πατέρας μου ανέλαβε να εκφωνήσει στην κεντρική πλατεία τον Λόγο της απελευθέρωσης, αφού αυτός είχε κάνει και τον Λόγο της 25ης Μαρτίου 1941, λίγες μέρες πριν τα εχθρικά στρατεύματα καταλάβουν τη χώρα. Η μάννα μου και η γιαγιά μου είχαν ανεβεί σε ένα άλλο μπαλκόνι και παρακολουθούσαν και ζούσαν μια μοναδική στιγμή εθνικής ανάτασης, αφού άλλωστε ήσαν και οι ίδιες κομμάτι αυτού του όμορφου παραμυθιού, με την πλατεία κατάμεστη και σειόμενη από τον παλμό.

Ο Άγιος Δημήτριος
Ο Άγιος Δημήτριος

Κάποια στιγμή, σε μια αποστροφή του λόγου, ο πατέρας μου καταδίκασε τους συνεργασθέντες με τον εχθρό. Έγινε στην πλατεία πανζουρλισμός. Η πλατεία φώναζε «-Ξέρουμε ποιούς εννοείς, πες τα λεβέντη μου». Και κατέληγε, διηγούμενος με λευκαδίτικο αυτοσαρκασμό την ιστορία ο πατέρας μου, «-Η γιαγιά σας η Σπυριδούλα με καμάρωνε, γιατί δεν ήξερε ότι είχε ψωνίσει από σβέρκο!».

Η μάννα μου είχε τα σόγια και τις φίλες της στη Λευκάδα, αφού πολλές ξηρομερίτισες είχαν παντρευτεί Λευκαδίτες, όπως την οικογένεια του Οδυσσέα Βρεττού, πατέρα του αξέχαστου ξαδέλφου μου Βούλη, με την θειά Κωσταντούλα και τον αδελφό της μπάρμπ’ Αντώνη Τσακάλη, την οικογένεια Ματαφιά, το γιατρό Παναγή Ζερβό, τον εξάδελφό της γιατρό Ξενοφώντα Γρηγόρη, που καταγόταν κι’ αυτός από το Γριβαίϊκο όπως άλλωστε και οι Ασδραχάδες και η οικογένεια του Τάκη Καλού και της θεια Σοφίας, κλπ. Είχε όμως τη σοφία να μην ενοχλεί τη νέα της οικογένεια με τις δικές της αναφορές, αλλά να προσαρμόζεται στα λευκαδίτικα που τότε απαιτούσαν να εντάσσεται η σύζυγος στην οικογένεια του ανδρός.

906
Εκείνη την κοινωνία την αναπολώ με μια γλυκιά ανάμνηση, χωρίς όμως να ξεχνώ και τις δυσκολίες της. Έπρεπε να πηγαίνω τα καλοκαίρια στη Ζαβέρδα, όπου έμαθα πως φτιάχνεται ο τραχανάς, όπως και την κτηνοτροφία, όπου, όπως έλεγε ο πατέρας μου, οι άνθρωποι έτρωγαν κρέας με κρέας, όμως, άν και είχε δική της ηλεκτρική εταιρία στα χρόνια πριν από μένα, δεν είχε πλέον ηλεκτρικό και φοβόμουνα το βραδινό σκοτάδι. Όπως έπρεπε να πηγαίνω και στο Μύτικα, όπου ζούσε ο αδελφός της γιαγιάς μου, ο μπάρμπα Χρίστος Κανδηλιώτης, ένας πραγματικός άρχοντας, που ντυνόταν και συμπεριφερόταν σαν να ζούσε στο Λονδίνο, ο οποίος όμως, μη έχοντας οικογένεια ο ίδιος, ήταν αυστηρός και απαιτούσε τάξη και πειθαρχία από μας τα ανίψια του.

Σ΄αυτή την κοινωνία που δεν υπάρχει πλέον και η οποία συμβόλισε την δυναμική σχέση των δυο πλευρών του Ιονίου που ένωναν οι βενζίνες της συγκοινωνίας, και που τίμησε και ενδυνάμωσε την λευκαδίτικη κοινωνία με μερικά από τα καλλίτερα στοιχεία της, ας αποδώσει η κοινωνική μνήμη την αξία που δικαιούται.

Αθήνα, 4 Μαΐου 2016
Σπύρος Ι. Φλογαΐτης

Σημείωση: Οι φωτογραφίες πλην αυτής που εικονίζεται ο συγγραφέας είναι από το: www.aitoloakarnanianet.gr

Προηγουμενο αρθρο
Τελικές απαντήσεις για το Πόρτο Κατσίκι
Επομενο αρθρο
Πρόσκληση στην απονομή βραβείων «Χριστόφορος Βρεττός»

2 Σχόλια

  1. Μήτσιος Ι. Μήτσιος
    22 Μαΐου 2020 at 12:58

    Αυτή είναι η αξία των ανθρώπων, του πολιτισμού και της αρχής της καλής γειτνίασης. Η αρμονική συμβίωση των γειτόνων σε όλη της την φάση και την ιστορία. Η αμφίδρομη στήριξη αλλήλων από απέκια και από απέκια προς τα εδώ μεριά ! Δεν θα ξεχάσω τους Λευκαδίτες ψαράδες με τα ντάτσουν (L200!!) να αναμένουν τα γριγριά να πάρουν 2-3 τελάρα να τα πάνε να τα πουλήσουν έχοντας διαδρομή Βόνιτσα – Μοναστηράκι – Ζαβέρδα – Καντήλα – Μύτικα και πίσω το απόεμα. Αυτή είναι η ιστορία και για να προσθέσω λίγο ίντριγκα, ήταν και η μελανή εποχή με το νερό που μας χώρισαν έτσι λίγο !!! Αλλά μας έσωσε ο Άη Γιώργης τελικά !!! Ο αλληλοσεβασμός και τα όρια των κατοίκων υπήρχαν, εκτός ορισμένων θερμοκέφαλων που ευτυχώς ήταν λίγοι. Εξαίρετη αναδημοσίευση λόγω ….. των ημερών για να μην ξεχνιόμαστε !!!

  2. ΑΓΓΕΛΙΚΗ
    12 Αυγούστου 2016 at 18:08

    Πολύ μου αρέσει….έχω μνήμες απο το μυτικιώτικο σόι. Πράγματι ο μπάρμπα Χρήστος Κανδηλιώτης ήταν άρχοντας με όλη τη σημασία της λέξης,τον θυμάμαι πολύ καλά. Είχα ακουστά απο τη μητέρα μου πως η Πιπίνα με την αδελφή της πήγαιναν στο Μύτικα στο θείο τους και έκαναν παρέα με τη μητέρα μου όντας νεαρά κορίτσια.