HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΤο «Θάμα»

Το «Θάμα»

Στα χρόνια παλιότερα, όπως δα και τώρα, όλη τη Μεγάλη Βδομάδα οι χωριανοί μας ήτανε στη Χώρα, μα το Μεγάλο Σαββατο δεν έλειπε κανένας. Άλλος για να πουλήσει τα αρνιά ή τα κατσίκια του, άλλος για τα λαμπριάτικα ψώνια, άλλος για να δει να «πέφτει το κομμάτι», άλλος ν’ ακούσει τη Μουσική που με τη «Μάρτσια τριομφάλιο» χαιρετούσε την πρώτη Ανάσταση, κι όλοι για ν’ αγοράσουνε το «λαμπριάτικο καπέλο».

Ανάμεσά τους και μερικοί επαγγελματίες της περίστασης: σφάχτες αρνιών σαν να πούμε -πού να προφάσουν οι χασάπηδες της Χώρας-, γυρολόγοι με κρασί και άλλοι.

Οι πολλοί αρχίζανε να γυρίζουνε με τα ζώα τους ή τα κάρα ή πεζοί απ’ όταν έπεφτε το κομμάτι και διάβαινε θριαμβευτικά η Μουσική στο Παζάρι. Ο δρόμος ήτανε πλημμυρισμένος ως βαθιά τη νύχτα, απ’ τη Χώρα ως τα χωριά μας.

Οι επαγγελματίες όμως, ώσπου να τελειώσουν με τις δουλειές τους, αργούσανε πολύ κι έτσι μένανε ν’ «ακούσουν την Ανάσταση» στη Χώρα, που ήτανε, μαθές, και τόσο πιο εντυπωσιακή απ’ το χωριό. Κι ύστερα, μετά τα μεσάνυχτα, σμίγανε και μ’ άλλους αργοπορεμένους και ανεβαίνανε μπουλούκια-μπουλούκια στο χωριό. ψέλνοντας το «Χριστός Ανέστη» και κεφάτοι, καθώς ήτανε, ρίχνανε και κα’να σμπάρο.

Μ’ ένα τέτοιο μπουλούκι τη νύχτα της Ανάστασης. κάποια χρονιά, ανέβαινε στο χωριό κι ο μπάρμπα-Θωμούλιας, γνωστός απ’ την ταβέρνα, που χρόνια είχε στη Χώρα και που πάντα ήτανε μεθυσμένος.

Σαν φτάσανε στην Ψηλή στράτα, σκοτάδι ήτανε, μεθυσμένος, ήτανε, κάπως παραπάτησε και πάρ’ τον από κάτω. ‘Επεσε από ύφος 3-4 μέτρων μέσα στο χωράφι του Χρήστου της Βαρβάρας. Τρόμαξε η παρέα του και τρέξανε να κατεβούνε να τον σηκώσουν πεθαμένο, όπως λογαριάζανε, μα τον βρήκανε ζωντανό.

– Θάμα, παιδιά μου! Θάμα! Δεν έπαθα τίποτε, τους απολογήθηκε ο μπάρμπα-Θωμούλιας, και συνεχίσανε ψέλνοντας πιο δυνατά τώρα το «Χριστός Ανέστη» στο δρόμο του γυρισμού τους στο χωριό.

Την άλλη τη χρονιά, μ’ ένα άλλο μπουλούκι ανέβαινε τη βραδιά της Ανάστασης στο χωριό. Σαν φτάσανε στην Ψηλή στράτα, τους λέει:

– Ελάτε, παιδιά. να δείτε ένα θάμα! Ελάτε να δείτε από πού έπεσα πέρυσι, σαν απόψε, και δεν έπαθα τίποτε… και προχώρησε στην άκρη του δρόμου να τους δείξει το μέρος αλλά μεθυσμένος, καθώς ήτανε, ξαναπαραπάτησε και πάρ’ τον από κάτω.

– Πάει ο Θωμούλιας… κατατρόμαξε η παρέα του. Πάει, σκοτώθηκε!

Αλλά όσο κι ακούσανε από κάτω τη φωνή του μπάρμπα-Θωμούλια:

– Εδώ ακριβώς έπεσα πέρυσι!

Και σε λίγο ξανακούστηκε να λέει:

– Θάμα, θάμα!… Βρήκα το σουγιά με την αλυσίδα που μου είχε πέσει πέρυσι! Σωστό θάμα!

Κι έχουν να λένε σι γλώσσες σι κακές, πως τάχατές μου, πάντα τη νύχτα της Ανάστασης, σαν ανέβαινε στο χωριό ο μπάρμπα-Θωμούλιας, γκρεμιζόντανε στην Ψηλή στράτα, στην προσπάθειά του να τους δείξει πού έπεφτε τις άλλες χρονιές.

Απόσπασμα από το ομώνυμο κείμενο του Φίλιππου Π. Λαζάρη. Περιλαμβάνεται στο βιβλίο: «Μια φορά κι έναν καιρό». Εκδόσεις Δήμος Σφακιωτών, 2010.

Προηγουμενο αρθρο
Ε.Λ.Μ.Ε. Λευκάδας: Για τους σεισμούς και την αντισεισμική θωράκιση στη Λευκάδα
Επομενο αρθρο
Πρωτομαγιά στους Σκάρους διοργανώνει ο Σύλλογος Επαγγελματιών Νικιάνας

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.