HomeΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΈρωτα με λένε

Έρωτα με λένε

Είναι φορές που το μυαλό αυθαίρετα, χωρίς άδεια, χωρίς εισιτήριο ξεστρατίζει στα περασμένα, λαθραία. Είναι φορές που τα σεντούκια της ψυχής ανοίγουν και ξεπετάγονται αναμνήσεις, να λιαστούν, να τανυστούν, να πάρουν ανάσα….

Του Αγίου Βαλεντίνου αύριο. Και τι ξεπήδησαν μπροστά στα μάτια μου; Κοριτσίστικες παρέες, ανέμελες, ντυμένες στα μπλέ, με τα λευκώματα στα χέρια, εκείνα που γράφαμε στην εφηβική μας ηλικία, τότε που όλα φάνταζαν εύκολα και η ζωή μπροστά μας, μια λιακάδα, ένα μεγάλο ζαχαρωτό, μοίραζε υποσχέσεις….
Ναι…. Εκείνο το τετράδιο με τα λευκά τα φύλλα και με το άρωμα μιας άλλης εποχής… «Τι είναι αγάπη;», «Τι είναι φιλία;», «Αν δε ήσουν αυτό που είσαι τι θα ήθελες να ήσουν;» , «Πως είναι ο άντρας των ονείρων σου», «Τι είναι ο έρωτας;» Γεμάτο ζωγραφιές, αυτοκόλλητα, ποιήματα, καρδούλες, γράμματα ίσια, πλαγιαστά, υστερόγραφα, βελάκια…

Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε. Άλλαξε η ζωή, αλλάξαμε κι εμείς… Φύσηξε αγέρας και πήρε τη χρυσόσκονη. Πάει και το λεύκωμα. Μας έμεινε το χαμόγελο, γλυκόπικρο… Και μια νοσταλγία της νιότης…
Κι ο έρωτας; «Εκείνος, όλο κάπου μακριά σπουδάζει αταξία, έρχεται πότε πότε, σφάζεις το μόσχο το σιτευτό, τρώει μια μπουκιά στο πόδι και πάει για μεταπτυχιακά στο φεύγειν» όπως μας λέει η Κική Δημουλά.
Ο έρωτας σαν κακομαθημένο παιδί που μας πετάει με αναίδεια μπροστά στα μούτρα μας: Έρωτας είμαι. Ό,τι μου γουστάρει κάνω.

719

Το διήγημα που ακολουθεί είναι του Κερκυραίου συγγραφέα Χρήστου Ι. Δούλη

Έρωτα με λένε

Ούτε από μακριά δεν τον είδα, ούτε από δίπλα μου πέρασε, μα ούτε και από το απέναντι πεζοδρόμιο.
Δεν τον είδα ούτε στη στάση, ούτε μέσα στο λεωφορείο.
Ούτε στο σουπερ μάρκετ που πήγα να πάρω δύο τρία πράγματα, ούτε στα τυριά, ούτε στα φρούτα, ούτε στο ταμείο.
Ούτε στο ασανσέρ του σπιτιού μου, ούτε στο φαρμακείο που είναι δίπλα στην είσοδο.
Για τον ΒΑΛΕΝΤΙΝΟ λέω που τα τελευταία χρόνια ούτε μια ματιά, ούτε ένα νεύμα δεν μου έχει ρίξει, έστω και από μακριά. Πριν μερικά χρόνια, τη ημέρα της γιορτής του που του έκανα παράπονα μου είπε πως τότε παλιά, στα χρόνια της νεότητάς μου ερχόταν συνέχεια, αλλά εγώ ούτε ένα ευχαριστώ δεν του είχα πει.
Μου θύμισε πως ερχόταν από Σουηδία, Φινλανδία στις παραλίες και στα κλαμπ τα καλοκαίρια στη Ρόδο. Αργότερα στην Αθήνα πάλι ερχόταν. Τον έλεγαν Ντίνα, Αριάδνη, Βάσω, Σοφία και άλλα πολλά ονόματα που δεν τολμώ να πω. Ερχόταν απρόσκλητος και ακάλεστος. Εγώ δεν ήξερα πως ήταν ο Βαλεντίνος Όταν έμενα μόνος ανακάλυπτα πως τόσο καιρό κοιμόμουν με τον Βαλεντίνο. Έσταζε κανένα δάκρυ, αλλά όχι για πολύ. Μια, δύο μέρες μέχρι να κρυώσει η άλλη πλευρά του κρεβατιού. Τελευταία τον Βαλεντίνο τον λέγανε Αναστασία τώρα μένει μακριά, μου έχει γυρίσει την πλάτη.

« Όταν ερχόμουν όλο κάτι σου έφταιγε, όλο κάτι άλλο περίμενες», μου είπε ένα βράδυ που έκανα την αυτοκριτική μου.

Το να γνωρίσεις έναν άνθρωπο είναι εύκολο, να τον κρατήσεις όμως είναι επιστήμη, είχε πει παλιά μια διάσημη ερωμένη.

Δεν ξέρω του είπα, μπορεί να μην είχα τη δύναμη να κρατήσω την αγάπη.

Όταν μεγάλωσα έμαθα πως η αγάπη θέλει προσπάθεια, υπομονή, επιμονή. Καμιά φορά να κάνεις πως δεν ακούς. Να θυμάσαι πως οι πικρές κουβέντες είναι μόνο φωνήεντα και σύμφωνα σε συνδυασμό, που πρέπει να πηγαίνουν ψηλά στον αέρα. Να κρατάς μόνο τις καλές μέρες, τα καλά λόγια. Σαν τη ζωή και η αγάπη. Δεν βαδίζει πάντα σε ίσιο δρόμο το καλοκαίρι. Έχει λάσπες, στροφές, ανηφοριές. Το να φύγεις από την αγάπη στα δύσκολα είναι εύκολο, όμως μετά έρχεται κατηφόρα. Και η κατηφόρα φέρνει μοναξιά, σε πάει στον πάτο. Η νέα αγάπη δεν έρχεται ποτέ αμέσως ύστερα από έναν χωρισμό. Πρέπει να φύγει πρώτα ο θυμός, να έρθει η πίκρα, να καταλαγιάσει, να απαλύνει να γίνει ανάμνηση και ο χρόνος μόνος του θα φέρει την καινούργια. Που δεν θα είναι ποτέ ίδια. Απλά θα είναι άλλη. Και είναι λάθος να την συγκρίνουμε με την προηγούμενη. Η μεγάλη αγάπη δεν ξέρουμε ποια είναι. Το μαθαίνουμε προς στο τέλος, στον απολογισμό. Όσοι κάνουμε.

720

«Σε είχα ιδεί μια φορά στο ταμείο κάποιου Σουπερ μάρκετ, είπα στον Βαλεντίνο εκείνο το βράδυ. Κοίταζα καλά, καλά άλλα εκείνη την ώρα ο έρωτας μετρούσε όβολα. Τι έρωτας ήσουνα;» του είπα. Έρωτας και χρήμα δεν πάει. « Ήμουνα βιαστικός μου απάντησε. Είχα πάρει από πίσω μια ξανθιά ζουμερή σαραντάρα ξανθιά όλο νάζι και καμπύλες. Ένας κοντός, άσχημος με γαμψή μύτη και γυρισμένα μπατζάκια, με ένα άκοπο νύχι στο τελευταίο δάχτυλο του δεξιού του χεριού, αλλά με μάτι αετού, έμεινε κόκκαλο όταν την είδε. Kοίταξε ανάμεσα στα πόδια του στο πάτωμα. Δεν ήξερε αν ήταν το αίμα του που είχε αδειάσει από έρωτα η το κρασί από το σπασμένο μπουκάλι που του έφυγε από τα χέρια. Την ακολούθησε. Είχα δουλειά, με αυτούς πήγαινα μου είπε ο έρωτας. Μόνος ήσουνα στο ταμείο. Μόνος σου ερωτεύτηκες. Φταίω εγώ»;

«Είχα έλθει πολλές φορές», μου είπε πάλι. «Ήμουνα κάτω απ τη μύτη του ηλεκτρικού σίδερου την ώρα που έκανε τσάκιση στο παντελόνι σου. Εκείνο το άσπρο, της στολής σου στα είκοσι επτά σου, την πρώτη φορά που στο σιδέρωνε εκείνη η μελαχρινή που δεν έλεγε πολλά, πολλά, παρά μόνο σε κοίταζε και εσύ νευρίαζες. Δεν κατάλαβες πως ήμουνα μαζί σας στη γκαρσονιέρα που είχες νοικιάσει. Ήμουνα πάλι ανάμεσα στις βελόνες που κρατούσε εκείνη η μελαχρινή με το κορακίσιο μαλλί την ώρα που σου έπλεκε το κόκκινο πουλόβερ που το έχεις ακόμα. Θυμάσαι; Ήμουνα στο υπόγειο δυαράκι στην Κυψέλη στο σπίτι της Σοφίας που άμα ήθελες να ιδείς ουρανό έπρεπε να βγεις στον ακάλυπτο, να γυρίσεις το κεφάλι προς τα πίσω να κοιτάξεις ψηλά, γιατί τριγύρω είχε μόνο γκρίζα ντουβάρια. Μια λουρίδα ήλιος έμπαινε μόνο στην κρεβατοκάμαρα σας δίπλα στον ακάλυπτο και μόνο τον μήνα Ιούνιο από τις δώδεκα μέχρι τις δωδεκάμισι».

Και συνεχίζει ο Βαλεντίνος.

«Ήμουνα στα υπεραστικά λεωφορεία. Τότε που πήγαινες με το ΚΤΕΛ στη Σαλονίκη. Αλλά εκεί με είχαν πιάσει τα διαόλια μου. Ήθελα να σε τυραννήσω και το έκαμα. Σε πήγαινα και σε έφερνα για χρόνια. Βασανιστήκατε και οι δύο σας. Σε καίει ακόμα λίγο όταν το θυμάσαι, το ξέρω. Αλλά έτσι είμαι. Τυραννάω πολλές φορές, μη σου πω τις περισσότερες»

«Θα ξανάρθεις»; Τον ρώτησα.

«Δεν ξέρω μου λέει. Πρέπει πρώτα να πάω στα δεκαεξάχρονα, από εκεί αρχίζω. Στη ηλικία σου μπορεί. Για πλάκα ίσως. Δεν έχεις ακούσει τίποτα για γεροντοέρωτες; Γελάει ο κόσμος, γελάω και εγώ.

Έρωτα με λένε, ότι γουστάρω κάνω. Έχω γίνει αιτία για πολέμους, έχω κλείσει σπίτια, έχω διώξει ανθρώπους απ” τον τόπο τους, έχω παραμερίσει δισταγμούς και φόβους, έχω πατήσει σκανδάλη, έχω στείλει ανθρώπους στο χώμα, σε ψυχιατρεία, έχω βάψει μαύρα ρούχα που τα φορέσανε μανάδες. Οι Θεοί μπορεί να έχουν αλλάξει ονόματα στο διάβα του χρόνου, εγώ όμως υπάρχω πριν τους ανακαλύψουν οι άνθρωποι. Φέρνω τα πάνω κάτω, ανταριάζω, γκρεμίζω, ξαναχτίζω, στέλνω φυλακή, αθωώνω. Είμαι μάγκας, θρασύς, τσαμπουκάς, τζογαδόρος, ανοίγω τα χέρια μου και νοιώθω αετός όταν τα πόδια μου πατάνε σταθερά χωρίς φιοριτούρες και υπερβολές στις νότες του ζεμπέκικου. Πάω στα πανηγύρια, χορεύω και κοιτάω κατ” ευθείαν στα μάτια όποια μου κάνει κέφι και ούτε που με νοιάζει αν είναι παντρεμένη, μάνα, χήρα, γυναίκα προέδρου ή παπαδιά. Καμιά φορά κολάζω παπάδες. Ακόμα και δεσποτάδες.

Έρωτας είμαι. Ότι μου γουστάρει κάνω.

Επιμέλεια: Ελένη Μ. Ματαράγκα

Προηγουμενο αρθρο
Έρωτας σαν «πορεία σε πάλλευκο χιόνι»
Επομενο αρθρο
Το μοναστήρι της Κόκκινης Εκκλησιάς

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.