HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΑν μιλούσε το Νερό…

Αν μιλούσε το Νερό…

Κάποτε το νερό όπως και το ψωμί, αποτελούσαν την βασική πρώτη ύλη για την διατροφή και την υγιεινή των ανθρώπων. Τόσο απαραίτητα και βασικά αγαθά, όσο κουραστικά και δύσκολα στην συλλογή και στην παραγωγή τους. Και φυσικά αποκλειστική ευθύνη της νοικοκυράς. Της γυναίκας του σπιτιού γενικότερα. Της κόρης,της νύφης της εγγονής.

Ο δρόμος προς τον μύλο μακρύς και ανηφορικός. Ο δρόμος προς το πηγάδι το ίδιο δύσκολος. Και όμως…

Εκείνες οι γυναίκες έκαναν ευχάριστα αυτή τη διαδρομή.

Με χαρά φορτώνονταν την πινιάτα στο κεφάλι και τραβούσαν στο πηγάδι. Αγκάλιαζαν και την βαντάκα με τα άπλυτα, έπαιρναν το μαστραπά και το σαπούνι και έτρεχαν για μπουγάδα στις στέρνες και στις βλύχες.

Έκαναν την κούραση γιορτή γιατί εκεί συναντούσαν την παρέα, την φίλη την κολλητή και τά΄λεγαν ανενόχλητες.

Άδειαζαν την ψυχή τους και έβρισκαν ευκαιρία να ζήσουν στα κλεφτά και να ομολογήσουν όσα δεν επέτρεπαν τα ήθη και οι κανόνες. Έρωτες, φιλίες, παράπονα και ρήξεις. Πράγματα απαγορευμένα για τα «καλά» κορίτσια.

Έπαιρναν τον δρόμο με λαχτάρα… Ίσως να έβλεπαν το αγόρι που ήταν κρυφά τσιμπημένες με αυτό, να περνά από το δρόμο. Ή τον άντρα που τους έστειλε προξενιό και δεν έχουν δει ποτέ το πρόσωπό του.

Εκεί μπορούσαν να κάνουν παράπονα για την πεθερά τον πεθερό και την κουνιάδα που ήταν ακόμη ανύπαντρη και ζήλευε. Και για την συννυφάδα που είχε το πάνω χέρι στο σπίτι, ως παλιότερη…

Τα έλεγαν μεταξύ τους άφοβα γιατί δεν άκουγε κανείς… Μόνο το νερό και οι πέτρες. Και αυτά δεν μιλούσαν. Δεν μαρτύραγαν ποτέ.

Εκεί μάλωναν και με την φιλενάδα που πρόδωσε τα μυστικά τους και τις έκαναν κουβέντα οι άλλες.

Άλλες φορές ομολογούσαν και έρωτες που έκρυβαν καλά ως τότε από φόβο μην καταλάβει τίποτα η μάνα τους στο σπίτι. Και λίγο πριν φτάσουν στο πηγάδι ή στο μύλο καμιά φορά συναντούσαν κρυφά και το» πρόσωπο»,έχοντας πάντα η φίλη το νου της μην ροβολάει κανένας.

Εκεί και το κουτσομπολιό. Ανάμεσα στον κόπανο που χτύπαγε τα ρούχα να μαλακώσουν, και το χείλισμα της πινιάτας, που μετά γίνονταν ασήκωτη και αφόρτωγη.

Τι έκαμε απόψε ο ένας, με ποιόν κουβεντιάστηκε η άλλη, ποιός τσακώθηκε με ποιόν….

Εκεί όμως κι η παρηγοριά. Για την νιόπαντρη που μπάρκαρε ο άντρας και είναι μόνη με τα πεθερικά στο σπίτι, για την μάνα που ο γιός της πάει Αμερική κι η κόρη είναι είκοσι δύο και ακόμα είναι ανύπαντρη…

Για την γυναίκα που είναι παντρεμένη ένα χρόνο και ακόμα δεν έχει συλλάβει και μουρμουράει η πεθερά και ο κόσμος. Για τον άντρα που πίνει και μεθάει και γυρίζει σπίτι το πρωί, τον άντρα τον τεμπέλη που δεν πάει για δουλειά και τα παιδιά του πεινάνε…

Και τον άντρα που τις γέλασε και έδωσε το λόγο του σε άλλη γιατί είχε προίκα μεγαλύτερη….

Για τα λιγάτα που έχουν να φτιάξουν και την προίκα που πρέπει να κεντήσουν γιατί ο πατέρας δεν έχει ούτε λεφτά ούτε ελιές να δώσει. Και για τον έρωτα που πέθανε γιατί τις παντρέψαν με άλλον….

Δεν έλειπε όμως και το παίνεμα, το καμάρι και το κόρδωμα. Έτσι, για να ακούνε και σκάνε οι άλλες….

Πόσο καλά είναι τα παιδιά, πόσα λεφτά βγάζει ο άντρας, τι κέντησε η κοπέλα τους, και πόσο όμορφη και νοικοκυρεμένη είναι.

Και για τον γιό τους τα περισσότερα. Άξιος, νοικοκύρης και έξυπνος όσο κανένας άλλος. Μορφωμένος και δουλευταράς. Τυχερή εκείνη που θα τον πάρει…

Το σπίτι που έριξε θέμελα, και θα φύγει από την πεθερά, να μείνει μόνη με τον άντρα.

Ακόμα ότι έχει σερνικά κι η άλλη έχει κοπέλες…

Εκεί και τα μαλώματα. Ομηρικοί καυγάδες. Με την γειτόνισσα, που έριξε τα απόνερα στην αυλή. Η με εκείνη που τους πήρε τη σειρά τους στο μύλο, η στο πηγάδι. Πάντα όμως υπήρχε και δικαιολογία.

Η μιά είχε παιδί στον ύπνο και βιαζόντανε, η άλλη είχε φαί στην φωτιά και θα καιγόντανε. Η τρίτη είχε αργαλειό και η τέταρτη ψωμί στο φούρνο.

Καμιά φορά ξύπναγαν χαράματα για να πάρουν σειρά να γεμίσουν νερό, να πλύνουν ή να αλέσουν το αλεύρι για να ζυμώσουν το ψωμί.

Μεγάλη η φαμίλια η μέρα μικρή. Δεν έφτανε ο χρόνος για όλες τις δουλειές. Και όμως…

Με χαρά περίμεναν πάλι το πρωί να ανεβούν στο μύλο, να ξαναπάνε για νερό! στάρι και ανέβαιναν στους μύλους.


Ήταν το φευγιό απ΄το σπίτι, ήταν η ευκαιρία για κουβέντα, η κατάθεση ψυχής και η λαχτάρα για συνάντηση που έδινε φτερά στα πόδια και ατσάλωνε τα μπράτσα τους. Και ξεχνούσαν κόπο, και το ΄καναν με χαρά…

Και οι παλιές ακόμα τα θυμούνται και τα νοσταλγούν. Και λένε στις νεότερες.«Αχ! και νάχα ποδαράκια, να ξανανέβαινα το μύλο και να κατέβαινα στο πηγάδι. Να ξαναγνάντευα από κει τον ήλιο να χαράζει και να καρτερώ και τσ΄ άλλες να φανούνε…»

Και μαλάκωνε ο θυμός και γαλήνευε η ψυχή και έφευγε ο φόβος. Εκεί, με την κουβέντα, με την ελπίδα, με την λαχτάρα. Γιατί δεν υπήρχε άλλος τρόπος… ούτε άλλος τόπος. Το πηγάδι και ο μύλος. Το νερό και το ψωμί. Πολύτιμα και απαραίτητα. Άλλοθι ζωής…..

Πόσα μυστικά, πόσα παράπονα και πόσα όνειρα έχουν αγκαλιάσει τα πανιά και οι πέτρες!


Με πόσα έχουν γεμίσει οι μαστραπάδες και πόσα έχουν τυλίξει οι ποδολόγες κάτω από τα μαντίλια που έκρυβαν τις καλοχτενισμένες κοτσίδες των γυναικών. Κλασικό ίδιο για όλες χτένισμα. Χωρίστρα στην μέση και χωρισμένο το υπόλοιπο μαλλί στα δύο. Επίτηδες για να κάθεται όπως πρέπει η ποδολόγα και να πέφτει όλο το βάρος του πειθώματος σε αυτή.

Πόσα κρυμμένα μυστικά θα είχαμε μάθει αλήθεια αν είχαν οι μυλόπετρες φωνή και αν το νερό μιλούσε…

Και ότι έχει απομείνει σήμερα από τα πηγάδια και τους μύλους να μας θυμίζει ότι κάποτε ήταν ολοζώντανα…

Τώρα πια οι πέτρες μιλάνε μεταξύ τους, σε μια γλώσσα που μόνο η γη και ο αέρας γνωρίζουν…

Πηγή: meganisinews.wordpress.com

Προηγουμενο αρθρο
Υπέρλαμπρο το χριστουγεννιάτικο δέντρο της Λευκάδας φέτος
Επομενο αρθρο
Παγκόσμια Ημέρα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Τα δικαιώματα και οι ελευθερίες δεν μπορούν να περιμένουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.