HomeΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΒιβής Κοψιδά – Βρεττού: Ποιήματα προσωρινότητας – κριτική της Ανθούλας Δανιήλ

Βιβής Κοψιδά – Βρεττού: Ποιήματα προσωρινότητας – κριτική της Ανθούλας Δανιήλ

χωρίς τίτλο

Βιβή Κοψιδά – Βρεττού
Ποιήματα προσωρινότητας
Εκδ. Γρηγόρη, 2014

Στο «Επίμετρο» του βιβλίου της, με τον τίτλο Ποιήματα προσωρινότητας, η Βιβή Κοψιδά – Βρεττού κάνει μερικές θεωρητικού τύπου τοποθετήσεις πάνω στο αναγνωστικό κοινό της ποίησης. Μιλάει για τη δυσκολία που έχει η μοντέρνα ποίηση να πλησιάσει το πλατύ κοινό, σε αντίθεση με την παραδοσιακή, η οποία ήταν εμφανισιακά διαφορετική σε σχέση με την μοντέρνα που είχε μέτρα και ομοιοκαταληξίες. Βεβαίως ποίηση δεν είναι κάτι μόνο και μόνο επειδή έχει μέτρα και ομοιοκαταληξίες, ούτε είναι μοντέρνα ποίηση επειδή δεν έχει. Σημασία έχει η ποιητικότητα του κειμένου και ο τρόπος χρήσης του λόγου, πράγμα δύσκολο και πολύ σοβαρό, γι’ αυτό και ο φέρων τον τίτλο «ποιητής» φέρει μεγάλη ευθύνη.

Η Κοψιδά, θέτοντας το ερώτημα, γιατί γράφουν «έτσι» οι ποιητές, μπαίνει σε μια ανθολόγηση ποιητικών αποσπασμάτων από ποιητές που αγαπάει. Για να καταλήξει πως, πέρα από τα λόγια των ποιητών, ποίηση είναι και το κελάηδισμα των πουλιών, το θρόισμα των φύλλων, το μούρμουρο του νερού, η ποίηση της φύσης δηλαδή, η οποία δεν διεκδικεί τίτλο ποιητικό, όπως επίσης «ποίηση» είναι και η ιστορία της γιαγιάς που, όταν πέθανε ο παππούς, πήγε στη ντουλάπα και χάιδευε τα χρωματιστά ρούχα της και τα αποχαιρετούσε, γιατί τώρα πια θα φορούσε συνέχεια μαύρα. Ποίηση είναι, και εκείνο που έκανε ο παππούς του Ζοζέ Σαραμάγκου που ήταν αγρότης. Όταν κατάλαβε το τέλος του κατέβηκε στο περιβόλι και χάιδεψε και αποχαιρέτησε τα δέντρα του. Ποίηση είναι η όμορφη φύση γύρω μας, τα περιβόλια, οι αυλές. Και καταλήγει η Κοψιδά: «Ο κόσμος δεν γράφεται μόνον με ύλη. Οι ποιητές μεταμορφώνουν την ύλη σε πνεύμα και συναίσθημα και το συναίσθημα σε ποίηση κι αυτή σε επανάσταση: που συνθηματολογεί αθώα και πεισματικά: Ναι στη Ζωή, ναι στην ποίησή της».

Θεώρησα πως αυτό το μέρος του βιβλίου, το «Επίμετρο», λειτουργεί πολύ ωραία σαν εισαγωγή στο είδος της ποίησής της, η οποία είναι και παραδοσιακή και μοντέρνα, εξελίσσεται χωρίς να μας ρωτάει, όπως κάνει η ΠΟΙΗΣΗ και παίρνει όποια μορφή θέλει. Όπως έλεγε ο Γιώργος Σεφέρης δεν μπορούμε να βάλουμε όρια και να «διατάξουμε πως πέρα από μια γραμμή τέχνη δεν μπορεί να υπάρξει» (Δοκιμές, Α΄, «Διάλογος πάνω στην Ποίηση», σελ. 89). Αυτό σαν απάντηση σ’ εκείνους που ρωτούν γιατί οι ποιητές γράφουν έτσι. Οι ποιητές γράφουν και ο χρόνος θα τους κρίνει. Αυτός είναι ο μέγας κριτής. Βεβαίως, πρέπει να το επαναλάβουμε, η ποίηση δεν είναι εργαλείο για προπαγάνδα. Θα επικαλεστώ τον Οδυσσέα Ελύτη, αυτή τη φορά, που έλεγε πως μερικοί «έξυπνοι … τη βάζουν να φωνάζει ‘‘Ελευθερία’’» (Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο, σελ. 13). Ούτε χώρος για αναστεναγμούς είναι, ούτε για προσωπικές εξομολογήσεις, αλλά το κεφάλαιο είναι μεγάλο και απαιτεί ένα ολόκληρο συνέδριο για να αναπτυχθεί.

Στο βιβλίο της η Κοψιδά έχει περάσει τον Ρουβίκωνα και δεν ασχολείται με τα ερωτικά, όπως συνηθίζουν πολλές «ποιήτριες», και λέω «ποιήτριες», επειδή συνήθως οι γυναίκες κατατρίβονται με αυτή τη θεματική. Βεβαίως, και αυτή η θεματική του ποιητικού χώρου και της φιλοσοφίας είναι αντικείμενο, αλλά εξαρτάται από πού και πώς το πιάνει κανείς (κι εδώ απαιτείται άλλο μεγάλο συνέδριο), η Κοψιδά, λοιπόν, μπαίνει στο χώρο με άλλες ευαισθησίες. Την απασχολούν τα κοινωνικά, τα οικολογικά, τα πάσης φύσεως ανθρώπινα, τα οποία κάλλιστα θα μπορούσε να αναπτύξει και σε δοκιμιακό λόγο. Όμως ο στίχος έχει άλλη χάρη. Και η χάρη του στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι κατεβαίνει στην καθημερινή ζωή, δεν παραμένει στον ελεφάντινο πύργο του, δεν προσπαθεί να φιλοσοφήσει, αλλά διεκδικεί το δικαίωμα να μιλήσει για ό,τι γίνεται γύρω του. Άλλωστε ο τίτλος για την «προσωρινότητα» μιλάει. Προσωρινότητα φαινομένων, κοινωνικών καταστάσεων αλλά και ανθρώπων.

Τα ποιήματα χωρίζονται σε δύο ενότητες. Η πρώτη έχει τον τίτλο «Στις εποχές με όνομα» και η δεύτερη «Στην εποχή δίχως όνομα». Και στις επώνυμες και στην ανώνυμη εποχή, η Κοψιδά, βρίσκεται μέσα στο πλαίσιο της μοντέρνας ποίησης με παραδοσιακή ματιά. Έτσι, στα ποιήματά της, ο λόγος της είναι σαφής, ο στίχος της δεν δεσμεύεται από κανόνες, είναι ελεύθερος, και το περιεχόμενό του είναι ματιές στον κόσμο γύρω της. Η Κοψιδά, σοκαρισμένη με ό,τι συμβαίνει γύρω της, στηλιτεύει το κακό, όπου το βλέπει: «Σας είπαν την ψυχή σας να πουλήσετε / Κι είπατε άσκεπτα ‘‘Ναι’’/ … Σας είπαν τους θεούς σας να γκρεμίσετε/ Και άσκεπτα πάλι ενδώσατε/ Σας είπαν τη χώρα σας όσο-όσο να πουλήσετε/ Και υπογράψατε παράφορα συμβόλαια» («Φανατικοί της προδοσίας»). Άλλοτε πάλι μεταπλάθει αρχαίους μύθους για να μιλήσει για σύγχρονα κακά, όπως στο ποίημα «Παραλλαγή σ’ ένα μύθο», άλλοτε δίνει ζωή σ’ ένα βουβό, απηυδισμένο και, από χρόνια, εγκαταλελειμμένο κτίσμα: «Μην ρίχνετε άλλα σκουπίδια / Σας παρακαλώ».

Σ’ αυτόν τον, με κοινωνικό προβληματισμό, στίχο κινείται όλη η συλλογή. Τα δεινά που μαστίζουν την κοινωνία σε όλο το φάσμα της. Όμως η ποιητική της αναπτερώνεται, όταν αποδεσμεύεται από τα γήινα δεσμά και αφήνεται να κάνει αυτό που είναι ο ρόλος της ποίησης. Γιατί η καταγγελία δεν είναι ο πρώτος ρόλος της ποίησης. Ο πρώτος ρόλος της ποίησης είναι ο εαυτός της και αυτός αναδεικνύεται στο ποίημα «Ταραχή στο περιβόλι», χωρίς να χάνει το υποφώσκοντα στόχο:

«Έτσι νύχτα καλοκαιριού/ χωρίς άνεμο αίφνης/ τα δέντρα του περιβολιού / πήραν των ομματιών τους / ταραχτήκαν.. . Σκαρφάλωσαν στον / ουρανό περιτύλιξαν/ τρυφερά ένα αστέρι/ άρωμα πορτοκαλιάς στη ράχη/ φαιόχρωμης πέτρας / κι ένας άωρος λεμονανθός / ναρκισσεύεται να φτάσει τον/ άπειρο χρόνο…».
Με μια ελευθερωμένη διάθεση και διάχυση μες στις αισθήσεις, το ποίημα περιγράφει μιαν ευδαιμονική κατάσταση της φύσης, αλλά και μια καταστροφή. Στο ποιητικό σώμα που συνθέτει χώρο παραδείσου, δεν υπάρχει άνθρωπος. Ούτε το ποιητικό εγώ δεν είναι μέσα στο ποίημα. Είναι έξω και παρακολουθεί το θαύμα της ανταπόκρισης χρωμάτων και αρωμάτων, υλικών και άυλων στοιχείων, ακούει το αηδόνι, αλλά, δυστυχώς, στον παράδεισο παραμονεύει ένας διάβολος, για να τον καταστρέψει. Και το ποίημα αλλάζει ρότα, με τα «δέντρα» που «πήραν των ομματιών τους», μαζί με μιαν παράταξη όρων της τραγωδίας και όχι μόνο: Δόλο, Άτη, Νέμεση, Απόδραση. Μια αφήγηση που με την ατμόσφαιρά της, μας βάζει και μας βγάζει από τον παράδεισο, αποστασιοποιημένη από το δεδομένο.

Στα ποιήματα της δεύτερης ενότητας συχνά φαίνεται ένας πόνος και ένα αίσθημα σεβασμού, μια μνήμη για πρόσωπα που πήρε ο καιρός. Και σ’ αυτά τα ποιήματα η ποίηση βρίσκει το κανάλι που της ανήκει: «Πώς αργεί τούτο τον καιρό / να ξημερώσει και το σκοτάδι/ αναδεύει τα λόγια του… Γέρος είσαι χειμώνα και φίλοι/ Σε παλέτα ζωγράφου/ Πικρά σε μουτζούρωσαν»(«Πώς αργεί»). Ή πάλι «Ήρθες αυγή πρωταπριλιάτικη / … Στήνει αφτί το γεράνι/ Ν’ ακούσει το ψέμα σου… Είπες το ψέμα σου Απρίλη/ Εσύ μήνα πλασμένε για την άνοιξη/ ‘‘Μη με λησμόνει’’ τουλάχιστον,/ στην ανέξοδη ωδή του πηλού/ που συνωμοτείς τη Ζωή» («Το ψέμα του Απρίλη»).

Η Κοψιδά τιμώντας την παιδεία της, τις προτιμήσεις της και γενικά αυτό που κάνει, παραδίδει μια ποιητική συλλογή στο κοινό, ιδωμένη με ψυχή και πάθος, με ευθύνη και με ενδιαφέρον, με σεβασμό και με αγάπη.

Προηγουμενο αρθρο
Η Ιόνια Οδός σε πεντέμισι λεπτά
Επομενο αρθρο
Ευχαριστούμε τον Φίλιππο Μελά γι’ αυτή τη φωτογραφία!

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.