HomeΕΠΙ ΠΑΝΤΟΣ ΕΠΙΣΤΗΤΟΥΓεννημένος Πρωτ-αγωνιστής

Γεννημένος Πρωτ-αγωνιστής

Γιάννης Κονιδάρης: ηθοποιός – εκδότης
(Λευκάδα 1947 – Αθήνα 2007)

Πήγαινα στο δημοτικό σχολείο ακόμα, όταν μπήκε στην τάξη ένας κύριος μ χρυσά γυαλάκια και άσπρα μαλλιά, που έμοιαζε πολύ στον Ιωάννη Μεταξά, τον πρωθυπουργό της Ελλάδας που είπε το «ΟΧΙ» στους Ιταλούς, κρατώντας στα χέρια του μια στοίβα βιβλία. «Τα στέλνει ο γιος μου» είπε με περηφάνια. «Τα στέλνει ο γιος μου δώρο σε όλα τα παιδιά του σχολείου. Είναι ένα πολύ όμορφο βιβλίο που μιλάει για την ιστορία της πατρίδας μας. Νιχωρίτης είναι κι ο γιος μου ο Γιάννης. Έχει εκδοτικό οίκο στην Αθήνα, αλλά δεν ξέχασε το χωριό. Σας σκέφτεται πολύ και σας αγαπάει. Και μου είπε να σας πω να είστε καλά παιδιά, ν’ ακούτε τον δάσκαλό σας και να διαβάζετε για να γίνετε καλοί και προκομμένοι ανθρώποι στην κοινωνία. Γιατί άνθρωπος αγράμματος ξύλο απελέκητο».

Αυτά είπε με φανερή συγκίνηση κι ύστερα πέρασε απ’ όλα τα θρανία κι άφησε μπροστά μας ένα ολοκαίνουριο αντίτυπο του βιβλίου «Τρεις ήρωες, τρεις εποχές», του συμπατριώτη μας Λάμπρου Βρεττού. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που άκουσα για τον Γιάννη.

Αργότερα, κάπου στα δεκαεννιά μου χρόνια έχοντας γράψει με την άψη της εφηβείας τα πρώτα μου ποιήματα πήγα στην Αθήνα για να τα εκδώσω και είπα να ξεκινήσω απ’ τις Εκδόσεις Κονιδάρη. Χωρίς να γνωρίζω προσωπικά τον εκδότη μπήκα μέσα και αφού συστήθηκα του είπα λακωνικά τον σκοπό της επίσκεψής μου.

Φόρεσε τα γυαλιά του και αφού με ρώτησε για όλους τους παλιούς συμμαθητές του και φίλους από το χωριό, μου είπε με συγκατάβαση: «Δημητράκη, ένας στους τρεις Έλληνες γράφει, ένας στους τρεις όμως δεν διαβάζει! Κατάλαβες;» Πάγωσα! Οι σελίδες των χειρογράφων μου ετοιμάζονταν να φτερουγίσουν σαν τρομαγμένα πουλιά προς την πολύβουη οδό Σόλωνος. Ένιωσα όπως το αναμμένο σίδερο που το περιέβρεξαν με κρύο νερό. Έκανα την ύστατη προσπάθεια. «Να σας διαβάσω ένα;» ψέλλισα. «Άσε θα τα διαβάσω εγώ» αντιπρότεινε. Πήρε στα χέρια του το ντοσιέ και άρχισε να ξεφυλλίζει. Προσπέρασε γρήγορα το πρώτο ποίημα. Ύστερα διάβηκε αστραπιαία το δεύτερο, το τρίτο… Απελπίστηκα! Στο τέταρτο σταμάτησε. Στο πέμπτο με κοίταξε περίεργα. Στο έκτο έκλεισε το ντοσιέ και είπε με ύφος επίσημο: «Θα τα εκδώσω!» Αυτός ήταν ο Γιάννης! Ας ήμουν απ’ το χωριό του. Ας ήξερε την οικογένειά μου. Αν δεν του άρεσε κάτι, δεν έβαζε νερό στο κρασί του.

36

Εξέδωσε το βιβλίο. Και για να με τιμήσει, όπως είπε, μου έδωσε σαν δώρο ένα εισιτήριο για να επιστρέψω στην Λευκάδα αεροπορικώς. Ήταν η πρώτη φορά που πέταξα με αεροπλάνο. Τότε δεν ήταν τόσο απλό όπως σήμερα για ένα παιδί του χωριού να χαρεί τέτοιες πολυτέλειες. Ο Γιάννης είχε πάθος με τα αεροπλάνα. Πολλές φορές τα επόμενα χρόνια πηγαίναμε στο Ελληνικό και μ’ έναν καφέ στο χέρι καθόμαστε σ’ ένα χωράφι και τα παρατηρούσαμε. «Μου αρέσει ό,τι πετάει» έλεγε. Κάτι τέτοιες στιγμές δεν έμοιαζε με τον σχολαστικό εκδότη που κυριολεκτικά «βασάνιζε» τους συνεργάτες του για να φτιάξει ένα βιβλίο όπως το είχε ονειρευτεί. Τα επόμενα χρόνια θα γνωριζόμαστε καλύτερα.

Με ξενάγησε στην Αθήνα, με πήγε στο σπίτι του. Εκεί γνώρισα τον καλό του άγγελο, την Αθηνούλα, την γυναίκα του. Από παιδιά σχεδόν, ήταν μαζί. Εκεί γνώρισα και τον γιο του τον Χρυσόστομο, τον Μάκη όπως τον έλεγε χαϊδευτικά. Ούτε που φανταζόμουν τότε πως είκοσι χρόνια αργότερα αυτό το αδύνατο παιδάκι που μου έπαιξε κιθάρα και τραγούδησε το «Λεμόνι στην πορτοκαλιά» θα μελοποιούσε τους στίχους μου.

Πολλές φορές, όταν έμενα χωρίς δουλειά, με έπαιρνε στο βιβλιοπωλείο ο Γιάννης για να απασχολούμαι. «Όταν ξεμένεις, θα έρχεσαι σε μένα. Βλέπεις πως πολλή δουλειά δεν υπάρχει για να έχω υπάλληλο, όμως μέχρι να ξαναβρείς κάτι να κάνεις θα ξέρεις πως εδώ θα έχεις πάντα ένα ταμείο ανεργίας εις διπλούν».

Πολλές φορές το «ταμείο ανεργίας» ήταν και εις τριπλούν. Τι ανακούφιση αυτός ο άνθρωπος για μένα, που στο χάος της Αθήνας είχε γίνει τόσο δικός μου. Και πόσα παιδιά από την Λευκάδα δεν βοήθησε να βρουν δουλειά! Κοντά του δούλεψε για ένα φεγγάρι κι ο γνωστός δημοσιογράφος από το Μεγανήσι, ο Γιάννης ο Πολίτης. Χάρη σ’ αυτόν έβρισκα κι εγώ τις επόμενες δουλειές μου. Βόλευα και τον αδερφό μου. Και τους φίλους μου. Είχα μια άκρη, που λένε.

Μια φορά μου πρότεινε να πάω γκαρσόνι στο Ιντεάλ, με την προϋπόθεση όμως να κόψω τα μαλλιά και το μούσι που είχα. «Αποκλείεται!» απάντησα με στόμφο επαναστάτη. Κι ο Γιάννης αφού ματαίως προσπάθησε να με πείσει, με κοίταξε ευχαριστημένος κάπου με την επιμονή μου – ίσως να του θύμισα τον δικό του πεισματάρη εαυτό – και είπε φαιδρά: «Τρίχες!»

Δουλέψαμε παρέα σε εκθέσεις βιβλίων, με έπαιρνε μαζί του στο ατελιέ για να βλέπω πώς βγαίνει ένα βιβλίο, πώς τυπώνεται, πώς δένεται, πώς πουλιέται. Μου μάθαινε την ψυχολογία και τα τερτίπια των εμπόρων. Πήγαμε μαζί στην έκθεση βιβλίου της Θεσσαλονίκης. Ταξίδι με την Μercedes στην εθνική. Φαγητό το βράδυ στο Πανόραμα. Τότε όλα ήταν μυθικά. Σήμερα δύσκολα θα χαιρόμουν τόσο, ακόμα κι αν πήγαινα με ελικόπτερο στις Βρυξέλλες. Ήταν η εποχή που μυούμουν στον κόσμο. Ο Γιάννης μου έδωσε αυτές τις αξέχαστες αναμνήσεις όταν τις χρειαζόμουν. Έμενα σε μια αυλίτσα στην Αναξάρχου, κάπου στην Γούβα, με άλλους τρεις ένοικους στα γύρω δωματιάκια. Ζήτημα είναι να είχα δυο τρία φτηνά τζιν κι ένα ζευγάρι παπούτσια απ’ το Μοναστηράκι. Έτρωγα ένα σάντουιτς την μέρα και δεν ήξερα σχεδόν κανέναν. Τώρα καταλαβαίνετε τι σήμαινε ταξίδι με την Μercedes και φαγητό το βράδυ στο Πανόραμα. Και μάλιστα χωρίς ο Γιάννης να ντρέπεται για την εμφάνισή μου.

Αντιθέτως, καμάρωνε κιόλας θα έλεγα. Ήταν σαν να ήμουν αυτός όταν πρωτοήρθε απ’ το χωριό κι ήταν λες κι έβγαζε τον εαυτό του βόλτα!

Κοντά του γνώρισα εκδότες, συγγραφείς, δημοσιογράφους. Πάντα ήταν περήφανος για μένα. Ανεξαρτήτως ποιον είχε απέναντί του έλεγε με καμάρι: «Έλα να σου γνωρίσω έναν νέο ποιητή από την Λευκάδα. Είναι απ’ το χωριό μου, το Νιοχώρι. Τον λένε Δημήτρη Σολδάτο. Συγκράτησε αυτό το όνομα. Κάποτε μπορεί να πάρει και το Νobel λογοτεχνίας!» Δεν είχα πού να κρυφτώ από την ντροπή μου εγώ. Ακούς εκεί το Νobel! Χαιρόμουν όμως πολύ στο βάθος, που μ’ αγαπούσε κάποιος τόσο πολύ ώστε να πιστεύει πως ήμουν τόσο μεγάλος όσο η αγάπη που μου είχε. Θα μου λείψει η προσφώνηση: «Γεια σου μεγάλε ποιητή!» Ανταπαντώ, ό,τι και τότε: «Γεια σου μεγάλε εκδότη!»

Αυτός όμως ήταν πράγματι μεγάλος! Σε καιρούς δύσκολους ακόμα και για το μεροκάματο κατάφερε όσα λίγοι. Ατέλειωτες ώρες δουλειάς. Ταξίδια μ’ ένα μηχανάκι ως την Πάτρα για την πώληση της πραμάτειας. Το πρώτο του βιβλίο. Το πήγαινε στα μεγάλα βιβλιοπωλεία κι έλεγε: «Το δίνω με εξήντα τοις εκατό έκπτωση, με πληρώνετε με ένα δικό σας;» Ύστερα έπαιρνε το βιβλίο που ήταν μπεστ σέλλερ και το πουλούσε λιανική κι έτσι έβγαλε το δεύτερο δικό του. Ύστερα το τρίτο, το τέταρτο… Είχε ένα διαβολεμένο αισθητήριο στα βιβλία. Ήξερε ποιο θα πουλήσει. Ποιο δεν θα πουλήσει (το δικό μου για παράδειγμα!). Άλλαζε τα εξώφυλλα των βιβλίων που μεταφράζονταν στα Ελληνικά. Έφτιαχνε δικά του. Κι είχε σχεδόν πάντα, για τα πάντα δίκιο (εκτός απ’ το ότι θα έπαιρνα τα Νόμπελ!).

Ως σήμερα έχει εκδώσει εκατοντάδες τίτλους. Για ένα διάστημα κυκλοφόρησε κι ένα τουριστικό περιοδικό, το FAN TIME. Ανέπτυξε συνδικαλιστική δράση κι όλοι ζητούσαν στην γνώμη του για όλα. Ήταν δραστήριος και πολυμήχανος. Ένα ταλέντο που ζητούσε απλά χώρο να εκφραστεί κι αν ο χώρος αυτός του δινόταν άπλωνε τα φτερά του και κυριαρχούσε. Πριν ασχοληθεί με τα εκδοτικά, σπούδασε και πήρε το δίπλωμά του από την σχολή θεάτρου του Άγγελου Γιαννούλη.

Έπαιξε στην ταινία «Βαβυλωνία» και στο σήριαλ «Χωρίς Ανάσα». Συνεργάστηκε με τον Μάνο Κατράκη, τον Ηλία Λογοθέτη κ.α. Έγραψε κι ένα θεατρικό βιβλίο το «Φωνή Λαού» που παίχτηκε μάλιστα και στο θέατρο. Ο τύπος της εποχής δημοσίευσε πολύ καλές κριτικές για τον νεαρό ηθοποιό. Μια φορά που ήρθε στην Λευκάδα εκείνα τα χρόνια, όπως μου είπε, τον περίμεναν οι θαυμάστριές του στην γέφυρα με πανό. Ήταν και πολύ ωραίο παιδί. Γόης σωστός. Γιατί έπαψε να ασχολείται με την ηθοποιία δεν τον ρώτησα ποτέ. Φαντάζομαι πως οι λόγοι θα ήταν βιοποριστικοί. Τότε, εκτός από τα τρανταχτά ονόματα, και πολλές φορές κι εκείνα ακόμα, όλοι οι υπόλοιποι σχεδόν πεινούσαν. Αν δεν σου «κάθονταν» ένας ρόλος για να σε αναδείξει, μπορούσες και να πεθάνεις στην ψάθα.

35
Θυμάμαι, αργά το απόγευμα, όταν κλείναμε το μαγαζί στην Σόλωνος, μου έπαιξε ρόλους. Έμενα άφωνος όταν σε τρία δευτερόλεπτα μέσα από τον τρελό του χωριού που μιμούνταν μεταμορφωνόταν στον Γελωτοποιό του Βασιλιά. Ο ρόλος ήταν απίστευτος! Ο γελωτοποιός είναι ερωτευμένος με την βασίλισσα. Κι εκείνη είναι ερωτευμένη μαζί του. Ο βασιλιάς το μαθαίνει και της στέλνει δηλητηριασμένα μήλα. Αυτή τα τρώει και πεθαίνει. Τότε ο βασιλιάς καλεί τον γελωτοποιό για να τον κάνει να γελάσει, προκειμένου δήθεν να συνέλθει από το πένθος της νεκρής βασίλισσας. Τότε ο γελωτοποιός κάνει το καθήκον του χωρίς να δείξει ίχνος από την λύπη του. Ο βασιλιάς εκνευρίζεται και του ζητάει να αρχίσει να γελάει. Ο γελωτοποιός γελάει τρανταχτά. Ο βασιλιάς εκνευρίζεται που δεν μπορεί να τον κάνει να αποκαλύψει τα συναισθήματά του και διατάζει το γέλιο να γίνει πιο δυνατό.

Τίποτα πάλι! «Πιο δυνατά!» ουρλιάζει ο βασιλιάς. «Ακόμα πιο δυνατά!» Ογελωτοποιός σέρνεται απ’ τα γέλια στο πάτωμα. Ο βασιλιάς αγανακτεί. «Φτάνει!» διατάζει επιτακτικά. Και τότε ο Γιάννης που μου έπαιζε και τον ένα ρόλο και τον άλλο εναλλάξ, σταμάτησε και με κοίταξε με τα μάτια γεμάτα δάκρυα. «Ο γελωτοποιός, μου είπε, έκλαιγε μέσα απ’ τα γέλια του τον θάνατο της βασίλισσας».

Ελάχιστες φορές συγκινήθηκα τόσο βαθιά, ελάχιστες ένιωσα τόσο μυστικιστικά την αξία της θεατρικής τέχνης όσο εκείνο το απόγευμα, που με σκηνικό τα γύρω βιβλία, με μουσική την βουή των λεωφορείων και τον ήχο ενός ασθενοφόρου στην σκονισμένη Σόλωνος, ένας άνθρωπος έγινε μπροστά μου βασιλιάς και γελωτοποιός αποδεικνύοντας πως τα μεγάλα έργα δημιουργούν μόνα τους την υποβλητική ατμόσφαιρα, φτάνει να υπάρχουν ως συγκοινωνούντα δοχεία το κείμενο (η ψυχή του συγγραφέα) και η ψυχή του καλλιτέχνη.

Ο Γιάννης ήταν πρωτίστως ηθοποιός. Ύστερα όλα τ’ άλλα. Επιβίωσε στον σκληρό επιχειρηματικό κόσμο χάρη σ’ αυτό του το ταλέντο: «ήξερε να χειρίζεται τους ανθρώπους».

Αν κάτι πρέπει να γραφτεί ως επίλογος θα ήθελα να είναι αυτό: O Γιάννης δούλεψε σκληρά, αλλά την χάρηκε την ζωή του. Όση του αντιστοιχούσε. Αγόρασε ωραίο σπίτι, ακριβό αυτοκίνητο, έμεινε σε πολυτελή ξενοδοχεία, ταξίδεψε όσο και όπου μπορούσε και γνώρισε σημαντικούς ανθρώπους χωρίς να αισθανθεί ασήμαντος. Έκανε καλά παιδιά (χωρίς να πάψει ο ίδιος να είναι παιδί) και πρόλαβε να δει κι εγγόνια. Είχε μια γυναίκα βράχο δίπλα του κι οι φίλοι του τον αγαπούσαν περισσότερο απ’ όσο τον φθονούσαν οι αντίπαλοί του.

Έζησε μια δύσκολη αλλά γεμάτη και ωραία ζωή και πέθανε (με απωθεί η λέξη «έφυγε» ή «ταξίδεψε») ένα πρωί του Σεπτέμβρη ανώδυνα, όπως τα φύλλα των δέντρων πέφτουν στην γη με το ελαφρύ φύσημα του αέρα. Φύλλα είμαστε όλοι έτσι κι αλλιώς… Κι ούτε ποτέ θα πάψει να φυσάει…

Δημήτρης Ε. Σολδάτος
«Τα Νέα της Λευκάδας», 2007

Προηγουμενο αρθρο
Την Κυριακή η συναυλία της Φιλαρμονικής στη Φανερωμένη
Επομενο αρθρο
Το νοικοκυριό ενός σπιτιού στα χρόνια τα παλιά

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.