HomeΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΔημήτρης Τσερές : Η βαθειά φωνή των χωμάτων του τόπου του

Δημήτρης Τσερές : Η βαθειά φωνή των χωμάτων του τόπου του

Η πρώτη επαφή μου με τα διηγήματα του λογοτέχνη Δημήτρη Τσερέ, ήταν μέσα από το βιβλίο του «Καρφιά και Ανεμώνες» και η δεύτερη με το καινούριο του βιβλίο «Λόγω μέθης».

Αυτό που μπορώ να πω, σαν αναγνώστρια είναι, ότι τα κείμενά του έχουν τη δύναμη να με ταξιδεύουν στο παρελθόν με τέτοιο απολαυστικό τρόπο, που τελειώνοντας την κάθε ιστορία κλείνω το βιβλίο για να κρατήσω εικόνες και συναισθήματα όσο περισσότερο γίνεται.

Το πρώτο που με τράβηξε από το πρώτο κιόλας βιβλίο του είναι η υπέροχη ελληνική γλώσσα με τοπικούς ιδιωματισμούς, που με όλο τον πλούτο και το μεγαλείο της απλώνεται σε εικόνες ολοζώντανες, ομιλούσες, παραστατικές, αναμοχλεύοντας αισθήσεις και αισθήματα με ποιητικό τρόπο, αβίαστα και φυσικά, σαν νεράκι που τρέχει από δροσερή πηγή, μεταφέροντας χρώματα και αρώματα, λαογραφικά στοιχεία, ήθη και έθιμα, από άλλες εποχές.

Λιτά, χωρίς φλυαρίες, με μοναδική τρυφερότητα και νοσταλγία, χτίζει τις ιστορίες του με λόγο μεστό και τις φωτίζει με το φως της ψυχής του. Ιστορίες ανθρώπων μια άλλης Ελλάδας, ανθρώπων του μόχθου, της αξιοπρέπειας, της καθαρής γάργαρης καρδιάς, της ταπεινότητας, της ντομπροσύνης.

Κι ακούμε μέσα από τα γραπτά του, «τη βαθειά φωνή των χωμάτων» του τόπου του, «των αθώων δέντρων τα νεύματα», «το έαρ των πουλιών», το ρυθμικό βάδισμα των αλόγων, το φτερούγισμα της ευάλωτης ευτυχίας του έρωτα. Και μέσα απ’ όλα αυτά, μας γνέφει η ψυχή μας κάλεσμα, μήπως βρούμε το μίτο που θα μας οδηγήσει σε όλα αυτά που ξεχάσαμε και σκεπάσαμε, ηθελημένα ή μη, με συνεργό και ηθικό αυτουργό το χρόνο.

Ελένη Μ. Ματαράγκα

Ιδού μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα του βιβλίου «Λόγω μέθης» :

tseres (1)«Στο έμπα της Άνοιξης -που γλύκαινε ο καιρός, η μέρα μάκραινε και το πρώτο σκοτάδι τον αντάμωνε συνήθως στο ύπαιθρο- τον καθήλωνε το λάλημα του κούκκου: εκείνο το δισύλλαβο ερωτικό κάλεσμα του αρσενικού, που έκοβε αιφνίδια στα δυο τη σιγή της χλιαρής εαρινής νύχτας, εκείνο το κάλεσμα που το άκουγε πένθιμο και φόρτωνε την παιδική του ψυχή με μπερδεμένα όνειρα και φευγαλέες οπτασίες – για τον παρασιτισμό του κούκκου έμαθε πολύ αργότερα. Αλλά το πιο όμορφο ήταν ο πολύχρωμος κριθαρολόγος. Όλα τα χρώματα σπαρμένα σε ένα πουλί που είχε το μέγεθος του σπουργίτη! Κι είχε κι έναν ευδιάκριτο κελαϊδισμό, που έδενε με τον οργασμό του πράσινου και την ανάσταση της ζωής: τρι, τρι, τριτριτρί – τρι, τρι, τριτριτρί. Ζωηρός, χρωματιστός σαν τις φτερούγες του, με μια μεγάλη ποσότητα ρω στο ηχόχρωμά του βουτηγμένη σε φιλήδονα λάμδα, μαγευτικός!…»

«Γιατί εγώ την Ελλάδα και τα άλογα τα είχα βάλει δίπλα-δίπλα. Από παιδάκι Κι ας μην καταλάβαινα καλά τι είναι Ελλάδα – συγκεχυμένα τη φανταζόμουν σαν μια γυναίκα με πολλά σπουδαία κι ονομαστά παιδιά: τον Μέγα Αλέξανδρο τον Άϊ Γιώργη, τον Άϊ Δημήτρη, τον Κολοκοτρώνη, τον Καραϊσκάκη. Και δεν μπορούσα όλους αυτούς να τους ξεχωρίσω από τα άλογά τους. Ούτε τους ψωμωμένους νιους του μικρού μου τόπου από τα αραβανιάρικα άλογά τους. Η γραμμή άρχιζε από την Αρχαιότητα, πέρναγε από τη Χριστιανοσύνη, έμπαινε στα χωράφια του Νέου Ελληνισμού κι έφτανε ως εμένα. Και -κοίτα να δείς!- τους δύο άγιους τους έβαζα στην ίδια παρέα με τον Μέγα Αλέξανδρο, τον Καραϊσκάκη, τον Κολοκοτρώνη και τα παλληκάρια του τόπου μου. Γιατί ίππευαν άλογα. Μπορούσα να βάλω τον Άϊ Δημήτρη, καβαλάρη κι όμορφο, δίπλα στον πεζό και αποστεωμένο Άγιο Ονούφριο με την ποδήρη γενειάδα;
Ύστερα είναι εκείνοι οι καλπασμοί των αλόγων, ολοζώντανοι ακόμα στ’ αυτιά μου. Που με παιδεύουν ακόμα. Ελλάδα είναι κι αυτοί. Να και τώρα, κλείνω τα μάτια και τους ακούω. Ο ανυπόμονος καλπασμός τους μες τα υγρά χαράματα του πρωινού ξωμάχου. Ο εορταστικός δημόσιος καλπασμός τους για τα προικιά της νύφης. Ο γαλήνιος καλπασμός τους πάνω στις μυρωμένες καλαμιές, όταν τα πηγαίναμε όλα μαζί κανταρέλα, την ώρα που τ’ απόσκια γέρνανε και μαλάκωναν το κάμα της μέρας, για το βραδινό πότισμα στο δροσερό ποτάμι – κράταγε νερά και το καλοκαίρι τότε το ποτάμι, δεν τα ρούφαγαν οι ποτιστικές μηχανές. Νερά βαθιά, γάργαρα, αρυτίδωτα. Και τα βατράχια τραγουδούσαν ακόμα…”

« Μα πιο πολύ αγαπιούνται τα μάτια. Αγαπιούνται κι υποφέρουν. Κοιτάζονται βαθιά…πόσο; ένα λεπτό, μια ώρα, μια μέρα, ένα χρόνο, έναν αιώνα; Να κρατήσουν τη στιγμή στη μνήμη. Να την κρύψουν εκεί που δεν την ξέρει κανένας και να την ανακαλούν όταν η πεταλούδα της ευάλωτης Ευτυχίας θα έχει τσαλακωθεί από τη βαναυσότητα των ανθρώπων και των γεγονότων. Το κορμί είναι άπιστο. Όταν πεινάσει, προδίδει. Όταν χορτάσει, ξεχνάει. Όταν γίνει ανήμπορο, υποκρίνεται ότι ξέχασε. Κι ακόμα χειρότερα, φοβάται, είναι δειλό, δεν διεκδικεί τα δικαιώματά του, όταν βρει μπροστά του τα τείχη των αναστολών, που υψώνουν οι κήρυκες της δημόσιας ηθικής. Τα μάτια μένουν πάντα πιστά…»

Προηγουμενο αρθρο
Πρόγευση από το Festa Del Canale (φωτό + βίντεο)
Επομενο αρθρο
Πρόγραμμα βελτίωσης παραγωγής και εμπορίας προϊόντων μελισσοκομίας

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.