HomeΕΠΙΛΟΓΗΗ Μαδουρή του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη

Η Μαδουρή του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη

Της Πηνελόπης Κοψιδά

Τόπος συνυφασμένος με τον εθνικό ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, η Μαδουρή, το καταπράσινο γραφικό νησάκι, απέναντι από το Νυδρί, ανήκει στα μαγευτικά Πριγκιποννήσια, που είναι μέρος του συμπλέγματος των Τηλεβοϊδών νήσων. Στολίδι της Μαδουρής είναι το πανέμορφο αρχοντικό της, χτισμένο πάνω στο κύμα και αγκαλιασμένο από ένα πυκνό πευκοδάσος. Και πιο πέρα ένας ναός, ιδιοκτησίας Βαλαωρίτη, γοτθικού τύπου. Γραφικά μονοπάτια το διασχίζουν, περνώντας κάτω από τις υπεραιωνόβιες ελιές και τις πανύψηλες κουκουναριές, ενώ γύρω μοσχοβολούν δάφνες, μυρτιές και δεντρολίβανα.

Η Μαδουρή αγοράστηκε από τον Ιωάννη Βαλαωρίτη, τολμηρό και επιτυχημένο επιχειρηματία, πατέρα του ποιητή. Τότε ήταν άγονη, ένα ξερονήσι με άγριους θάμνους και δέντρα. Το 1859, μετά τη μοιρασιά της πατρικής περιουσίας, περιήλθε στους αδερφούς Αριστοτέλη και Ξενοφώντα Βαλαωρίτη. Ο ποιητής κάλεσε τότε το Στυλιανό Βερύκιο, που ήταν έμπιστος συνεργάτης του, να τον βοηθήσει στην αναμόρφωση του νησιού. Αυτός, μαζί με τα αδέρφια του, αλλά και πολλούς Δρυμωνιώτες και Ξαθείτες, εργάστηκαν σκληρά, κουβάλησαν καινούριο χώμα από τον κάμπο του Νυδριού, έφτιαξαν ξερολιθιές για να το συγκρατήσουν, φύτεψαν αμπέλια, ελιές, αμυγδαλιές και κέντρωσαν τις αγριλίδες που ήδη υπήρχαν. Βοήθησαν και στις εργασίες για την οικοδόμηση του αρχοντικού που βλέπουμε σήμερα, που ανεγέρθηκε κατά την περίοδο 1859-1864. Τα πεύκα φυτεύτηκαν αργότερα, από το γιο του ποιητή, Ιωάννη (Νάνο) Βαλαωρίτη. Όταν το 1869 ο ποιητής αποσύρεται οριστικά από τον κοινοβουλευτικό στίβο, εγκαθίσταται μόνιμα στη Μαδουρή, όπου φροντίζει τα κτήματά του, βασική πηγή εισοδήματος της οικογένειας. Σήμερα το νησί είναι ακατοίκητο και βρίσκεται στην ιδιοκτησία του Νάνου Βαλαωρίτη και της Ελένης Καραπαναγιώτη, δισέγγονων του ποιητή.

Το καταπράσινο αυτό νησί, με την άπειρη ομορφιά και την απόλυτη γαλήνη, καθώς και τη θάλασσα που το περιβάλλει, με τις εναλλασσόμενες διαθέσεις της, έγινε τόπος απόσυρσης, περισυλλογής και ποιητικής δημιουργίας. Πολλά από τα ποιήματά του ο Βαλαωρίτης τα έγραψε στο μαρμάρινο τραπέζι, έξω από το αρχοντικό του, κάτω από την αιωνόβια ελιά. Αυτό το μέρος υπήρξε σημείο αναφοράς, στοχασμού και έμπνευσης για τον ποιητή. Σε επιστολή του προς τη σύζυγό του το Δεκέμβριο του 1871, αναφερόμενος σε μια σφοδρή κακοκαιρία, θα πει: « […..] Και η μεγάλη ελαία της πλατείας του οίκου μας, κάτωθεν της οποίας κείται η εκ μαρμάρου τράπεζα, υπέστην σπουδαίαν βλάβην…»

Εκδρομή της ΣΤ’ τάξης του Γυμνασίου Λευκάδας το 1959 στη Μαδουρή. Φωτογραφία: Κασσιανή Γιαννουλάτου

Εκεί, ανάμεσα στα άλλα ποιήματα του, το 1865-66 γράφει το «Διάκο» και κατόπιν τον «Αστραπόγιαννο», για τον οποίο ο Παλαμάς θα πει: «Η καλύτερη κριτική για το ποίημα θα ήτανε ν΄ απαγγελθεί ολόκληρο. Γραμμένο μονομιάς, σαν από έμπνευση και μόνο, απρομελέτητα, στην εξοχή της Μαδουρής, κάτου από την ίσκιο μιας μεγάλης ελιάς [….]».

Την ίδια χρονιά γράφει το «Ξεριζωμένο δέντρο». Στον πρόλογο του ποιήματος αυτού, περιγράφει τις συνθήκες που υπήρξαν πηγή έμπνευσης γι΄αυτόν: «Κατά τον Ιανουάριον του 1866 διαμένων εν Μαδουρή, παρεστάθην θεατής φοβερωτάτης τρικυμίας. Η θάλασσα βρυχωμένη συνεστρέφετο εντός στενωτάτων πορθμών, τα δε κύματά της αντικρουόμενα κατέπιπτον αφροστεφή και γιγαντώδη επί της Μαδουρής. Αλλ’ εν μέσω των μυκηθμών του πελάγους διεκρίνετο η βροντώδης φωνή του χειμάρρου, όστις, πηγάζων από των αποτόμων ακρωρειών της Εγκλουβής και κρημνιζόμενος από χαράδρας εις βάραθρον, φθάνει διά των κλεισωρειών και κατακλύζει την πεδιάδα σύρων παμμεγέθεις λίθους και προαιώνια δένδρα. Ο χείμαρρος ούτος καλείται Δημοσάρι. Εν εκείνη τη ημέρα τοιαύτη υπήρξεν η δύναμις και η ορμή των υδάτων του, ώστε από των εκβολών αυτού το ρεύμα, διασχίζον τα θαλάσσια κύματα, έφθανε μέχρι της Μαδουρής και έρριπτεν επί του αιγιαλού μου τα λάφυρα της αρπαγής και του πολέμου του. Μεταξύ δε τούτων και δένδρον πελώριον εκ του γένους των δρυών, κοινώς καλούμενον ρουπάκι. Το τυχαίον τούτο συμβάν παρήγαγεν εμοί την ιδέαν του επομένου στιχουργήματος, επομένως δε και της επιγραφής αυτού «Το ξεριζωμένο δέντρο».

Το 1871 η Πρυτανεία του Πανεπιστημίου Αθηνών, με επιστολή της, αναθέτει στον ποιητή την γραφή και απαγγελία ποιήματος, προς τιμή του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄, κατά τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του, την 25η Μαρτίου του 1872, έξω από το κτήριο του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σε επιστολή – 18 Δεκέμβρη 1871 – προς τη σύζυγό του Ελοϊσία, που εκείνο τον καιρό βρίσκονταν στη Βενετία, θα πει: «[…..] ευρίσκομαι εδώ (στη Μαδουρή) από 13 ήδη ημερών και με σκοπό να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου και εν πλήρει ηρεμία πνεύματος εργασθώ προς κατασκευήν του ποιητικού έργου, δια του οποίου, καθά λέγει ο Καστόρχης (Πρύτανης του Παν/μίου), πέπρωται να λαμπρυνθεί επαξίως ο ανδριάς του μεγάλου της Ελλάδος εθνομάρτυρος [….]»

Και πέτυχε απόλυτα το στόχο του, καθώς η ημέρα της απαγγελίας, υπήρξε μέρα βαθύτατης συγκίνησης του παραβρισκόμενου λαού και ποιητικού θριάμβου για τον ίδιο. Κατά την επιστροφή του στη Λευκάδα οι κάτοικοι του νησιού τον υποδέχτηκαν με πανηγυρικές εκδηλώσεις και του απονεμήθηκαν μεγάλες τιμές από τις αρχές του τόπου.

Το 1877 γράφει το ποίημα «Κανάρης», με αφορμή το θάνατο του ήρωα της Επανάστασης. Σε επιστολή που συνόδευε την πρώτη δημοσίευση του ποιήματος, Εστία Β’ 93 (9 Οκτ. 1877), 641-642, γραμμένη στη Μαδουρή, θα πει: «[…] Είναι βαρύ το όνομα του Κανάρη, είναι πολύ βαρύ και φοβούμαι μη υπό τον πελώριον όγκον κύψει τον αυχένα η ποίησίς μου. Αλλά πώς να μη ρίψω κι εγώ μακρόθεν επί του τάφου του αειμνήστου ήρωος ολίγα νεκρολούλουδα, αφού δεν ηυτύχησα ν’ ασπασθώ την στιβαράν χείρα του, εγώ όστις τον ηγάπων μέχρι λατρείας; Πέρυσι τον επεσκέφθην πολλάκις εις Κυψέλην και ηκροώμην αυτού διηγουμένου μετά παιδικής αφελείας προς’ ακατανόητα άθλα του… «Όλα, παιδί μου, όλα τα κατορθώνει η προς την πατρίδα αγάπη», στερεοτύπως απήντα εις εμέ ο γέρων πυρπολητής, οσάκις συγκεκινημένος τω εξέφραζα τον θαυμασμόν μου».

Το 1878 γράφει το ποίημα «Καλογγιάννος», αναφερόμενος στο φιλικό προς τους ανθρώπους πουλί που είναι ευρύτερα γνωστό ως Κοκκινολαίμης, και που στην πατρίδα του ποιητή εμφανίζεται το φθινόπωρο, μαζί με τα κυκλάμινα, όπως λέει ο ίδιος στις σημειώσεις του. Σε επιστολή του που συνοδεύει το ποίημα τον Οκτώβριο του 1878, προς τον Παύλο Διομήδη, τότε εκδότη της εστίας, θα πει: «Απέναντι των παραθύρων του εν Μαδουρή εξοχικού μου οίκου εγείρεται παμμεγέθης ελαία, ήτις είναι αληθής αγορά του λαού των Καλογιάννων. Εκεί συνέρχονται, ιδίως όταν επίκειται χειμών ή τρικυμία, και συναναστρέφονται μετ΄εμού και με ευφραίνουν δια των κελαηδημάτων των…»

Οικία του ποιητή Βαλαωρίτη στη Μαδουρί το 1900, φωτογραφία Wilhelm Dorpfeld

Εκεί ο Βαλαωρίτης θα γράψει και το τελευταίο ποίημά του το «Φωτεινό». Από κάποιους αναλυτές του έργο του θα θεωρηθεί το τελειότερο όλων. Μεταξύ αυτών και ο Παλαμάς που θα πει στην ανάλυσή του για το έργο του ποιητή: « [….] Η Μούσα του με το κύλημα του χρόνου, πήρε όλο της το άνθισμα […] Ο Βαλαωρίτης αηδιασμένος από τη μικροπολιτική, στην εξοχή του αποσυρμένος, βασανισμένος από την αρρώστια του και υπερευαίσθητος, δηλαδή σε κατάσταση που υπηρετεί την ποίηση και διευκολύνει τη γέννα της […]». Και σκυμμένο πάνω στο τελευταίο του έργο, στη μοναξιά της Μαδουρής, τον βρήκε ο θάνατος στις 24 Αυγούστου το 1879. Το τελευταίο αυτό ποίημα δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.

Με τις παραπάνω αναφορές, έγινε μια προσπάθεια να πλησιάσουμε την σκέψη του ποιητή κατά την ώρα της δημιουργίας των έργων του και να δούμε πως το φυσικό περιβάλλον του νησιού σχετίζεται με τη δημιουργία αυτή.

Σε αυτό λοιπόν, το «χλωρό, γαληνό νησάκι, στο βασίλειό του» σύμφωνα με τον Παλαμά, στο «ερημητήριό του», όπως το αποκαλούσε ο ίδιος, συγκεντρώθηκαν τον Ιούνιο του 1925 με αφορμή τον εορτασμό για τα 100 χρόνια της γέννησής του, οι κορυφαίοι πνευματικοί άνθρωποι της εποχής, για να αποτίσουν φόρο τιμής στη μνήμη του. Ανάμεσά τους ο Παλαμάς και ο Σικελιανός που απάγγειλαν τα ποιήματά του κάτω από τον ίσκιο των δέντρων της Μαδουρής, αγνάντια στη θάλασσα.

Το νησί στην συνείδηση των Λευκαδιτών είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τον εθνικό ποιητή. Είναι ο τόπος μνήμης, σεβασμού αλλά και περηφάνιας για τον σπουδαίο αυτό άνθρωπο, που τόσο αγάπησε το νησί και τους κατοίκους του και τόσο σκληρά και επίμονα εργάστηκε ως πολιτικός, για την ελευθερία τους και την βελτίωση της ζωής τους.

Ο τόπος αυτός συχνά περιλαμβάνονταν στο πρόγραμμα των σχολικών εκδρομών του νησιού. Η φύση του, που είναι σπάνιας ομορφιάς, καθώς και ο θρύλος του ποιητή που την περιβάλλει, κατέστησαν το νησί αγαπημένο προορισμό. Σήμερα είναι ακατοίκητο και μόνο κάποια βράδια του καλοκαιριού, το φως ανάβει στο αρχοντικό και μαρτυράει την παρουσία των απογόνων του ποιητή.

Η Μαδουρή όμως, υπήρξε και πηγή έμπνευσης κατοπινών ντόπιων ποιητών, που θέλησαν να εκφράσουν με την ποίησή τους τα αισθήματα θαυμασμού προς τον Ποιητή και να τιμήσουν την μνήμη του.

Τα ποιήματα που ακολουθούν περιλαμβάνονται σ το βιβλίο του Γ. Βουκελάτου «Ανθολογία Λευκαδίων Ποιητών»

Εδώ στο πράσινο νησί της Μαδουρής, που ακέριο
μοσχοβολάει αγράμπελη, μέντα κι αλιφασκιά,
προσκυνητάδες σήμερα ερχόμαστε και πλέριο
νιώθω ολόγυρα μου το φως που κλειούσες στην καρδιά.»

Kλεαρέτη Δίπλα – Μαλάμου

ΣΤΟ ΝΗΣΑΚΙ ΤΗΣ ΜΑΔΟΥΡΗΣ

Ω νησί που βαστούσες
του αηδονιού τη φωλιά,
και τριγύρω αντηχούσες
τη γλυκιά του λαλιά,

το πουλί πια δε θάρτει
ν΄ ακουστεί στα κλαδιά
την αυγούλα του Μάρτη,
του Απριλιού τη βραδιά.

Έρμο πούσε ακρογιάλι!…
Του άσπρου κύκνου η φωνή
στα νερά σου έχει ψάλλει
την ωδή τη στερνή.

Το στολίδι σου τ΄άρπαξε
ο καιρός χαλαστής,
και στα βράχια σου γι΄άρπα
ο γιαλός εραστής.

Τώρα αντάμα σου κλαίει
την ερμιά σας ξερή
και μοιρόλογα λέει
θλιβερά, Μαδουρή.

Μα όποιος σχίζει το κύμα
του πελάου σου, εκεί
βαθιακούει κάποια ρίμα
μια παλιά μουσική.

Χριστόφορος Λάζαρης

ΜΑΔΟΥΡΗ

(Το νησί του Βαλαωρίτη)

Ένας πράσινος βράχος φυτρώνει στο κύμα,
ευωδάνε τα μύρα στων ανθών τους χυμούς,
γύρω η φύση γελάει σ΄ανοιξιάτικο ντύμα,
η γαλήνη σκορπίζει του πελάου τους θυμούς.

Άσπρη ξέρα, π΄αστράφτει, το βράχο τυλίγει,
στα ριζά του προβάλλει παλατάκι κλειστό,
κάποιος ίσκιος πλανιέται Ποιητή, πούχει φύγει
από χρόνια, μ΄ακόμα, σαν νερό γκρεμιστό,

που πετιέται απ΄το βράχο και σκάει και παφλάζει,
βουερή βρυσομάνα το τραγούδι του, πως
της ψυχής μας τα βάθη ζωντανό τα τραντάζει!….

Ανοιξιάτικος – άκου! – καρδερίνας σκοπός
με την αύρα φερμένος στην όχθη αποπέρα
ναρκωμένη ξυπνάει την ιόνια μέρα…

Κώστας Καλάνης

ΜΑΔΟΥΡΗ

Το πέλαγος το γαλανό λιβάδι ολόγυρά σου

και συ στη μέση σα μαντρί, τα βράχια σου ο φράχτης,
σαν πρόβατα τα πεύκα σου σταλίζουνε κοντά σου.
Βοσκός με τη φλογέρα του, του Γένους μας ο ψάλτης.
Μαζί με κείνου τους σκοπούς η εικόνα σου προβάλλει
Και φαίνονται πιο λαμπερά τα σμιλευτά σου κάλλη.

Κώστας Πάλμος.

Kλεαρέτη Δίπλα – Μαλάμου: Ποιήτρια και πεζογράφος. Γεννήθηκε στην Πρέβεζα, πατρίδα της μητέρας της, και μεγάλωσε στη Λευκάδα, πατρίδα του πατέρα της, που ήταν γιατρός και λόγιος. Στην Αθήνα σπούδασε για τρία χρόνια ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών. Οριστικά όμως την κέρδισε η λογοτεχνία, με την οποία ασχολήθηκε από μικρή στη Λευκάδα, όπου επηρεασμένη από το κλίμα της εποχής, αλλά και τον πατέρα της, λάτρη του Λαμαρτίνου, έγραφε ρομαντικούς στίχους. Εξέδωσε ποιητικές συλλογές και διηγήματα και βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών για το διήγημα « Για λίγη αγάπη» το 1930 (τιμή που για πρώτη φορά αποδόθηκε σε Ελληνίδα). Πέθανε το 1977. Η Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών έστησε την προτομή της, δίπλα από εκείνες του Βαλαωρίτη και του Σικελιανού το καλοκαίρι του 1983.

Χριστόφορος Λάζαρης: Κατάγεται από την Κατούνα, όπου γεννήθηκε το 1904.Τέλειωσε το Γυμνάσιο στη Λευκάδα και το 1924 πήρε πτυχίο από τη Νομική Σχολή Αθηνών. Δικηγόρησε στη Λευκάδα από το 1928 έως το 1935. Από το 1935 στράφηκε στο δικαστικό κλάδο και εξελίχθηκε μέχρι τη βαθμίδα του Εισαγγελέα Εφετών. Νέος δημοσίευσε ποιήματά του σε εφημερίδες και περιοδικά καθώς και ποικίλα άρθρα, χωρίς ποτέ να τα εκδόσει. Το 1970 τύπωσε την αξιόλογη εργασία «Τα Λευκαδίτικα», συλλογή γλωσσικών ιδιωμάτων της Λευκάδας. Επίσης την μελέτη «Η ποινή του θανάτου» το 1977.

Κώστας Καλάνης:
Φιλολογικό ψευδώνυμο του Παναγιώτη Κ. Κατωπόδη. Γεννήθηκε το 1916. Σπούδασε Φιλολογία στην Αθήνα. Εργάστηκε σαν καθηγητής στην Μέση Εκπαίδευση. Ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία και το 1925 τύπωσε την ποιητική σύνθεση «Ταξίδια στην Ελλάδα». Άλλα ποιήματά του δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά κι εφημερίδες. Μια νουβέλλα του, «ο πόλεμος», δημοσιεύτηκε σε συνέχειες σε εφημερίδα της Καβάλας. Ανέκδοτο παραμένει το μεγαλύτερο μέρος του έργου του.

Κώστας Πάλμος: Καθηγητής θεολόγος και ποιητής. Γεννήθηκε στο Βαθύ Μεγανησίου Λευκάδας το 1933. Σπούδασε θεολογία στην Αθήνα και για λίγο καιρό Πολιτικές Επιστήμες. Μετεκπαιδεύτηκε στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης. Υπηρέτησε ως καθηγητής σε Γυμνάσια της Χίου και του Πειραιά. Ασχολήθηκε πολύ με τη λογοτεχνία, ιδιαίτερα με την ποίηση. Τύπωσε τα βιβλία: «Μεγανησιώτικα Ακρογιάλια» (1971), «Γέννημα της αγάπης» (1979), «Αγάπη και δύναμη» (1980), «Λόγια που καίνε» (1982), και «Νερά καθάρια» (1983). Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες της Χίου, της Λευκάδας, στη Νέα Εστία και αλλού.

Ευχαριστώ θερμά την κ. Χαρά Γαζή-Αρματά για τις πληροφορίες.
Πηγές:

1) Άπαντα Βαλαωρίτη – Ιστορικές Εκδόσεις Λογοτεχνίας – Γ. Μέρμηγκας – Αθήνα.

2) Γ. Γρηγόρη – Ανθολογία Λευκαδίων Ποιητών 1787-1983 – Έκδοση του περιοδικού «Λευκαδίτικη Εστία» – Αθήνα 1983.

3) www.greek-language. gr
4)  Διονύσιος Δ. Κοντογιώργης- « Ένα συναρπαστικό ταξίδι μέσα στο χρόνο» – Αθήνα 2012

Προηγουμενο αρθρο
Παραλία Μύλος
Επομενο αρθρο
Έκτακτη Γενική Συνέλευση & Ενημέρωση στο Σωματείο φίλων Ιεράς Μονής Φανερωμένης

3 Σχόλια

  1. ΕΛΒΙΝΑ ΚΩΣΤΕΛΕΤΟΥ
    19 Απριλίου 2024 at 14:24 — Απάντηση

    Δυνατό αφιέρωμα…Συγκινητικό.
    «Το ξεριζωμένο δέντρο»…..
    —Δέντρο, πώς κείτεσαι νεκρό στον άμμο του γιαλού μου; Ποιό χέρι σε ξερίζωσε, ποιά δύναμη σ’ επήρε από τη ράχη του βουνού και σ’ έριξε στο κύμα;… Εσένα τα γεράματα δε σ’ είχαν σαρακώσει στα ατάραγα κλωνάρια σου εκατοστάδες χρόνοι χωρίς να τα λυγίσουνε, εστέκαν σωριασμένοι, στη σιδερένια φλούδα σου, χωρίς να τηνε γδάρει,του λόγγου τ’ αγριοδάμαλο τα κέρατα ετροχούσε. Πες μου, πώς κείτεσαι νεκρό, ρουπάκι, στο γιαλό μου;
    —Κατέβαινε ολοφούσκωτο προχθές το Δημοσάρι, μουγκρίζοντας στο διάβα του, σα να ζητούσε αμάχη. Δεν το βαστούσαν ριζιμιά, δεν το κρατούσαν φράχτες, στο πέρασμά του εγέρνανε σα να το προσκυνούσαν οι σχίνοι, τ’ αγριοπρίναρα. Το κύμα στο θυμό του εροβολούσε πάντα εμπρός, θεότυφλο, οργισμένο, και πέφτει κατακέφαλα μ’ όλη την ανδρειά του για να ρουφήξει ένα κοντρί που τὄφραζε το δρόμο…..
    Τήραξε, με γνωρίζεις;… Θυμάσαι που ’λθες μια φορά με τα λαγωνικά σου κι επλάγιασες στον ίσκιο μου; Εγώ με τα κλωνάρια σ’ εσκέπασα στον ύπνο σου και συ με το λεπίδι εχάραξες στη φλούδα μου, πριν φύγεις, τ’ όνομά σου. Η μοίρα μάς αδέρφωσε· ξεριζωμένο τώρα γυρεύω τόπο να ταφώ… Σ’ αγάπησα… με θέλεις;
    —Μείνε, σε θέλω, δέντρο μου… Σαν έρθει και για μένα η ώρα η αναπόφευχτη οπού σε συνεπήρε, θα πω μες στα σανίδια σου να κλείσουν το κορμί μου και τ’ όνομα που φύλαξες στη φλούδα σου γραμμένο, αν θα το φάγ’ η μαύρη γη, θέλω με σε να λιώσει. Μείνε, σε θέλω, δέντρο μου, στον τάφο συντροφιά μου. Όποιος κι αν σ’ έστειλε σ’ εμέ, ρουπάκι, καλώς ήρθες…
    Εμαραθήκανε για μας του κόσμου οι πρασινάδες. Εσένα σ’ εξερίζωσε το κύμα στην οργή του, εμέ μού τρώγουν την καρδιά αχόρταγες ελπίδες. Να ’ξερες πώς τες έτρεφα! Και τώρα μία μία μαραίνονται και πέφτουνε σα φύλλα το χειμώνα. Πλάστη μεγαλοδύναμε, σπλαχνίσου με την ώρα που θά ’ρθει ο Χάρος να με βρει, και πριν σβηστεί το φως μου, στείλε μου πάλε να τα ιδώ μ’ όλη την ευμορφιά τους της νιότης μου τα ονείρατα! Άφες τα να φορέσουν τα ροδοκάλια της αυγής και στο προσκέφαλό μου να ’ρθούν να με ραντίσουνε χτυπώντας τα φτερούγια με πάχνη από τον Κίσσαβο… Πατέρα, στείλε μού τα”.

  2. θοδωρής Αραβανής
    21 Απριλίου 2017 at 17:04 — Απάντηση

    Να γίνει και ένα αφιέρωμα ιστορικό στη οικογένεια των αδελφών Μαυροειδή εμπόρων και ιδιοκτητών του νησιού Σκορπιός – σημαντική οικογένεια για την Λευκάδα – και μαζί στον σπουδαίο σισθητικό Θεοδόση Μαυροειδή ( πρόσθεδε ο ίδιος το επίθετο του παπού του Μουστοξύδης) γόνο του Σπύρου και της Μαρίσς Μαυροειδή .
    Μπορεί κάποιος φορέας πολιτιστικός απ την Νήσο να ανοίξει πλατύτερσ το έργο έστω και μικρό και σκορπισμένο σε δημοσιεύσεις του Θεοδόση Μαυροειδή -Μουστοξύδη.
    Υπάρχει και η επετηρίδα με την αναφορά στον Θεοδόση Μαυροειδή , αλλά μπορεί να γίνουν και εκτενέστερες προσεγγίσεις του έργου του.
    Ταυτόχρονα η έρευνα για την οικογένεια Μαυροειδή – αν υπάρχουν αρχεία και αναφορές στο αρχειοφυλάκειο- μπορεί να συνδυαστεί με ανάλυση των κοινωνικοπαραγωγικών και οικονομικών δεδομένων της εποχής για την Νήσο και όχι μόνο.

  3. επιλοχιας
    20 Απριλίου 2017 at 01:01 — Απάντηση

    καποτε πηγαιναν τα σχολεια εκδρομη στην Μαδουρη τωρα πανε στο ..καρμα και στις ανασκαφες του γερμανου πηγαιναν τωρα τους πανε ….παντως κατι πρεπει να γινει με τον ναο που καταρεει

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.