HomeΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣΛευκάδιοι πεζογράφοι: από την ηθογραφία του 19ου αι. προς την ψυχογραφία και την κοινωνική αναζήτηση

Λευκάδιοι πεζογράφοι: από την ηθογραφία του 19ου αι. προς την ψυχογραφία και την κοινωνική αναζήτηση

Του Δημήτρη Σπ. Τσερέ

ΜΕΡΟΣ Α’

Νικόλαος Ι. Σταματέλος (1861-1889) – Ευστάθιος Βερροιώτης (1860-1928) – Διονύσης Δεβάρης (1883-1955) – Ανδρέας Δεβάρης (1877-1973) – Ανδρομάχη Φίλιππα-Χαριτωνίδου (1891-1969) – Φίλιππος Λάζαρης (1914-2000) – Κώστας Καλάνης (1916-1985)

Εισαγωγικά: Πολλά από τα έργα των λευκαδίων πεζογράφων, που εξετάζουμε, δεν έχουν εκδοθεί αυτοτελώς από τους ίδιους εν ζωή, όπως συμβαίνει σήμερα. Δίπλα στα όσα έχουν εκδώσει, υπάρχουν πολλές σκόρπιες δημοσιεύσεις τους σε παλιές εφημερίδες και περιοδικά, υπάρχουν ανέκδοτα (κατά τη γραπτή μαρτυρία των ίδιων) και τα έργα μερικών ή μέρος του έργου τους συγκεντρώθηκε και εκδόθηκε μετά θάνατο. Το έργο της κατάρτισης του προς μελέτη έργου της λοιπόν και δεν ήταν εύκολο και δεν είναι οριστικό. Ας χρωστάμε χάρη στη Χαραμόγλειο Βιβλιοθήκη, αυτή την ανεξάντλητη κιβωτό της λευκαδικής λογιοσύνης, και στον Τριαντάφυλλο Σκλαβενίτη για την επίμονη ερευνητική του προσπάθεια.

Ξεκινάω με μια διευκρίνιση, που αφορά, νομίζω, όλη τη θεματική του ΚΒ Συμποσίου. Το θέμα μας «Λογοτεχνία και λογοτέχνες της Λευκάδας: 19ος-20ός αι.» δεν συνεπάγεται την ύπαρξη μιας «Λευκαδίτικης Σχολής», κατά τα γνωστά της «Κρητικής Λογοτεχνίας», «Επτανησιακής Σχολής», «Αθηναϊκής Σχολής» κ.λπ. Γενικά, αυτά αυτά τα περί «τοπικών» λογοτεχνικών σχολών στο εσωτερικό της Ν.Ε. Λογοτεχνίας –πολύ περισσότερο ενός μικρού τόπου όπως η Λευκάδα- είναι, στην καλύτερη περίπτωση, επισφαλή και, στη χειρότερη, ρηχοί «εθνικοτοπικοί» μικρομεγαλισμοί. Παλιότερα υπήρχαν, γιατί υπήρχαν συνθήκες που το επέτρεπαν. Από ένα σημείο και πέρα τέτοιες γεωγραφικές διαφοροποιήσεις δεν μπορεί να υπάρξουν για πολλούς λόγους, που δεν είναι της παρούσης, και κυρίως αφότου ένα ενιαίο εθνικό κέντρο έχει αφομοιώσει πλήρως τις πάλαι ποτέ τοπικές λογοτεχνικές ιδιαιτερότητες.

Ως εκ τούτου, το βασικό ενοποιό στοιχείο, που συνδέει τους υπό εξέταση λογοτέχνες, είναι ο κοινός γενέθλιος τόπος. Αλλά η παράμετρος αυτή του γενέθλιου τόπου συνοδεύεται από στοιχεία, που αφήνουν ενίοτε αποτύπωμα στη θεματογραφία και στην τεχνική της γραφής τους: Tο φυσικό τοπίο, η παλιότερη ενότητα του ιόνιου χώρου, η επαφή με τη Δύση, τα μεγάλα αναστήματα του Βαλαωρίτη και του Σικελιανού. Αλλά αυτά τα στοιχεία δεν αρκούν επ’ ουδενί για συγκρότηση λογοτεχνικής σχολής.
Λαμβανομένων υπόψη αυτών των περιορισμών και διεκρινίσεων, θα εστιάσουμε κυρίως στην εξελικτική διαδικασία, που μας οδηγεί από τις απλές ηθογραφικές δοκιμές των λευκαδίων δημιουργών του τέλους του 19ου αι. στις πιο φιλόδοξες προσπάθειες του επόμενου αιώνα, που φιλοδοξούν να κινηθούν στα πεδία της ψυχογραφίας και του κοινωνικού μυθιστορήματος.

Αρχίζουμε από την αναγεννητική στον χώρο της ν.ε. λογοτεχνίας τελευταία εικοσαετία του 19ου αι.: Κάνει την εμφάνισή της η γενιά του 80 με πρωταγωνιστή τον Παλαμά, υποχωρεί το κύμα του ρωμαντισμού προς όφελος ενός κάποιου ρεαλισμού, η λαογραφία φιλοδοξεί να αποδείξει την αδιάσπαστη συνέχεια του έθνους, και μέσα σ’ αυτό το κλίμα κάνει τα πρώτα του βήματα το ελληνικό διήγημα ως «ηθογραφία». Σ’ αυτή την εικοσαετία του αιώνα που λήγει η Λευκάδα έχει να παρουσιάσει δύο πεζογράφους. Δεν «χωράνε» στην παρούσα εισήγηση τα (δημοσιευμένα την προηγούμενη δεκαετία) δύο διηγήματα του Επαμεινώνδα Κονιδάρη: Οι δύο αιχμάλωτοι (Λευκάδα, 1872) και Αμαλία (Λευκάδα, 1873), που έχουν υποθέσεις ερωτικές και κινούνται στο κλίμα του επικρατούντος ρομαντισμού.

Προηγείται εκδοτικά ο μετέπειτα Δήμαρχος Λευκάδας Ευστάθιος Βερροιώτης (1860-1928), γιατρός το επάγγελμα. Ο Βερροιώτης αποφοίτησε από το Ελληνικό Σχολείο Λευκάδας και πήρε απολυτήριο από το Γυμνάσιο Λευκάδας. Εκδίδει το πρώτο βιβλίο του Ο Αλή πασσάς των Ιωαννίνων το 1881 στη Σύρο, στο Γυμνάσιο της οποίας φοίτησε στη Β΄ και Γ΄ τάξη.

Πρόκειται για μια ολιγοσέλιδη (37 σελίδες) μετριότατη ιστορική «μελέτη», στο ύφος ενός πομπώδους πανηγυρικού, με προφανή ιστορικά σφάλματα (η επίθεση του Αλή κατά της Λευκάδας το 1807 τοποθετείται πριν την άλωση του Σουλίου το 1803). Η γλώσσα είναι μια ακαλαίσθητη αρχαϊζουσα και με πολλά γραμματικά λάθη.

Το δεύτερο είναι Η καταστροφή ενός σπουδαστή (1884), στο οποίο επενδύει λογοτεχνικές φιλοδοξίες. Το κείμενο είναι γεμάτο από αφελείς κοινοτοπίες και στερεότυπα καθώς και από μια εύπεπτη ηθικολογία. Αντιπαρατίθεται από τη μια ο αστικός χώρος (η «κακή Αθήνα»), με το απατηλό πρόσωπο και από την άλλη η «καλή αγνή επαρχία». Επίσης ο «κακός πλούσιος» και «η καλή φτωχή κοπέλα»: Ο κεντρικός ήρωας, ο Σπύρος, μονογενής γιος πλούσιας αριστοκρατικής οικογένειας με πολλές γαίες από τους Βενετούς και τον τίτλο του Κόμη, χωρίς ηθικά ερείσματα, που και βιολογικά καταστρέφεται και ηθικά δεν δικαιώνεται και από την άλλη η Αυγή: φτωχή και ορφανή, αγνό τίμιο κοριτσόπουλο, καταστρεφεται βιολογικά αλλά ηθικά δικαιώνεται. Η γλώσσα του είναι υπερκαθαρεύουσα και φλερτάρει με την αρχαΐζουσα. Η γραφή είναι απολύτως άτεχνη και οι διάλογοι αφύσικοι – κυρίως λόγω της γλώσσας («Με εφόνευσας!» αναφωνεί σε αρχαίο αόριστο ο Σπύρος, όταν τον μαχαιρώνουν!).

Σαφώς ανώτερος του Βερροιώτη -και μόνος γνωστός λευκάδιος πεζογράφος την εποχή αυτή- είναι ο κατά ένα έτος νεότερός του, πτυχιούχος της Νομικής, Νικόλαος Ι. Σταματέλος (1861-1889), γιος του γνωστού Σχολάρχη και λόγιου Ιωάννη Σταματέλου. Φοίτησε στο Ελληνικό Σχολείο και το Γυμνάσιο Λευκάδας. Ο Ν.Σ. εξέδωσε μόνο μια ποιητική συλλογή «Τα στιχουργήματα». Τo υπόλοιπο έργο του βρίσκεται διάσπαρτο στα περιοδικά και τις εφημερίδες της εποχής. Από το καθαυτό πεζογραφικό του έργο ξεχωρίζουν δύο πεζά που και ο ίδιος τα ονομάζει διηγήματα: το εκτενέστερο «Ο μπάρμπα Θωμάς» (σε δυο συνέχειες) το 1884 στην Εστία και «Η γειτόνισσά μου» (σε δύο συνέχειες) στην εφημερίδα Εβδομάς το 1885. Η δράση του πρώτου διαδραματίζεται στον αγροτικό χώρο και ο ομώνυμος ήρωάς είναι μια μορφή βιβλική και τολστοϊκή, που ομολογεί ένα έγκλημα που δεν έκαμε – και που τον οδηγεί στην καταδίκη και την εκτέλεση- για να σώσει τον δράστη, που είναι ο αγαπημένος του ανεψιός. Του δεύτερου στον αστικό χώρο της Λευκάδας. Και τα δύο είναι γραμμένα σε μια μετριοπαθή καθαρεύουσα, πλην των διαλόγων, που είναι γραμμένοι σε δημοτική εμπλουτισμένη με ιδιωματισμούς.

Με σημερινά απαιτητικά κριτήρια τα δύο διηγήματα του Ν.Σ. δεν διεκδικούν δάφνες ποιότητας, καθώς είναι υποταγμένα στις προτεραιότητες που επέβαλε ο κυρίαρχος την εποχή αυτή λογοτεχνικός λαογραφισμός – ιδιαίτερα στη «Γειτόνισσα» η προσπάθεια του διηγηματογράφου εξαντλείται στο να γράψει ένα κείμενο γεμάτο από έθιμα του λαϊκού πολιτισμού – εν προκειμένω του αστικού. Αν όμως τα εντάξουμε στην εποχή τους, το πράγμα αλλάζει, ιδιαίτερα για τον «μπάρμπα Θωμά», που είναι ποιοτικότερος της «Γειτόνισσας» και, χωρίς να σπάει εμφανώς τα ηθογραφικά του δεσμά, κάνει, βήματα, προς την ψυχογραφία και τον κοινωνικό προβληματισμό, ενώ η μετριοπαθής καθαρεύουσά του επιτρέπει την ομαλή ροή της αφήγησης και όχι μόνο δεν ξενίζει τον επαρκή αναγνώστη αλλά και ενίοτε τον ικανοποιεί: δεν είναι τυχαίο ότι κέρδισε τον πρώτο έπαινο στον β΄ διαγωνισμό διηγήματος της Εστίας το 1884 αποσπώντας μάλιστα τα θερμά σχόλια της κριτικής επιτροπής (το διήγημα «θα ήτο άμεμπτον», αν δεν αναμίγνυε την «καθαρεύουσαν ελληνικήν με την Λευκαδίαν διάλεκτον…»).

Μικρή παρέκβαση: Προσέξτε τη μεγάλη εικόνα, που θα μας βοηθήσει να εκτιμήσουμε δικαιότερα τις επιδόσεις του Σταματέλου: βρισκόμαστε στην «ηρωική» εποχή του ελληνικού διηγήματος, μόλις στην αρχή της. Το 1883 (και αφού είχαν προηγηθεί οι λαογραφικές εργασίες του Ν. Πολίτη που οδήγησαν τους λογοτέχνες να ανακαλύψουν τη σύγχρονη ελληνική επαρχία και τον λαογραφικό της πλούτο και να «περάσουν» αυτό το υλικό στη θεματογραφία τους) το περιοδικό Εστία προκήρυξε τον προαναφερθέντα διαγωνισμό, που αποτέλεσε το λίκνο του ελληνικού διηγήματος. Την ίδια χρονιά η Εστία δημοσιεύει Το αμάρτημα της μητρός μου του Γ. Βιζυηνού, που σηματοδοτεί την αφετηρία της νέας εποχής στην ελληνική πεζογραφία. Ο «μπάρμπα Θωμάς» δημοσιεύεται κι αυτός στην Εστία τον επόμενο χρόνο. Ο Παπαδιαμάντης ως διηγηματογράφος εμφανίζεται κατ’ ουσίαν το 1887 με το «Χριστόψωμο» – τα προηγούμενα έτη θητεύει στο ιστορικό μυθιστόρημα. Ο αρχηγέτης της νέας εποχής στην ελληνική λογοτεχνία, ο νεαρός ακόμα Παλαμάς, πρωτοδημοσιεύει κείμενό του το 1886 (Τα τραγούδια της πατρίδας μου). Υπό το πρίσμα όλων αυτών των παραμέτρων θεωρώ ότι στη γραφή του Ν.Σ υπάρχουν ποιοτικά στοιχεία που με πείθουν ότι είχε το ταλέντο και την πνευματική σκευή να αφήσει έργο όχι μόνο ποσοτικά αλλά και ποιοτικά ανώτερο αυτού που μας άφησε, αν δεν πέθαινε τόσο νέος.

Ο επόμενος είναι ο Διονύσης Δεβάρης (1883-1955). Φοίτησε στο Ελληνικό Σχολείο και το Γυμνάσιο Λευκάδας. Ξεκίνησε ως ηθοποιός στη Νέα Σκηνή του Κ. Χρηστομάνου και κατόπιν συνέχισε ως σκηνοθέτης και ηθοποιός. Στις αρχές του 1910 σπούδασε αγγλική φιλολογία στην Αμερική στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Στην Αμερική συνδέθηκε με τον Ρέημοντ Ντάνκαν, αδελφό της Ισιδώρας Ντάνκαν, που με την Πηνελόπη Σικελιανού, αδελφή του Άγγελου, ίδρυσαν θίασο που ανέβασε την Ηλέκτρα του Σοφοκλή στις ΗΠΑ και στο Παρίσι – στο Παρίσι όπου βρισκόταν τότε ο Σικελιανός (με την Εύα Πάλμερ), με τον κύκλο του οποίου συνδέθηκε και σχετίστηκε.

Από τα διασωθέντα πεζά λογοτεχνικά γραπτά του Δ.Δ. προκύπτει καθαρά ότι ο συγγραφέας με τον τομέα αυτό ασχολήθηκε εντελώς περιστασιακά: ελάχιστα και συντομότατα γραπτά, δημοσιευμένα σε περιοδικά έντυπα, με φανερή την έλλειψη της επεξεργασίας που χαρίζει στα κείμενά του ο κατ’ επάγελμα πεζογράφος.

Αυτά τα μετρημένα στα δάκτυλα του ενός χεριού κείμενά του είναι:

«Στο βαπόρι», (ο Νουμάς, 24.04.1905), ένα σύντομο κείμενο, κατ’ οικονομίαν διήγημα, που η δράση του περιλαμβάνει μια μέρα στο καράβι. Πυρήνας του το κοντράστο ανάμεσα σε ένα ευχάριστο ταξίδι και την απόπειρα μιας «τρελλής» (που είχε πνιγεί ο άνδρας της στη θάλασσα) να πέσει στη θάλασσα να πνιγεί. Η αφήγηση και ο διάλογος σε στρωτή δημοτική χωρίς εξάρσεις, ο λόγος μικροπερίοδος. Ακολουθεί «Ο σιόρ Τζώρτζης» με τον επίτιτλο «Επαρχιώτικα» (Νουμάς,1905), ένα κείμενο λίγο μεγαλύτερο του προηγούμενου, σε δημοτική πάντα, που παρουσιάζει ενδιαφέρουσες όψεις της αστικής ζωής της «καλής κοινωνίας» της Λευκάδας των αρχών του 20ου αι. Το επόμενο χρονολογικά είναι το «Για πάντα», (Νουμάς 1906), μια σύντομη και σαφώς ποιητική πρόζα, αφιερωμένη σε μια αγαπημένη γυναίκα. Στο κείμενο αυτό ο Δ.Δ.ανακαλεί εικόνες και μνήμες από το παρελθόν της αγάπης αυτής και, προφανώς επειδή εγγράφει σ’ αυτό λογοτεχνικές αξιώσεις, ψιμυθιώνει τη δημοτική του με πιο χτυπητά εκφραστικά μέσα, η λιτότητα του ύφους υποχωρεί υπέρ ενός ύφους πιο «υψηλού» και ο λόγος τείνει να γίνει μακροπερίοδος ώστε να ανταποκριθούν στη βαρύτητα του θέματος. Στην εφ. Η ηχώ της Λευκάδας (Αύγ.-Σεπτ. 2011) αναδημοσιεύτηκε «Ο κάβος της κυράς» (άγνωστο πότε και που πρωτοδημοσιεύτηκε), μια πολύ σύντομη αναφορά στην ιστορία του ακρωτηρίου του Λευκάτα, που αναπαράγει τα όσα ήδη γνωρίζουμε περί αυτού. Παρεμπιπτόντως, ο Δ.Δ. μετάφρασε από τα παραμύθια του Hofmann «Το τραγούδι της Αντωνίας» (περ. Ακρίτας, 1904) και «Οι Ρουθίνιοι» του Carl Morburger (περ. Ακρίτας, 1904).

Αλλά η πιο φιλόδοξη πεζογραφική δοκιμή του Δ.Δ. είναι το διήγημα (;) «Η Γιαννούλα» με τον επίτιτλο «Επτανησιακές ιστορίες», το πιο εκτεταμένο πεζό του, δημοσιευμένο το 1917 σε τρεις συνέχειες στο περιοδικό Ελληνικός Κόσμος, του οποίου ο Δ.Δ. ήταν συνιδιοκτήτης και διευθυντής, εκ των οποίων η τρίτη λανθάνει. Η υπόθεση εκτυλίσσεται σε ένα αστικό λευκαδίτικο σπίτι στις αρχές του 20ού αιώνα και ο πυρήνας της είναι η θλιβερή μοίρα των φτωχών κοριτσιών, των «δουλικών», που η ανάγκη τα έριξε να υπηρετούν στα πλούσια αστικά σπίτια, θέμα πασίγνωστο στα κείμενα της λευκαδικής λογιοσύνης αλλά και διατηρημένο ανεξίτηλα στη μνήμη της τοπικής κοινωνίας, το οποίο λίγο αργότερα ο Κώστας Καλάνης θα το χειριστεί με ιδιαίτερη οξύτητα, όπως θα δούμε παρακάτω. Δυστυχώς, η έλλειψη της τρίτης συνέχειας δεν μας επιτρέπει τη διατύπωση μιας συνολικής αξιολόγησης.

Περνάμε στον αδελφό του προηγούμενου, τον Ανδρέα Δεβάρη (1887-1973). Φοίτησε στο Ελληνικό Σχολείο Λευκάδας- Για το Γυμνάσιο δεν έχουμε στοιχεία. Έζησε (από το 1925 περίπου ως το θάνατό του), παντρεύτηκε και πέθανε στη Δράμα. Γνωρίζουμε δύο εκδεδομένα κείμενα του: Το Λόγια του αέρος για τη γυναίκα…(1950), που είναι η ανάπτυξη μιας μετριότατης διάλεξης, στην οποία μπλέκει τα πιο ετερόκλιτα πράγματα από όσα έχει διαβάσει και έχει στο μυαλό του, και το μυθιστόρημα με τίτλο Σαν αεράκι απ’ το Ιόνιο (1954).

Το σχέδιο του Δεβάρη στο Σαν αεράκι από το Ιόνιο είναι μεγαλεπήβολο. Είναι το πρώτο μυθιστόρημα λευκαδίου που γνωρίζουμε, αρκετά εκτεταμένο (τριακόσιες σχεδόν σελίδες) οποίο φιλοδοξεί να καταρτίσει ένα μεγάλο πίνακα της αστικής ζωής της Λευκάδας στα χρόνια του Μεσοπολέμου. Πίσω από τις λογοτεχνικές persones του κρύβονται υπαρκτά πρόσωπα της αστικής Λευκάδας και κέντρο της δράσης του είναι το σαλόνι της επιφανούς, κοινωνικά και πολιτικά, οικογένειας των Χωματάδων. Οι φιλοδοξίες του όμως πάνε πιο πέρα. Φιλοδοξεί να προικίσει τους ήρωές του με διανοητικές και ψυχικές ιδιότητες, που υπερβαίνουν κατά πολύ τα δεδομένα και τα όρια της κοινωνίας, μέσα στην οποία ζουν.

Η εκτέλεση του σχεδίου όμως είναι προβληματική. Οι χαρακτήρες των ηρώων του είναι περισσότερο διανοητικές κατασκευές παρά υπαρκτοί άνθρωποι. Ιδίως ο κεντρικός ήρωάς του, ο Περικλής, έχει στοιχεία «υπεράνθρωπου», κινούμενου πέραν του καλού και του κακού (ιδέας ευρέως διαδεδομένης την εποχή του Μεσοπολέμου) και όχι κοινού θνητού. Συναφές με το προηγούμενο: οι διάλογοί του (παρότι δεν λείπουν τα έξυπνα ευρήματα) είναι μακροσχοινείς και τυποποιημένοι: σχεδόν όλοι αρχίζουν με ένα μελοδραματικό «ω» (προφανώς επίδραση από τον Σικελιανό) και το ρήμα, που ακολουθεί όλες τις φράσεις των ηρώων του (ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας, ανεξαρτήτως τόπου και χρόνου) είναι το εξίσου μελοδραματικό «έκραξε», ποτέ το «λέει» ή «είπε». Από την άλλη αυτοί οι μακροσκελείς, «τεθλασμένοι» και όχι ευθύβολοι, και σε δεύτερο πληθυντικό πρόσωπο διάλογοι ανταποκρίνονται κατά το μάλλον ή ήττον στο ήθος των αστών. Η γλώσσα του είναι δημοτική με ροπή προς αυτό που θα λέγαμε «λαϊκή» δημοτική (συφώνησε αντί συμφώνησε, συβιβάστηκε αντί συμβιβάστηκε, και κατά κόρον λαθεμένη χρήση της έκθλιψης ως δήθεν στοιχείου λαϊκού ύφους). Ενοχλητικό στοιχείο ύφους αποτελεί και η κατάχρηση της αντωνυμίας «κάποιος» (κάποιο περιβόλι, κάποιο λιβάδι, κάποια σκέψη, κάποιο συναίσθημα) εκεί που αναμένεται και χρειάζεται κάτι συγκεκριμένο.
Με το Σαν αεράκι από το Ιόνιο ο Α. Δ. έχει ξεφύγει καθαρά από την ηθογραφία. Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε το μυθιστόρημά του «κοινωνικό».

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Εκφωνήθηκε (με μικρές παραλείψεις και προσαρμογές) την Πέμπτη 10.08.2017, 2η ημέρα του ΚΒ Συμποσίου της Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών στην αίθουσα εκδηλώσεων του Πνευματικού Κέντρου Λευκάδας με θέμα «ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ ΤΗΣ ΛΕΥΚΑΔΑΣ: 19ος-20ός αι.».

Προηγουμενο αρθρο
Ο Παππάς φτύνει το πτυχίο του παιδιού σου
Επομενο αρθρο
Πνιγμός στο Πόρτο Κατσίκι (ανανέωση)

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.