HomeΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣΛευκάδιος Χερν: Αλήθειες για την ανάγνωση και τη λογοτεχνία (Ι)

Λευκάδιος Χερν: Αλήθειες για την ανάγνωση και τη λογοτεχνία (Ι)

Της Παρασκευής Κοψιδά-Βρεττού

Αφιέρωμα ανήμερα των γενεθλίων του (27 Ιουνίου 1850)

Η συνέντευξη που ακολουθεί με θέμα την ανάγνωση, θα μπορούσε να είναι μια πραγματική συνέντευξη. Για ποιο λόγο όμως θα μπορούσε να είναι και για ποιο λόγο δεν είναι; Ο Λευκάδιος Χερν (1850-1904), όντας ο ίδιος δημοσιογράφος-έτσι επιβίωσε οικονομικά στη διάρκεια της πολυκύμαντης ζωής του μέχρι τα χρόνια της Ιαπωνίας (1890-1904), οπότε έκαμε τον δάσκαλο της αγγλικής γλώσσας και της αγγλικής λογοτεχνίας- δεν έδωσε ποτέ συνέντευξη μ’αυτό το θέμα. Τις απόψεις ωστόσο που μεταφέρουμε σ’αυτή τη φανταστική εν μέρει συνέντευξη, μόνο ως μια διαφορετική και περισσότερο ενδιαφέρουσα μεταγραφή των δικών του απόψεων περί ανάγνωσης και λογοτεχνίας (On Reading in relation to Literature), τις ανέπτυξε με τη μορφή πανεπιστημιακών παραδόσεων στο Πανεπιστήμιο του Τόκυο, μεταξύ των ετών 1896 και 1902.

H πρώτη έκδοση των παραδόσεων αυτών, από λεπτομερείς σημειώσεις φοιτητών του, έγινε στην Αμερική το 1917, μετά τον θάνατο του Λευκάδιου Χερν (1904) (Lafcadio Hearn-Yakumo Koizumi, On Reading in relation to Literature, Atlantic Monthly Press, Boston 1917, by Mitchell McDonald). Δεν θα αναφερθούμε, σ’αυτό το εισαγωγικό μας σημείωμα, στη σχέση του Χερν με την ανάγνωση και ειδικότερα με τη λογοτεχνία, στη βαθυστόχαστη κριτική και συγκριτική του σκέψη, στην άνεσή του να κινείται στοχαστικά πάνω σε θέματα, συγγραφείς και έργα της παγκόσμιας λογοτεχνικής κληρονομιάς, από την ελληνική, ρωμαϊκή αρχαιότητα μέχρι τη σύγχρονή του λογοτεχνική παραγωγή. Θα τον αφήσουμε να μιλήσει ο ίδιος με την αυθεντική του φωνή, καθώς «ανακρίνεται» από τον «διαβασμένο» (φανταστικό) συνομιλητή του. Θα σημειώσουμε μόνο ότι αυτή η συνέντευξη είναι ως να δόθηκε σήμερα, σε σημερινά ακροατήρια μαθητών ή σπουδαστών, σε μια υψηλής πνευματικότητας και βαθιάς γνώσης αλλά και παιδαγωγικού ήθους προσπάθεια να δειχθεί η ηθική, αισθητική και κοινωνική λειτουργία της ανάγνωσης, η ηθοποιός επίδραση της λογοτεχνίας. Ας ακούσουμε τον δάσκαλο Χερν με την ίδια «ιερή αφοσίωση» που τον άκουσαν οι Ιάπωνες φοιτητές του πριν από 120 περίπου χρόνια.

Ερώτηση: Αναφερόμαστε στην ανάγνωση, θεωρώντας ότι πρόκειται για μια πολύ απλή δραστηριότητα. Είναι όμως πράγματι τόσο απλή όσο τη θεωρούμε;

Απάντηση (Χερν): Έχετε δίκιο που κλονίζετε τη βεβαιότητα των πολλών για την ευκολία της πράξης της ανάγνωσης. Όχι. Πιστεύω πως η ανάγνωση δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Και ότι οι περισσότεροι άνθρωποι νομίζουν ότι διαβάζουν-αναφερόμενοι απλώς στην αυθόρμητη πράξη της ανάγνωσης. Που μπορεί να είναι είτε μια μηχανιστική διαδικασία, ενώ το μυαλό «τρέχει» ταυτόχρονα σε άλλα πράγματα, είτε μια εντελώς εξωτερική διαδικασία χωρίς βαθύτερη κατανόηση. Χωρίς σημαντική εμπειρία στην ανάγνωση, της λογοτεχνίας εννοώ, (για την επιστήμη τα πράγματα είναι ακόμα πιο σύνθετα γιατί απαιτούν και εξειδικευμένη γνώση), είναι σχεδόν αδύνατο να μάθει κάποιος να διαβάζει. Με εξαίρεση βέβαια έναν πολύ μικρό αριθμό ανθρώπων που γεννιούνται με ένα είδος κληρονομικού λογοτεχνικού ενστίκτου, που μπορούν να διαβάσουν πολύ καλά ακόμα και πριν φτάσουν στην ηλικία των εικοσιπέντε χρόνων. Αλλά αυτά είναι εξαιρετικές περιπτώσεις και τη συζήτησή μας ενδιαφέρει, νομίζω, ο μέσος όρος.

Ερώτηση: Επανέρχομαι στο αρχικό ερώτημα: Τι εννοούν οι περισσότεροι άνθρωποι όταν αναφέρονται στην ανάγνωση;

Απάντηση: Εκτός από τα παραπάνω που σας ανέφερα, οι πολλοί αναγνώστες μένουν στο αφηγηματικό μέρος, στο story ενός λογοτεχνικού έργου, στην υπόθεση. Τι μας αφηγείται ο συγγραφέας (αυτόν θεωρούν και αφηγητή του έργου). Κι αυτό είναι που προσδίδει και τον ψυχαγωγικό χαρακτήρα της λογοτεχνίας για τους αδέξιους αναγνώστες της. Αυτό βέβαια δεν μπορώ να το ονομάσω «ανάγνωση». Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος των αναγνωστών σε όλο τον κόσμο διαβάζουν μ’αυτό τον τρόπο. Χιλιάδες και χιλιάδες βιβλία αγοράζονται κάθε χρόνο, κάθε μήνα, θα μπορούσα να πω ακόμη και κάθε μέρα, από ανθρώπους που κατά βάση δεν διαβάζουν καθόλου. Νομίζουν μόνο ότι διαβάζουν. Αγοράζουν βιβλία μόνο για να διασκεδάσουν, “να σκοτώσουν το χρόνο τους”, όπως το αποκαλούν. Σε μια ή δύο ώρες τα μάτια τους έχουν διατρέξει όλες τις σελίδες και στο μυαλό τους σχηματίζεται μια αόριστη ιδέα για το τι έχουν διαβάσει. Κι αυτό πραγματικά πιστεύουν ότι είναι η ανάγνωση. Τίποτα δεν είναι πιο συνηθισμένο από την ερώτηση: “Έχεις διαβάσει αυτό το βιβλίο;” Ή να ακούσεις κάποιον να λέει: «Έχω διαβάσει αυτό το βιβλίο». Αλλά αυτοί οι άνθρωποι δεν μιλούν σοβαρά. Γιατί κανένας δεν είναι σε θέση να εκφράσει μια αξιόλογη γνώμη γι’αυτό που έχει διαβάσει. Πολλές φορές ακούω τους μαθητές και τους φοιτητές μου να λένε ότι έχουν διαβάσει ορισμένα βιβλία. Αλλά αν τους ζητήσω να μου πουν κάτι περισσότερο σχετικά με το βιβλίο, βρίσκω ότι δεν είναι σε θέση να απαντήσουν. Ή, στην καλύτερη περίπτωση, θα επαναλάβουν μόνο κάτι που έχει πει κάποιος άλλος για το βιβλίο που έχουν διαβάσει. Αυτό βέβαια δεν είναι μια ιδιαιτερότητα μόνο για τους μαθητές. Πρόκειται για τον τρόπο που το μεγάλο κοινό σε όλο τον κόσμο «καταβροχθίζει» τα βιβλία.

Ερώτηση: Βλέπω ότι με τη συζήτησή μας περιπλέκονται τα πράγματα. Όση ώρα σας παρακολουθώ να μιλάτε, κάνω ταυτόχρονα και την αυτοκριτική μου. Βρίσκω ότι κι εγώ εν μέρει ανήκω στο μεγάλο κοινό, όπως είπατε, κι ότι πολύ συχνά αρκούμαι στο να πω για ένα βιβλίο: μου άρεσε ή δεν μου άρεσε… Δηλαδή, κατά τη γνώμη σας, το έργο του «επαρκούς αναγνώστη» είναι πολύ κοντά ή και ταυτίζεται με το έργο του κριτικού;

Απάντηση: Δεν θα ήθελα να σας απογοητεύσω. Αλλά, θα έλεγα ότι η διαφορά μεταξύ του μεγάλου κριτικού και του κοινού ανθρώπου είναι κυρίως ότι ο σπουδαίος κριτικός ξέρει να διαβάζει και ότι το κοινό δεν ξέρει. Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί πραγματικά να διαβάσει ένα βιβλίο εάν δεν είναι σε θέση να εκφράσει μια αυθεντική γνώμη σχετικά με το περιεχόμενο του βιβλίου.

Ερώτηση: Αν ερμηνεύω σωστά τις σκέψεις σας, νομίζω ότι για σας η ανάγνωση είναι ταυτόχρονα –ή κυρίως- και μελέτη. Δηλαδή «διαβάζω ένα βιβλίο» σημαίνει «μελετώ ένα βιβλίο». Κάτι που δεν το συνηθίζει ο μέσος αναγνώστης της λογοτεχνίας. Η μελέτη αφορά, κατά την κοινή αντίληψη, την ανάγνωση ενός επιστημονικού, ιστορικού ή φιλοσοφικού έργου. Τότε διαβάζουμε αργά, σημειώνουμε, σκεφτόμαστε πάνω σ’ αυτά που διαβάζουμε. Είναι πράγματι μια επίπονη διαδικασία. Όμως η ανάγνωση ενός μυθιστορήματος ή ποιήματος έξω από τις σχολικές αίθουσες, γίνεται για την ψυχαγωγία μας. Η μελέτη και η ψυχαγωγία, είναι ωστόσο δύο διαφορετικές-και μάλλον αντίθετες- έννοιες, δεν νομίζετε;

Απάντηση: Οι νέοι άνθρωποι θεωρούν γενικά ότι πρόκειται για δύο διαφορετικά πράγματα. Στην πραγματικότητα ένα αξιόλογο λογοτεχνικό βιβλίο θα πρέπει να διαβάζεται όπως ένα επιστημονικό βιβλίο. Να γίνεται δηλαδή αντικείμενο βαθιάς και ουσιαστικής μελέτης κι όχι απλώς ένα μέσον ψυχαγωγίας. Πιστεύω πράγματι πως ένα σημαντικό λογοτεχνικό βιβλίο έχει την αξία του επιστημονικού ή φιλοσοφικού βιβλίου, αν και αυτή η αξία μπορεί να είναι διαφορετικής ποιότητας και διαφορετικού είδους. Κι εδώ θα πω κάτι ενδεχομένως παράδοξο: Το καλό βιβλίο μυθοπλασίας ή η καλή ποίηση είναι μια επιστημονική εργασία. Γιατί το λέω αυτό; Επειδή έχει συντεθεί σύμφωνα με τις καλύτερες αρχές πολλών επιστημών, αλλά κυρίως σύμφωνα με τις αρχές της μεγάλης επιστήμης της ζωής: της γνώσης της ανθρώπινης φύσης.

Ερώτηση: Είναι πολύ ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη η άποψη που διατυπώνετε για την υψηλή λογοτεχνία. Και απαιτεί φυσικά μια εξίσου υψηλή συνειδητότητα εκ μέρους του αναγνώστη. Που όμως, όσο και αν το προσπαθήσουμε δεν θα μπορέσουμε να το πετύχουμε, παρά μόνον επιλεκτικά. Αλλά, αναρωτιέμαι, και ζητώ μιαν απάντηση από σας, είναι «κακό» και πόσο «κακό» η ανάγνωση που ψυχαγωγεί;

Απάντηση: Θα μπορούσε να μας δώσει όχι εύκολες ή αβασάνιστες απαντήσεις πάνω στην έννοια της ψυχαγωγίας η αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Αλλά ας μην ξεστρατίσουμε από το πολύ συγκεκριμένο ζήτημα που θέτετε. Οι άνθρωποι που δεν έχουν ικανοποιητική μόρφωση, φυσικά και διαβάζουν για να ψυχαγωγηθούν. Και επιλέγουν τα βιβλία που θα τους προσφέρουν αυτή την ψυχαγωγία. Κανένας δεν μπορεί να τους κατηγορήσει γι’αυτό.

Γιατί δεν είναι σε θέση να αναγνωρίσουν και να κατανοήσουν τις βαθύτερες ποιότητες της πραγματικά μεγάλης λογοτεχνίας. Αλλά ένας νέος άνθρωπος που έχει περάσει από το πανεπιστήμιο, έχει υποχρέωση να πειθαρχήσει τον εαυτό του ώστε από νωρίς να μην του επιτρέπει να διαβάζει για απλή ψυχαγωγία. Κι όταν καταφέρει να τον πειθαρχήσει, τότε είναι βέβαιο ότι τίποτα δεν θα μπορεί να διαβάσει απλώς για να ψυχαγωγηθεί. Θα παραμερίζει κάθε βιβλίο που δεν θα του προσφέρει διανοητική τροφή, που δεν θα ανακινεί τα υψηλότερα συναισθήματά του και δεν θα είναι πρόκληση για το πνεύμα του.

Από την άλλη πλευρά, έχουμε χιλιάδες και χιλιάδες ανθρώπους που έχουν αποχτήσει τη συνήθεια τού να διαβάζουν για να ψυχαγωγηθούν. Πρόκειται για μια συνήθεια, ίδια με κείνη τού να πίνεις κρασί ή να καπνίζεις όπιο. Είναι κάτι σαν ναρκωτικό, κάτι που σε βοηθάει να περνάς την ώρα σου ευχάριστα, που σε κρατάει σε μια διαρκή ονειρική κατάσταση. Κι ακόμα, κάτι που τελικά καταλήγει στην καταστροφή κάθε ικανότητας σκέψης, εξασκώντας μόνο τα επιφανειακά μέρη του μυαλού και αφήνοντας τις βαθύτερες πηγές των αισθημάτων και τις ανώτερες ικανότητες αντίληψης ανενεργές.

Ερώτηση: Δηλαδή υποστηρίζετε ότι η ανάγνωση με σκοπό την ψυχαγωγία, αφενός προκαλεί ένα είδος εθισμού (αναφέρατε το αλκοόλ και το όπιο) και αφετέρου –όπως είναι επόμενο- προκαλεί σημαντική έκπτωση στις διανοητικές λειτουργίες. Θα μπορούσατε να μας δώσετε την εικόνα σαφέστερα με κάποια παραδείγματα;

Απάντηση: Καταλαβαίνω ότι σας στενοχωρώ, και ότι δεν γίνομαι ευχάριστος. Ούτε και οι φοιτητές μου στο πανεπιστήμιο ακούν ευχαρίστως αυτές τις απόψεις, αν και στην Ιαπωνία δεν έχει ξεσπάσει σε μεγάλη έκταση αυτό το φαινόμενο της ψυχαγωγικής μαζικής ανάγνωσης, όπως στη Δύση. Προσπαθώ να προλάβω δυσάρεστες καταστάσεις και στην Ιαπωνία.

Ας πάρουμε λοιπόν την υποθετική περίπτωση ενός νεαρού υπαλλήλου, ο οποίος στη διάρκεια της διαδρομής από το σπίτι στο γραφείο και από το γραφείο στο σπίτι συνηθίζει να διαβάζει για να περάσει η ώρα ώσπου να φτάσει στον προορισμό του. Και τι διαβάζει; Ένα μυθιστόρημα, βέβαια. Πολύ εύκολη υπόθεση, που του επιτρέπει να ξεχνάει για λίγο τα προβλήματά του, να απομακρύνει τη σκέψη του από τις μικροστενοχώριες της καθημερινής ρουτίνας.

Σε μία ή δύο μέρες τελειώνει το μυθιστόρημα. Και τότε παίρνει άλλο. Διαβάζει γρήγορα αυτές τις μέρες. Μέχρι το τέλος του χρόνου μπορεί να διαβάσει εκατόν πενήντα ή και διακόσια μυθιστορήματα. Ανεξάρτητα από το πόσο φτωχός είναι, αυτή η πολυτέλεια είναι δυνατή γι αυτόν, επειδή υπάρχουν οι κινητές βιβλιοθήκες. Στη διάρκεια κάποιων χρόνων θα έχει διαβάσει πολλά μυθιστορήματα. Μήπως του αρέσουν; Όχι. κι αν τον ρωτήσετε θα σας απαντήσει ότι είναι όλα περίπου τα ίδια, αλλά τον βοηθούν να περάσει τον ανενεργό χρόνο του. Έχουν γίνει μια ανάγκη γι’αυτόν. Θα ήταν δυστυχής αν δεν μπορούσε να συνεχίσει αυτό το είδος ανάγνωσης. Είναι απολύτως αδύνατο το αποτέλεσμα να είναι ο,τιδήποτε άλλο από μια «ευκαιρία» αποχαύνωσης. Δεν μπορεί καν να θυμηθεί τα ονόματα μερικών έστω από τα εκατοντάδες βιβλία που έχει διαβάσει. Πολύ λιγότερο θυμάται το περιεχόμενό τους. Το αποτέλεσμα αυτής της ανάγνωσης δεν σημαίνει τίποτα παρά μια θολότητα στο μυαλό του. Αυτό είναι το άμεσο αποτέλεσμα. Το έμμεσο αποτέλεσμα είναι ότι το μυαλό παύει να αναπτύσσεται. Όλη η διανοητική ανάπτυξη αναγκαστικά συνεπάγεται κάποιο πόνο. Και η ανάγνωση για την οποία κάνουμε κουβέντα, έχει χρησιμοποιηθεί ασυνείδητα ως μέσο για την αποφυγή αυτού του πόνου. Ε, λοιπόν, η συνέπειά της είναι η ατροφία του μυαλού. Φυσικά αυτό ακούγεται σαν μια ακραία περίπτωση. Αλλά είναι το τελικό αποτέλεσμα της ανάγνωσης για ψυχαγωγία κάθε φορά που μια τέτοια ψυχαγωγία γίνεται συνήθεια και όταν υπάρχουν μέσα προσιτά για να ικανοποιηθεί η συνήθεια.

Ερώτηση: Δηλαδή υπάρχουν βιβλία λογοτεχνικά που πρέπει οπωσδήποτε να αποφεύγονται για τις συνέπειες που μπορεί σταδιακά να έχουν στο μυαλό του αναγνώστη;

Απάντηση: Για να είμαστε ειλικρινείς, είναι ίσως υπερβολικό να ισχυριστούμε ότι υπάρχουν βιβλία που δεν έχουν καμιά απολύτως αξία. Αισθάνομαι να έχω ενοχικά σύνδρομα αν το υποστηρίξω αυτό. Εδώ όμως χρειάζεται η μαεστρία του αναγνώστη. Είναι ακριβέστερο να πούμε ότι το καλό που υπάρχει σ’ένα βιβλίο εξαρτάται πολύ περισσότερο από την επιρροή που ασκεί στις συνήθειες του αναγνώστη παρά από την τέχνη του συγγραφέα του, ανεξάρτητα από το πόσο σημαντικός είναι αυτός ο συγγραφέας.

Ερώτηση: Θα θέλατε να διευκρινίσουμε λίγο περισσότερο το ζήτημα του αναγνώστη; Ποια δηλαδή θα μπορούσε να θεωρηθεί μια «σωστή» ανάγνωση;

Απάντηση: Ευχαριστώ για το διευκρινιστικό ερώτημα, γιατί το θεωρώ πολύ σημαντικό. Κάποτε σε μια διάλεξή μου μίλησα για την υπεροχή των μεθόδων παρατήρησης του παιδιού σε σχέση με κείνες του ενήλικα. Ε, λοιπόν το ίδιο συμβαίνει και με την ανάγνωση. Σίγουρα το παιδί διαβάζει απλά, πολύ απλά πράγματα. Όμως διαβάζει σχολαστικά, με προσοχή και σκέφτεται συνεχώς κι ακούραστα πάνω σ’αυτό που διαβάζει. Ένα παραμυθάκι μπορεί να του απασχολεί το μυαλό για ένα μήνα μετά την ανάγνωσή του. Όλη η ενέργεια της φαντασίας του εξαντλείται πάνω στην ιστοριούλα που έχει διαβάσει. Και αν οι γονείς του είναι έξυπνοι, δεν θα του επιτρέψουν να διαβάσει μια δεύτερη ιστορία, μέχρι που η ευχαρίστηση της πρώτης και το δημιουργικό της αποτέλεσμα θα έχουν αρχίσει να εξασθενούν. Οι μεταγενέστερες συνήθειες, αυτές που έχω περιγράψει ως κακές, θα καταστρέψουν σύντομα τη δυνατότητα του παιδιού να διαβάζει με προσοχή και κρίση.

Ερώτηση: Τελικά η ανάγνωση-η σωστή ανάγνωση-, που προϋποθέτει, νομίζω, τη σωστή επιλογή των βιβλίων, πόσο δύσκολο πράγμα είναι και πώς διαμορφώνεται;

Απάντηση: Είναι γεγονός πως η ανάγνωση δεν είναι καθόλου εύκολο πράγμα, σε αντίθεση με ό,τι πιστεύουν οι περισσότεροι άνθρωποι. Προπάντων επειδή, εκτός των ατομικών προϋποθέσεων, κυκλοφορούν πολλοί κατ’έτος τίτλοι βιβλίων. Η επιλογή των καλύτερων είναι θέμα συντονισμού πολλών πραγμάτων . Και εξάσκησης. Στο Λονδίνο για παράδειγμα, εκδίδονται κάθε χρόνο, πάνω από 6.000 βιβλία. Ποτέ δεν ήταν χαμηλότερος ο μέσος όρος των αναγνωστών που επιλέγουν ένα καλό βιβλίο. Τα βιβλία ακολουθούν κι αυτά τη μόδα. Γράφονται, πουλιούνται και διαβάζονται σύμφωνα με τη μόδα.

Ερώτηση: Περίεργα ακούγεται η σύνδεση του βιβλίου με τη μόδα. Θα πίστευε κανένας ότι το βιβλίο ακολουθεί τους δικούς του δρόμους…

Απάντηση: Κι όμως, υπάρχει μια μόδα και στη λογοτεχνία, όπως σε κάθε τι άλλο. Και καθώς ένα ιδιαίτερο είδος ψυχαγωγίας εκφράζεται ως επιθυμία του κοινού, γι’αυτό και προσφέρεται ένα ιδιαίτερο είδος ανάγνωσης ώστε να αντιμετωπιστεί η ζήτηση. Έτσι, σ’ένα τέτοιο κοινό είναι άχρηστη η τέχνη και η ομορφιά της πραγματικής λογοτεχνίας, η υψηλή σκέψη που εκφράζεται σε ένα μεγάλο βιβλίο, τόσο που οι άνθρωποι των γραμμάτων σχεδόν έχουν πάψει να παράγουν αληθινή λογοτεχνία. Όταν ένας συγγραφέας μπορεί να κερδίσει πολλά χρήματα γράφοντας ένα βιβλίο χωρίς στυλ ή ομορφιά, μια απλή αφήγηση π.χ. για να διασκεδάσει τον αναγνώστη του, και ξέρει ταυτόχρονα ότι αν έπρεπε να ξοδέψει τρία, πέντε ή δέκα χρόνια στην παραγωγή ενός πραγματικά καλού βιβλίου, πιθανότατα θα πέθαινε από την πείνα, τότε αναγκάζεται να προδώσει τα υψηλότερα καθήκοντα του επαγγέλματός του. Συγγραφείς που έχουν οικονομική άνεση, πιθανόν να προσπαθήσουν να δώσουν κάτι σημαντικό από καιρό σε καιρό. Αλλά δύσκολα μπορούν να έχουν αναγνώστες. Δεν θέλω να είμαι απαισιόδοξος, αλλά το γούστο χειροτερεύει τόσο πολύ τα τελευταία χρόνια, ώστε, όπως σας είπα πριν, το στυλ έχει σχεδόν εξαφανιστεί. Και το στυλ σημαίνει σκέψη. Και αυτή η κατάσταση των πραγμάτων στην Αγγλία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις κακές συνήθειες της ανάγνωσης, στο ότι οι άνθρωποι δεν ξέρουν πώς να διαβάσουν.

Ερώτηση: Αναφερθήκαμε στους αναγνώστες και στους συγγραφείς, στη συγγραφή και την κυκλοφορία και την επιλογή ανάγνωσης ενός βιβλίου. Ας έρθουμε τώρα σε κάποιους άλλους βασικούς συντελεστές του βιβλίου. Εννοώ τους επαγγελματίες της ανάγνωσης και τους εκδότες.

Απάντηση: Περνάμε τώρα με την εύστοχη επέκταση της συζήτησής μας σε περισσότερο εμπορικούς ή «κερδώους» συντελεστές της ανάγνωσης. Σ’αυτούς που σε σημαντικό βαθμό προσδιορίζουν τη μόδα και κατευθύνουν τη μαζική αγορά του βιβλίου και το «γούστο» του κοινού. Οφείλω βέβαια από την αρχή να προειδοποιήσω για τη διαφορετικότητα του ρόλου αυτών των δύο κατηγοριών που αναφέρατε. Οι πρώτοι είναι εξαρτημένοι από τους δεύτερους και ναι μεν ασκούν κριτικά το έργο τους αλλά οι τελικές επιλογές και τα κριτήρια –εμπορικότητας πρωτίστως- βρίσκονται στο χέρι του επιχειρηματία εκδότη. Ποιο είναι λοιπόν το έργο του επαγγελματία αναγνώστη; Είναι ο άνθρωπος που καλείται να διαβάσει χιλιάδες σελίδες έργων που υποβάλλονται προς έκδοση σε έναν εκδοτικό οίκο και που πρέπει να τα αξιολογήσει και να αποφανθεί για την αξία τους. Και στη συνέχεια να προτείνει στον εκδότη κάποια απ’αυτά ώστε να εκδοθούν. Ο όγκος βέβαια των χειρογράφων είναι τεράστιος. Να σκεφτείτε ότι στο γραφείο ενός μεγάλου εκδοτικού οίκου που επισκέφθηκα, φτάνουν κάθε χρόνο δεκαέξι χιλιάδες χειρόγραφα. Όλα αυτά πρέπει να εξεταστούν και να κριθούν. Και η εργασία αυτή σε όλους τους εκδοτικούς οίκους εκτελείται από τους αποκαλούμενους επαγγελματίες αναγνώστες.

Ο επαγγελματίας αναγνώστης πρέπει να είναι ένας μελετητής της λογοτεχνίας και ένας άνθρωπος με πολύ ασυνήθιστη ικανότητα. Από τις χιλιάδες χειρόγραφα θα κάμει αρχικά το πρώτο ξεκαθάρισμα. Μια ματιά είναι αρκετή για ν’αποφασίσει αν το χειρόγραφο αξίζει να συνεχίσει την ανάγνωσή του ή όχι. Η διατύπωση μιας μόνο φράσης, μπορεί να του δώσει τη λογοτεχνική αξία του έργου. Όσον αφορά το θέμα, ακόμη και ο τίτλος είναι αρκετός, σε πολλές περιπτώσεις, να κρίνει. Ορισμένα χειρόγραφα μπορεί να τύχουν από ένα μέχρι πέντε λεπτά της προσοχής του. Μ’αυτή τη συνοπτική κριτική διαδικασία μπορεί να υποθέσουμε ότι από τις δεκαέξι χιλιάδες, τελικά επιλέγονται μόνον δεκαέξι για κρίση. Διαβάζει αυτά από την αρχή μέχρι το τέλος. Αφού τα διαβάσει, αποφασίζει ότι μόνο οκτώ μπορούν να εξεταστούν περαιτέρω. Τα οκτώ διαβάζονται για δεύτερη φορά, πολύ πιο προσεκτικά. Κατά το πέρας της δεύτερης εξέτασης, ο αριθμός μπορεί να μειωθεί σε επτά. Αυτά τα επτά προορίζονται για τρίτη ανάγνωση. Αλλά ο επαγγελματίας αναγνώστης αξιοποιεί έναν άλλο μηχανισμό της σκέψης. Αντί να τα διαβάσει αμέσως, τ’αφήνει κλειδωμένα σ’ένα συρτάρι για μια ολόκληρη βδομάδα. Στο τέλος της βδομάδας προσπαθεί να δει αν μπορεί να θυμηθεί ξεκάθαρα καθένα από αυτά τα επτά χειρόγραφα και τις ιδιότητές τους. Πολύ ξεκάθαρα θυμάται τρία; Τα υπόλοιπα τέσσερα δεν μπορεί να τα ανακαλέσει αμέσως στη σκέψη του. Με λίγη περισσότερη προσπάθεια, μπορεί να θυμηθεί και άλλα δύο. Αλλά δύο τα έχει ξεχάσει εντελώς. Αυτό είναι ένα καταστροφικό μειονέκτημα για το έργο. Το έργο που δεν αφήνει καμία εντύπωση στο μυαλό μετά από δύο αναγνώσεις δεν μπορεί να έχει πραγματική αξία. Στη συνέχεια παίρνει τα χειρόγραφα έξω από το συρτάρι, καταδικάζει δύο (αυτά που δεν μπορούσε να θυμηθεί), και επαναλαμβάνει τα πέντε. Στην τρίτη ανάγνωση κρίνονται τα πάντα – θέμα, εκτέλεση, σκέψη, λογοτεχνική ποιότητα. Τρία πέρασαν στην πρώτη κατηγορία. Δύο είναι αποδεκτά από τους εκδότες μόνο ως δεύτερης κατηγορίας. Και έτσι το θέμα τελειώνει.

Ερώτηση: Μοιάζει πράγματι ταχυδακτυλουργική η διαδικασία επιλογής ενός βιβλίου από έναν επαγγελματία αναγνώστη. Και φυσικά αξιοθαύμαστη η ικανότητά του να απορρίπτει άμεσα το κακό προϊόν. Φοβάμαι ότι μέσα σ’αυτή την επαγγελματική σπουδή, τη βιασύνη να παραδοθούν στον εκδότη τα καλύτερα προς έκδοση χειρόγραφα, μπορεί να γίνουν και μοιραία λάθη… Αλλά έστω ότι μια άλλη διαδικασία επιλογής, από έναν άλλο εκδοτικό οίκο, μπορεί εν μέρει να τακτοποιήσει τα πράγματα. Όμως πιστεύετε ότι οι εκδότες σήμερα ενδιαφέρονται πρωτίστως να φέρουν σε φως ένα πραγματικά άξιο βιβλίο; Ένα βιβλίο που μπορεί να μην έχει τη δυναμική, ας πούμε, του ευπώλητου; Που να μην προσεγγίζεται εύκολα από το ευρύ κοινό;

Απάντηση: Δυστυχώς, δεν αντιμετωπίζεται πλέον το λογοτεχνικό έργο με τον ίδιο σοβαρό τρόπο. Τώρα κρίνεται μάλλον απ’ αυτό στο οποίο αρέσκεται το κοινό. Και το κοινό δεν αρέσκεται πάντα στο καλύτερο… Βέβαια στους πολύ σοβαρούς εκδοτικούς οίκους, όπως του Πανεπιστημίου του Καίμπριτζ ή της Οξφόρδης, εκεί τα πράγματα είναι διαφορετικά. Η διαδικασία επαγγελματικής ανάγνωσης είναι πολύ σοβαρή υπόθεση. Τώρα ο επαγγελματίας αναγνώστης για τον οποίο μιλάμε, με όλη του τη γνώση και την επιστημονική εμπειρία, διαβάζει το βιβλίο με τον ίδιο τρόπο που το παιδί διαβάζει ένα παραμύθι. Έχει αναγκάσει το μυαλό του να ασκήσει όλες του τις δυνάμεις με τον ίδιο λεπτό τρόπο που κάνει το μυαλό του παιδιού, να σκεφτεί δηλαδή τα πάντα στο βιβλίο, απ’ όλες τις πλευρές. Γιατί, όπως είπα πιο πριν, το παιδί δεν είναι κακός αναγνώστης. Η συνήθεια της κακής ανάγνωσης σχηματίζεται πολύ αργότερα στη ζωή και είναι πάντα αφύσικη. Κι αυτό γιατί; Επειδή απαιτεί αυτό που είμαστε έτοιμοι να χάσουμε καθώς μεγαλώνουμε, το χρυσό δώρο της υπομονής. Και χωρίς υπομονή, τίποτα, ούτε καν απλή ανάγνωση, δεν μπορεί να γίνει καλά.

Ερώτηση: Δηλαδή, υπάρχει ορατός ο κίνδυνος, μέσα στην πληθώρα των βιβλίων που κυκλοφορούν και που ο ρυθμός τους εντείνεται, και τα εμπορικά κριτήρια που επικρατούν σε μεγάλο βαθμό, να χάσουμε τη δυνατότητα επιλογής του καλού βιβλίου; Αυτό δεν θα σημάνει και μια γενικότερη διανοητική και πνευματική έκπτωση των αναγνωστών;

Απάντηση: Πρόκειται για το σοβαρότερο ζήτημα που θέτετε αυτή τη στιγμή. Κι επειδή η απάντησή του προϋποθέτει όχι μόνο μια διεξοδική συζήτηση πάνω στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια παραγωγή μεγάλης λογοτεχνίας, αλλά και στο διαρκώς μεταμορφούμενο τοπίο του κόσμου γύρω μας, θα σας παρακαλούσα για μια επόμενη, πιο ενδιαφέρουσα, υποθέτω, συνάντηση…

Προηγουμενο αρθρο
Οι δημοτικές αρχές αλλάζουν, ο σεβασμός στη φύση απαράλλαχτα ανύπαρκτος
Επομενο αρθρο
Νέα ανακοίνωση Δήμου Μεγανησίου σχετικά με το Καταφυγίου Τουριστικών Σκαφών στο Βαθύ

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.