HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΛευκαδίτικο γέλιο – Ο Ντετόρος

Λευκαδίτικο γέλιο – Ο Ντετόρος

Δε θα τούς ονομάσουμε παρά μονάχα με τα παρατσούκλια τους. Ο Λέτσος κι’ ο Καρλακίτσος, ήσαν φίλοι και συνταίριαζαν σχεδόν σ’ όλα γιατί κι’ οι δύο τους αγαπούσαν το νυχτερινό γλέντι, το απλό, με το φτωχό μεζέ και το κρασάκι του, με το τραγουδάκι του και τ’ αστεία του.

Κι’ ή ζωή αυτή τούς έγινε από πολλά χρόνια η ζωή τους, το είναι» τους.

Καταλαβαίνετε τώρα τι στραπάτσο κινδύνεψε να πάθει η ζωή τους αυτή στην περίοδο της εχθρικής κατοχής. Αλλά δεν έπαθε. Δεν άλλαξε σε τίποτα. Οι δύο φίλοι τα ‘παιζαν όλα για όλα. Φαίνεται πώς δε θα μπορούσαν να κάνουν και διαφορετικά.

Ήρθαν οι Ιταλοί και περιόρισαν την κυκλοφορία, ορίζοντας σοβαρές ποινές για τους παραβάτες. Οι δυό φίλοι τη δουλειά τους. Βγαίναν δηλαδή και τριγύριζαν εδώ κι’ εκεί σε φιλικά σπίτια και σε κρυφές ταβερνίτσες.

Ήρθαν οι Γερμανοί κι’ εβάλανε χειρότερους περιορισμούς, αφού δεν ήταν δύσκολο και να τουφεκίσουν «επί τόπου» τους παραβάτες. Αυτοί το χαβά τους. Πώς τα κατάφερναν και τα ‘βγαζαν πέρα; Με διάφορες καπατσοσύνες, σαν αυτή:

Γερμανική κατοχή. Μεσάνυχτα. Οι δυό τύποι μας συναντιόνται στα σοκάκια της Αγιομαύρας με τη γερμανική περίπολο:
– Αρτς βούρτς ιρρχ, οι Γερμανοί.
– Ντετόρο, λέει ό Λέτσος και, δείχνοντας τον άλλο, προσθέτει:
– Μαντάμ, ενώ το χέρι του διαγράφει από πάνω προς τα κάτω μία καμπύλη γραμμή, για να δείξει ότι τάχα ή γυναίκα τού Καρλακίτσου είναι ετοιμόγεννη, που αυτός σαν «ντετόρος» πηγαίνει να την ξεγεννήσει.

Οι Γερμανοί όμως επιμένουν, με τ’ αλαμπουρνέζικα τους, κι’ ο Λέτσος λέει στον Καρλακίτσο:

– Ξέρεις τίποτα; θέλουν να τούς δείξουμε την αγκαστρωμένη. Και τώρα;
– Ξέρεις ποια είν’ αγκαστρωμένη; απαντάει ο Καρλακίτσος. Η γυναίκα του Γεράσιμου του… Τι λες; Τους πάμε;
– Τους πήγαμε, λέει ό Λέτσος.

Παίρνουν τους Γερμανούς, τους πηγαίνουν κάτω από το σπίτι του φίλου τους και φωνάζουν τη γυναίκα. Αυτή φοβήθηκε. Άναψε ένα λυχνάρι κι’ έκατέβηκε. Μόλις άνοιξε η πόρτα βγήκε πρώτα η κοιλιά της. Κι’ όταν οι Γερμανοί είδαν την κοιλιά που περίμεναν ένας απ’ αυτούς εκτύπησε στον ώμο τον Καρλακίτσο φιλικά και του ‘πε:
– Γιά… γιά…
Κι’ ο Καρλακίτσος του απάντησε:
– Τι μωρέ; Ψέμματα ήθελε να πούμε;

line1

«Λευκαδίτικο γέλιο», Σπύρου Φίλιππα Πανάγου, εκδόσεις Λογοθέτης, Αθήνα 1990.

Προηγουμενο αρθρο
Μέσα σε έξι μήνες, βάφτηκαν οι κολώνες. Πάλι καλά
Επομενο αρθρο
Το νέο Διοικητικό Συμβούλιο του Εργατικού Κέντρου

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.