HomeΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣΜνήμες ανάγνωσης (ΙΙ) – Της Βιβής Κοψιδά-Βρεττού

Μνήμες ανάγνωσης (ΙΙ) – Της Βιβής Κοψιδά-Βρεττού

Της Βιβής Κοψιδά-Βρεττού

Θ’αρχίσω και το δεύτερο «αφιέρωμα στην ανάγνωση» με τις ίδιες φράσεις: Τίποτα πιο αγαπημένο από τις αναμνήσεις. Και μάλιστα από τις καλές αναμνήσεις. Κι ακόμα περισσότερο: τις συναρπαστικές αναμνήσεις. Σ’αυτές ανήκουν εκείνες των παιδικών μας αναγνώσεων…

Πρώτη πράξη

Αυτή τη φορά το αναπάντεχο δώρο είχε φτάσει από την Πάτρα. Θα πρέπει να ήταν γύρω στο 1964, μια χιονισμένη μέρα παραμονής Χριστουγέννων, μέρα αξόδευτης χαράς για τα παιδιά. Το έφερε ο ταχυδρόμος ένα μεγάλο δέμα, τυλιγμένο με πολλά χαρτιά για λόγους ασφαλείας, και μάλιστα έβαλε τη μάνα μας να υπογράψει ότι το παρέλαβε. Περικυκλώνουμε τη μάνα κι ανυπόμονα περιμένουμε ν’ανοίξει το δέμα. Κινεί τα χέρια της αργά, με την ευγένεια και την αβρότητα που τη διέκρινε σε κάθε της κίνηση. Να μην ταλαιπωρήσει τα χαρτιά, να μην καταστρέψει τα γραμματόσημα, για τη συλλογή μας…

Το δέμα ήταν από τον αδελφό της, τον θείο μας τον Σπύρο, μαθηματικό, διορισμένο στην Πάτρα. Τα δώρα μας για τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά. Στα μικρότερα αδέρφια μου μολύβια και μπογιές και κασετίνες. Σε μένα, που πια ήξερα καλή ανάγνωση και διάβαζα ό,τι έβρισκα μπροστά μου, τι άλλο; Ένα βιβλίο. Το παίρνω με συγκίνηση και άπληστη χαρά στα χέρια μου. Διαβάζω τον τίτλο: Ο Μικρός Ναυαγός (σε διασκευή Κ. Αθανασίου, εικονογράφηση με ξυλογραφίες Ε. Σπυρίδωνος και εξώφυλλο Γ. Βακαλό, εκδ. Αστήρ-Αλ. και Ε. Παπαδημητρίου, Αθήναι 1958). Κάποιος Κρίστοφ Σμιθ, ο συγγραφέας του. Δεν τον είχα ξανακούσει, δεν ήξερα τίποτα γι’αυτόν. Όμως πάντα ήθελα να ξέρω και τον συγγραφέα των βιβλίων που διάβαζα. Όταν τέλειωνα το βιβλίο, εκτός από τους ήρωες, νόμιζα πως και ο ίδιος ο συγγραφέας ήταν πια για μένα ένας κοντινός μου άνθρωπος. Και πως αν μια καλή τύχη το έφερνε να συναντηθούμε κάποτε, κι αυτός θα με αναγνώριζε σαν μια καλή του γνώριμη από καιρό. Για τον Κρίστοφ Σμιθ κανένας δεν ήξερε τότε να μου πει. Ούτε η δασκάλα μου στο σχολείο. Ούτε και μια παιδική εγκυκλοπαίδεια που είχα στη βιβλιοθήκη μου. Επομένως δεν είχα παρά να διαβάσω το βιβλίο και μέσα στις σελίδες του να γνωρίσω κι αυτόν που το έγραψε.

Πέρασαν χρόνια και σ’αυτά προστέθηκαν άλλα χρόνια. Και σ’αυτά άρχισαν να προστίθενται δεκαετίες. Και σχολεία όλο και μεγαλύτερα και διαβάσματα όλο και περισσότερα και εμπειρίες και γνώσεις και αναμνήσεις καλών ή αδιάφορων αναγνώσεων. Ο Μικρός Ναυαγός είχε εξαφανιστεί από τη βιβλιοθήκη μου. Είχε όμως εγκατασταθεί στη σκέψη μου και είχε υποκλέψει από άλλα, συναρπαστικά μου επίσης διαβάσματα, την πρωταγωνιστική θέση. Έτσι επανέκαμπτε κάποτε στις αναμνήσεις ευφορικών αναγνώσεων, όταν μάλιστα, σε συζητήσεις συνομηλίκων περίπου, προσπαθούσαμε να θυμηθούμε ποιοι ήταν οι κόσμοι που μέσα τους μεγαλώσαμε. Κι αν έζησε κάτι βαθιά έστω μέσα μας απ’αυτούς…

Ο Μίμης, «ο μικρός ναυαγός» ένα δωδεκάχρονο παιδί, ζούσε σε μια ταπεινή οικογένεια δουλευτάδων της γης, σε ψαροχώρι κάπου στο βορρά. Μάνα και πατέρας ίδρωναν κάθε μέρα δουλεύοντας σκληρά για να εξασφαλίσουν στα μικρά τροφή και ντύσιμο, έτσι που να μεγαλώνουν χωρίς να τους λείπει τίποτα. Εκείνο που πάντα θυμόμουν από το βιβλίο ήταν η αγάπη και η συνεργασία, η συντροφικότητα μέσα στην οικογένεια και παραέξω στην κοινωνία, η αλληλεγγύη και η έννοια της συμπαράστασης και της αλληλοβοήθειας. Και πάνω απ’όλα η ιδέα ενός πανάγαθου Θεού, που προνοούσε για τα πλάσματά του και, παρά τα βάσανα και τις κακουχίες, όταν τον επικαλούνταν θερμά στις προσευχές τους, ερχόταν αρωγός στα όποια τους προβλήματα. Ο συγγραφέας, σκεφτόμουν τότε, θα πρέπει να είναι ένας πολύ θεοσεβούμενος άνθρωπος. Και πολύ αγαθός, καθώς έφτιαχνε τον κόσμο και τους ήρωές του όπως τους πρωτόπλαστους πριν από τη γέννηση της αμαρτίας. Ο παππούς του Μίμη, κατά πώς του διηγούνταν ο πατέρας του, «ήταν θεοφοβούμενος άνθρωπος. Όλοι τον υπολόγιζαν και τον σέβονταν , γιατί από τα χείλη του δεν έβγαινε λόγος πικρός. Ήταν γεμάτος καλοσύνη, αγαπούσε την αλήθεια και ψέμα δεν ακούστηκε ποτέ από το στόμα του. Ήταν για όλους υπόδειγμα έντιμου ανθρώπου». Το ίδιο και ο πατέρας. Και η μάνα. Που ήταν η ψυχή της οικογένειας και που όταν ξέκλεβε χρόνο από τις δουλειές του σπιτιού και των παιδιών το φρόντισμα, έπλεκε δίχτυα από κανάβι για τους ψαράδες. Κι αυτή την τέχνη μάθαινε και στα κορίτσια της. Η ενότητα μιας πατριαρχικής οικογένειας στην πιο εξιδανικευμένη της μορφή. «Έτσι, όλη η οικογένεια συγκεντρωμένη γύρω από τον πατέρα και μονοιασμένη, δεν εδοκίμαζε ποτέ καμιά στέρηση, αλλά γευότανε πάντα την ανέκφραστη εκείνη χαρά που φέρνει στο σπίτι η ομαδική εργασία».

Και σε κάθε σελίδα οι χριστιανικές αρχές μαζί με την ηθική μιας κοινωνικής φιλοσοφίας, του συγγραφέα η παρακαταθήκη για τους μικρούς του αναγνώστες: τους πιο εύπιστους δέκτες του καλού -και αλίμονο- και του κακού! «…αν στερηθείς τη βοήθεια των άλλων ανθρώπων, η ζωή σου γίνεται μαρτυρική. Πρέπει όλοι να είναι στην υπηρεσία του ενός κι ο ένας στην υπηρεσία όλων». «Πόσο ευτυχισμένος είναι όποιος δίνει τη χαρά στους άλλους! Τότε αλήθεια η δική του χαρά είναι άφθαστη…» «Ήξερε πως ο Κύριος είναι πνεύμα, πως ολόκληρη η φύση είναι ναός Του και πως όπου κι αν βρίσκεται κανείς, είτε στη γη είτε στον ουρανό, Εκείνος που είναι πανταχού παρών, τον βλέπει και τον ακούει». «…όπου φως εκεί και ζωή, όπου σκοτάδι εκεί και θάνατος». «Εδώ θα διδαχθώ την αξία του λογικού και θα εκτιμήσω τους κόπους των γενεών που πέρασαν από τη γη και που εργάστηκαν για να εξασφαλίσουν μια καλύτερη ζωή σ’εκείνους που θα ακολουθούσαν»…

Ένας εξωτικός, παραδείσιος προορισμός σε κοντινό νησάκι του Μίμη με τον πατέρα του. Έτσι άρχισε η περιπέτεια. Τα κατάφορτα από καρύδια δέντρα μιας άπληστης για ζωή φύσης, η χαρά του Μίμη, που ο πατέρας ήθελε να την κάμει ενθουσιασμό (αυτό ποτέ δεν το ξέχασα!) Κι έπειτα, όλως ξαφνικά, όπως μόνο το κακό ξέρει να επιτίθεται, η ανατροπή! Θύελλα ξαφνική που ξέσπασε στη θάλασσα, κύματα πελώρια που όρμησαν στην ευτυχία τους. Η βάρκα αντιστέκεται αλλά υποκύπτει νικημένη. Χάνονται μέσα στη δίνη της καταιγίδας.

Ο πατέρας παλεύει με τα κύματα αναζητώντας απεγνωσμένα το αγαπημένο του παιδί. Εις μάτην. Κακήν κακώς θα φτάσει στο σπίτι του εκείνη τη δύσκολη νύχτα. Αλλά ο Μίμης θα βρεθεί πεταμένος, σχεδόν λιπόθυμος, πάνω σε βράχο ενός έρημου νησιού. Κι εκεί θα πρέπει να οργανώσει τη ζωή του ολομόναχος μέχρι μια κάποια καλή τύχη να στείλει ίσως κάποιο καράβι, ή ψαρόβαρκα των συγχωριανών του να τον μαζέψει. Όμως για πολύ καιρό-τρία ολόκληρα χρόνια- έμελλε να μείνει στον ξερόβραχο και να παλέψει τη ζωή του. Ν’αντιμετωπίσει την πείνα, το κρύο του άγριου χειμώνα, τον φόβο του της νύχτας προπάντων. Η μοναδική του σκέπη ήταν η προσευχή και η δύναμη της ελπίδας που η προσευχή του έδινε. Κι ακόμα η επινοητικότητά του να επικοινωνεί με ό,τι ανεπεξέργαστο η φύση τού πρόσφερε και να το μετατρέπει, με τη δύναμη του μυαλού και των χεριών του την επιδεξιότητα, σε χρήσιμο «εργαλείο» για την εξασφάλιση της ζωής του μέσα στην ερημιά. Τον θαύμαζα τότε τον ήρωα Μίμη. Το μικρό παιδί που έζησε όπως ο πρώτος τροφοσυλλέκτης άνθρωπος μιας πολύ μακρινής, μυθικής εποχής. Που έπρεπε να βρει την τροφή του στον πλούτο της θάλασσας, στα μικρά ή τα μεγαλύτερα ζώα του δάσους, στα πουλιά που πετούσαν σιμά του. Να κατασκευάσει τα ρούχα και τα υποδήματά του, να παλέψει τις αρρώστιες και τους κινδύνους που η φύση τού έκρυβε. Που έπρεπε να πάρει την πέτρα και να την κάμει εργαλείο για τη ζωή του, το ξύλο και ό,τι άλλο σταδιακά μέσα στο χρόνο το ανάπτυγμα του μυαλού του επινοούσε. Μόνο που εκείνος σίγουρα θα είχε και κάποιους άλλους συντρόφους, ενώ ο Μίμης ήταν ολομόναχος πάνω στην ξέρα…

Δεν θα σας πω το τέλος αυτής της συναρπαστικής ιστορίας. Όχι μόνο γιατί, σαν την καβαφική Ιθάκη, στο ταξίδι υπάρχει το μεγάλο νόημα. αλλά και γιατί πιστεύω πως και σήμερα εξακολουθούν να υπάρχουν αυτές οι «ιστορίες»–όχι μόνο σαν από ερευνητική περιέργεια για την ηθοπλασία άλλων δεκαετιών-, αλλά σαν μια πραγματική πρόσκληση στην ομορφιά αξιών που δεν εκπίπτουν, έστω κι αν αλλάζει η γλώσσα που μιλιούνται, η γλώσσα και τα ύφη των συγγραφέων που ζητούν να κλέψουν την καρδιά των παιδιών…

Δεύτερη πράξη

Με της Αλίκης μου την άδολη αγάπη και τη δική μου τη βαθύτατη…
Αγγελική, Λευκάδα, Χριστούγεννα του 2012

Κάπως έτσι -ή μάλλον ακριβώς έτσι- έφτασε «ο μικρός ναυαγός» στον τελικό προορισμό του για άλλη μια φορά. Μόνο που η περιπέτεια της επιστροφής κράτησε τώρα σχεδόν μισόν αιώνα. Μέχρι να βρει τον οικείο της δρόμο: προς τον ενθουσιασμό που ο πατέρας του Μίμη ήθελε για τους άξιους της ζωής. Η Αγγελική, αγαπημένη μου μαθήτρια και συνοδοιπόρος τώρα στην ποίηση της παιδαγωγικής μας ευαισθησίας, άκουσε συγκινημένη την ιστορία του χαμένου από τα ράφια της βιβλιοθήκης μου, μικρού ναυαγού. Και με «ύπουλη» σιωπή-όπως οι μυστικές διεργασίες του χειμώνα που κυοφορούν μιαν άνοιξη χαράς-, άρχισε ντεντεκτιβίστικα την περιπέτεια της αναζήτησης. Η ίδια δεν το είχε ακούσει, δεν το είχε δει ποτέ το βιβλίο, δεν ήταν ανάμεσα στα μύρια που διάβασε στα δικά της παιδιά. Ανάθεσε την όλη προσπάθεια στο μικρό τότε «λαγωνικό του κυβερνοχώρου»: την Αλίκη της. Κι ανήμερα των Χριστουγέννων του 2012, ο μικρός ναυαγός, μ’ένα διαφορετικό μόνο εξωτερικά ντύμα, και σε μεταγενέστερη επανέκδοση, πάλι των εκδόσεων Παπαδημητρίου, ήρθε πια για να μείνει. Στην πατρίδα που έμαθε από τον πατέρα και τη μάνα του, στη χώρα της αγάπης. Όχι όμως μόνος του, αλλά «με της Αλίκης την άδολη αγάπη και της Αγγελικής τη βαθύτατη»…

Χρωστώ και στις δυο τους την ευτυχισμένη επιστροφή. Την ευγνώμονα χειρονομία επανασύνδεσης με τις ευφρόσυνες μνήμες. Και την αειφόρο-σαν της αγάπης- παιδικότητα. Σε σας, τους υποθετικούς αναγνώστες αυτής της λιλιπούτειας ιστορίας, ίσως ασήμαντης, ίσως όμως και πολύ σημαντικής για την ανθρωπιά της μοιρασμένης χαράς της, σε σας, λοιπόν, χρωστώ αυτά που τότε, κάπου στα μισά της δεκαετίας του 1960, δεν ήξερα και κανένας δεν μπορούσε να μου πει. Και που, πολύ αργότερα, σε χρόνους ειδικότερων αναζητήσεων, ανακάλυπτα… Ποιος ήταν εκείνος ο Κρίστοφ Σμιθ, που αιχμαλώτισε μια θέση –την καλύτερη –στην κιβωτό των παιδικών μου αναγνωσμάτων. Ένας πολύ καλός άνθρωπος ήταν ο Κρίστοφ Σμιθ (Christoph von Schmid), όπως πρέπει να είναι οι συγγραφείς των βιβλίων, όλων των βιβλίων, αλλά προπάντων αυτών που θέλουν να μιλήσουν στα παιδιά. Όπως και οι δάσκαλοι. Παιδαγωγός, ιερωμένος και αγαπημένος συγγραφέας παιδικών βιβλίων, με τα οποία ταξίδεψαν στην ευτυχία του καλού πολλές γενιές παιδιών. Γεννημένος στο Dinkelsbuehl της Βαυαρίας (1768-1854), θα σπουδάσει θεολογία και από το 1791 ως πάστορας της Καθολικής εκκλησίας θα υπηρετήσει σε πολλές ενορίες. Από το 1796 θα αναλάβει καθήκοντα διευθυντή σε μεγάλο σχολείο στο Thannhausen και ταυτόχρονα θα αρχίσει το συγγραφικό του έργο για παιδιά, το οποίο πολύ σύντομα θα περάσει τα σύνορα της πατρίδας του, θα μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και θα τον καθιερώσει ως μια επιβλητική, σημαίνουσα προσωπικότητα στο χώρο της παιδικής λογοτεχνίας, που φαίνεται να είναι από τους πρώιμους δημιουργούς της.

Στην πατρίδα του θεωρείται ο «Πρίγκιπας» της παιδικής διηγηματογραφίας. Τα έργα του γνήσια ηθοπλαστικά, ζωντανεύουν αξίες που ο προικισμένος παιδαγωγός μετακινεί από τις ρίζες και τις αρχέγονες πηγές τους, τη χριστιανική θρησκεία και τους λαϊκούς μύθους, και τις βάζει να συναντηθούν, φιλιωμένες μεταξύ τους, στην ψυχή των ιδανικευμένων ηρώων του: με την ήσυχη προτροπή του να πορευτούν στους καθαρούς, αγωνιστικούς δρόμους τους. Η αφοσίωση στον Θεό με την αγαθότητα του ταπεινού-χωρίς ύβριν-ανθρώπου, αλλά οπλισμένου με τη δύναμη της ψυχικής και ηθικής του ανθεκτικότητας, η ποιητική έκσταση μπροστά στο θαύμα της φύσης κι όλων των ζωντανών της, η αγάπη του για τον άνθρωπο, η εμπιστοσύνη του στην τελική κατίσχυση του καλού, είναι το βασικό ηθικό οπλοστάσιο με το οποίο θα εξοπλίσει τους μικρούς μαθητές, που θα ζήσουν τη γοητεία της ομορφιάς στις σελίδες των βιβλίων του. Τα έργα του πηγάζουν από την αγάπη του για τα παιδιά, τα οποία πλησιάζει βαθύτερα μέσω της ανάγνωσης και των τεχνικών που αξιοποιεί ώστε να έχει μια γνησιότερη επικοινωνία με την παιδική ψυχή. Διαβάζει ο ίδιος στα παιδιά αδημοσίευτα διηγήματά του και στη συνέχεια τα προσκαλεί να αναδημιουργήσουν με δικά τους κείμενα όσα είχαν παρακολουθήσει στις αναγνώσεις του. Στόχος του είναι να προσφέρει την εμπειρία της οικείωσής του με το παιδί και της κατανόησης του ψυχισμού του σε γονείς και δασκάλους, ενδυναμώνοντας έτσι το έργο της αγωγής και καθιστώντας το ευγενέστερο και αποτελεσματικότερο.

Τα πρώτα έργα του που θα εκδοθούν στην Ελλάδα και θα τον καταστήσουν αγαπημένο συγγραφέα των παιδιών, ήταν τα διηγήματα: Τα Αυγά του Πάσχα, Το εξωκκλήσιον του δάσους, και Η Περιστερά. Την έκδοση των έργων υπέδειξε η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία, η οποία ένα χρόνο μετά την ίδρυσή της (1836), συνέστησε μια τριμελή «Επιτροπή επί των Βιβλίων», αποτελούμενη από τον Αλέξανδρο Ρ. Ραγκαβή, τον Θεόκλητο Φαρμακίδη και τον Κωνσταντίνο Σχινά, με συνεργάτη τον μετέπειτα μεταφραστή του Κρίστοφ Σμιθ, πεφωτισμένο εκπαιδευτικό Ιωάννη Π. Κοκκώνη.

Πρόσφατα, κι ενώ έγραφα τα δύο κείμενα με τίτλο Μνήμες ανάγνωσης (Ι και ΙΙ), διάβασα στον Αναγνώστη ενδιαφέρον άρθρο του Κυριάκου Ντελόπουλου, με τίτλο: CHRISTOPH VON SCHMID (1768-1854) Μια επιβλητική ευρωπαϊκή προσωπικότητα και η παρουσία του στην Ελλάδα. Και στη συνέχεια ο συγγραφέας του άρθρου δημοσίευε το σπάνιο κείμενο του Έλληνα ενετικής καταγωγής λόγιου, γιατρού, φιλόσοφου, αρχαιοδίφη και συγγραφέα Τάσου Νερούτσου (1826-1892) για την προσωπική του γνωριμία με τον Γερμανό συγγραφέα, που τον γνώρισε όταν με υποτροφία του βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου πήγε στο Μόναχο για σπουδές. Αποσπάσματα αντιγράφω:

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΣΜΙΔ

Οι πλείστοι ανέγνωμεν κατά τους παιδικούς ημών χρόνους θυμηδή τινα και τερπνά και ψυχαγωγικά διηγήματα, οία «Η περιστερά», «Τα αυγά του Πάσχα», και τα όμοια, και εις αυτά εντρυφώσιν ακόμη αι απαλαί καρδίαι των τέκνων της νέας γενεάς· τις όμως γινώσκει, ή τις εξ ημών ηρεύνησε ποτέ ίνα μάθη και τον συγγραφέα, εις τον οποίον χρεωστείται η πρώτη αύτη τροφή του ανθρωπίνου νοός, αι πρώται βάσεις της ηθικής ημών παιδεύσεως και της μορφώσεως του πρακτικού ημών βίου; Τα συγγραμμάτια ταύτα κυκλοφορούσιν από τεσσαράκοντα ήδη ετών εν Ευρώπη και Αμερική, εν Ελλάδι, Γερμανία, Γαλλία, Αγγλία, εν ταις Σκανδιναυϊκαίς και εν ταις Κάτω χώραις, εν ταις Σλαυϊκαίς και Ρωμανικαίς της Ευρώπης φυλαίς, εν ταις αποικίαις, εν ταις Ηνωμέναις και αποσπασθείσαις ήδη Πολιτείαις της Αμερικής, αλλ’ ουδαμού γίνεται λόγος περί του συγγράψαντος. Τα διηγήματα κατέστησαν παγκόσμιον κτήμα, και ο συγγραφεύς αυτών ανήκει αυτοδικαίος παντί τω κόσμω και ουχί ιδιαιτέρως τινί έθνει και ιδία τινί της οικουμένης χώρα.

Αλλ’ ημείς, οίτινες υπό των κατά καιρούς δημαγωγών συνειθίσθημεν να λέγωμεν, ότι ουδέν ποτε καλόν εκ Βαυαρών, ανάγκη να μάθωμεν, ότι ο συγγραφεύς της «Περιστεράς» και των «Αυγών του Πάσχα» είναι Βαυαρός, γεννηθείς εν αφανεί τινι χωρίω της Φραγκωνίας…

…Η έκπληξίς μου ήτο μεγάλη, άλλ’ ετι μεγαλητέρα εγένετο ότε έμαθον, ότι ο συγγραφεύς της «Περιστεράς» και των «Αυγών του Πάσχα» έζη όχι μακράν εμού εν Αυγούστη. Ο οσιώτατος Βίρκερ έλαβε την καλοσύνην και με ωδήγησεν εις επίσκεψιν του γέροντος εις τον οποίον εχρεώστουν τόσας τερπνάς και ευτυχείς της παιδικής μου ηλικίας ώρας. Κατά την οδόν την άγουσαν από της μονής του άγιου Στεφάνου προς τον μητροπολιτικόν της Αυγούστης ναόν, όπου συνετάχθη και διεκηρύχθη ποτέ υπό των διαμαρτυρομένων η της πίστεως αύγουστανή ομολογία, έκειτο οικίσκος κομψός και αρχαϊκός, τάξεως γοτθικής εν τω οποίω κατώκει ο αρχικανόνικος Χριστοφόρος Σμιδ, ο συγγραφεύς της «Περιστεράς» και των «Αυγών του Πάσχα». Τον είδα· ήτο γερόντιον ακμαίον, αν και ήγε τότε το εβδομηκοστόν πέμπτον της ηλικίας του έτος· το ήθος του ήτο γαληνιαίον και το βλέμμα του ιλαρόν, η δε ομιλία του αφελής, γλυκεία και χάριτος πλήρης· ησπάσθην του σεβασμίου γέροντος την χείρα, και ούτος με ηυλόγησεν, ευλογών εν εμοί την Ελλάδα…

Ο Χριστόφορος Σμιδ εγεννήθη την 3 (15) Αύγουστου 1768 εις Διγκελσβύλ, χωρίον άσημον της μέσης Φραγκωνίας· ενωρίς ενεδύθη το ιερατικόν σχήμα, και ετέλει βοηθός του εφημερίου εν τω πατρικώ χωρίω, ότε το διορατικόν πνεύμα του βαυαρού μεγιστάνος κόμητος Σταδίου, εύρεν εν τω ανδρί παιδαγωγικήν τινα ευφυίαν και ικανότητα, και εκάλεσεν αυτόν προς διοργάνωσιν των νηπιακών και προπαιδευτικών σχολείων της υπό την άμεσον κυριαρχίαν του τελούσης μικράς του Θανχάουσεν χώρας. Τότε συνέγραψεν ο Χριστόφορος Σμιδ την «ιεράν ιστορίαν διά τα παιδία», την «πρώτην περί Θεού διδασκαλίαν», και άλλα όμοια, άτινα διά την εσωτερικήν των αξίαν, εισήχθησαν έπειτα ως παιδαγωγικά βιβλία εις τα σχολεία καθ’ όλην την Βαυαρίαν.

Μεγαλειτέραν δημοσιότητα και πλέον εκτεταμένην διάδοσιν επέτυχον όμως τα κατά το 1821 συγγραφέντα «Αυγά του Πάσχα» και έπειτα «η Ῥόζα του Ταννεβούργ» ήτοι η καθ’ ημάς «Περιστερά», «τα Χριστούγεννα», «η Παυλίνα», και άλλα. Η εν τοις μυθιστορήμασιν αυτοίς επικρατούσα γλυκυθυμία, το τερπνόν και ζωηρόν της διηγήσεως ύφος, το εκ της καρδίας ομιλούν και εν ταις καρδίαις ζωογονούμενον αίσθημα, επροξένησαν μεγίστην εντύπωσιν τότε καθ’ όλην την Ευρώπην και Αμερικήν, και κατέστησαν τα διηγήματα ταύτα τα πρώτα και κύρια αναγνώσεως και διδασκαλίας διά τους παίδας βιβλία. Εν δε τη Ελλάδι εισήχθησαν διά προσπαθειών της ευεργετικής ημών Φιλεκπαιδευτικής Εταιρίας.

Ο Χριστόφορος Σμιδ διωρίσθη εν έτει 1816 εφημέριος εις την ενορίαν Στάδιον εν Βυρτεμβέργη, την πρωτεύουσαν κώμην Βυρτεμβεργικής τίνος μικράς κυριαρχίας του προστάτου του κόμητος Σταδίου, εκ της οποίας ούτος έφερε και τον τίτλον του· εκεί δε απελάμβανεν ο εφημέριος Σμιδ τοσαύτας τιμάς και έζη τόσον ευτυχής, ώστε απεποιήθη επανειλημμένας προσκλήσεις του πανεπιστημίου της Τυβίγγης, όπου τω εδίδετο έδρα καθηγητού της Θεολογίας, και έπειτα διευθυντού του θεολογικού φροντιστηρίου της Ροθενβούργης. Αλλά κατά το 1827 ο βασιλεύς Λουδοβίκος ο Α´ της Βαυαρίας προεχείρισεν αυτόν κανονικόν και ιππότην, και έπειτα αρχικανόνικον της μητροπόλεως Αυγούστης, όπου έζησεν 27 όλα έτη, αποθανών την 22 Αυγούστου (3 Σεπτεμβρίου) 1854 γέρων εις ηλικίαν 86 ετών…
Η πατρίς του τον ετίμησεν ως διδάσκαλον της νεολαίας κατ’ εξοχήν· διά τούτο ο ανδριάς παριστά αυτόν καθήμενον και διαλεγόμενον τοις παισί· το άρρεν παιδίον ακούει μετά προσοχής, το δε κοράσιον κάθηται παρά τους πόδας αυτού ακροώμενον του διηγήματος, και μετ’ αφοσιώσεως εις τα λεγόμενα προσηλωμένον.
Άγνωστον και ασήμαντον της Βαυαρίας χωρίον εγείρει τω διδασκάλω ανδριάντα χαλκούν η μεγάλη όμως και πολλή των ημερών μας Ελλάς δεν ήγειρεν ουδέ λίθινον ανδριάντα εις κανένα των τέκνων της… Ενίοτε εψηφίσατο απλώς επί του χάρτου την ανέγερσιν ανδριάντος, πάντοτε όμως έρριψε λίθους και κατά ζώντων και κατ’ αποθανόντων ευεργετών αυτής.

Προηγουμενο αρθρο
Τα νέα θέρετρα VIP σε Σκορπιό και Κέρκυρα
Επομενο αρθρο
Νυδρί, ο φημισμένος προορισμός της Λευκάδας

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.