HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΜνήμες Φθινοπώρου: Η σπορά

Μνήμες Φθινοπώρου: Η σπορά

Του Γιάννη Γ. Χόρτη

Στη συνείδηση των χωριανών το Φθινόπωρο δεν συνδέεται μόνο με τον τρύγο αλλά και με τη σπορά. Για τα παιδιά συνδέεται και με την καμπάνα τ’ Αη Γιαννιού, γιατί άρχιζε το σχολείο.Ο κάθε χωριανός έπρεπε να τρυγήσει, να κάμει το κρασί του, να οργώσει και να σπείρει τα χωραφάκια του, που ήτανε πολλά και διεσπαρμένασε διάφορα σημεία.

Τα περισσότερα από αυτά ήταν μικρά, σε επιφάνειες κατηφορικές, και συνήθως μακρόστενα, για να αποφεύγεται η διάβρωση. Υπήρχαν και μερικές μεγάλες σκάλες στα υψίπεδα: στα Μακρυχώρια, στου Φραμμένου, στα Σφακίδια, στο Μακρύκαμπο, στη Φτελιά, στις Τραχωλαρές, στους Βάτους, στους Πύργους, στου Κυβεριώτη, στα Γυρίσματα και αλλού.

Ο χερουλάτης έφαγε τ’ άχαρα δάχτυλά μου και στην αλετροπόδα μου εσβήσαν τα ήπατά μου

Αρ. Βαλαωρίτης, Φωτεινός, άσμα πρώτο

DSCN0863

Η σπορά των χωραφιών άρχιζε, αφού είχαν κλείσει οι «σεμπριές» και είχαν πέσει οι πρώτες βροχές, και στο όργωμά τους χρησιμοποιούσαμε αλέτρι με υνί (γενί). Κατά τη διαδικασία του οργώματος χαιρόσουν να βλέπεις αυλάκια μεγάλα, όπου ο χειριστής του αλετριού με ζεμένα δύο ζώα, συνήθως άλογα, έκοβε σωστά το χώμα και στη διακοπή έβλεπε το αποτέλεσμα. Ζωγράφιζε τη μάνα – γη. Την όργωνε κι αυτή γεννοβολούσε. Το θαύμα της φύσης. Να βγάζεις κυριολεκτικά με τα χέρια σου το ψωμί σου.

Συνήθως εμείς ως παιδιά δεν συμμετείχαμε στη διαδικασία, επειδή είχαμε σχολείο. Μα αν υπήρχε μεγάλη ανάγκη ή κάποια διακοπή η παρουσία μας στο χωράφι χαιρετιζόταν απ’ τους μεγάλους με πολλή χαρά και εγκαρδιότητα. Μας πρόσφεραν το πιάτο (γαδίνι) με το φαϊ και το προσφάι και – με ιδιαίτερη παρότρυνση – το κόκκινο δικό μας κρασί.

– Δεν πίνει το παιδί, έλεγε συνήθως η μάνα
– Ένα ποτήρι δεν είναι πολύ. Χρειάζεται. Έλα, λεβέντη μου, έλεγε ο παππούς, που οπλισμένος με υπομονή, ακολουθούσε με το τσαπί το χειριστή του αλετριού.

ALETRI2
Το αλέτρι σαν εφεύρεση χάνεται στα βάθη των αιώνων. Ήταν ξύλινο από σκληρούς κορμούς δέντρων. Αγριόξυλο πελεκητό με σκεπάρνι, που μπροστά λόξευε και «μύτιζε» προς το έδαφος. Το όρθιο, περίπου ένα μέτρο ύψος, κατέληγε σε υποδοχή για χειρολαβή με ενενήντα μοίρες γωνία, το χερολάτη. Από το κάτω μέρος της γωνίας με καμπυλωτή γωνία επίσης ενενήντα μοιρών τοποθετούνταν – «έπιανε» η αλετροπόδα, που στη μέση του ψηλότερου οριζόντιου τμήματός της είχε τρύπα ορθογώνια, απ’ την οποία περνούσε η σπάθη, που κατέληγε στο μέσον του κύριου εργαλείου (Στον ουρανό το βράδυ εμείς βλέπουμε τη μικρή και τη μεγάλη αλετροπόδα και όχι τις «αρκούδες»).

Ο χειριστής του αλετριού το κατηύθυνε πιάνοντας με το ένα χέρι το χερολάτη και με το άλλο πατώντας τη σπάθη, ενώ το σώμα του στο σημείο του ήπατος (συκωτιού) ακουμπούσε στην αλετροπόδα και τα πόδια πατούσαν λοξά πλάγια, παράλληλα με την πορεία του αυλακιού που χάραζε το σιδερένιο υνί. Το υνί (γενί) ήταν ένα κομμάτι σίδερο με καμπύλο σχήμα και μυτερή προεξοχή, που ήταν σφηνωμένο πάνω σε ένα κομμάτι ξύλο, που βρισκόταν στη βάση του αλετριού.

Το γενί τοποθετούνταν συνήθως πίσω απ’ την πόρτα. Γι’ αυτό, θέλοντας να πειράξουν την προκομμένη νιόνυφη, έλεγαν το σκωπτικό: «Βρήκε η νύφη μας το γενί στην πόρτα!», δηλαδή Μεγάλη δουλειά. Μεταξύ υνιού και ξύλινου σώματος σφήνωναν ένα ξύλινο στοιχείο, πριν από την εφαρμογή, με δύο απολήξεις κατά γωνία προς τα πίσω, τα φτερά, για να σπρώχνει το σκαμμένο χώμα δεξιά- αριστερά και να διευκολύνει το σκάλισμα.

1

Γιατί ο σπόρος (είχε ήδη πέσει στο χωράφι από το σπορέα, που είχε κρεμασμένο το δισάκι στον ώμο, ένα διπλό σακούλι μπρος – πίσω για ισορροπία) με το όργωμα έπεφτε στο αυλάκι. Έτσι, μετά το άνοιγμα κάθε αυλακιού οι σκαλιστές έπρεπε να το σκεπάσουν, πριν ανοιχτεί άλλο αυλάκι. Αν δεν προλάβαιναν, ο χειριστής του αλετριού σταματούσε το όργωμα και τους βοηθούσε ή περίμενε, ώσπου να τελειώσουν με το σκάλισμα.

Μέχρι της Παναγίας στις 21 Νοεμβρίου οι χωριανοί έπρεπε να έχουν σπείρει τα μισά χωράφια. Γι’ αυτό και η γιορτή αυτή λέγεται της Παναγίας της Μεσοσπορίτισσας ή, με βάση το φωνηεντισμό το δικό μας, της Μισοσπορίτσας. Στο σπίτι εκείνη την ημέρα βράζανε τα «πολυκούκια», από κουκιά, ρεβίθια, μπιζέλια, φακές κ.λ.π. Τα βράζανε όλα μαζί και τα τρώγανε για το καλό, που έπρεπε να συνεχιστεί και το χειμώνα με τις μεγαλογιορτάδες …

Πηγή: tachortata.blogspot.gr

Προηγουμενο αρθρο
Στις Γειτονιές του Κόσμου: Στην Αλάσκα των θαυμάτων
Επομενο αρθρο
Η ελληνική κουζίνα κέρδισε το Χάρβαρντ

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.