HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΝίκος Πολίτης-Χάλκας: Ένας Μύθος κι ένας Θυμός

Νίκος Πολίτης-Χάλκας: Ένας Μύθος κι ένας Θυμός

Γράφει ο Παναγιώτης Σκληρός

Ο Νίκος Πολίτης-Χάλκας, ήταν ο πρωτότοκος γιος της οικογενείας του παππούλη μου του Γιώργου και της βαβάς μου της Ακριβής, απ τη μάνα μου. Τα υπόλοιπα αδέρφια ήταν κατά σειρά ο Αντρέας, η Βασιλική (η μάνα μου),ο Κώστας ο Κούκιος και η Τούλα. Γεννήθηκε κι έζησε στην Κοντάραινα. Το μαρτυρεί βέβαια και το επίθετο μιας κι η Κοντάραινα κατά το πλείστον έχει αυτό το επίθετο, Πολίτης.

Όλα τα παιδιά παντρεύτηκαν κι έκαμαν οικογένεια έκτος από τον Νικολό που έμεινε άγαμος. Ήταν αγρότης, κυνηγός και δούλευε και στην τράτα του Νίκου του Μπάκα στη Βασιλική γι’ αυτό και πάντα φορούσε ένα ναυτικό μπερεδάκι, όχι πηλίκιο.

Μ’ αγαπούσε πολύ (ήμουν το πρώτο του ανίψι βλέπετε), μ’ έβανε στο γάιδαρο και πηγαίναμε απ’ τη Βασιλική στον κάμπο, οπού είχαν σπίτι για τα καλοκαίρια ή μ’ ανέβαζε στο Φαγιά (πολλές φορές στους ώμους του) κι από κει, κάτω απ’ το αιωνόβιο ρουπάκι, αγναντεύαμε το Θιάκι και τα καράβια που πέρναγαν ανάμεσα Λευκάδα και Κεφαλονιά.

Μερικές φορές έψηνε φάους και τρώγαμε (κάτι μεγάλα βελανίδια σαν κάστανα)ή μάζευε αγριόπρασα ή αγριόσκορδα και συνοδεύαμε ένα «μπουκούνι» ψωμί ζυμωτό μ’ ένα κομμάτι τυρί -πέτρα απ’ το αλάτι, για να διατηρείται. Έτσι απλά, τυλιγμένα σε μια μπόλια που μπορεί ναχε και καμιά ντομάτα. Γιατί τα πρόβατα που φυλάγαμε, καμιά 20αρια όχι παραπάνω, έμεναν μέχρι το βραδάκι που’χε δροσιά για να φάνε κάτι απ’ τα χωράφια του βουνού της Κοντάραινας που το έλεγε ο πατέρας μου με καμάρι με το αρχαίο του όνομα «Σίκερο».

Ήταν εκεί κοντά στην κορφή και μια ερειπωμένη εκκλησιά, η Σωτήρα (ναός του Σωτήρα), που τα καλοκαίρια λειτουργούσε στις 6 Αυγούστου στα καθαρισμένα χαλάσματα απ’ τα βάτα κι απ’ τις βουνιές των ζώων που έμπαιναν μέσα αλλά λειτουργούσε έστω και μια φορά το χρόνο.

Ο μπάρμπας μου Νικολός Πολίτης- Χάλκας

Όταν χαλίπωνε, άρχιζε τη φλογέρα που έφτιαχνε με καλάμι με 3-4 τρύπες, (όχι τραγούδι, μόνο φλογέρα ή με κανα φύλλο στο στόμα που έβγαζε ήχο) κι έλεγε ιστορίες για αερικά και ξωτικά, για νεράιδες κι αμίλητο νερό, για δοξασίες και παγανά κι έσπερνε το φόβο σ’ εμένα που δεν ένιωθα και τον άκουγα μ’ ανοιχτό το στόμα κι έτρεμα κιόλας καμιά φορά όταν η νεραΐδα –έλεγε- ήταν αληθινή κι έσερνε το χορό με τα ολόλευκα αραχνοΰφαντα φορέματα, με τα μακριά ξανθά μαλλιά κι εκείνα τα ακαταλαβίστικα τραγούδια που τραγούδαγε με τις άλλες νεράιδες… «Μα τι λέει ο μπάρμπας μου, βαβά», την ράταγα και μου απαντούσε ότι είναι «νεραϊδοπαρμένος».

Μαζευόταν κι άλλοι τσοπαναραίοι απ’ το χωριό εκεί γιατί ήταν ψηλά και ξέφωτο και θυμάμαι πέφταμε ανάσκελα και βλέπαμε τα αστέρια και μαντεύαμε ποιο είναι ποιο. Η άλλες φορές ακούγαμε ακόμα και τα κοκόρια απ’ το Θιάκι. Κι όταν παίρναμε το δρόμο του γυρισμού στο χωριό με τη μουσική των κουδουνιών στ’ αυτιά μας αλλά και με τα γλυκόσυρτα τραγούδια των γυναικών, ήταν η λαχτάρα να πιούμε λίγο γάλα ζεστό με παπάρα και αλάτι που μόλις θα το αρμέγανε οι γυναίκες (σαν πιο επιδέξιες), η βαβά Ακριβή κι η θειά Τούλα και να πλααίσουμε ψόφιοι…

Μετά στη γωνιά έλεγε πάλι ιστορίες και τρόμαζε και την Τούλα που ήταν η μικρότερη, τρώγοντας λάχανα πουχαν φέρει απ’ τον κάμπο οι υπόλοιποι του σπιτιού ενώ ο παππούλης με το χιονισμένο του κεφάλι είχε αράξει στην άκρη του ξεθεωμένος απ την κούραση και τον ποδαρόδρομο μέχρι ναρθει απ’ το Σπαρτιά στην Κοντάραινα. Η βαβά μου η Ακριβή άκουγε, ήταν λιγομίλητη, εργατική, αθόρυβη, λιτή και την συμβουλευόταν όλοι στο χωριό, ήταν αυτό που λέγανε «προεστή».

Ο μπάρμπα Νικολός είχε ένα εκ γενετής πρόβλημα και δεν είχε πάει στρατιώτης. Είχε όμως μέσα του πολύ ζέση για τα στρατιωτικά και την πατρίδα. Την ίδια ζέση είχε κι ο Κώστας βέβαια που είχε φύγει κρυφά απ το σπίτι να πάει να συναντήσει τις αντιστασιακές οργανώσεις, ανήλικος ακόμα, μα έτρεξαν και τον συμμάζεψαν. Στο σπίτι έλεγαν, ότι φεύγοντας είχε αφήσει κι ένα σημείωμα που έγραφε «φεύγω γιατί θέλω να πάρω τα αλαφρύ σπαθί και το βαρύ ντουφέκι», μάλλον επηρεασμένος από κάποιο ποίημα του Βαλαωρίτη. Ο Νικολός λοιπόν έλεγε χρόνια αργότερα πως είχε μπει σ ένα σύνδεσμο βοήθειας και συνδρομής εφοδιασμού για το υποβρύχιο «Παπανικολής» που καιροφυλακτούσε ανάμεσα Λιψόπυργο και Μεγανήσι κι έκανε ζημιά στα Γερμανικά και Ιταλικά καράβια που πέρναγαν το στενό ανάμεσα Λευκάδα και Θιάκι.

Θυμάμαι τη μάνα μου που μας έλεγε ότι ήταν τρυγητής κι ήταν επάνω στο βουνό για τρύγο όταν ακούγανε εκρήξεις και μετά φωνές και βλέπανε ν’ ανεβαίνει «ψηλά η θάλασσα» απ τις τορπίλες του «Παπανικολή» που βύθιζε ξένα πλοία. Ο Νικολός λοιπόν διηγούνταν πολύ αργότερα τα κατορθώματα του και πολλοί στο χωριό, ακόμα κι εμείς, λέγαμε ότι είναι μυθοπλασίες που ήταν πολύ επιρρεπής σ’ αυτές ο μπάρμπας μου. Έλεγε ότι είχαν συναντήσει με τον Νίκο το Μπάκα, όταν ψαρευαν με την τράτα του κάπου στο πέλαγος, το «Παπανικολής» κι ότι ένας (ο καπετάνιος) τους ζήτησε να του κονομήσουνε κρέατα απ’ τα κοπάδια κι ορίσανε ότι σε τόσες μέρες θα ξαναπερνούσε να τα πάρει.

Ακόμα, ότι έβγαλε βάρκα ο Παπανικολής στο Αλεχτώρι κι επήρε σφαχτά απ’ του Σκάτζου το κοπάδι που τα είχαν κανονίσει με τον μπάρμπα μου ναναι έτοιμα και άλλα τέτοια. Κανένας δεν τον πίστευε τον Κουφό όπως τον έλεγαν στο χωριό γιατί είχε ο έρμος και μειωμένη ακοή περνώντας τα χρόνια. Ο Νίκος ο Μπάκας με την τράτα απ’ τη Βασιλική επιβεβαίωνε τα λεγόμενα του Νικολού για τον Παπανικολή αλλά κι αυτόν δεν τον πίστευε κανείς παρότι τον καιρό της αντίστασης το καΐκι του είχε ονομαστεί ΕΛΑΝ (Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Ναυτικό)!

Ο κουμπάρος μου ο Νίκος ο Μπάκας ήταν χαμηλών τόνων, άκακος ψαράς και δεν διαλαλούσε τα γεγονότα. Σ’ αντίθεση με το γιο του το Σπύρο (τον bro μου) που πήρε απ’ το σοι της μάνας του της Σοφίας απ’ το Μεγανήσι… Ήθελα εδώ να πω ότι έκτος απ τον Κώστα τον Κούκιο που έφυγε νύχτα μικρός απ’ τη ράχη να πάει όπως είπαμε να συναντήσει αντιστασιακούς, ο άλλος αδελφός ο Αντρέας, είχε μείνει άδικα πολύ καιρό στην Τατάραινα με άλλους χωριανούς, όπως ο Ροκιάς κι ο Σπύρος ο Γερούλης, τον καιρό του εμφυλίου, όπου η ρουφιανιά… έπιανε τόπο…

Ο παππούλης μου  Γιώργος και η βαβά μου Ακριβή

Ακόμα ένα περιστατικό της οικογενείας που θα το αναφέρω εδώ ήταν όταν ήρθαν οι Ιταλοί στην Κοντάραινα κι έμεναν μέσα στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου και δεν σεβάστηκαν τίποτα, μ’ αποτέλεσμα η εκκλησία που είναι στο κέντρο του χωριού να κλείσει από τότε, έκαναν πλιάτσικο όχι μόνο στα προϊόντα της αγροτιάς αλλά και στα κοπάδια και τα κοτέτσια. Ήταν δε ως γνωστόν καλοφαγάδες και καλοπερασάκηδες οι Ιταλοί.

Έτσι μια μέρα έπιασαν έξω απ το χωριό τον παππούλη μου το Γιώργο που γύριζε απ τον κάμπο με το γάιδαρο του, πήραν ότι παλιοκολόκυθα κ.λ.π. είχε φορτωμένα στο γαϊδούρι ενώ αυτός τους παρακαλούσε να τον αφήσουν να φύγει. Όχι μόνο δεν τον άφηναν αλλά τον έδερναν φωνάζοντας του «paura». Ο παππούλης απαντούσε «no paura» και το ξύλο έπεφτε βροχή γιατί οι ιταλοί θεωρούσαν ότι τους κορόιδευε μέχρι που εμφανίστηκε ο… διερμηνέας τους και εξήγησε ότι ο έρμος ο γέροντας δεν καταλάβαινε τι του έλεγαν κι έτρωγε τζάμπα το ξυλο. Από τότε τον παππούλη μου στο χωριό τον κορόιδευαν με το παρατσούκλι «παούρα».

Ο παππούλης μου ο Γιώργος ήταν απ’ τους πρώτους με μια παρέα νέων απ το χωριό που ταξίδεψαν στην… Αργεντινή στην αρχή του 20 αιώνα για να δουλέψουν. Σκεφτείτε μήνες μες τα καράβια της εποχής μέχρι να φτάσουν… Γύρισε όμως πίσω πολύ γρήγορα για να υπερασπιστεί την πατρίδα στους Βαλκανικούς πολέμους κι έτσι έληξε άδοξα η μεταναστευτική του πορεία. Την συνέχισε όμως ο Αντρέας που πήγε στην Αυστραλία όταν τελείωσε το στρατό κι έκοβε… ζαχαροκάλαμα στην αρχή όπως όλοι οι συγχωριανοί. Παντρεύτηκε εκεί αλλά γύρισε όταν πήρε σύνταξη.

Περνούσαν τα χρόνια με τον Νικολό να λέει τις ιστορίες του που μερικές ήταν πράγματι μυθεύματα και να ψιμογελάνε στο καφενείο με τα δήθεν φανταστικά καμώματα του μέχρι που τον πήρε στην Αθήνα ο ξάδερφος του ο Κώστας Προκόπης, ο Κόντης, και πήγαν στα αρχεία του στρατού στο Ρούφ και βρήκαν με την βοήθεια ενός αξιωματικού καταγραμμένα τα γεγονότα του μπάρμπα μου του Νίκου του Πολίτη του Χαλκά. Για τον εφοδιασμό του Παπανικολή κλπ. Έμεινε κόκκαλο ο Κοντής κι ο Νικολός ο έρμος ψήλωσε στα γεράματα ακόμα λίγο (ήταν ψηλός άντρας) και δικαιώθηκε. Κι όχι μόνο αυτό αλλά του έστειλαν με το ταχυδρομείο ή τον φώναξαν στο στρατολογικό γραφείο (δεν θυμάμαι καλά) και του έδωσαν εκείνο το χάλκινο παράσημο της αντίστασης! Δάκρυσε και το ‘δειχνε στο χωριό, γιατί πάνω από 20 χρόνια έλεγε για την βοήθεια που προσέφερε στον πόλεμο κι ας μην είχε γίνει επιλέξιμος, αλλά κανένας, ούτε εμείς, πιστεύαμε ότι ήταν αλήθεια παρά ένας μύθος. Ήταν όμως ένας μύθος κι ένας θυμός που με την επιμονή του τον δικαίωσε.

Κι ήταν πλέον ο Νικολός ο Χάλκας παρών που με τον παππά του χωριού τον σχωρέμενο τον παπά Κώστα Ραυτόπουλο και τον πρόεδρο του χωριού, που έκαναν την κατάθεση στο μνημείο στα πηγάδια κάθε φορά που ήταν εθνική γιορτή. Κι ήταν καθαρός και στολισμένος με το μπερέ του και το μετάλλιο στο στήθος αλλά και με το δάφνινο στεφάνι στα χέρια που είχε ετοιμάσει ο ίδιος με δάφνες απ το Καρυολάγκαδο, για να το καταθέσει μέχρι που «έφυγε» κι άφησε χρόνους αλλά και τον πρόεδρο τον Γιάννη τον Πολίτη να κάνει το ίδιο που έκανε αυτός στις εθνικές γιορτές.

Παναγιώτης Σκληρός
Αύγουστος/2020

Προηγουμενο αρθρο
Ιωακειμίδη και Φυτόπουλος ξανά σε βάθρο Πανελληνίου Πρωταθλήματος
Επομενο αρθρο
Εκρηξη στη Βηρυτό: «Εμοιαζε με Χιροσίμα», είπε κλαίγοντας ο κυβερνήτης - 73 νεκροί, πάνω από 3.700 τραυματίες

2 Σχόλια

  1. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
    27 Οκτωβρίου 2020 at 08:21 — Απάντηση

    Πάνο στην δημοσίευσή σου αυτή ήθελα να προσθέσω κάτι για να μαθαίνουν οι νεότεροι…!!
    Ο Νικολός (ο Χάλκας ή Κουφός), σύμφωνα με αυτά που μου έλεγε ο πατέρας μου, ήταν στα μάτια μου και στην εκτίμησή μου ένας άνθρωπος γενναίος με τεράστια ψυχή και καρδιά!! Ήταν και είναι για μένα, χωρίς υπερβολές, ένας ήρωας!!
    Μου έλεγε λοιπόν ο πατέρας μου (Νίκος Πολίτης ή Μπάκας) ότι την εποχή της Ιταλικής κατοχής, εκτός του ψαρέματος, έκανε με το καϊκάκι “κοντραμπάντο” (λαθρεμπόριο). Έφερνε από την Ακαρνανία (Μύτικα ή Αστακό) κάποια προϊόντα που λόγω της κατοχής δεν υπήρχαν στα χωριά μας. Πήγαινε ψάρια και λάδι και έφερνε κυρίως ζάχαρη, σιτάρι και καπνό. Με κουπιά και πανί εκείνα τα χρόνια.
    Είχε μαζί του ναύτη και τον Νικολό τον Κουφό!
    Κάποια φορά είχε φέρει ζάχαρη και διάφορα άλλα πράγματα αλλά λόγω της κατάστασης δεν μπορούσε να τα βγάλει μέρα στο λιμάνι γιατί θα του τα έπαιρναν οι καραμπινιέρος. Εξ ού και “κοντραμπάντο” (λαθρεμπόριο). Τα έκρυψε λοιπόν μέσα στη Ζαχαροσπηλιά (πριν το Αγιοφύλλι), άφησε το Νικολό να τα φυλάει και πήγε για ψάρεμα για να δικαιολογήσει την απουσία του.
    Οι Ιταλοί, (δεν ξέρω πως…), βρήκαν την κρυψώνα και έπιασαν το Νικολό. Τον έδερναν για να τους μαρτυρήσει ποιος έκανε το κοντραμπάντο.
    Όταν την επομένη ή την μεθεπόμενη μέρα επέστρεψε ο πατέρας μου από το ψάρεμα, έμαθε ότι έχουν πιάσει το Νικολό και τον έχουν κάνει μαύρο στο ξύλο αλλά κράταγε το στόμα του κλειστό! Πήγε λοιπόν στους καραμπινιέρος και τους είπε: Αφήστε τον άνθρωπο. Εγώ έκανα το κοντραμπάντο γιατί δεν έχουμε ψωμί να φάμε…
    Αυτός ήταν ο τεράστιος για μένα Νικολός ο Χάλκας (ο Κουφός)!! ❤
    Για να μαθαίνει ο κόσμος…!!

  2. Παναγιωτης Σκληρος
    7 Αυγούστου 2020 at 15:40 — Απάντηση

    Δημοσιευω παρακατω σχολιο που αναρτησε στην σελιδα μου στο FB ο Σπυρος Πολιτης η Μπακας(βρισκεται στην Αυστραλια) γιος του καπετανιου της τρατας που αναφερω!! Η μαρτυρια του ενισχυει ιστορικα τα οσα εγραψα και τον ευχαριστω πολυ!!

    Spyros Politis Αδελφέ Πάνο ! Διάβασα προσεκτικά όλο το κείμενο..Όσον αφορά την εξιστόρηση περί Παπανικολή Είναι όπως τα περτέγραψες και να συμπληρώσω κάτι που μου το οδηγήθηκαν οι πρωταγωνιστές . Ο Ιατρίδης, κυβερνήτης του υποβρυχίου τότε ήταν Πανούργος και death cheater ! Ώς γνωστόν ο πατέρας μου πάντα ψάρευε στην Κεφαλονιά . Εκεί κατά διαστήματα περιόδευσε και ο Ιατρίδης με το υποβρύχιο.. Στο Φισκάρδου ήταν τελώνης ο Μοσχονάς και στο Μάηκανο αστυνόμος κάποιος Μστσούκης . Φόρτωναν το ΕΛΑΝ με τροφοδοσία και κάπου ανάμεσα Δαφνούδι και Αγία Ιερουσαλήμ τα παρέδιδαν στον Ιατρίδη. Πλήρωμα στο ΕΛΑΝ ήταν ο Μπάρμας σου ο Νικολός και ο Μήτσος ο Κόντης από την Κέρκυρα ! Όντως γνώρισα τον Ματσούκη και τον Μοσχονά κατά το τέλος της δεκαετίας του 50 . Σε κάποια έρευνα στο ΕΛΑΝ βρήκανε τεκμήρια οι Ιταλοί και συνέλαβαν τον Πατέρα μου και τον Μοσχονά ..μάλλον την ώρα που φόρτωναν τρόφιμα. Τους μετέφεραν στις φυλακές της Άσσου (Στο κάστρο) όπου εκεί κατά την ώρα φαγητού συνάντησαν τον Ντάντη. Σε 5 περίπου μέρες ο πατέρας μου μαζί με το Μοσχονά δραπέτευσαν και μετά από ταλαιπωρία ημερών έφτασαν κάπου έξω από το Αργοστόλι κοιμήθηκαν στο σταθμό ενός αγροκτήματος και τους κερδίσανε οι κοριοί ! Γνώρισα και τη Γριούλα που τους έκρυψε τότε για αρκετό καιρό. Είναι μεγάλη ιστορία απλώς αναφέρθηκα περιληπτικά ..

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.