HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΞενοφώντας Σάντας ένας λαϊκός δημιουργός – ποιητής

Ξενοφώντας Σάντας ένας λαϊκός δημιουργός – ποιητής

Πραγματοποιήθηκε στις 10 Ιουλίου στο Πνευματικό κέντρο ημερίδα με θέμα: «Φυσικό Περιβάλλον και Λαϊκή Δημιουργικότητα», Ξενοφώντας Σάντας: ένας λαϊκός ποιητής και για 70 χρόνια κατασκευαστής, νερόμυλων, ανεμόμυλων, λιτρουβιών και ξύλινων αντισεισμικών σπιτιών»

Την εκδήλωση δυστυχώς δεν μπορέσαμε να παρακολουθήσουμε. Συγκεντρώσαμε όμως λίγα στοιχεία για τον Ξενοφώντα Σάντα και σας τα παρουσιάζουμε παρακάτω. Αφορμή στάθηκαν οι φωτογραφίες που βρήκαμε στο αρχείο μας από την επίσκεψή μας πριν από 4 χρόνια στο λαογραφικό μουσείο του Ορφέα.

«Ο Ξενοφώντας Σάντας γεννήθηκε στο Πινακοχώρι Σφακιωτών Λευκάδας (7 Αυγούστου 1895). Πήγε στο σχολείο μέχρι την τετάρτη Δημοτικού. Αλλά εξαιτίας οικονομικών αντιξοοτήτων της οικογένειάς του -και παρόλο που ο ίδιος ήθελε πολύ τα γράμματα- ο πατέρας του, Σωτήρης, τον υποχρέωσε να μάθει την τέχνη του ξυλουργού, που ήταν οικογενειακή των Σανταίων, καθώς και τον τρόπο κατασκευής λιτρουβιών και ανεμόμυλων.

Από το 1916 και για εφτά συνεχή χρόνια -μέχρι το 1922- υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία. Στο Μικρασιατικό πόλεμο έφτασε μέχρι την Προύσα.

Εργάστηκε για εβδομήντα και παραπάνω χρόνια κατασκευάζοντας μύλους, λιτρουβιά και προπαντός ξύλινα σπίτια• και μόλις τα τελευταία χρόνια -«χρόνια της σύνταξης»- ασχολείται εντατικά με την ποίηση. Παράλληλα κατασκευάζει, σε μικρογραφία πλέον, αλλά με πολύ λεπτή επεξεργασία, ώστε να έχουν τη μορφή έργου τέχνης, και με ακριβείς (αυστηρά επιστημονικές, θα λέγαμε) μετρήσεις, ώστε να λειτουργούν, ανεμόμυλους, ξύλινο πιεστήριο παλιού λιτρουβιού, σχεδία μεταφοράς γρανιτένιων λιθαριών για τα λιτρουβιά. Έχει προγραμματίσει την κατασκευή του παλιού ξύλινου, αντισεισμικού, λευκαδίτικου σπιτιού.

Ο Ξενοφώντας Σάντας αποτελεί την περίπτωση ενός αληθινά δημιουργικού ανθρώπου, όπου μια προδιάθεση εσωτερικής δημιουργικότητας διαφαίνεται και στις επαγγελματικές και στις ερασιτεχνικές του απασχολήσεις.

Ο λόγος, ως μέσο καλλιτεχνικής έκφρασης, αποτελεί, όπως προαναφέραμε, την πιο όψιμη δραστηριότητα και εμπειρία του.

Η ποίηση του Σάντα δίνει όλη την έκταση της κοινωνικής πραγματικότητας της υπαίθρου από το 1900 και μετά. Αξιοσημείωτη είναι η πιστότητα περιγραφής μιας εποχής (1900-1940) που είχε σαν κύριο γνώρισμα της τον ασταμάτητο καθημερινό αγώνα για την επιβίωση, την αμέτρητη φτώχεια και μια εγκαρτέρηση απέναντι στα δεινά, που, όχι σπάνια, έφτανε μέχρι τα όρια της μοιρολατρικής αποδοχής. Και παρ’ όλ’ αυτά η χαρά της ζωής δεν έλειπε.

Οι πληροφορίες που ενυπάρχουν σ’ αυτά τα ποιήματα, είναι σημαντικές από λαογραφική άποψη και αποδίνουν με ρεαλισμό τα γνωρίσματα της καθημερινής ζωής του χωριού….»*

Στων Σφακιωτών ένα χωριό
Είν’ το Πινακοχώρι
Εκεί γεννήθηκα κι εγώ
Κι άλλοι μικροί κονσόλοι.Τα μάτια κι πρωτάνοιξα
Στη γειτονιά Κοντράτα
Και μ’ άλλα εκεί  μεγάλωσα
Της  γειτονιάς παιδάκια

Και παρακάτω στο χωριό
Εκεί είχαμε σχολείο
Σ’ ένα σπιτάκι φτωχικό
Που ήταν σωστό ψυγείο

Κι μέσα τουρτουρίζαμε
Απ’ το πολύ το κρύο
Και παγωμένοι ανοίγαμε
Το βρώμιο μας βιβλίο

Τότε όλοι οι δάσκαλοι
Το ξύλο προτιμούσαν
Και όλοι οι αδιάβαστοι
Γι’ αυτό φυγοδικούσαν

Και φόβος ήταν το σχολειό
Π’ οι δάσκαλοι για γούστο
Σε κλείναν μέσα νηστικό
Και το ‘χανε για λούσο

Σαν το σχολειό τελείωσα
Την τάξη την τετάρτη,
σκληρόν αγώνα άρχισα
Χωρίς δουλειά με τάξη

Τα ήθελα τα γράμματα
Μα ήταν πιο ανάγκη
Να μπω εις τα σκοντάματα
Απ’ άγουρο παιδάκι

Με τους γονιούς εκόβαμε
Τους βράχους για λιθάρια
Στα λιτρουβιά τα βάναμε
Που δούλευαν τα λάδια

Δεν ήταν ειδικότητες
Κι εφτιάναμε και σπίτια
Δουλειές μ’ αντιξοότητες
Ο κόσμος είχε νήστια

Κούτσουρα πελεκούσαμε
Και φτιάναμε τους μύλους
Τη φτώχεια την νικούσαμε
Με των χωριών τους γύρους.Δουλειές βαριές κουραστικές
Και πείνες στα χωριά μας
Μα ήταν λίγες φαμελιές
Που ‘ξέραν τη δουλειά μας

Όλο μιζέρια  ζωή
πολέμησε η γενιά μας
Οι πιο πολλοί ήταν νηστικοί
Στα πιότερα χωριά μας

Με μεροκάματο μικρό
Με δυο δραχμές τη μέρα
Και οι μαστόροι για μισθό
Από τέσσαρες και πέρα

Ήτανε βάσανο η ζωή
Τα λίγα χρήματά μας
Δε φτάναν ούτε για ψωμί
Και ρούχα τα παλιά μας

Και όποιος έφτιανε βρακί
Καινούργιο τον κοιτούσαν
Μου έφτιαξαν και με παιδί
Και όλοι με φθονούσαν

Μα σαν μεγάλωσα κι εγώ
Στα είκοσι ένα χρόνια
Με πήραν τότε στο στρατό
Και μείναν τα κοτρώνια

Φαντάρο σαν με πήρανε
Στο χίλια εννιά δεκάξι
Στο κάστρο μας με ντύσανε
Που μ’ είχαν κατατάξει

Χρόνια εφτά με κράτησαν
Στον πόλεμο τον πρώτο
Όπου χιλιάδες χάθηκαν
Σε ξένο θαφτήκαν τόπο

Μα καποτ’ αφού γλίτωσα
Κι απολυτήριο  πήρα
Απ’ την αρχή πάλ’ άρχισα
Τη μάχη με τα ξύλα

*Το κείμενο είναι από το βιβλίο: Ξενοφώντα Σάντα «Λαϊκή Ποίηση». Εισαγωγή, επιλογή, ταξινόμηση: Δρ. Σπύρος Βρεττός και Παρασκευή Κοψιδά -Βρεττού. Εκδόσεις Πέργαμος 1987.

Οι εικόνες είναι από το Λαογραφικό Μουσείο του Ορφέα.

Προηγουμενο αρθρο
Ανασκαλίζοντας την πάχνη του κύκλου των Λευκαδίων ποιητών - Μέρος Γ΄
Επομενο αρθρο
Μια διαφορετική άποψη του Αγίου Μηνά

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.