HomeΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣΟρεινός έρως

Ορεινός έρως

Του Νίκου Πολίτη

Γυρίζοντας πίσω στον χρόνο, εκεί που ήταν όλα τόσο, μα τόσο διαφορετικά! Ξεφυλλίζοντας γκρίζες εικόνες του χθες, όμορφα συναισθήματα έρχονται να ξυπνήσουν και να δώσουν χρώμα στο σήμερα.

Τι και αν υπήρχε φτώχεια; Το χαμόγελο δεν έσβηνε από τα χείλη των ανθρώπων και η περηφάνια δεν τους εγκατέλειπε ποτέ! Το ταξίδι μας αρχίζει στην ορεινή Λευκάδα, συγκεκριμένα σε δύο γνωστά χωριά εκείνης της εποχής, στην γραφική Καρυά και στην όμορφη Εγκλουβή.

Γλυκά κορίτσια, σαν τα κρύα τα νερά, ξεπρόβαλαν κάθε πρωί από το σπιτικό τους, περπατώντας ανέμελες, χωρίς να έχουν την παραμικρή έννοια για τον χρόνο και το πέρασμα της ώρας, άρχιζαν να κάνουν διάφορες δουλειές, πράγματα μικρά αλλά τόσο σημαντικά που έδιναν χάρη στην καθημερινότητα. Άλλοτε μαζεμένες όλες μαζί στην βρύση του χωριού, χαμογελώντας με τσαχπινιά έλεγαν τα νέα τους η μια στην άλλη, άλλοτε στα χωράφια κάνοντας βαριές εργασίες και όταν νύχτωνε γύριζαν σπίτι τους κουβαλώντας μεγάλα βάρη όπως ξύλα, ελιές και κανάτες με νερό. Αλλά παρόλα αυτά, ήταν πάντα αγέρωχες και περπατούσαν με ιδιαίτερη χάρη και κομψότητα.

Μία μέρα που δεν ήταν σαν τις άλλες, ένα χαριτωμένο κορίτσι αιχμαλώτισε την ματιά του Παναγιώτη, ο οποίος ερχόμενος επάνω στο άλογο του στην κεντρική πλατεία του χωριού, αντίκρισε την Αλεξάνδρα και αμέσως ένιωσε ένα σκίρτημα μέσα του! Το βλέμμα της ήταν τόσο έντονο και διαπεραστικό, που γυρίζοντας στο χωριό του την Εγκλουβή, δεν μπορούσε να την βγάλει από το μυαλό του. Και η όμορφη Αλεξάνδρα όμως δεν μπορούσε να κρύψει αυτό που ένιωσε όταν αντίκρισε τον Παναγιώτη. Το μυαλό της ταξίδευε στην σκέψη του… «Πού να είναι; Τι να κάνει; Αχ…»

Έτσι λοιπόν, ο Παναγιώτης άρχισε να πηγαίνει συχνά στην πλατεία της Καρυάς, εκεί που τα πλατάνια τραγουδούσαν στο σφύριγμα του ανέμου. Ήρθε η στιγμή που την αντίκρισε πάλι μπροστά του και μη συγκρατώντας τον εαυτό του, προσπάθησε να την προσεγγίσει με θάρρος, αν και τα βλέμματα των συγχωριανών της Αλεξάνδρας είχαν καρφωθεί επάνω της σαν μαγνήτης. ‘ «Ποιος είναι άραγε αυτός ο άνδρας που την πλησιάζει; Γιατί;», αναρωτιόντουσαν όλοι…

Ο Παναγιώτης παραμερίζοντας τα αδιάκριτα βλέμματα, πλησιάζει την Αλεξάνδρα με ένα όμορφο, αληθινό και διαπεραστικό χαμόγελο επάνω στο άλογο του. Φτάνει δίπλα της και της ψιθυρίζει: « Γιατί ο Θεός έστειλε έναν τόσο όμορφο άγγελο στην γη; Κάτι σοβαρό θα είχε κατά νου του…» Η Αλεξάνδρα απαντά χωρίς δισταγμό και με ένα υπέροχο, γεμάτο ικανοποίηση χαμόγελο, «μάλλον ο Θεός είχε δύο επιθυμίες και τις εκπλήρωσε και τις δύο. Έστειλε στην γη έναν αγέρωχο ιππότη να συναντήσει έναν γαλήνιο άγγελο.» Και έμειναν έτσι, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον, μιλώντας στην δική τους γλώσσα, στην γλώσσα της ειλικρίνειας των ματιών.

Οι μέρες και οι μήνες περνούσαν και ο χρόνος έγινε φυλακή και για τους δυο, αφού το να μπορέσουν να συναντηθούν ήταν απίστευτα δύσκολο. Η Αλεξάνδρα, περήφανη και σοβαρή όπως πάντα ντρεπόταν αλλά και φοβόταν ταυτόχρονα να ομολογήσει στον πατέρα της πως είχε ερωτευτεί έναν άγνωστο άντρα μόνο και μόνο από ένα του βλέμμα. Ένα βλέμμα όμως που της είχε κλέψει την καρδιά… Και ο Παναγιώτης όμως δεν διέφερε και πολύ σε ψυχολογία από την αγαπημένη του. Χαμένος μέσα στην δίνη του μυαλού του περίμενε απεγνωσμένα να αντικρίσει ένα θανατηφόρο βλέμμα της, ένα βλέμμα που θα τον βύθιζε όλο και περισσότερο στην μελαγχολία, αλλά ήταν κάτι που δεν τον ένοιαζε γιατί ο πόνος θα ήταν γλυκός, τόσο γλυκός που θα γινόταν εξάρτηση! Κάθε μέρα ονειρευόταν να την ξαναντικρίσει και να καταφέρει να κλέψει από αυτό το υπέροχο πλάσμα που σαν τρυφερό αεράκι άγγιξε το πρόσωπό του, ένα ακόμη βλέμμα της….

Οι συχνές επισκέψεις του Παναγιώτη στο χωριό και οι γλυκές ματιές της Αλεξάνδρας μαρτυρούσαν τον πόθο και των δύο. Ήταν κάτι που δεν μπορούσε πλέον να κρυφτεί… Έτσι τα νέα έφθασαν γρήγορα στ’ αυτιά του πατέρα της Αλεξάνδρας αφού οι συγχωριανοί με την πρόφαση του ενδιαφέροντος φρόντισαν να τον ενημερώσουν. Έξαλλος άρχισε να τρέχει στο σπίτι, φορτισμένος και γεμάτος αγωνία για να μάθει περισσότερες πληροφορίες και λεπτομέρειες από την ίδια του την θυγατέρα, η οποία μέχρι τώρα δεν είχε δώσει ποτέ δικαίωμα να την κουτσομπολεύουν οι συγχωριανοί. «Μα είναι δυνατόν; Η δική μου η κόρη; Να με εκθέσει έτσι;» σκεφτόταν και ξανασκεφτόταν… Ήταν αλήθεια άραγε;

Φτάνοντας στο σπίτι, άρχισε να φωνάζει το όνομα της, «Αλεξάνδρα, Αλεξάνδρα», έλα αμέσως εδώ.» Η κοπέλα, χωρίς να έχει υποπτευτεί τι είχε γίνει, άκουσε με υπομονή και με σκυμμένο το κεφάλι τα λόγια του πατέρα της… Λόγια που την έκαναν να δακρύσει. Όμως η καρδιά της δεν της επέτρεψε να πει ψέματα, αν και φοβόταν την αντίδραση του πατέρα της . Με την λιγοστή φωνή που έβγαινε από μέσα της και με απόλυτη ειλικρίνεια παραδέχτηκε στον πατέρα της πως κάτι ανεξήγητο της είχε συμβεί… «Πατέρα, πίστεψέ με! Δεν σε εξέθεσα ποτέ. Αυτός ο άνδρας ουδέποτε με άγγιξε, παρά μόνο με την ματιά του. Αυτή η ματιά όμως μου έχει γίνει εμμονή! Δεν βγαίνει από το μυαλό μου! Θα τρελαθώ.»

Η εξαγριωμένη απάντηση δεν άργησε να έρθει: «Δεν θα τον ξαναδείς ποτέ!! Εγώ θα σου πω ποιος θα είναι ο κύρης του σπιτιού σου. Ακούς εκεί; Η δική μου η κόρη.» Δάκρυα πλημμύρισαν το πρόσωπό της Αλεξάνδρας, προσπάθησε με νύχια και με δόντια να αλλάξει την γνώμη του αλλά ο πατέρας της ήταν ανένδοτος. Δεν είχε άλλη επιλογή πάρα να μην ξανασυναντήσει τον αγαπημένο της… Ράγισε… Οι μέρες περνούσαν και ο χρόνος έθετε σε κίνδυνο μια αθώα αγάπη, μια αγάπη που με την φλόγα της ζέσταινε τις καρδιές και των δύο… Μια αγάπη που τους έδινε δύναμη στο να ελπίζουν πως κάποια στιγμή θα καταφέρουν να είναι μαζί…

Ένα βράδυ του χειμώνα και ενώ έξω η παγωνιά είχε καλύψει τα πάντα, ο Παναγιώτης παίρνει την μεγάλη απόφαση! Να κλέψει την όμορφη Αλεξάνδρα. Έπρεπε όμως να διοργανώσει τα πάντα στην εντέλεια γιατί η αποτυχία της απόπειρας θα είχε τεράστιες αρνητικές συνέπειες στην αγαπημένη του. Τα έβαλε όλα κάτω και ενώ οι σκέψεις του γύριζαν γρήγορα στο μυαλό του, η λογική τον έκανε να αποφασίσει πως πρέπει να φερθεί αντρίκια και να πάει να μιλήσει ανοιχτά στον πατέρα της. Έτσι το επόμενο πρωί, ξεκινάει για το σπιτικό της Αλεξάνδρας, έτοιμος να ζητήσει από τον πατέρα της το χέρι της. Δεν φοβήθηκε ούτε στιγμή. Η αγάπη του τον έκανε ατρόμητο, θα αντιμετώπιζε τα πάντα για να την έχει.

Ανοίγοντας η πόρτα του σπιτιού και ενώ περίμενε να αντικρύσει τον πατέρα της Αλεξάνδρας, αυτό που είδε τον έκανε να τρελαθεί. Ήταν η ίδια, η πολυαγαπημένη του Αλεξάνδρα. Μη μπορώντας να συγκρατήσει την χαρά του και την τρέλα του, την αρπάζει από το χέρι και αρχίζουν να τρέχουν. Έτρεχαν και έτρεχαν, γεμάτοι έξαψη και χαρά μέχρι που έφτασαν στο σπίτι του. Εκεί οι γονείς του βλέποντας την υπέροχη ύπαρξη που είχε κλέψει την καρδιά του παιδιού τους, την δέχτηκαν εγκάρδια και την καθησύχασαν πως όλα θα πάνε καλά. «Θα έχεις και την δική μας στήριξη γλυκιά μου. Είσαι σαν παιδί μας πλέον», της έλεγαν ξανά και ξανά.

Δεν ίσχυε το ίδιο όμως και για τον πατέρα της στην Καρυά που όταν έφθασε στο σπίτι και έμαθε τα νέα εξαγριώθηκε τόσο πολύ που άρπαξε την καραμπίνα του και βγήκε ουρλιάζοντας στο χωριό! Ρωτώντας και ψάχνοντας για ώρες κατάφερε να μάθει που ήταν το σπίτι του Παναγιώτη. Φτάνει στην εξώπορτα και αρχίζει να φωνάζει: «Βγες έξω άτιμε! Βγες αν είσαι άντρας». Ανοίγει η πόρτα και βγαίνουν όλοι έξω. Με στραμμένη την καραμπίνα στον άντρα που ‘ατίμασε’ την κόρη του φώναζε πως δεν θα την ξαναδεί ποτέ, αλλιώς θα το πλήρωνε πολύ ακριβά. «Αυτή η σφαίρα θα σε βγάλει από την ζωή της! Μια και καλή!»

Ο Παναγιώτης αποφασισμένος προσπάθησε να του εξηγήσει πως κάνεις δεν θα αγαπούσε την κόρη του όπως αυτός. «Θα την έχω κορώνα στο κεφάλι μου! Είναι η ζωή μου.» Όλοι φώναζαν να αφήσει το όπλο του και να μιλήσουν με ηρεμία αλλά αυτός ανένδοτος. Σημαδεύει την καρδιά του Παναγιώτη και ενώ είναι έτοιμος να πατήσει την σκανδάλη κατακόκκινος από θυμό, πετάγεται η Αλεξάνδρα μπροστά στον αγαπημένο της και φωνάζει: «Ο μόνος τρόπος να με πάρεις από δω είναι νεκρή!» Τα λόγια της ήταν σαν μαχαίρια… Ο πατέρας της χαμηλώνοντας το βλέμμα του, έτρεμε από οργή αλλά και φόβο συνάμα… φόβο πως θα χάσει την πολυαγαπημένη του κόρη. Γονατίζει μπροστά τους, σχεδόν παράλυτος από την ταραχή και το όπλο πέφτει από τα χέρια του… Άρχισε να κλαίει, να κλαίει τόσο δυνατά, λες και ήθελε να ελευθερώσει την ψυχή του απ’ολη αυτή την οργή που τον βασάνιζε! Τρέχουν όλοι κοντά του, τον παίρνουν μέσα στο σπίτι και μετά από ώρες συζήτησης κατάλαβε και ο ίδιος πόσο μεγάλη ήταν η αγάπη τους… Αυτό τον έκανε να νιώθει τύψεις που πάρα τρίχα θα έχανε την μονάκριβη του κόρη… Μόνο και μόνο από έναν εγωισμό…

Η κεντρική φωτογραφία είναι από παλαιότερη έκθεση φωτογραφίας της Καρυάς

Προηγουμενο αρθρο
Σαν σήμερα: Επιχείρηση «Γοργοπόταμος»
Επομενο αρθρο
Δραστηριότητες Λέσχης Ανάγνωσης της Δημόσιας Βιβλιοθήκης Λευκάδας

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.