Ο Βάρδας

Γράφει ο Νίκος Βαγενάς

Οι παλαιοί κάτοικοι της πόλης, έλεγαν ότι ο χείμαρρος Βάρδας, είχε αρχικά την κοίτη κατά μήκος του δρόμου προς Απόλπαινα και διέσχιζε το σημερινό παζάρι. Δεν είναι γνωστό ποιας εποχής παράδοση μετέφεραν και ποιοί απεφάσισαν την επίχωσή του. Επειδή η έλλειψη γραπτών στοιχείων συνηγορεί προς την μη αποδοχή αυτής της παραδόσεως και κατ’ επέκταση να θεωρηθή το θέμα «κλειστό», κρίνεται αναγκαίο να εξηγηθή το περίεργο ανάγλυφο της τοποθεσίας, το οποίο συνοδεύει «κατά πόδας» τον δρόμο προς Απόλπαινα.

Είναι πασιφανές ότι ολόκληρη η πεδιάδα της πόλεως, από τους πρόποδες των βουνών της περιοχής Καλλιγωνίου – Οδηγήτριας – Απόλπαινας – Φρυνίου και Άη Γιάννη, έχει μια φυσική κλίση προς την θάλασσα, εξ’ αιτίας της συνεχούς εναποθέσεως των κορημάτων(1) που μετέφερε ο χείμαρρος από τις γύρο πλαγιές του φαραγγίου «Κακό Λαγκάδι» και των αντιστοίχων κορημάτων των προειπωμένων περιοχών. Υπάρχουν βάσιμες εικασίες ότι ο χείμαρρος, στην έξοδό του από το φαράγγι, διεκλαδίζετο σε δευτερεύοντα ρυάκια τα οποία διέσχιζαν προς διάφορες κατευθύνσεις την πεδιάδα της πόλεως μέχρι την λιμνοθάλασσα. Το σημερινό παρακλάδι του αρχικού χειμάρρου, το οποίο απολήγει μεταξύ Καλλιγωνίου και παλαιών Αλυκών της πόλεως, υπήρξε ένα από τα δυό(;) βασικότερα που στη συνέχεια διεκλαδίζοντο, ομοίως, όπως το κύριο στέλεχος.

Είναι, πλειστάκις, διεπιστωμένο τόσο στους καλλιεργητές όσο και στους ιδιοκτήτες των νέων οικοδομών του κάμπου, ότι το υπέδαφος αμέσως μετά το λιγοστό φυτικό χώμα (Humus) απαντώνται ποικίλες ενστρώσεις αργιλλοχώματος μετά χαλίκων, χαλίκων, κροκαλών ως και μικρών κυλιομένων βραχολίθων καθώς επίσης και ιλσωδών εναποθέσεων. Γενικά η στρωματογραφία της περιοχής συνίσταται από χονδροχαλικώδες και κροκαλώδες υπόστρωμα που μόνον τα διαρρέοντα νερά χειμάρρων και ρυακίων μπορούν να διαμορφώσουν και να μετακυλίσουν. Εξ’ άλλου ο χαρακτηρισμός του υπεδάφους στην τοπική διάλεκτο απεκαλείτο ως «Βάρδας» ή «Χαλιάς».(2)

Ως αξιοσημείωτο φαινόμενο πρέπει να θεωρηθή η ύπαρξη χαλικώδους και κροκαλώδους υλικού στην περιοχή των σημερινών Βαρδανίων, αφού η εν λόγω περιοχή κείται μακριά του χειμάρρου αλλά και τα κατερχόμενα ρυάκια από τις πλαγιές όπισθεν της πόλεως δεν είχαν ισχυρή ροή ούτως ώστε να μετακυλίσουν τις κροκάλες επί τόσο ικανό διάστημα. Μάλιστα μέσα στην λιμνοθάλασσα και πολύ κοντά στις βαλτώδεις ακτές των Βαρδανίων υπάρχουν δυό-τρεις νησίδες των οποίων βασικό συστατικό είναι χαλίκι προερχόμενο από ροή ρυακίου. Να υπήρχε άραγε και τρίτο στέλεχος (ενδεχομένως όχι της δυναμικότητας των δυό(;) άλλων), του χειμάρρου το οποίο απέληγε στα μετέπειτα αποκαλεσθέντα «Βαρδάνια» και δη στη θέση «Παλιομάγαζα»;

Στην εικασία περί δύο βασικών σκελών του χειμάρρου «Βάρδα» το μεν ένα ανήκει στην σημερινή κοίτη το δε δεύτερο στην, εικασία επίσης, ανήκε στη σημερινή θέση που καταλαμβάνει, κατά μήκος, ο δρόμος προς Απόλπαινα. Ως προς το πρώτο σκέλος δεν υπάρχει καμμία επιφύλαξη ότι ο χείμαρρος από αιώνων είχε χαράξει την παρατηρούμενη πορεία ενώ ως προς το δεύτερο τα μόνα ενδεικτικά «σημάδια» της πάλαι ποτέ υπάρξεώς του, είναι ό,τι απέμεινε από τις υπερυψωμένες όχθες. Για τους έχοντες ιδίαν αντίληψη της εικόνας του σημερινού χειμάρρου, δεν έχει διαλάθει της προσοχής των το «υπερυψωμένον» των οχθών του, το οποίο μάλιστα συνιστά δασύφυτο καλαμώνα.

Εάν, υποθετικά πάντα, επιχειρηθεί η επίχωση του χειμάρρου με το ίδιο υλικό των υπερυψωμένων οχθών, στο τέλος θα απομείνουν οι όχθες σε αρκετά μικρό ύψος, οι οποίες, μάλιστα,, θα εξέχουν ελάχιστα των αμφιπλεύρων αγροκτημάτων. Δηλαδή, θα απομείνουν μόνον τα πρανή κάθε όχθης το οποίο θα ευρίσκετο επί των αγροκτημάτων.

Τούτο ακριβώς συμβαίνει στον δρόμο της Απόλπαινας, όπου τμήμα που οδηγεί, προς αυτήν, από την πόλη, κείται κατά πολύ υψηλότερα των παρακειμένων αγροκτημάτων, δημιουργώντας έτσι αμφικλίτους παρειές οι οποίες, κατά τα φαινόμενα, αποτελούσαν το πρανές των οχθών προς το μέρος των εν λόγω αγροκτημάτων. Αλλά, επί των παραπάνω, ενδεχομένως να προταθή η εικασία περί ανυψώσεως του δρόμου λόγω έργων οδοποιίας ή πεζοδρομήσεων καθώς επίσης και οι διαμορφώσεις οικοπέδων κατά την οικοδόμηση αρκετών αγροτεμαχίων. Επ’ αυτού, αναπαρατάσσεται η μνήμη των, εν ζωή ακομη, παλαιών κατοίκων της πόλης οι οποίοι ενθυμούνται τον στενό, τότε, χωματόδρομο προς το Δημοτικό κοιμητήριο και κατ’ επέκταση προς Απόλπαινα αφού αποτελούσε και «οδό περιπάτου». Η υψομετρική στάθμη του οδοστρώματος έκειτο κατά πολύ υψηλότερα καθ’ ότι η συνοικία της Νεαπόλεως δεν κατελάμβανε αρκετές οικοδομές ένθεν και ένθεν του δρόμου, με ό,τι αυτό είχε συνέχεια.

Για την καλυτέρα εννόηση της εικόνας του σημερινού δρόμου αρκεί κανείς να οδηγηθή στο σταυροδρόμι του «Αγίου Μηνά». Από το κέντρο της μεγάλης αυτής διασταυρώσεως και προς τις οδούς Βαλαωρίτου και 8ης Μεραρχίας διαπιστώνεται η κατωφερής πορεία των. Το αυτό συμβαίνει και με την οδό Καραβέλλα η οποία «κατηφορίζει» άγουσα προς τα περιβόλια. Η ίδια κατηφορική διμόρωση διαπιστώνεται και στις οδούς Κένεντυ και Καποδιστρίου.

Μάλιστα η νεοδιανοιχθείσα οδός, έναντι της εισόδου των γραφείων της Ι. Μητροπόλεως, η οποία ενώνει τον δρόμο της Απόλπαινας με τον αντίστοιχο επαρχιακό που οδηγεί προς τα χωριά, έχει έντονη κατηφορική κλίση τεκμηριώνοντας έτσι επί πλέον ότι το οδόστρωμα του δρόμου της Απόλπαινας ευρίσκεται όντως σε υψηλότερη στάθμη. Επί πλέον τα παρακείμενα αγροκτήματα και οικόπεδα φαντάζουν ότι έχουν υποστεί… καθίζηση με υψομετρική διαφορά μεταξύ αυτών και του δρόμου, πλέον των 1.20 μέτρων. Τρανό παράδειγμα, είναι δυνατόν να παρατηρηθή στο γκρεμισμένο εξωκλήσι του Αγίου Θωμά, του οποίου το επίπεδο του δαπέδου ευρίσκεται τουλάχιστον 1.50μ πιο κάτω από την στάθμη του οδοστρώματος.

Αυτή η ανισοϋψής στάθμη δρόμου και αγροκτημάτων συνέχιζε μέχρι τα πρώτα σπίτια της Απόλπαινας στον κάμπο. Από ’κει και πέρα οι στάθμες εξισορροπούντο κάπως και βαθμηδόν ο δρόμος αποκτούσε την αυτή στάθμη με τα παρακείμενα χωράφια.

Πέραν όμως όλων των παραπάνω, επιβάλλεται (τρόπος του λέγειν) να καταστή γνωστόν ότι ο κάμπος της πόλης από τη «Λυγιά» μέχρι τον «Άη Γιάννη» ήτο καλλιεργήσιμος από την αρχαιότητα. Τα διάφορα οικιστικά λείψανα που ανακαλύφθησαν, μέσω των ανασκαφών, ανάγονται ήδη από της Κλασσικής περιόδου (και ίσως ενωρίτερα) έως και των υστερο-Ρωμαϊκών χρόνων και γνωστοποιούν μαζί με τα διάφορα ανευρεθέντα αντικείμενα και αγγεία, ότι επρόκειτο για αγροικίες και αγροτο-βιοτεχνικά εργαστήρια. Από τα λείψανα ορισμένων… μηχανημάτων (χειρόμυλοι-όνος αλέτης- λίθινες λεκάνες τροκόλων και μη, τεράστια πιθάρια, αρδευτικοί σωλήνες κ.ά.) επιμαρτυρείται ότι τα βασικότερα προϊόντα που παρήγαγε η περιοχή ήσαν το σιττάρι–αλεύρι, το σταφύλι–οίνος και η ελιά-ελαιόλαδο, δίχως βεβαίως ν’ αποκλείωνται τα οπωροφόρα δένδρα και τα λαχανικά. Τα νερά των χειμάρρων δεν ήσαν αναγκαία για την άρδευσι καθ’ ότι η ροή των ελάβαινε χώρα την χειμερινή και εαρινή περίοδο όπου κατ’ αυτή το πότισμα περιττεύει ή ελαχιστοποιείται. Συνεπώς όλοι οι πιθανοί κλάδοι του χειμάρρου δεν απέφεραν ωφέλεια στην γωργία ειμή την απορροή των υδάτων προς την λιμνοθάλασσα. Έτσι οδηγούμαστε στην σκέψη εάν και κατά πόσο όλοι αυτοί οι κλάδοι-ρυάκια έπρεπε να διατηρηθούν καταμεσίς της πεδιάδας.

Επειδή την περίοδο της Φραγκοκρατίας και έως τον 19ο αι. τον κάμπο της πόλεως ενέμοντο 4-5 αξιωματούχοι ή οικογένειες(3) με εισαγωμένους τίτλους (λ.χ. Cavalier – Dettore) δεν φαίνεται παράξενο να επιχώθηκαν αρκετά παρακλάδια προς εξασφάλιση περισσοτέρας γης προς καλλιέργεια. Ένα εξ’ αυτών κατά πάσα πιθανότητα (λόγω του αναγλύφου της περιοχής) να ήτο και ο μετέπειτα δρόμος προς Απόλπαιν, ο οποίος υψώνεται… προκλητικά έναντι των παραπλεύρων αγροκτημάτων. Επειδή αυτό το «εξεζημένο» ανάγλυφο του εδάφους δεν παρατηρείται πουθενά αλλού, σ’ ολόκληρο τον κάμπο, ούτε διαμορφώνει κάποια διακλάδωσή του, ωθεί τον παρατηρητή του φαινομένου να απορρίψη την φυσική διεργασία, καθ’ ότι η φύση απεχθάνεται ή αγνοεί τις συμμετρικές επεμβάσεις. Πάντως η αναζήτησις περί επιχώσεων των παρακλαδιών σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο δεν πρόκειται να τελεσφορίση καθ’ ότι σε βάθος πλέον των 150-200 μ. ανευρίσκονται αρχαίοι κέραμοι. Συνεπώς κανείς δεν είναι σε θέση να υποστηρίξη ότι το τεχνητό υλικό (κέραμοι – όστρακα αγγείων – λίθινα εργαλεία) αποτελεί προϊόν παρασυρμού των υδάτων ή σκόπιμο επίχωμα των ρυακίων και διακυμάνσεων του τότε εδάφους.

Κρατικά Αρχεία της Αυστρίας, Βιέννη 1688. Κοταστιχωτικός χάρτης της Λευκάδας που σχεδιάστηκε από τον stain Alberti, Δημόσιο Μηχανικό στην υπηρεσία της Βενετίας, κατ’ εντολή του Φραγκίσκου Μοροζίνη.

Ως προς την γενικωτέραν ονομασία «Βάρδας» η έρευνα (εάν βεβαίως υποβοηθηθεί από παράπλευρα στοιχεία), κατά πάσα πιθανότητα, θα διεισδύση πρό της Ενετοκρατίας. Συγκεκριμένα τόσο η χαρτογράφηση του νησιού από τον κοσμογράφο Marco-Vicenzo Coronelli όσο και από τον στρατιωτικό μηχανικό Alberti, εμφανίζει τον χείμαρρο να διαρρέει την πεδιάδα στη σημερινή περιοχή του Καλλιγωνίου. Η αναγραφή της ονομασίας La Varda οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτή προϋπήρχε της αλώσεως της Αγίας Μαύρα (1684) καθ’ ότι, ο Coronelli, επεσκέφθη την Λευκάδα, μόλις, στις αρχές του 1685 δηλαδή μισό χρόνο αργότερα της αλώσεως. Δεν φαίνεται λογικό, εκ πρώτης όψεως, οι νέοι κυρίαρχοι του νησιού μέσα στις τόσες φροντίδες που είχαν προγραμματίσει (επισκευή του φρουρίου, μεταφορά των κατοίκων – των δυό συνοικισμών του φρουρίου και ίδρυση της νέας πρωτεύουσας στη σημερινή θέση-ενίσχυση της περιμέτρου του σημερινού κάμπου και λιμνοθάλασσας με στρατιωτικούς σταθμούς ή φρουρές) να ασχολήθηκαν με το να δώσουν ονομασίες σε αγροτικές περιοχές ή σε χειμάρρους και ρυάκια.

Η νήσος Αγία Μαύρα (1696) V. M. Coronelli

Το χρονικό διάστημα μεταξύ αλώσεως και χαρτογραφήσεων, δεν επιτρέπει τον ισχυρισμό ονομασίας από των νέων κυριάρχων. Ασφαλώς η ιταλικά ονομασία Varda παραπέμπει σε περίοδο πρό της Τουρκοκρατίας, επί Φράγκων πιθανότατα, από την ύπαρξη φρουράς ή σκοπιάς στις εκβολές του χειμάρρου, δίχως να αποκλείεται και η ύπαρξη άλλων φυλακείων κατά μήκος αυτού. Κάτι ανάλογο, ίσως, να συνέβαινε και στην εσωτερική ακτή της λιμνοθάλασσας η άλλοτε γνωστή ως Βαρδάνι ή Βαρδάνια. Η εν λόγω ονομασία φαίνεται να είναι νεωτέρα του «Βαρδα» και να συσχετίζεται ονομαστικά με τον χείμαρρο όχι μόνον από τις επιχωμένες, πλέον, εκβολές των ρυακίων αλλά κυρίως από την φρουρά που εγκατέστησαν οι ενετοί προς έλεγχο για την πόλη. Άλλωστε υπέρ αυτού συνηγορεί και η ιδία λέξι «Βαράδανι» η οποία μεταφραζομένη δηλοί τους φρουρούς – τους φύλακες (Vardiani). Η θέση της εν λόγω φρουράς, έκειτο πλησίον των ρυπαρών εργαστηρίων επεξεργασίας δέρματος γι’ αυτό και απεκαλείτο ως «Παλιομάγαζα». (Νυν περιοχή όπου η μάνδρα αναψυκτικών Δερμάνη).

Επεξηγήσεις

(1) Κορήματα = Γεωλογικά απορρίμματα
(2) Πασίγνωστη φράση των κατοίκων στα περίχωρα της πόλης είτε για το άσκοπο «πότισμα» ή την διάνοιξι πηγαδιών: «Είναι Βάρδας από κάτω». Κι’ ακόμη: «Έχει χαλιά» (χαλκόστρωση).
(3) α. Το εν Λευκάδι φρούριον της Αγίας Μαύρας (Κ. Μαχαιρά, σελίς 16).
β. Οι πρωτεύουσες της Λευκάδος (Π. Ροντογιάννη – Ε.Λ.Μ. Τόμος Ζ΄).
γ. Το Χρονικό των Εμποροκτηματιών της Αγίας Μαύρας 1820-1920 (απόσπασμα από την εργασία:
Επαγγέλματα-Μαγαζιά-Τέχνες- Εργαλεία 1840-1940).

Προηγουμενο αρθρο
Κάλαμος: Το πιο πράσινο νησί της Ελλάδας μοιάζει με πραγματικό έργο τέχνης!
Επομενο αρθρο
Ξημέρωνε Μεγάλη Πέμπτη...

1 Σχόλιο

  1. θοδωρής Αραβανής
    13 Απριλίου 2017 at 19:06 — Απάντηση

    Επειδή στην Απόλπαινα υπήρξε δυνατότητα νταμαριού ( υπάρχει και χάσκει ) για τούτο και στο πλαίσιο της μεταπολεμικό υποτιμησιακής νομισματικά ισοτιμίας ικανοποιήθκε το αίτημα της επίχωσης τιυ Βάρδα με την πληθωριστική παραγωγή υλικών προσχώσεως εκ του νταμαριού.
    Το τοπίο πσρουσιάζει συνεκτική λειτουργικοαισθητική πυκνότητα συμβολικά.
    Στο χώρο υπήρχε δυνάμει η δυνατότητα νταμαριού γιατί υπήρχε το ποτάμι για να προσψωθεί και ταυτόχρονα η ύπαρξη του ποταμιού εξυπάκουε την αναγκαιότητα ύπαρξης του νταμαριού για νσ παραχθεί το υλικό για την πρόσχωση.
    Το μόνο που έμενε ήταν ο άνθρωπος – το κινούν αίτιο – να αναδείξει αυτή την σχέση ποταμιού – νταμαριού .!!!!
    Για να ικανοποιείται έτσι το κριτήριο του υψηλά τοποθετημένου πολιτισμικού πήχυ της περιοχής.

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.