HomeΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΟ ζωγράφος Θεόφιλος: Το νόμισμα μιας ανεμώνας το εξαργυρώνει κανένας βλέποντάς το

Ο ζωγράφος Θεόφιλος: Το νόμισμα μιας ανεμώνας το εξαργυρώνει κανένας βλέποντάς το

Ένας άνθρωπος που γίνεται ασκητής επειδή μόνον έτσι μπορεί να κυρήξει καλύτερα το πανευδαιμονικό του ευαγγέλιο, ένας οραματιστής που ζει και παθαίνεται με τους μύθους του Εικοσιένα σε μια μικρή γωνιά του ελληνικού κόσμου, που έμεινε μακριά από τους αγώνες για την ανεξαρτησία του, ένας μοναχικός που ο διάλογος του με τους άλλους γίνεται αποκλειστικά σχεδόν με τη ζωγραφική, ο Θεόφιλος, μόνον στα χώματα μιας τέτοιας παραμυθένιας χώρας ήτανε φυσικό να βλαστήσει μια μέρα.

Ευδοκία
Ευδοκία

Η παρομοίωση αυτή δεν αποτελεί ένα απλό σχήμα λόγου. Άνθρωπος ο Θεόφιλος, αλλά με τη στοιχειώδη και πρωτογενή σύσταση ενός φυτού, ακολούθησε τη διαδρομή της ανθοφορίας και της καρποφορίας χωρίς να προσβληθεί ποτέ του από τα ζιζάνια που έσπειραν με τις θεωρίες τους για την ενοχή και την αμαρτία οι θρησκείες. Μολοντούτο, χωρίς ο ίδιος να το γνωρίζει, έφτασε, ανεξάρτητα και πάνω από την καλλιτεχνική του ιδιοφυία, να ενσαρκώνει μια προσωπικότητα ηθική σε παρθένα κατάσταση, που τα μάτια μας, ασκημένα στα συμβατικά μέτρα, δεν είναι σε θέση αμέσως να εκτιμήσουν.

Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος
Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος

Όλες οι πληροφορίες που έφτασαν ως εμάς για τον τρόπο που έζησε και έδρασε μας πείθουν ότι ο μικρόσωμος γιος ενός τσαγκάρη της Μυτιλήνης είχε το τεράστιο θάρρος να προχωρήσει μες τη ζωή στηριγμένος αποκλειστικά και μόνο στην αγαθότητα της ψυχής του, εντελώς απαλλαγμένος από τα καθημερινά πάθη και παραδομένος με την ευπιστία μικρού παιδιού στα όνειρά του. Η διαύγεια που επιβάλλει στον ορατό κόσμο, κάθε φορά που μας τον παρουσιάζει στα έργα του, δεν είναι παρά η μεταγραφή της έντονης ροπής, που διαγράφεται μέσα του, να φτάσει αυτός ο κόσμος, ακριβώς όπως μέσα στα όνειρά του, σε μια κατάσταση άκακη, καθάρια, ευδαιμονική. Όπως η φανερή του προσήλωση στους Ήρωες δεν είναι παρά η συμβολική ανάθεση των ελπίδων ενός ταπεινού, που ζητά να ακεραιωθεί μες στα αισθήματά του, προς τις δυνάμεις που ξεπερνούν τον άνθρωπο. Είναι οι δυο αυτές ροπές που συνθέτουν τελικά τη φυσιογνωμία του.

Αρτοποιείο
Αρτοποιείο

Στις ατέλειωτες μέρες της οδοιπορίας του κάτω απ’ τις καστανιές του Πηλίου ή μες τα λιόφυτα της πατρίδας του, μ’ ένα τενεκεδάκι στο χέρι, με τα μάτια ορθάνοιχτα, ο Θεόφιλος, πέραν από την ενοχή και την αμαρτία, κατευθύνεται ολόισια στον παράδεισο. Τις αισθήσεις τις αποδέχεται όπως ένας Χριστιανός αποδέχεται τα Μυστήρια. Και τελετουργεί βοηθούμενος από τα φυσικά στοιχεία χωρίς ποτέ να περάσει από το νου του ότι εξυπηρετεί άλλο ιδανικό έξω απ’ αυτό που του δόθηκε με το γεγονός της γέννησης του: ν’ αποστραγγίσει, ν’ αποσπάσει από την Πλάση αυτή όλα της τα θαύματα.

Το πρόσωπο της Καλοσύνης, που ενσαρκώνει, καλύπτει και ξεπερνά κατά πολύ, το πρόσωπο της Χριστιανικής Αγάπης. Γι’ αυτό και δεν το στρέφει από την άλλη όταν δεχτεί ένα ράπισμα ώστε να ακολουθήσει δεύτερο μήτε, φυσικά, το ανταποδίδει. Του αντιτάσσει μονάχα το σχήμα ενός άλλου κόσμου, ξεσηκωμένου απ’ την ψυχή του, όπου το ράπισμα να μην έχει πια κανένα νόημα. Κι εκεί βρίσκεται, νομίζω, η βαθύτερη σημασία της ηθικής του προσωπικότητας. Εκεί, καθώς και στη συνέπεια της ζωής και του έργου του.

Ιχθυοπώλη
Ιχθυοπώλη

Αποφασισμένος ο Θεόφιλος να πολεμήσει, αλλ’ απ’ την άλλη όψη των πραγμάτων, ακριβώς όπως κι οι ποιητές, φροντίζει από μιας αρχής να οργανώσει τη ζωή του με τέτοιο τρόπο που ν’ αντέχει σ’ όλων των ειδών τις αντιξοότητες. Σάμπως μια μυστική φωνή να του δίδαξε ότι η ελευθερία είναι πάντοτε μια σχέση αντίστροφα ανάλογη ανάμεσα στον πλούτο των υλικών αγαθών και στον πλούτο της ψυχής, περιορίζει τις πραχτικές του ανάγκες στο ελάχιστο. Ένα πιάτο φαί, ένα ρούχο, ένα σελάχι με μπογιές. Κι εκτείνει τις παρορμήσεις του τις ψυχικές σ’ ένα μήκος απέραντο ζωγραφικών οραμάτων. Έτοιμος να πορευτεί μέσα στη γενική χλεύη, που κάτι του λέει ότι δε θ’ αργήσει να’ ρθει. Και πραγματικά, αν είναι αληθινές οι μαρτυρίες που έχουμε, ο γλυκύτατος αυτός άνθρωπος χρειάστηκε, όχι λίγες φορές, ν’ αντιμετωπίσει τη βαναυσότητα.

Το έκανε με το συνηθισμένο του τρόπο- να μην ανοίγει διάλογο, αλλά ν’ αφήνει τις ζωγραφιές να μιλούν για λόγου του. Είναι ένας μηχανισμός που λειτουργεί μέσα του αυτόματα κι εκδηλώνεται κάποτε με τη χάρη αλλά και την επιμονή ενός πείσματος παιδικού. Τον κορόιδεψαν, τον γιουχάισαν, κάποτε έφτασαν και να τον πετροβολήσουν. Κι η απόκρισή του ήταν ένας Καραϊσκάκης, δυο φορές πιο μεγάλος από τον Αι-Γιώργη, “εν ξιφήρεις”, όπως έγραφε ο ίδιος αποκάτω. Του πετούσαν ένα πιάτο με αποφάγια οι κοπέλες, χαχανίζοντας, κι εκείνος ανιστορούσε για χάρη τους τα πάθη του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας. Με το πρώτο σήμα κινδύνου είχε το προσκλητήριο έτοιμο. Κι ολάκερη τότε η παρακαταθήκη των Ηρώων και των Αγωνιστών έμπαινε σε κίνηση, με τα αλόγατα, με τα δέντρα, με τα ποτάμια, έτοιμη να απολογηθεί για λογαριασμό του. Ήταν άλλωστε η Φύση και ο Ηρωας τα δυο μοναδικά πράγματα, που καμιά δύναμη δεν μπορούσε να του αφαιρέσει. Το ένστιχτό του ήξερε πού τον οδηγούσε, όταν τον έβαζε, μικρό παιδί, να παίρνει τις ερημιές ή να σκαλίζει τις φυλλάδες των γραμματισμένων.

Η μονομαχία του Αχιλλέα
Η μονομαχία του Αχιλλέα

Στο φτωχικό καμαράκι όπου ξεψύχησε δε βρέθηκε παρά μια μικρή κασέλα, ζωγραφισμένη κι αυτή απ’ όλες τις μεριές – λες και δεν ήταν τρόπος να ησυχάσει αν έμενε κάποιο κενό γύρω του αζωγράφιστο – με τριανταφυλλιές παραστάσεις επάνω σε γαλαζοπράσινο φόντο. Και μέσα, όλο το βιός του: ένα κεράκι, ένα σελάχι, δυό-τρία εσώρουχα και άλλα τόσα βιβλία. Κι ακόμη κάτι: το προσωπικό του σημειωματάριο. Ένας τόμος χοντρός από συραμμένα λογής φύλλα που τα γέμιζε με παράξενα σχέδια κι αντιγραφές από αγαπητά διαβάσματα….

Επιστρέφοντας από την Αμερική, τον Ιούνιο του 1961, σταμάτησα για λίγες μέρες στο Παρίσι. Και καθώς βγήκα να χαζέψω στους δρόμους, το πρώτο πράγμα που είδα ήτανε, σε μια βιτρίνα βιβλιοπωλείου, όπου συνήθιζα να πηγαίνω άλλοτε, η μεγάλη “αφίσα” της Έκθεσης Θεόφιλου που είχε ανοίξει, ακριβώς εκείνη την εβδομάδα, στις αίθουσες του Λούβρου. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά δυνατά. Έ λοιπόν ναι, υπήρχε δικαιοσύνη σ’ αυτόν τον κόσμο. Άρχισα πάλι να σιγοπερπατώ και ν’ αναλογίζομαι άθελα μου πώς είχε αρχίσει η ιστορία αυτή. Τα πρώτα δειλά βήματα, τα διαβήματα πέντ’-έξι φίλων, τα άρθρα του Σπύρου Μελά μέσα στη γενική κατακραυγή των “μορφωμένων”. Ύστερα τα δημοσιεύματα σε ξένα περιοδικά, το ένα στο Voyage en Grece, και το άλλο στο Arts et Metiers Graphiques. Αργότερα, την πρώτη επίσημη έκθεση στο “Βρετανικό Ινστιτούτο” των Αθηνών. Και τώρα…

Βέβαια υπήρχε πίσω απ’ όλα αυτά ένας άνθρωπος. Σεμνός και αθόρυβος, όπως όλοι που κάνουν καλό σ’ αυτόν τον τόπο, κάποτε και παρά τη θέλησή μας. Που αγαπούσε τη ζωγραφική και αγαπούσε τη μικρή πατρίδα του με την ιερότητα προς τις αισθήσεις – το γευστικό χρώμα, το γευστικό φρούτο – που έχουν οι σωστοί Έλληνες, όταν το κατορθώνουν να μένουν σωστοί- τι περίεργο-μακριά απ’ τον τόπο τους. Μιλώ για τον E. Teriade, που με τη νηφάλια κρίση του, και το ανοιχτό πνεύμα του, κράτησε από τη γαλλική πρωτεύουσα τα ηνία της καλλιτεχνικής ζωής σ’ όλο το μάκρος που αξιώθηκε να διατρέξει η μοντέρνα τέχνη, από την αρχή σχεδόν του αιώνα ως τις ημέρες μας…

Η Αθηνά και η Άρτεμη
Η Αθηνά και η Άρτεμη

Στις μεγάλες αίθουσες του Λούβρου, καθώς τριγύριζα τώρα και ξανακοίταζα τα έργα αυτά ένιωθα κοντά στο αίσθημα της υπερηφάνειας, τ’ ομολογώ, κι ένα άλλο αίσθημα ξεριζωμού, κάτι σαν αυτό που είχα νιώσει στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου με τα μάρμαρα του Παρθενώνα. Μοιραία, συλλογιζόμουνα, τα περισσότερα απ’ αυτά θα σκόρπιζαν μια μέρα στις συλλογές της Ευρώπης ή της Αμερικής. Και το άλλο βράδυ καθώς έτρωγα με τον Teriade, του το εξομολογήθηκα. Πήρε ένα ύφος παράξενο, με κοίταξε στα μάτια, κι αντί να μου αποκριθεί, με ρώτησε αν είχα σκοπό, τώρα που επέστρεφα στην Ελλάδα να πάω Μυτιλήνη. Θα είχε λέει μια θερμή παράκληση να μου κάνει: να πληροφορηθώ και να του γράψω αν, ανάμεσα στη Χώρα και στη Βαρειά, βρισκόταν κανένα οικόπεδο κατάλληλο για Μουσείο. “Μουσείο”; ρώτησα ξαφνιασμένος. “Ναι, για το Μουσείο Θεόφιλου”, μου αποκρίθηκε…

theofilos

Μια μέρα, Ιούλιος του ’65 ήτανε, παραξενευτήκαμε κι οι ίδιοι που όλα είχαν τελειώσει. Έβλεπες τους τοίχους, απάνου ως κάτου, ντυμένους με τα ίδια χρώματα που, έξω απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα, υπήρχανε και απλώνονταν και ζούσανε πραγματικά, στις ελιές, στις ροδιές, στις στέγες, στον ουρανό, ένα πανηγύρι άξιο της ψυχής εκείνου που μας είχε συγκεντρώσει εκεί. Φωνάξαμε έναν παπά στο γειτονικό εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής να λειτουργήσει. Ήταν ένας μικρός χώρος ασβεστοχρισμένος, ανοιχτός από το ένα μέρος, δεμένος με το ύπαιθρο. Οι λυγαριές και οι λεβάντες ευωδιάζανε στον αέρα. Ένα μικρό παιδί έψελνε πολύ καθαρά. Κάτι κορίτσια ντυμένα στ’ άσπρα, που κρατούσανε πρασινάδες, είχαν σταθεί στο κατώφλι και κοίταζαν. Δεξιά απ’ το ιερό στάλαζε το νερό κάποιας κρυφής πηγής και γέμιζε μια μικρή πέτρινη γούρνα. Στεκόμασταν αμίλητοι, με τα χέρια δεμένα μπροστά, σα να ταξιδεύαμε, σα να ‘φευγε ο χρόνος δεξιά κι αριστερά μας με αόρατα κύματα. Η ιστορία ενός ανθρώπου είχε τελειώσει για μας κι άρχιζε για τους άλλους – και για τους αιώνες.

Επιμελεια: Ελένη Μ.Ματαράγκα

Βιβλιογραφία: Οδυσσέας Ελύτης (Ανοιχτά Χαρτιά- Ο ζωγράφος Θεόφιλος)

Προηγουμενο αρθρο
Ο Νίκος Δουβίτσας σε «Varoufakis look»!
Επομενο αρθρο
Παιχνίδια και… Παιγνίδια - Ο Μπόμπολας

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.