HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΟ μεγάλος κάμπος στο Νότο και τα καΐκια για το Θιάκι

Ο μεγάλος κάμπος στο Νότο και τα καΐκια για το Θιάκι

Γράφει ο Παναγιώτης Σκληρός

Σωστό πανηγύρι ήταν το πάρε δώσε στο χωριό και σ όλο τον κάμπο του Αη Πέτρου, του Σύβρου, της Κοντάραινας και της Βασιλικής όταν ερχόταν στο γραφικό λιμάνι της τα καΐκια απ το Θιάκι, το Κιόνι, τις Φρύκες  ή το Φισκάρδο για να φορτώσουν τα αγαθά της γής, να τα πάνε απέναντι. Ντομάτες, ζαρζαβατικά, πατάτες, κηπευτικά, καρπούζια και πεπόνια,  ακόμα και κανα αρνί ή κατσίκι. Ζωντανά. Μερικές φορές κι ολόκληρα κοπάδια που τα πούλαγαν οι δικοί μας ,απέναντι. Μαζί και τον τσοπάνο. ΄Η και το αντίθετο. 

Όλος ο κάμπος  ήταν γιομάτος  φαμελιές και καλλιεργούσε. Απ όλα καλλιεργούσε. Γη της επαγγελίας ήταν και επίσης πολύ χαρά, κουβέντες, τραγούδια, αλληλεγγύη και γλέντια μετά την κοπιαστική δουλειά της ημέρας. Τα νοικοκυριά κατέβαιναν στον κάμπο απ όταν ξεσκόλιζαν τα παιδιά  κι ήταν όλοι εκεί μέχρι τα αη Γιαννιού του αποκεφαλιστή που δεν έτρωγαν-θυμάμαι- ούτε κόκκινο σταφύλι για να μη θυμίζει το αίμα του βαφτιστή. Κάπου εκεί έπεφταν κι οι πρώτες ψιχάλες κι έπρεπε οι φαμελιές να μαζευτούνε κάτου από κεραμίδι. ΄Εμεναν πίσω οι δυνατοί άντρες για τον τρύγο γιατί οι γυναίκες θα ερχότανε την ημέρα που θα γινόταν ο τρύγος.

(η δέστρα που πατάει ο αγρότης υπάρχει ακόμα) 

Κατέβαιναν όλοι, από παπουλιάδες με την εμπειρία τους, από βαβάδες να φυλάνε τα παιδιά και να μαγειρεύουνε και τα ζευγάρια για να ναι όλη μέρα στους κήπους για σκάλισμα , πότισμα, βοτάνισμα, διάλειμμα κλπ.  Έφερναν όλα τα χρειαζούμενα συμπράγκαλά τους, από πινακωτές ,σκάφες για ζύμωμα που χρησίμευαν να νανουρίζουν και τα κουτσούβελα μέχρι και κάνα αργαλειό  για να μην πάει πίσω το λινομπάμπακο σεντόνι της ανύπαντρης κόρης. Κουβάλαγαν βέβαια τις κοτούλες τους κρεμασμένες δεξιά κι αριστερά στα κολιτσάκια του σαμαριού του γαϊδαράκου, ο σκύλος και κάνα δυο κατσίκες ν’ ακλουθάνε όπως κι οι γυναίκες με τα υπόλοιπα στο κεφάλι.

Έφτιαχναν τα κονάκια τους κι όσοι δεν είχαν κάνα χαλέπαιδο, έφτιαχναν καλύβες με ψαθιά που ήταν μπόλικα στα δυό μεγάλα ποτάμια τον Ρουπακιά και τον Χαλιά. Κι εκείνες τις φοβερές μπαράκες πάνω σ’ ελιές και ασκαμιές που σήμερα τα λένε δεντρόσπιτα  που κυλιόμασταν σε στρώματα από ροκόφυλλα και πού να κλείσεις μάτι από τα παιγνίδια και το γρουτς γρουτς απ τα χοντρά φύλλα του καλαμποκιού ή από καμιά κάμπια που σου έκανε παρέα στο μάγουλο!! Άσε που σούμπαινε και κάνα κοτσάνι απ τις ρόκες στα αδύνατα πλευρά. Γιατί λιματίδια που είμαστε δεν είχαμε πάνω μας δράμι το κρέας. Σκέτα λιμοξίφτερα μοιάζαμε. Όλοι …vegetarian ειμαστε εξάλλου.. !! 

Μη ξεχάσω να αναφέρω ότι απαραίτητα είχαν μαζί τους και το γουρουνάκι του σπιτιού που το τάιζαν με τα αποφάγια τους και κυκλοφορούσε ελεύθερο για να παχύνει γιατί ήταν το κλασικό φαΐ για τα Χριστούγεννα αυτό το οικόσιτο χοιρινό και μάλιστα μεγάλωνε χωρίς έξοδα..

Γοργοπόταμος...ή αλλιώς , Τούρνοβο: Μήνας: Ιούνιος

Θυμάμαι ως έγγιστα που κατέβαιναν οι Συβριώτες που ειχαν και τα χωράφια με τις σταφίδες κι έπιαναν από το Χαλιά μέχρι τα σπίτια του Τσαρλαμπά , ο Μπουρλιάκος, οι Μαραγκαίοι, ο  Αρβανίτης, ο Μπελεγρίνος, ο Λυμπεράκης και άλλοι, απ τον Αη Πέτρο ήταν δικά τους απ’ το πρώτο γιοφύρι και πέρα μέχρι την Πόντη κι απανου ως τη Νίκια και τους κεφαληνούς οι Κατηφοραίοι (μεγάλες οικογένειες), ο Καλαμένιος, ο Μπεκατωρος κι άλλοι. Απ την Κοντάραινα που έφταναν μέχρι το Σπαρτιά και το Χαλιά, όχι παραπέρα, οι Σκλαβενιταίοι, Χαλκαίοι,Γιαννακός, Μπουμπλής  κι ένα σωρό άλλοι.

  C:\Users\Admin\Desktop\σταφιδα.jpg

(άπλωμα σταφίδας) 

Μέχρι κι ένας σέμπρος του Τσαρλαμπά, ο Κουτσουνής απ το Βουρνικά κατέβαινε κι έφτιαχνε στα Κανάλια τούβλα και κεραμίδια. Σε μερικά έβανε την υπογραφή του, όπως βέβαια κι ο Καραβίας απ τον αηΠέτρο, ο πατέρας του Νιόνιου του Καραβία του γιατρού. Τον Κουτσουνή τον θυμάμαι πάντα καβάλα σ ένα άσπρο άλογο να γυροφέρνει στο Σπαρτιά. Οι Βασιλικιώτες δεν ήταν αγρότες, ήταν ψαράδες, έμποροι, καφετζήδες, ταβερνιάρηδες, τεχνίτες, υπάλληλοι αλλά μερικοί είχαν και κήπους. Ο κάμπος γέμιζε φαμίλιες και τα βράδια ακουγόταν με την ησυχία του κάμπου τα πάντα. Από χαρές και τραγούδια μέχρι κουτσομπολιά, συμπεθεριές, κληρονομικά και γκρίνιες… Τα συνηθισμένα 4 χωριών που μαζευόταν στο καλοκαιρινό χωριό του μεγάλου κάμπου.  Και οι απαραίτητοι κρυφοί και φανεροί «έρωτες στο βάλτο».. Απ όλα είχε ο κάμπος. Είναι μεγάλος και τα χωράει όλα…Ευλογημένα χρόνια που τα έζησα έντονα και σε μια ηλικία που τα αποτύπωνα  όλα. Εικόνες, λέξεις,  παιγνίδια, συνήθειες. Πολλά παιγνίδια και ξυπολισά κάργα που η φτέρνα έσπαγε πέτρες!! Μές τους λόμπους παίζαμε,με τους φουρδακλαδες και τους γυρίνους , τρυπάγαμε με καλάμια τα μεγάλα κολοκύθια που ήταν για πίττα ή κάναμε τσουλήθρες σε καμιά κατηφορική σούδα και ξεγλιστράγαμε στον πηλό. Παίζαμε και το «τσίμπι τσίμπι το τσιμπό»… Πολλές φορές κάναμε γιουρούσια και στου μπάρμπα Μήτσου του Μπουρλιάκου τη σταφίδα γιατί με τις πολλές φορές είχαμε ανακαλύψει ότι εκείνη η ταμπέλα που ειχε «ραντισμένες με παραθύο» ήταν για να μας φοβίξει να μη τις ρημάζουμε… Κι άμα κανένα παιδί ξεγαλιζότανε σε κάνα ξύλο ή πέτρα, το αντισηπτικό ήταν ένα: Κατούρημα(με το συμπάθιο) και ψίλιθρο τριμμένο ή βουνιά από γάιδαρο!!Αυτά ήταν τα αντισηπτικά στον κάμπο. Αλλιώς διάβαινες στη Βασιλική στον γιατρό το Μιχαλάκη τον Κατηφόρη  ή τον Γιάννη το Σκληρό. Μετά, το βραδάκι που ήμασταν ξεθεωμένα και αποκαμωμένα εμείς τα μικρά, μας πέταγαν μες σε μια στέρνα που είχε ο παππούλης μας ο Γιώργος για να πλυθούμε. Ήταν το..τζακούζι μας.. Εκεί στη στέρνα μάζευε νερό(που ήταν πόσιμο)  απ το διπλανό πηγάδι με ξύλινη χειροκίνητη μπίγα για να ποτίζει με φυσική ροή τα κηπευτικά της οικογένειας. Οι καλλιέργειες στον κάμπο ήταν κυρίως κηπευτικά , πατάτες κλπ, μέχρι αμπέλια και σταφίδες, οπωροφόρα δέντρα, εσπεριδοειδή. Ακόμα και καρβουνοκάμινα συνεταιρικά γινότανε τότε στους κάμπους. Και πάντα στα κονάκια είχαν  τα κατοικίδια για μια κοτίσια σούπα της Κυριακής, ένα αυγό και το γάλα για τα παιδιά ,το τυρί που έφτιαχνε η νύφη να δείξει και την καπατσωσύνη της αλλά και την απαραίτητη σαλαμούρα με την μαεστρία της βαβάς να κρέμεται απ’ το κλαρί της ελιάς και να ιδρώνει απ τη ζύμωση όλη μέρα, μέχρι να την ανοίξει το βράδυ και να σερβίρει το άγιο έδεσμα που όμοιό του δεν υπήρχε και που έπρεπε νάναι  απόλυτα καθαρό και συνοδευτικό σε καμιά ντοματοσαλάτα, κάνα όσπριο αλλά κυρίως σε πατάτες γιαχνί με ξερά κρεμμύδια και κανέλλα… (Μόλις το γεύτηκα από μια νοικοκυρά απ’ το Μαραντοχώρι, τη Γιαννούλα του Δήμου του Γαρδέλη). Σαλαμούρα αλλού λένε το αλατισμένο νερό που διατηρούμε το τυρί. Ναι αλλά εκεί στα  πισωχώρια λέμε σαλαμούρα κι αυτό το έδεσμα που γίνεται μόνο με κατσικίσιο βρασμένο γάλα  μέσα σε πυκνούφαντο άσπρο τσουβαλάκι σαν –ας πούμε- μαξιλαροθήκη κι ωριμάζει με την ζύμωση από τα βακτήρια του γάλακτος στον αέρα. 

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.
(η σαλαμούρα) 

Σπάνια ψάρευαν οι μεγαλύτεροι και χέλια στα δυο ποτάμια και στα ρυάκια τους μέχρι και χαμηλότερα , κάνα κεφαλόπουλο που ανέβαινε απ τη θάλασσα. Αυτά, τα ζάλιζαν με τριμμένους σπλόνους και τα έπιαναν με τα χέρια!! Αλλά και μέσα σε αποδοίλιγγες (απύθμενους φυσικούς λάκκους νερού που ανέβλυζαν ) υπήρχαν ψάρια και κυρίως χέλια. Αποδοίλιγγα θυμάμαι έναν πίσω απ’ την κολώνη της Κοντάραινας που το νερό του δεν κατέβαινε ποτέ και κάθε τόσο μάλιστα έβγαινε και μια πολύ μεγάλη μπουρμπουλήθρα που άμα την βλέπαμε τρομάζαμε γιατί μας κοροϊδεύανε  και μας έλεγαν ότι θ’ ανεβεί ο βελζεβούλης από κει μέσα. Εκεί είχε ένα ψευτοκαφενείο ο Αλέκος ο Μαυρογιώργος που εμείς τον λέγαμε μουτζούρη (ήταν κατάμαυρος ο καημένος μες τον ήλιο όλη μέρα) κι έφτιαχνε  κάνα καφέ ή ούζο με ντοματούλα ,καμιά πατάτα στη χόβολη και χοντρό αλάτι για μεζέ και τα βράδια που φώτιζε λίγο με το καρμπούρο,  μαζευόταν για την χαλάρωσή τους 5-6 αγρότες και παίζανε καμιά κοντσίνα για να περάσει η ώρα με κάνα κερδισμένο λουκούμι στο χαρτί για τα παιδιά… Έλεγαν και για τις τιμές των προϊόντων τους αλλά και για τον καιρό. Άμα κάποιος απ’ αυτούς είχε πάει στου Γεράσιμου του Κολυβά το καφενείο με παρατσούκλι Συμμορίτη κι άκουσε τα νέα απ’ ένα ράδιο που είχε εκεί ψηλά σ’ ένα ράφι μάρκας  SERES με σήμα δυό καναρίνια, (το θυμαμαι!!) και με κάτι τεράστιες μπαταρίες BEREC, θα τους έλεγε και τα νέα για τον Παπάγο, την Κορέα και τον Καραμανλή.

C:\Users\Admin\Desktop\στου συμοριτη.jpg

(το καφενείο του συμμορίτη)

Η συζήτηση είχε και για τα ποτίσματα που κάνανε συνήθως μεσάνυχτα, τη σειρά του καθενός, το νεριάρη  κλπ. Είχε πολλά νερά τότε ο κάμπος και ήταν σωστό χρυσάφι για τους αγρότες. Το θεϊκό βουνό που στέκει εκεί χιλιάδες χρόνια , τα Σταυρωτά, προστατεύει τον κάμπο και τον εμπλουτίζει με τα νερά του. 

C:\Users\Admin\Pictures\71238729_913230342384687_2340800091633221632_n.jpg

Όταν λοιπόν έφτανε το καΐκι στη Βασιλική, κατέβαινε ο γεροντότερος, έκανε τη συμφωνία με τον έμπορο που πολλές φορές ήταν ο ίδιος ο καπετάνιος και έπαιρνε καπάρο. Γύριζε στο κονάκι κι άρχιζε το μάζεμα και το προσεκτικό πόστιασμα στα τελάρα, να μην βγάλει ούτε μια ντομάτα σκάρτη ο έμπορος. Μπονόρα μπονόρα απ το ξημέρωμα με τη δροσιά μαζεύανε τη σοδειά κυρίως ντομάτες όπως είπαμε που τις γυάλιζαν μ ένα πανάκι  να φαντάζουν πρώτο πράμα. Τότε  το Θιάκι δεν είχε νερά και είχε μικρή απόδοση η όποια καλλιέργεια. 

Καΐκια είχαν ο Μάκης ο Καρδούλης με το κατακόκκινο  «Ουρανία» που η άγκυρά του βρίσκεται ακουμπισμένη στις Φρίκιες γιατι εκεί ξεφόρτωνε, ο Νίκος ο Αντύπας, ο Βασίλης ο Ταφλαμπάς με το «Αγιος Σπυρίδων» που σάπισε στο «ταμπακαριό» του Βαθιού   κι ο Σπύρος ο Πάπιος. Μικρά ή μεγαλύτερα με μηχανές φυσικά. Οι δύο πρώτοι είχαν πάρε δώσε αρκετά χρόνια με το εμπόριο των κηπευτικών και γνώριζαν τους παραγωγούς, έκαναν παρέες κι ήταν σαν πολύ δικοί μας άνθρωποι (μάλιστα κάποιοι απ’ αυτούς παντρεύτηκαν στην Κοντάραινα). 

C:\Users\Admin\Desktop\καικι καρδουλη.jpg

Ο Πάπιος έκανε διαφορετικό εμπόριο. Κατέβαινε φορτωμένος από Κέρκυρα με μπότηδες, λαίνες, καμιά γλάστρα, παδέλες, καπάσες και άλλα τέτοια δημιουργήματα με πηλό που οι Κερκυραίοι κατείχαν την τέχνη,έστηνε σωστό μαγαζί στο κατάστρωμα, καθότανε καμιά βδομάδα, πούλαγε όσα πούλαγε, φόρτωνε και ντομάτες και διάβαινε στο Θιάκι να πουλήσει τα υπόλοιπα. Ήταν φίλος του πατέρα μου και μέχρι τα γεράματά του σπουδαίος έμπορος στην Αθήνα ο Σπύρος ο Φατούρος-Πάπιος. Και μεγάλος αγωνιστής και βαθμοφόρος στην αντίσταση! Απ την Εύγερο ήταν ο Πάπιος, παραδοσιακό αντιστασιακό το χωριό του! 

C:\Users\Admin\Desktop\Βασιλικη Σκουνα.jpg

Τα προϊόντα έφταναν στο λιμάνι με γαϊδουράκια ή άλογα φορτωμένα τελάρα δεξιά αριστερά .Κάτω οι άγουρες ντομάτες να μην σπάνε κι απάνω οι μεγάλες και πιο ώριμες. Όχι πολύ γόρμες όμως γιατί θα χάλαγαν σε κάνα δυο μέρες. Τότε δεν είχαν επέμβει στους σπόρους οι εταιρίες κι ήταν πιο αγνά αλλά και πιο ευαίσθητα τα προϊόντα. Τώρα αφήνεις τη ντομάτα στο καλάθι σου για μια βδομάδα κι ακόμα είναι ..πέτρα. Έφταναν τα φρέσκα λαχανικά και μποστανικά στο καΐκι, ζυγιζότανε, πλήρωνε ο καπετάνιος κι ο αγρότης με τα λεφτά στην τσέπη πέρναγε κορδωμένος απ τον Καπέο,το Ζώγκο ή τον Κατσίκα ,έπαιρνε μπακαλιάρο, κοφίσι, κάνα ρέγκο,μακαρόνια, ρύζι, ζάχαρη και καφέ και πήγαινε χαρούμενος στο κονάκι του αφού μάζευε κατω απ τις βουρλιές το άλογο ή το γαιδουράκι που είχε αφήσει εκεί.. Πέρναγε όμως κι απ το φούρνο του μπάρμπα Σωκράτη του πρόσφυγα κι έπαιρνε καμιά φρατζόλα άσπρο ψωμί να δουν τα μικρά πως είναι το άσπρο, το νέο μαλακό ψωμί . Γιατί το σπιτικό ζυμωμένο ψωμί απ τις γροθιές της νύφης ή της ανύπαντρης κοπέλας, το έπλαθε και το φούρνιζε η βαβά που ήξερε πώς ν ανάψει το φούρνο με τα προσανάμματα που είχε στην άκρη  και ξερά ξύλα. Το ζυμάρι ήταν στην πινακωτή από βραδύς να ¨γινει¨ κι ένα ένα τόβαζαν με το ξύλινο μακρύ φτυάρι στο φούρνο και μοσχοβόλαε όλος ο κάμπος. 

Μπορεί να είναι εικόνα 1 άτομο

Στον δικό μας φούρνο στο Σπαρτιά έψεναν κι από άλλα κονάκια μια φορά τόσο γιατί το ψωμί με το προζύμι δεν χαλάει. Διατηρείται για μέρες, άσχετα βέβαια αν με κόπο έκοβες κάνα αγκαθό να τον βουτήξεις στο λάδι, να σουροκαλιάζουν τα δάχτυλα λαδάκι και να γεύεσαι το μοσχοβολιστό ψωμί. Όταν έμενε μέρες ήταν ήδη  σκληρό αλλά είχε γεύση κι ας είχε μείνει ένα σχεδόν ξερό μπουκούνι πού βέβαια δεν πήγαινε χαμένο γιατί φτιάχνανε μ’ αυτό, τις ανεπανάληπτες ριγανάδες με φρέσκια ζαχαρωμένη ντομάτα, ρίγανη και ξεροσαρδέλα απ’ το Μπάκα..Η βαβά μας έφτιαχνε τηγανοψώματα με τυρί ή αν υπήρχε, με ζάχαρη ή πετιμέζι. Φρόντιζε όμως και το σκύλο του σπιτιού,σε κάθε ψησά. Λίγοι θα θυμούνται ότι τα αλεύρια τότε δεν ήταν καθαρά όπως τώρα και χρειαζόταν κοσκίνισμα με τη σίτα.  ΚΟΣΚΙΝΟ ΜΕ ΜΕΤΑΛΛΙΚΗ ΣΙΤΑ - Ρακιτζής | Εμπορία συστημάτων καθαρισμού και υγιεινής τροφοδοσίας
Αυτό λοιπόν που έμενε, το πίτουρο, το έριχναν στις κότες αλλά οι γριές έφτιαχναν κι ένα καρβέλι για το σκύλο. Ήταν ένα σκουρόχρωμο (απ’ τα πίτουρα) καρβέλι που απολάμβανε λίγο λίγο μέσα στη βδομάδα ο σκύλος!!Ο φύλακας του σπιτιού είχε και το δικό του ψωμί!  

Πήγαινε λοιπόν στο φούρνο αλλά δεν ξέχναγε να πει μια καλημέρα και στον Σπύρο τον Καγκελάρη -Κορμόζο, να κάμει εκεί ένα ξούρισμα αλλά να πάρει και μερικές καραμέλες ¨αστακός¨ για τα πιτσιρίκια. Αν είχε χρόνο κι η πληρωμή ήτανε καλή, τράβαγε και κάνα κρασάκι με ολίγο από γκιουβέτσι στο Μιμίκο, να ξεραθυμίσει κι αυτός ο έρμος ..

 Θυμάμαι πολύ καλά ότι τα καΐκια έφευγαν με μπουνάτσα για το Θιάκι γιατί στο κανάλι είχε πάντα φουσκοθαλασσιά κι οι παλιοί καπεταναίοι που την είχαν φάει με το κουτάλι ήξεραν τα περάσματα και τα τερτίπια της θάλασσας ..Δεν υπήρχε βλέπετε τότε το Poseidon system.Ήξεραν όμως το φεγγάρι και τα αστέρια και διάβαζαν τον καιρό .Επίσης θυμάμαι αλλά δεν ξέρω ποιανού ήταν, μια πολύ μικρότερη βάρκα που ξεκίναγε από την Βασιλική κατάφορτη με κηπευτικά, κυρίως ντομάτες που ήταν γιομάτο  τ αμπάρι αλλά απλωμένες και σ όλη την κουβέρτα της βάρκας. Συζήταγαν τότε στο λιμάνι ότι αν έβρισκε θάλασσα στο δρόμο της η βάρκα, θα γέμιζε νερά αλλά ο καλός ο καπετάνιος ήξερε από θάλασσες κι η βάρκα ξαναρχόταν την άλλη βδομάδα να ξαναγεμίσει με τα κηπευτικά του μεγάλου κάμπου, φέρνοντας και τα νέα απ το άλλο νησί…

Τώρα δεν έρχονται καΐκια από πουθενά στη Βασιλική, όλα έχουν αλλάξει ,έγινε τουριστικό destination με ¨μαρίνα¨για τουριστικά σκάφη το πίσω λιμάνι και στο μικρό, το κουκλίστικο, ίσα που χωράνε καμιά 10αριά ψαρόβαρκες όπως του Τσίπου,του Σπυρογάιδαρου,του Νικου του Μόντσου,του μπάρμπα Χρήστου και του Γιάννη του Ούζου,των Πρεπαίων και άλλων γιατί έχει καταληφθεί απ’ τα καταμαράν και τα ημερόπλοια. Τα προσοδοφόρα και πολύχρωμα windsurf  έχουν καταλάβει τον μισό κόλπο, το τοπίο έχει αλλάξει. Τον ορίζοντα της θάλασσας δεν τον βλέπεις πιά. Πολύ πέτρα. Ακόμα και μικρό πέτρινο νησάκι αποχτήσαμε. Γέμισε ο τόπος πέτρα παντού, ψηλή δεμένη ,προστατευτική βεβαίως αλλά…πολύ πέτρα.Το κύμα δεν φέρνει πλέον μυνήματα από πουθενά,σκάει στην πέτρα και πάει πίσω..Κι ο κάμπος όμως ερήμωσε,δεν καλλιεργείται . Ο,τι κάμουν ο Βαγγέλης του Τζίμη κι ο Νίκος ο Κολόμπης και δυο τρεις ακόμα νέοι αγρότες  που παλεύουν στον κάμπο κυρίως με αμπέλια που κάνουν σταφύλια με ξενόγλωσσα ονόματα (sauvignon,cabernet) και μέσα μέσα καμιά βαρδέα κυρίως προς την μεριά τα άη Πέτρου.. Τα βάτα έκλεισαν τα μονοπάτια και τους δρόμους, αμάζευτα μένουνε και τα φρούτα απ’ τα δέντρα που έχουν αγριέψει αλλά κάνουν ακόμα καρπούς . Σύκα σωρός από κάτω, σταφύλια έρπουν στις σούδες, στρώμα τα λεμόνια, σάπια κι αμάζευτα τα ρόδια και μονάχα κάνας διερχόμενος για Σύβρο, σταματάει και παίρνει τα πορτοκάλια και τα μανταρίνια απ τον ξέφραγο πλέον Σπαρτιά που αντιστέκεται και παράγει..Κι οι ντομάτες φτάνουν από παντού βαφτισμένες κανονικά και νόμιμα με τα αυτοκόλλητα βαφτιστήκια τους  και τις μπαλαχάρτες τους, δήθεν ελληνικές..

Μια ιστορία ήταν και τούτη,όπως μου ήρθαν οι θύμησες απ τα παιδικά μου χρόνια που ήμασταν αθώα παιδιά και κυρίως είχαμε χρόνο να παίξουμε, να κάνουμε ζαβολιές και να ξεκατακλειδιόμαστε στα γέλια..

Παναγιώτης Σκληρός

Λέξεις για ερμηνεία:

 Ξεκατακλειδιαζόμαστε= γελάμε πολύ έντονα

Χαλέπαιδο= Το εγκαταλειμμένο σπίτι

Ξεραθυμιζω= γεύομαι λιχουδιές

Κολιτσάκια=τα σιδερένια άγκιστρα στο πίσω μέρος του σαμαριού

Σουροκαλιάζει= τρέχει απ τα δάχτυλα το λάδι

Αγκαθός=γωνία ψωμιού

Προσάναμα=τα λεπτά ξύλα για ν ανάψει η φωτιά

Να γίνει το ψωμι= να φουσκώσει,να ωριμάσει

Παδέλα= η πύλινη πνιάτα-κατσαρόλα

Μπότης=πύλινο δοχείο για νερό με δυό χερούλια

Συμπράγκαλα= τα διάφορα κουζινικά κλπ για την διαβίωση

Σπλόνος=φυτό που έχει αναισθησιογόνα συστατικά

Αποδοίλιγγας=μεγάλος λάκκος με νερά που αναβλύζουν 

Μπίγα= μοχλός άντλησης νερού

Λιματίδι= άπαχο

Λιμοξίφτερο=αδυνατο σαν πουλάκι

Κοφίσι= αποξηραμένο ψάρι από τις βόρειες θάλασσες

Ροκόφυλλα=τα φύλλα του καρπού του καλαμποκιούΦωτογραφια Maria 8 (Maya) Lischer 1965 και Fritz Berger

Προηγουμενο αρθρο
Έλεγχοι για την πρόληψη της παραβατικότητας στα Ιόνια Νησιά
Επομενο αρθρο
Παρακαλούμε τους δημότες μας να μην εξάγουν κλαδέματα - δεν θα γίνεται η αποκομιδή τους

4 Σχόλια

  1. Γιαννης Κατωπόδης
    22 Οκτωβρίου 2021 at 09:48 — Απάντηση

    Πανο είσαι υπέροχος

  2. Αναγνώστης
    23 Σεπτεμβρίου 2021 at 23:16 — Απάντηση

    Συμφωνώ απόλυτα με τον αξιότιμο καθηγητή κ. Σπ.Φλογαίτη. Αλλά θέλω να προσθέσω… πως μέσα και από αυτό το αφήγημα είναι ολοφάνερο πως ο συγγραφέας έχει κλείσει προστατευτικά στην ψυχή και στην καρδιά του τη Λευκάδα, τη φύση της και την κοινωνία του μόχθου της. Αναδεύοντας τη μνήμη του, συνθέτει πληροφορίες, συνθέτει και συνδυάζει τόπους, ανθρώπους, περιστατικά με τις πιο μακροχρόνιες κινήσεις της καθημερινότητας μιας εποχής, σαν καταγραφή των μικρών ιστοριών. Μας παρουσιάζονται όψεις, στιγμιότυπα, στιγμές της καθημερινής ζωής, προσαρμοσμένες στο ανθρώπινο μέτρο και την αληθινή καθημερινότητα, ταιριασμένα όλα με εξαιρετικό φωτογραφικό υλικό και από καρδιάς σκέψεις.
    Αν προχωρήσουμε στη σκέψη… Η καταγραφή πρωτογενούς υλικού από τις λαϊκές εκδηλώσεις, αντιλήψεις, στάσεις και συμπεριφορές, με κύριο χαρακτηριστικό τη γνώση εκ των έσω των τοπικών κοινωνιών και τα προσωπικά τους βιώματα και η δημοσίευση των ενθυμήσεων, που δείχνουν από τη μια τι απασχολεί τους ανθρώπους σε συγκεκριμένες στιγμές, ενώ από την άλλη αποτελούν σημαντική πληροφορία για την οικονομική, κοινωνική ιστορία, τοπική διάλεκτο, συνθήκες-τρόπο ζωής, οικιστική σύνθεση, σχέσεις κ.λ.π., συμβάλουν σημαντικά– πέρα από το γνωστό «να θυμηθούν οι παλιότεροι και να μάθουν οι νεότεροι»-στη συγκέντρωση και «διάσωση» στοιχείων του λαϊκού μας πολιτισμού.

  3. Σπύρος Ι. Φλογαΐτης
    23 Σεπτεμβρίου 2021 at 08:18 — Απάντηση

    Μπράβο, Παναγιώτη. Εξαιρετική συμβολή στη λαογραφία της νότιας Λευκάδας, πλούσια σε λεξιλόγιο μιας άλλης εποχής, ονοματολογία και καταστάσεις με περιγραφές μιας κοινωνίας που έζησε τα δικά της χρόνια και ξεπεράστηκε από την όποια εξέλιξη. Τη σαλαμούρα τη λέγαμε στο σπίτι μας “ξύνα” και θυμάμαι ότι ήταν πάντα το έδεσμα που τρελαινόμαστε με τη γεύση του. Το αναζήτησα στη σύγχρονη λευκαδίτικη κοινωνία, δεν βρήκα κανέναν που να ξέρει κάν αυτή την παράδοση, εκτός από λίγους φίλους και συγγενείς στο Μαραντοχώρι, όπως άλλωστε και εσύ. Για τον Κορμόζο διηγείτο συχνά ο πατέρας μου, έγραψε άλλωστε μια από τις λαογραφικές του ιστορίες γι’ αυτόν, γιατί η Βασιλική είχε Ειρηνοδικείο και οι δικηγόροι κάθε τόσο κυριολεκτικά ταξίδευαν εκεί για να δικάσουν υποθέσεις, εκδρομές που τους έμειναν αξέχαστες. ‘Εγινες χωρίς να το καταλάβεις σημαντικός λαογράφος των “πίσω” χωριών και κοινωνιών, θυμίζοντας ότι Λευκάδα δεν είναι μόνο η κεντρική πλατεία της χώρας.

  4. Ευγενία Παππά
    22 Σεπτεμβρίου 2021 at 23:43 — Απάντηση

    Ωραία περιγραφή της δεκαετίας του πενήντα σε ευλογημένους τόπους. Την ίδια εποχή στα ορεινά της ηπείρου η φτώχια ήταν απερίγραπτη. Μόνο για τα στρώματα απ τα ροκόφυλλα δεν θα σας ζηλεύαμε γιατί είχαμε τα ίδια!!!

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.