HomeΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣΟ Νίκος Σβορώνος, η Λευκάδα και οι Λευκαδίτες

Ο Νίκος Σβορώνος, η Λευκάδα και οι Λευκαδίτες

Η Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών μας χάρισε πρόσφατα έναν ωραίο τόμο, φτιαγμένο με γνώση, τέχνη και αγάπη: τα Μελετήματα για τη Λευκάδα και τους Λευκαδίτες, του Νίκου Γ. Σβορώνου, με επιμέλεια του Σπύρου Ι. Ασδραχά και του Κώστα Γ. Τσικνάκη. Το βιβλίο απαρτίζεται από δύο μέρη, όπως σημειώνει στο εισαγωγικό σημείωμα ο Σπ. Ασδραχάς: «Στο πρώτο, συνοδευόμενο από εικαστικά και γενεαλογικό τεκμήρια, συγκεντρώνονται όσα από τα γραφτά του αφιέρωσε ο Νίκος Γ. Σβορώνος (1911-1989) στη Λευκάδα και στους Λευκαδίτες. Το δεύτερο μέρος περιλαμβάνει την εργογραφία και τη βιβλιογραφία του Νίκου Σβορώνου, εμπλουτίζοντας και, κυρίως, επεκτείνοντας την εργογραφία που διαδοχικώς είχε παρουσιάσει ο συντάκτης της, ο Κ. Τσικνάκης». Δημοσιεύουμε σήμερα το εισαγωγικό σημείωμα του Σπ. Ασδραχά, κείμενο που, εκκινώντας από τα «λευκαδικά» του Νίκου Σβορώνου, έχει ευρύτερη αξία για τη μελέτη του έργου του Ν. Σβορώνου.

EΝΘΕΜΑΤΑ
του Σπύρου Ι. Ασδραχά

Ο Νίκος Σβορώνος δεν επικέντρωσε τα ενδιαφέροντά του στην ενεγκαμένη: ό,τι έγραψε γι’ αυτή είχε την αφορμή του σε ορισμένα αρχειακά ευρήματα και σε προσκλήσεις να πάρει το λόγο σε κάποια εκδήλωση, να κρίνει ένα βιβλίο, να συμμετάσχει σε έναν αφιερωματικό τόμο. Τα φιλολογικά καθέκαστα εκτίθενται στην οικεία θέση και περιττεύει η επανάληψή τους σε τούτο το σύντομο σημείωμα.

Δεν θα περίττευε να υπομνήσω ότι ο Σβορώνος σπανίως μιλούσε χωρίς γραπτό κείμενο· τούτο ισχύει και για τη διδασκαλία του στην Ecole Pratique des Hautes Etudes (4ο τμήμα) στο Παρίσι και αλλού. Βεβαίως, όταν η εκδήλωση στην οποία συμμετείχε διαβάζοντας το χειρόγραφό του συνεπαγόταν το διάλογο, αφηνόταν στην προφορικότητα: ο προφορικός του λόγος, χωρίς ποτέ να γίνεται ρητορικός, αποδέσμευε τις εκφραστικές του ικανότητες, που σε πιο «χαλαρές» συζητήσεις έγγιζαν τα όρια της λογοτεχνικής αφήγησης. Ωστόσο, τα αποθησαυριζόμενα εδώ κείμενά του ήταν όλα τους γραπτά, με εξαίρεση τα λίγα αποσπάσματα από συνεντεύξεις του που εμφιλοχωρούν στο πρώτο μέρος του βιβλίου.

Τα λευκαδίτικα μελετήματα του Σβορώνου γράφηκαν σε διαφορετικές στιγμές και με διαφορετική τεχνική: αντικαθρεφτίζουν, κατά κάποιο τρόπο, τη ζωή του. Τα δυο πρώτα είναι «ακαδημαϊκά», γλωσσικώς (όπως επιβαλλόταν από την αθηναϊκή, τουλάχιστο, θεσμοθετημένη έρευνα): καθαρολόγα γραφτά ενός δημοτικιστή. Τη διπλή παράδοση δημοτικής και καθαρόλογης διατύπωσης θα την ενστερνισθεί σε έκκεντρες, εκτός θεσμοθετημένου ακαδημαϊκού πλαισίου, συγγραφές, στη μετάφραση, λόγου χάρη, του βιβλίου για τον βυζαντινό πολιτισμό του Karl Roth (1949), όταν δηλαδή βρίσκεται από το 1945 στη Γαλλία. Δεν είναι το μοναδικό δείγμα της αθηναϊκής του περιόδου, κυρίως της μετακατοχικής. Όταν γράφει για τους αρματολούς και κλέφτες και για τους Χιώτες πρόσφυγες στη Λευκάδα (1939-40, οι χρονίες αναφέρονται στη δημοσίευση, όχι στη συγγραφή), είναι ήδη ένας διαμορφωμένος ιστορικός και φιλόλογος. Έχει διευρύνει τα πεδία παρατήρησής του και τον ενδιαφέρει, ανάμεσα στα άλλα, ο φαναριωτισμός στις Ηγεμονίες. Προϋπόθεση, η γνώση της ρουμανικής γλώσσας: εντάσσεται στο αίνιγμα της γλωσσομάθειάς του. Θα ξαναγυρίσω στο ζήτημα αυτό «καταστρέφοντας» –όπως έλεγαν οι παλιότεροί μας– το λόγο μου. Εξυπακούεται ότι τα αρχειακά τεκμήρια των δύο πρώτων μελετημάτων δεν τα ανίχνευσε κατά τα μαθητικά του χρόνια, αλλά σε κάποια από τα ταξίδια του στη Λευκάδα, μάλλον μετά το πέρας (ή και κατά τη διάρκεια) των πανεπιστημιακών του σπουδών (1933-1935).

Τα υπόλοιπα μελετήματα ανήκουν στην τρίτη φάση της ζωής του, όταν, μετά τη μεταπολίτευση, του αποδίδεται η ελληνική ιθαγένεια, η οποία του είχε αφαιρεθεί κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Παρίσι (1955), ως υποτρόφου της γαλλικής Κυβέρνησης (1945-1947). Ξανάρχεται στην Ελλάδα, όχι αρχικώς μονίμως, και γίνεται σύμβολο της κατατρεγμένης Αριστεράς: του αποδίδονται τιμές και αξιώματα και αποδέχεται κι αυτές και εκείνα. Θα έλεγε κανείς, απερίσκεπτα, με τρόπο συμβατικό. Δεν το νομίζω: ο Σβορώνος αποδέχθηκε τιμές και αξιώματα υπενθυμίζοντας μια θεωρία, κυριολεκτικότερα μια ερμηνεία, της νεοελληνικής ιστορίας που την είχε ήδη διαμορφωμένη πριν από τη μετανάστευσή του και κατά τη διάρκεια της μετανάστευσης αυτής, ώσπου να προσληφθεί στο CNRS (Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών).

Ποια ήταν η απόρροια αυτής της ερμηνείας; Απλούστατα, ότι ο διεθνισμός συνεπαγόταν τον δημοκρατικό πατριωτισμό. Νόμισε ότι μπορούσε να συνεισφέρει στην αλλαγή που ευαγγελιζόταν η μεταπολίτευση, να επιστρατευτεί προσφέροντας όποια γνώση είχε κατασταλάξει μέσα του: να επιστρατευτεί, όπως επιστρατεύτηκε στον ελληνοϊταλικό πόλεμο και στην Αντίσταση. Αν γύρω του επικρατούσε ο δόλος και η εθιμοφρσύνη, αυτός το καταλάβαινε, αλλά δεν κατάφευγε στη μοναξιά του σοφού. Έλπιζε, και κάτι αποδώσανε οι ελπίδες του.

Η επάνοδός του στην Ελλάδα του αναπλήρωσε μια παρισινή στέρηση: ανοίχτηκε στη μεγάλη αγορά, στα χειροκροτήματα του πλήθους: πολλοί τον «χρησιμοποίησαν», ο ίδιος δεν χρησιμοποίησε κανέναν.

Σ’ αυτή τη βιωματική συνάφεια ανήκουν τα περισσότερα από τα γραφτά του που απανθίζονται σ’ αυτόν εδώ τον τόμο· υπάρχουν πλείστα άλλα εκτός Λευκάδας και Λευκαδίων. Τα πρώτα είδαν το φως της δημοσιότητας από το 1975 ως το 1989· εκφωνήθηκαν, όσα εκφωνήθηκαν, πριν απ’ αυτές τις χρονίες.

***

Του ζητήθηκε να μιλήσει για τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο, τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, τον Άγγελο Σικελιανό. Μίλησε «εκ περιουσίας», με ελάχιστες αναδρομές σε εμπειρικές τεκμηριώσεις. Αυτός ο εκ περιουσίας λόγος δεν είναι λόγος εκλαϊκευτικός, αλλά λόγος ερμηνευτικός: είναι η απάντηση του στοχαστή στο εξωτερικό ερέθισμα, χωρίς το οποίο η γνωστική περιουσία θα έμενε στα άφατα, στα μη φωνητά. Βεβαίως υπέκυψε σε πιέσεις και κολακείες, που τις τελευταίες τις ήθελε κατά κάποιον τρόπο, και δεν τήρησε, κάποτε, μια υπόσχεση: η στέρηση της χαράς της ζωής σε όλη την παρισινή σκληρή εργαστηριακή του πειθαρχία τον έκανε ευάλωτο στην ανάσα που του έδινε η μεταπολιτευτική του αθηναϊκή διαμονή: ύστερα ήρθε ο αργός και επώδυνος θάνατος, στο Παρίσι και τελεσίδικα στην Αθήνα. Όσοι τον σεβάστηκαν και αναγνώρισαν το χρέος που του όφειλαν, προσπάθησαν να τον τιμήσουν με λόγο ουσιαστικό.

***

Όσα έχω εκθέσει αποτελούν, νομίζω, το γενικό περίγραμμα των ενασχολήσεων του Ν. Σβορώνου με τη Λευκάδα και τους Λευκαδίτες: ωστόσο, οι περισσότεροι για τους οποίους κλήθηκε να μιλήσει υπερβαίνουν την τοπικότητα: απολύτως ο Σπ. Ζαμπέλιος, μερικότερα ο Α. Βαλαωρίτης και ο Α. Σικελιανός, στους οποίους η γενέτειρα υπάρχει ως υπερβατικός λόγος. Ο Σβορώνος τους θεωρεί μέσα από το πρίσμα της υπερτοπικότητας ως φορείς ιδεολογιών, πέραν από τον σπερματικό αυτόχθονα λόγο. Ξεφεύγει από τη συνάφεια αυτή ένα βιωματικού χαρακτήρα κείμενο, εκείνο που αναφέρεται στην ανάγνωση, στις ώρες της καθιστικής δουλειάς, του Ερωτόκριτου. Προκαλεί ζητήματα σχετικά με την ανασηματοδότηση της παιδικής ανάμνησης, εμβολιασμένης από τη μεταναγενέστερη λόγια γνώση. Για να δοθεί απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, χρειάζεται μια έρευνα φιλολογική που δεν έχω κάμει. Θα πω μόνο ότι στο κείμενο αυτό υπόκειται μια νοσταλγία, η νοσταλγία των παιδικών χρόνων, που γίνεται η νοσταλγία του τόπου. Μπορώ προσωπικά να μαρτυρήσω ότι η Λευκάδα, η πόλη της Λευκάδας, αναδυόταν μέσα του στα χρόνια της αναγκαστικής ξενιτιάς ως ψυχικό τοπίο και ως χαρακτηριολογία –με συνειδητές μάλλον εξιδανικεύσεις του πραγματικού· ίσως γιατί στο βάθος ο Νίκος Σβορώνος ήταν ποιητής.

***

Η τύχη το έφερε ώστε, με δύο εξαιρέσεις (7ο και 8ο δημοσίευμα), τα αποθησαυριζόμενα κείμενα να προσφέρονται σε μια κατ’ αντικείμενο χρονολογική αλληλουχία, ανεξάρτητα από το χρόνο της συγγραφής και της εκφώνησής τους. Καλύπτουν διαφορετικά πεδία παρατήρησης, από τον φθίνοντα δέκατο όγδοο αιώνα ως τον προχωρημένο εικοστό. Καθώς ήδη έχω σημειώσει, το γλωσσικό όργανο είναι διαφορετικό, και το ίδιο συμβαίνει με τους τρόπους τεκμηρίωσης: ωστόσο, οι εκφραστικοί τρόποι, η ποιητική, παραμένουν οι ίδιοι, υπόφοροι της ακριβολογίας, στους αντίποδες μιας ωραιολογίας, που θα μπορούσε να συγκινήσει το πολυμιγές του ακροατήριο. Ο Σβορώνος ήταν ο ίδιος, είτε δίδασκε εξειδικευμένα και συνάμα τεχνικά θέματα είτε απευθυνόταν σ’ ένα ευρύτερο και πολυσύνθετο κοινό: ως προς το τελευταίο, κατόρθωνε να δημιουργεί την επαφή και τη συμμετοχή αναγάγοντάς το θέμα σε ένα πρόβλημα που ήδη υπόφωσκε ή ήταν διαμορφωμένο στο σκεπτικό των ακροατών του.

Δεν έχω την πρόθεση να αναδιατυπώσω (και περισσότερο να συζητήσω) αυτά που είπε στα αποθησαυριζόμενα λευκαδίτικα κείμενά του. Ο Σβορώνος (ή ένας Σβορώνος) έχει ενοφθαλμισθεί στην ιστοριογραφική μας προβληματική και την έχει τεκμηριώσει. Όποιος κάμει την πνευματική του βιογραφία, θα αναδείξει το εκτόπισμά του στις διεθνείς ιστορικές σπουδές, τόσο στο πεδίο των ερμηνειών όσο και σε εκείνο της τεκμηρίωσης, που δεν είναι ασύνδετο από τις πρώτες.

***

Τελειώνοντας, ας μου επιτραπεί να μιλήσω με προσωπικότερους τόνους, όχι ασύνδετους με κάποια ζητήματα που φευγαλέα υποσήμανα. Η θεια μου, αδερφή του πατέρα μου, Ελένη Ράπτη, αγνάντευε από το μπαλκονάκι της, σε ένα από τα σοκάκια που από την πλατεία της πόλης μας βλέπουν τη διώρυγα, αγνάντευε στη «χλιμάρα», όπως έλεγε, του δειλινού του δειλινού το πατρικό της σπίτι, στην απέναντι στεριά, και αντάλλαζε κουβέντες και «νέα» με τις γειτόνισσες. Ένα τέτοιο δειλινό, «χαλίπωμα» όταν θολώνουν τα νερά, καθώς λέει ο ποιητής, την άκουσα να λέει ότι ο Νίκος ο Σβορώνος είχε πάει στους βλάχους και «χάλευε» (δηλαδή ζητούσε) «λέξες». Εκ των υστέρων χρονολογώ αυτό το άκουσμα στα 1940, όταν πατούσα τα εφτά χρόνια. Χρόνια αργότερα, στο Παρίσι, μου επιβεβαίωσε αυτή τη γλωσσική του έρευνα στους βλάχους του Ασπροπόταμου. Κάποια στιγμή η Αικατερίνη Καμηλάκη θα παρουσιάσει, ύστερα από παράκλησή μου, αυτή τη συναγωγή λέξεων (ίσως και φράσεων). Την ίδια εποχή ο Νίκος Σβορώνος θεωρούνταν ως βαθύς γνώστης της κουτσοβλαχικής. Είναι η εποχή όπου ασχολείται με τον ελληνισμό των Ηγεμονιών, η εποχή όπου παρουσιάζει στο ελληνικό επιστημονικό κοινό τον Καρτογιάν. Ξέρει λοιπόν ρουμανικά. Τα ενδιαφέροντά του αυτά τα εγκατέλειψε αργότερα, όταν τον απορρόφησαν άλλες ασχολίες. Δεν έπαψαν, ωστόσο, να θεμελιώνουν το τεράστιο πνευματικό του κεφάλαιο, αυτό που του επέτρεπε να αναφέρεται με άνεση σε όλη τη διαχρονία της ελληνικής ιστορίας. Όσο για τις γλωσσικές του έρευνες στους βλάχους του Ασπροποτάμου, μου είχε πει ότι τον αποκαλούσαν «τσότσου Νίκου», κοντόκορμος καθώς ήταν.

Πηγή

Προηγουμενο αρθρο
Λευκάδα, επίκεντρο του χορωδιακού γίγνεσθαι των Επτανήσων
Επομενο αρθρο
Πλημμύρες - «Ας συνεργαστούμε για να προστατευτούμε»

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.