HomeΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ - ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ - ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣΟ Φίλιππος Σίδερης απ’ το Αθάνι για το νέο βιβλίο του Θοδωρή Γεωργάκη: «Τα που θυμάμαι μολογώ. Σεργιάνι στη Λευκάδα του χθες»

Ο Φίλιππος Σίδερης απ’ το Αθάνι για το νέο βιβλίο του Θοδωρή Γεωργάκη: «Τα που θυμάμαι μολογώ. Σεργιάνι στη Λευκάδα του χθες»

ΦΙΛΕ ΘΟΔΩΡΗ,
Θέλω να σου πω, ότι όταν έμαθα για την έκδοση του βιβλίου σου με το συγκεκριμένο περιεχόμενο για την παλιά δική μας Λευκάδα, ανυπομονούσα να το πάρω στα χέρια μου να το διαβάσω, γιατί ήξερα ότι θα έρχονταν στην μνήμη μου οι στιγμές, που έζησα στην παιδική μου ηλικία στο χωριό μου το Αθάνι στην δεκαετία του 60 μιας και είμαστε περίπου στην ίδια ηλικία.

Το κύριο συναίσθημα που με πλημμυρίζει, διαβάζοντας το βιβλίο σου, είναι η μεγάλη συγκίνηση. Συγκίνηση από τις στοίβες των αναμνήσεων των παιδικών μου χρόνων, που ήταν δύσκολα, φτωχικά με πολλές στερήσεις και με την μεγαλύτερη απώλεια, του Πατέρα μου σε ηλικία 7 χρονών. Ήταν όμως χρόνια αγαπησιάρικά, άδολα, αθώα, με πολύ κοινωνικότητα και αλληλοβοήθεια.

Μέσα από τα κεφάλαια των περιγραφών του βιβλίου σου, των ασχολιών και των βιωμάτων των ανθρώπων του χωριού σου, μου επανέρχονται στην μνήμη περιστατικά και γεγονότα και μου δημιουργούν τη γλυκιά νοσταλγία για εκείνη την εποχή της παιδικής αθωότητας και των πρώτων εμπειριών της ζωής. Το βιβλίο σου <<ΤΑ ΠΟΥ ΘΥΜΑΜΑΙ ΜΟΛΟΓΩ. ΣΕΡΓΙΑΝΙ ΣΤΗ ΛΕΥΚΑΔΑ ΤΟΥ ΧΘΕΣ>>, ήταν η αφορμή μέσα από τις έντονες και πολύ ζωντανές αναμνήσεις να μιλήσω ξανά με τον εαυτό μου και να θυμηθώ πόσο πολύ με βοήθησαν στα πρώτα χρόνια της ωρίμανσης, στην διαμόρφωση του χαρακτήρα μου.

Πολλές φορές ένοιωσα και ενοχές γιατί θυμήθηκα περιστατικά με την μακαρίτισσά την Μάννα μου, που ήταν και Μάννα και πατέρας και νοικοκυρά και αγρότισσα και πιστικός (βοσκός) και υφάντρα και κεντήστρα και ορμηνεύτρα, που δεν την άκουα και δεν έκανα δουλειές, που έπρεπε να κάμω και με τις αταξίες μου την χασομερούσα και την στεναχωρούσα.

Όλα τα στοιχεία που περιγράφεις στα κεφάλαια του βιβλίου σου, από την ζωή, τις δραστηριότητες, την παράδοση, τα ήθη και τα έθιμα των απλών φτωχών ανθρώπων του χωριού σου, όπως τα έζησες, τα θυμάσαι και σου τα διηγηθήκαν, είναι λίγο πολύ τα ίδια σε όλα τα ορεινά χωριά της Λευκάδας με μικρές τοπικές διαφορές.

Σε κάθε κεφάλαιο από το βιβλίο σου έχω να θυμηθώ πολλά περιστατικά, που έζησα στο χωριό μου στο περιβάλλον που μεγάλωσα, στο σχολείο και με τους χωριανούς μου. Κάθε κεφάλαιο του βιβλίου σου με πάει πίσω στο χρόνο και μου θυμίζει στιγμές και γεγονότα που βίωνα και θέλω να τα θυμάμαι γιατί με αναβαπτίζουν και με κάνουν να σκέπτομαι τις δυσκολίες, τα βάσανα, τις κακουχίες, τον κόπο, πρώτα της Μάννας μου για τον αγώνα του “ερμου του ψωμιού” των παιδιών της και ύστερα των χωριανών μου.
Τι να πρωτοθυμηθώ, τις πέτρινες καλύβες στα ξεμόνια για το μάζεμα της ελιάς, ή στα μαντριά με τα κοπάδια γίδια, το καλοκαίρι στο βουνό και τον χειμώνα στα χειμαδιά. Θυμάμαι να χρησιμοποιώ το φύλλο από την κουμαριά σαν κουτάλι για να παίρνω τον αφρό από το φρέσκο γιδίσιο γάλα μέσα από το καρδάρι που άρμεγαν τα γίδια.

Να θυμηθώ. Τα σκόρτσα στις σκέπες των σπιτιών που όταν σέρναμε τα κεραμίδια στο τέλος του καλοκαιριού, πολλές φορές ήταν σάπια και σπάγανε με διάφορες συνέπειες. Τα κυπαρίσσια, που η φύση πλούσια δώρισε στο χωριό μου, που τα έκοβαν από τους κυπαρισόλογγους τα έσερναν με τα άλογα, ή τα κουβαλούσαν στον ώμο πολλοί άντρες μαζί, τα πελεκούσαν και έφτιαχναν μαδέρια για τις σκέπες των σπιτιών, περαστάρια για κληματαριές, λούρους για τις ελιές και τις αμυγδαλιές, πολλές φορές πασσάλους για τους φράκτες των κήπων, τα κλαριά τους στα καρβουνοκάμινα και για στρώμα στις μπαράκες που στήναμε πάνω στα δέντρα, μια τέτοια μπαράκα είχαμε με τον αδερφό μου στην αμυγδαλιά μας στον κήπο της αυλής, εκεί ξεκαλοκαιριάζαμε.
Να θυμηθώ την τσίγκινη σκάφη που μέσα μας έκανε μπάνιο η Μάννα μου με το νερό που έπιανε από τις ρονιές των κεραμιδιών και το άσπρο σαπούνι από ποτάσα, το κοφίνι με την στάχτη που έκανε αλισίβα για να πλύνει τα ρούχα, την Μάννα μου να ζυμώνει την νύχτα για να μην χασομερήσει την ημέρα στις ελιές και να με ξυπνάει να της αβοηθήσω στο κεφάλι την πλακωτή (πινακωτή) με τα 8 καρβέλια, για να τα πάει στο φούρνο που ήταν έξω στην αυλή! Θυμάμαι κάποια φορά που είχα πυρετό τα ζεστά ξεφουρνισμένα καρβέλια μου τα έβαλε στο κρεβάτι γύρο από το σώμα μου, τα σκέπαζε με το απλάδι, για να ιδρώσω και να πέσει ο πυρετός…

Την μεγάλη στεναχώρια που περάσαμε όταν ξέχασα να κατεβάσω την σκάλα το βράδυ από την κούρνια (κάτοικας) και ήρθε την νύχτα η αλεπού και μας έπνιξε τις μισές κότες! Να θυμηθώ τον γείτονα να ψάχνει στις ελιές, ή στα πουρνάρια να βρει το κατάλληλο στραβόξυλο για να το πελεκήσει για να φτιάξει το αλέτρι, το βασικό εργαλείο για το όργωμα, ένα τέτοιο αλέτρι προσπάθησα να δοκιμάσω στα 12 μου, αλλά δεν κατάφερα να κουμαντάρω το ζευγάρι από τον γάιδαρο και το άλογο του σέμπρου και έτσι έμεινε η προσπάθεια μισοτελειωμένη…

Θυμάμαι να με παίρνει η Μάννα μου στο θέρο, η Μάννα μου να θερίζει με το δρεπάνι και εγώ προσπαθώντας να δέσω τις κουντούρες μάτωναν τα γυμνά μου πόδια από τις αράπες (καλαμιές), που έμεναν στο χωράφι από τον θέρο. Αργότερα μετά το αλώνισμα κουβαλώντας το άχυρο στο μπλοκό μαζευόμαστε τα παιδιά της γειτονιάς και πατάγαμε το άχυρο να συμπιεστεί και να χωρέσει πιο πολύ ο μπλοκός.

Φορτώναμε στο γάιδαρο τα ξιδοβάρελα και πηγαίναμε με τον αδελφό μου στα πηγάδια για το νερό του σπιτιού το καλοκαίρι, γιατί δεν είχαμε στέρνα στο σπίτι, κουβαλάγαμε με τον γάιδαρο τα σακιά με την κοπριά στις ελιές, ή όταν βάζαμε πατάτα σκεπάζαμε τις πατάτες, όπως μας έλεγε η Μάννα μας, με χώμα και την κοπριά.

Να θυμηθώ τον παππούλη μου να με βάζει τις αρχές του Σεπτέμβρη μέσα στα βαγένια, που έβγαζε από το κατώι να τα καθαρίσει με ποτάσα, και για σκούπα το λαϊποδα, ένας θάμνος άγριας θρούμπας. Να με φωνάζει να τον βοηθήσω το καλοκαίρι πάνω στην ταράτσα για να επισκευάσει τις κυψέλες και τι κερήθρες για τα μελίσσια και εγώ να περιεργάζομαι τα διάφορα εργαλεία, που είχε για την μελισσοκομεία, και να ακούω ιστορίες για τις μέλισσες, τους κηφήνες, την βασίλισσα και όταν ρίξει το μελίσσι πως το πιάνουμε και το βάζουμε σε νέα κυψέλη, για μελισσότοπους, κερήθρες, πρόπολη, γύρη, βασιλικό πολτό, μελισσοκέρι και τα διάφορα γιατροσόφια σχετικά με το μέλι και τα παράγωγά του.

Να θυμάμαι τις γυναίκες, αυτές τις ηρωικές γυναίκες τις ξωμάχες να κουβαλούν στο κεφάλι τους σε ανηφορικά και κακοτράχαλα μονοπάτια δυο ώρες δρόμο, διώροφες κυψέλες, σε νέους μελισσότοπους, για να έχουν τροφή τα μελίσσια να βοσκήσουν. Να συνοδεύω άλογα και γαϊδούρια από το βουνό στον τρύγο κουβαλώντας το βαρτσαμί στις κόφες για το κρασί του σπιτιού, ή να το πουλήσουν στον έμπορο, αν περίσευαν σταφύλια και ακόμα θυμάμαι το φόβο που είχα μην ξαναγυρίσει, (γυρίσει το φορτωμένο σαμάρι) από κάποιο ζώο…

Θυμάμαι το λιοτριβιό στην γειτονία μου που βρίσκαμε τον χειμώνα με τον αδελφό μου την ζεστασιά της σβεντίνας και του λιοκοκιού, που έκαιγαν την φωτιά για να ζεσταίνει το νερό μέσα στο βαρέλι, για το ζεμάτισμα των τσολιών, για να βγει το χρυσάφι του χωριού, το λάδι, οι λιτροβιαραίοι μας έψηναν προμάδες τις βούταγαν μέσα στο λάδι και χορταίναμε την πείνα μας. Το λιομάζωμα ήταν μια δύσκολη, επίπονη και κουραστική εργασία σε κακοτράχαλους και μακρινούς από το χωριό τόπους, αλλά όταν οι λιτροβιαραίοι έφερναν το νιό λάδι στο σπίτι, μέσα στα ασκιά και γέμιζαν τα βαρέλια, όλοι οι κόποι ξεχνιόνταν…

Βλέπω το ασκοπούλι με την σαλαμούρα να κρέμεται από την κληματαριά και δίπλα την τσαντίλα με το χλωρό τυρί έτοιμο να αλατιστεί και να μπει στο βαρελάκι και την θεία μου να μου λέει να πάω στον εντιγό, στο πίσω μέρος του σπιτιού που είχανε μικρό κήπο, με κάβγιες, κουκιά, σκόρδα, λάπατα, να φέρω καμιά κάβγια γιατί δεν επρόκανε, έπρεπε να ακονίσει τον σουγιά στο ακόνι στο πεζούλι της αυλής, γιατί ο σουγιάς δεν πριάζει (κόβει) καθόλου. Σε μια γωνιά της αυλής μια μεγάλη καπάσα, βάζαμε νερό μέσα την οποία την πούλησε για λίγα χρήματα από την Μάννα μου σε κάποιον παλιατζή της εποχής…

Η θεία μου, αδελφή της Μάννας μου, ήταν μια μικροκαμωμένη γυναίκα καλοσυνάτη, είχε ένα καλό λόγο για όλους, προκομένη έκανε όλες τις δουλειέςς, την θυμάμαι τα καλοκαίρια στον αργαλειό να κάθεται και την νύχτα ακόμη να υφαίνει διάφορα, καρπέτες, μαντανίες πάντες, σακούλια, κολερούδες με κάθε λογής σχέδια, που τα έβγανε από το μυαλό της, χωρίς δείγμα, και τα έπαιρναν οι ‘Ελβετοί (Ελβετική Χριστιανική Οργάνωση, που βοηθούσε τους κατοίκους της Ν.Δ. Λευκάδας). Από δίπλα ακούγονταν ο μονότονος θόρυβος από τον μάγγανο, κάτω από τον ίσκιο της σκαμνιάς (μουριάς), και έτσι συνεχίζονταν του <<λιναριού τα πάθη>>, μέχρι να γίνει κλωστή και ύφασμα! Στο μακρύ σοκάκι κάτω από τον ίσκιο των αμυγδαλιών οι γυναίκες ετοίμαζαν το διασίδι για να το βάλουν στον αργαλειό, για την προίκα της ανύπαντρης κοπελιάς.

Ηχούν ακόμα στα αυτιά μου οι στοίχοι « Γέρασα μωρέ παιδιά σαράντα χρόνια κλέφτης …» από την Βαβά μου, μια μεγάλη γυναίκα αγράμματη, που ήξερε πολλά ποιήματα του Βαλαωρίτη και της άρεσε να τα απαγγέλει.
Θυμάμαι τη χαρά που ένοιωθα, όταν πισοκάπουλα στο γάιδαρο με το καινούργιο καβαλοσκούτι πηγαίναμε τις 10 του Μάη στο πανηγύρι του Αϊ Νικόλα στην Νηρά.

Θέλω να θυμηθώ ακόμα την μανία μου για τις λαστιχέρες, της πλάκες, τα τενέλια, που πήγαινα με τα πόδια στον Αγ. Πέτρο να αγοράσω λάστιχα και ήταν και η αιτία για τις ενοχές που κουβαλάω, όταν ανεβαίνοντας στην ελιά, να κόψω μια διχάλα από ένα λουμάκι έπεσα και έσπασα το αριστερό μου χέρι και ανάγκασα την ταλαιπωρημένη μάννα μου, που ήταν στα χωράφια από το πρωί, καταμεσήμερο καλοκαιρού να με βάλει καβάλα στον γάιδαρο και αυτή με τα πόδια να με πάει τρεις ώρες δρόμο από το μονοπάτι του βουνού στην Βασιλική στο γιατρό, ο οποίος δεν είχε την δυνατότητα να κάνει κάτι και έτσι γυρίσαμε στο χωριό αργά το βράδυ και την άλλη μέρα κατεβήκαμε στην Λευκάδα στο Νοσοκομείο, αφού ο πρακτικός του χωριού μου το είχε δέσει με ένα ξύλο να μην κουνιέται και πονάω. Ο δρόμος της επιστροφής από την Βασιλική ήταν δρόμος υποσχέσεων προς την μάννα μου ότι θα είμαι καλό παιδί… Δεν ξέρω αν τις κράτησα…

Οι μνήμες, τα περιστατικά, τα γεγονότα, οι στιγμές, πάρα πολλές, ήρθαν όλες μέσα στο κεφάλι μου και είναι δύσκολο να τις ταξινομήσω. Δεν θέλω να ξεχάσω από τα σχολικά μου χρόνια στο δημοτικό το αγαπημένο μου μέρος που πηγαίναμε περίπατο, το Τραπεζάκι. Μια τοποθεσία δυτικά του χωριού εκεί που τελειώνει ο κάμπος με τις αιωνόβιες ελιές, εποχής Ενετών, πάνω από την θάλασσα, με απεριόριστη θέα στο Ιόνιο! Αγναντεύοντας προς στη θάλασσα και ατενίζοντας το πέλαγος μέχρι εκεί που ενώνεται με τον ουρανό, προσπαθούσα να δω με την δύναμη των ματιών μου κάπου στο απέραντο βάθος κάποια σκιά στεριάς από το πέλμα της μπότας της Ιταλίας, θυμούμενος τα λόγια του δασκάλου στο μάθημα της γεωγραφίας πως, προς τα δυτικά μας βρίσκεται η νότια Ιταλία!

Μάταια όμως είναι πολύ μακριά η Ιταλία, από εκεί που έρχονται τα αφρισμένα κύματα του χειμώνα και φέρνουν τα ευρήματα, που λέγαν οι παλιοί, εκεί που χάνονται τα λιοκάματα με το ηλιοβασίλεμα του καλοκαιριού στην χάση του ήλιου. Κάτω χαμηλά απλώνεται η μεγάλη λουρίδα άμμου η αμμουδιά (Γιαλός) και έρχονται στο νου ιστορίες από τους παλιούς για ευρήματα (διάφορα αντικείμενα που έβγαζε η θάλασσα όταν είχε δυνατό μαΐστρο, κατεβαίνανε από μονοπάτι στην θάλασσα και τα μαζεύανε, μαδέρια ,τάβλες, τελάρα, μπουκάλια, γλόμποι και κάθε αντικείμενο που τους ήταν χρήσιμο), ψαρέματα, δυναμίτες , πετάλες, κόρνο( μεγάλο όστρακο, που το χρησιμοποιούσαν οι λιτροβιαραίοι), αλάτι από τις λίμπες, αυγά από γλάρους από τον Τρυπητό (Σέσουλα), λινοβρόχια, πλύσιμο χοντροσκουτιών (σαγιάσματα, μαντανίες, καρπέτες), πλύσιμο μαλλιών από τα στρώματα των κρεβατιών, όλα στη θάλασσα του Ιονίου!

Κοιτώντας ανατολικά, από την μεριά του βουνού, στην πλαγιά αντικρίζεις το χωριό μου, το Αθάνι, και αφήνεσαι να ταξιδεύεις πίσω στο χρόνο προσπαθώντας ανάμεσα στα νεόκτιστα σπίτια και το θόρυβο των διερχομένων αυτοκίνητων να ακούσεις την ιστορία που έχουν να σου πουν τα βουνά από τον Μέγα Λάκκο, το Πριακάθι, τα Χρυσοβούνια, το Καλόν Όρος, μέχρι και τον Λευκάτα, που πολλά χρόνια τώρα έχουν προσφέρει με την κοπιαστική εργασία των κατοίκων, σταφύλια, κρασί, φακές, αράκια, αγριοκόκι, γίδια, κατσίκια, γάλα, τυρί, μέλι, κυπαρίσσια, κλαρί, πέρδικες, λαγούς.
ΦΙΛΕ ΘΔΩΡΗ
Ήταν για έμενα μια καλή αφορμή το βιβλίο σου για να δω όλα τα στιγμιότυπα της παιδικής μου ζωής και να γράψω πολύ λίγα από ότι έζησα και θυμάμαι εκείνα τα χρόνια, όπως μου ήρθαν ανακατεμένα στο μυαλό μου. Αυτό το ήθελα πολύ, με συγκίνησε, με στενοχώρησε, (γλυκιά στεναχώρια), με ταξίδεψε, με αναζωογόνησε, νοστάλγησα, πεθύμησα, ξαναθυμήθηκα, το ήθελα πολύ αυτό, και παραφράζοντας τον τίτλο του βιβλίου σου «ΤΑ ΠΟΥ ΘΥΜΑΜΑΙ. ΝΟΣΤΑΛΓΩ ΚΑΙ ΣΥΓΚΙΝΟΥΜΑΙ!!!

Σε ευχαριστώ και σου εύχομαι να είναι καλοτάξιδο. Και μια πρόταση από εμένα.. Ο κάθε Λευκαδίτης πρέπει να διαβάσει το βιβλίο σου… Να δει αυτή την άλλη, την παλιά Λευκάδα του μόχθου και της προκοπής!
Σε ευχαριστώ ΞΑΝΑ για το ΤΑΞΙΔΙ και την ΣΥΓΚΙΝΗΣΗ!

Φίλιππος Σίδερης

Προηγουμενο αρθρο
Στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα Στίβου Κ16 ο Φίλανδρος....
Επομενο αρθρο
Έχει νόημα ο στιγματισμός των προορισμών;

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.