HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΠαραδίδοντας την απλότητα, τη γνησιότητα, το ήθος της άλλης Λευκάδας – Του π. Ιωαννίκιου Ζαμπέλη

Παραδίδοντας την απλότητα, τη γνησιότητα, το ήθος της άλλης Λευκάδας – Του π. Ιωαννίκιου Ζαμπέλη

Η τριλογία της κυρίας Γεωργακάκη: Παραδίδοντας την απλότητα, τη γνησιότητα,το ήθος της άλλης Λευκάδας

«Τὸ ἐπ’ ἐμοί, ἐνόσω ζῶ καὶ ἀναπνέω καὶ σωφρονῶ,
δεν θὰ παύσω πάντοτε, ἰδίως δὲ κατὰ τάς πανεκλάμπρους ταύτας ἡμέρας,
νὰ ὑμνῷ μετὰ λατρείας τὸν Χριστόν μου,
να περιγράφω μετ’ ἔρωτος τὴν φύσιν
καὶ να ζωγραφῶ μετὰ στοργῆς τὰ γνήσια ἑλληνικὰ ἤθη.
Ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου, Ἱερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου,
κολληθείη ἡ γλῶσσά μου τῷ λάρυγγί μου, ἐὰν οὐ μή σου μνησθῶ».*

Τα έγραψε πρώτος ο κυρ – Αλέξανδρος για λογαριασμό του. Τα επαναλαμβάνουμε κι εμείς για λογαριασμό της αγαπητής μας κυρίας Ντίνας Βρεττού – Γεωργακάκη, σαν εισαγωγή στην αποψινή σύναξη.

Δε χρειάζεται να εμβαθύνει κανείς στα γραπτά της για να το διαπιστώσει. Μια πρώτη φυλλομέτρηση και των τριών βιβλίων που μέχρι τώρα εξέδωσε απ’ τις εκδόσεις «Στοχαστής» αρκούν για να σε πείσουν ότι το ίδιο φρόνημα που συνέπαιρνε νοσταλγικά τον κορυφαίο διηγηματογράφο της Ρωμηοσύνης στα ρόδιν’ ακρογιάλια της Σκιάθου, η ίδια στοχαστική διάθεση, επιστρέφει τη συγγραφέα μας στις αγιομαυρίτικες γειτονιές των προηγούμενων δεκαετιών.

Αν θέλουμε να κατανοήσουμε ποιον κόσμο ενσαρκώνει η εμβληματική μορφή της «Σόρα Κάτε»· πού περιπολεύουν οι καθ’ ημάς «Πλειάδες» και σε ποιο μαρμαρένιο αλώνι αντιπαλεύουν τα στοιχεία της φθοράς οι ηρωίδες των «Αγιομαυρίτικων Ιστοριών», καλό θα είναι να ανατρέξουμε στο δικό τους χωροχρόνο και στο δικό τους κοσμοείδωλο. Με τα πρόσωπα θα μας γνωρίσει εξάλλου η, μόνη αρμόδια, κυρία Γεωργακάκη.

Ζωή με ήθος, γνήσια, απλή!

Η ζωή, για παράδειγμα, των «Πλειάδων» ή της Στάμως, της Ευρύκλειας, της κυρα – Ζωής και της Πετρούλας δεν περιορίζεται στα ασφυκτικά όρια του ρολογιού, αλλά νοηματοδοτείται απ’ το Επέκεινα, την πέραν του τάφου Ζωή. Προγεύονται της αιωνιότητας, συνήθως υπόρρητα και άδηλα. Σπάνε τις αμπάρες του εγωισμού τους και ξανοίγονται σε κοινωνία ουσιαστική. Κάνουν άλματα και τολμούν να κοιτάξουν πάνω από τα τείχη των Φυλακών…

Τις πράξεις τους υπαγορεύει η Αγάπη, εκφρασμένη ποικιλότροπα, γνήσια όμως κι ανυπόκριτη, συντροφευμένη με μιαν Απλότητα αξιοζήλευτη και περιζήτητη σήμερα –στην εποχή που το άγχος μας κατακλύζει κι οι κάθε είδους «λογισμοί» (οι έγνοιες, οι σκοτούρες, οι αγκούσες, τα βάσανα…) καθορίζουν τη ζωή μας -«σα να ‘χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου», για να επιστρέψουμε στον Παπαδιαμάντη…

Δεν είναι ηθικίστριες οι ηρωίδες της τριλογίας μας. Η Σόρα Κάτε κάπνιζε κιόλας –πράγμα τολμηρό, ασφαλώς, στα χρόνια της. Ζουν όμως με αλήθεια, γνησιότητα, ελευθερία, αγάπη· με το ήθος που υπαγορεύει η Ορθόδοξη πνευματικότητα, το φρόνημα το εκκλησιαστικό, το γνήσιο πνεύμα του Χριστού. Χωρίς να στηρίζονται στις, ξένες για μας, νόρμες της προτεσταντικής ηθικής, παίρνουν συχνά αποφάσεις – «σημεία αντιλεγόμενα» για τους αδιέξοδους λάτρεις του τύπου και του Σαββάτου!

Μονάχα αν μπει κανείς σ’ αυτή τη λογική της υπέρβασης (κόντρα στην καταπίεση), του υπέρλογου (σε αντίθεση με το παράλογο) και του υπεράνθρωπου (σε αντίστιξη με το ένθεο) μπορεί κανείς να καταλάβει πως οικονομεί ο Θεός την τύχη της «σώφρονος» Στάμως απ’ τις «Αγιομαυρίτικες Ιστορίες», μιας Σταχτοπούτας του καθ’ ημάς χωροχρόνου, που αξιώθηκε να αντιδεχθεί «τη πτωχεία τα πλούσια», χάρη στη διεισδυτική ματιά του Σιορ- Σπυρέτου που την πρόσεξε.

Και μόνο έτσι χωράει ο νους μας το πώς δεν παρανόησε η Πούλια, στο ίδιο βιβλίο, όταν η αδερφή της, η Ευρύκλεια, υφάρπαξε -σαν από άλλο Ησαύ- απ’ την «τσάτσα» της, όχι τα πρωτοτόκια, μα αυτόν τον πολυπόθητο νυμφίο. Όσοι είδατε πρόσφατα την ταινία «Μικρά Αγγλία», επιχειρήστε, αν θέλετε, τη σύγκριση ανάμεσα στις δυο ηρωίδες της Καρυστιάνη (και, κινηματογραφικά, του Βούλγαρη) και στην υπέρβαση που τόλμησε η Πούλια, μια αλτρουίστρια ηρωίδα του έρωτα του αληθινού, της γινωμένης σαν ώριμο στάχυ αγάπης, εφάμιλλη του παπαδιαμαντικού Γιωργή της Μπούρμαινας στο «Έρως-Ήρως». Όμοια με την υπομονετική Κουμπίνα, στο «Γάμο του Καραχμέτη», η Πούλια προσμένει να αντιδοξασθεί «παρά του βλέποντος τας των ανθρώπων καρδίας και νέμοντος στέφος άφθαρτον», με ήσυχη τη συνείδηση κι αναπαυμένη την ψυχή.

Ο στέφανος του ενιαυτού

Συγχωρέστε μου μια ξεχωριστή αγάπη και προτίμηση στη «Σόρα Κάτε». Είναι μια ποιητική εξιστόρηση του εορτολογικού κύκλου της τοπικής μας Εκκλησίας που ξεκινάει απ’ τις 29 Αυγούστου της μιας χρονιάς –που γιορτάζουμε την αποτομή της Κεφαλής του Τιμίου Προδρόμου στον Αη-Γιάννη τον Αντζούση, το εξωκλήσι που ‘ναι χτισμένο στην «άντζια», την άκρη της ομώνυμης παραλίας της Χώρας, έδρα του βασιλείου της ηρωίδας μας- μέχρι το ίδιο πανηγύρι της άλλης χρονιάς, με ενδιάμεσους σταθμούς την αρχή της Ινδίκτου, το σαραντάημερο και τα Χριστούγεννα, τ’ Αη-Βασιλιού και τα Ψυχοσάββατα, το Μεγαλοβδόμαδο και τη Λαμπρή, την Πρωτομαγιά και το πανηγύρι της Χάρης Της… Ολόκληρος «ο στέφανος του ενιαυτού της χρηστότητος του Κυρίου» δοσμένος με ενάργεια και αμεσότητα, ιδωμένος απ’ τη σκοπιά του ενεργού πιστού, απ’ τη μεριά του δρώντος υποκειμένου της λαϊκής λατρείας, που ζει την κάθε ώρα κι απολαμβάνει τη μοναδικότητα της στιγμής.

Η άλλη Λευκάδα

Καταλαβαίνετε όμως ότι κινούμαστε σε μιαν αλλιώτικη Λευκάδα, με ψυχή, χωρίς τσιμέντο! Αυτήν που περιγράφει ο Νικόλαος Σταματέλος και αποτυπώνει ο Πάνος Κουνιάκης στα δημοσιογραφήματά του στον «Ανθρωπιστή»· ο Τσιρίμπασης κι ο Πανοθώμος, ο Διαμαντής και ο Μενέλαος στις φωτογραφίες τους· ο Νίκος ο Βαγενάς στα σχέδιά του. Αυτήν που ανασυνθέτουν ο εκ των ιδρυτών της Βιβλιοθήκης μας, Τάκης Μαμαλούκας στα «Λαογραφικά» και τα «Ευθυμογραφήματά» του· ο κυρ-Δήμος Μαλακάσης στα διάσπαρτα, δυστυχώς ακόμη, κείμενα και τις μονογραφίες του· ο Λάκης Μαμαλούκας στα χρονογραφήματά του· ο Σπύρος Φίλιππας – Πανάγος στο «Λευκαδίτικο Γέλιο» του· η Ανδρομάχη Φίλιππα – Χαριτωνίδου στις «Λευκαδίτικες Ηθογραφίες» της· ο Παναγιώτης Ματαφιάς στα χρονογραφήματα που απέδωσε με τη μπουρανέλικη ντοπιολαλιά…

Αυτήν που ευτυχήσαμε κι εμείς να γνωρίσουμε και ν’ αγαπήσουμε διά στόματος των μεγαλυτέρων, αντρών και γυναικών, που περπατούσαν ως τα εξωκλήσια και σιγοκουβέντιαζαν ώσπου ν’ αρχίσει η Παράκληση ή ο Εσπερινός ή αφηγούνταν «παντομίμες» στις γειτονιές –όσο τις προφτάσαμε…

Είναι η Λευκάδα που εκτείνεται «απ’ τον Αη-Μηνά ίσαμε τον Πόντε» κι έχει τα θαλάσσια σύνορά της πέρα απ’ τη Βαγιά, στον Κάβο – Ντούσμανη. Είναι η «Χώρα» που ξεχωρίζει απ’ τα χωριά μας με το Χαντάκι, αφού η Νεάπολη δεν έχει ακόμη χτιστεί, τα Βαρδάνια διατηρούν τις σούδες τους και τα Περιβόλια τα υποστατικά τους. Πίνει νερό απ’ την Κάτου Βρύση (πριν της κλέψουν το λιοντάρι)· νερό που έρχεται απ’ τη Μεγάλη Βρύση -στην προ σαλμονέλας εποχή. Τρώει «γαρίδα π’ σέρνει κάρο», λούφες και κουκούτσες απ’ τους πλανόδιους πωλητές. Ανεβαίνει απ’ τις Κ’δέλες ή το μονοπάτι του Παπά ν’ ανασπαστεί στη Χάρη Τση. Πάει αλτσάνα ως το Κάστρο για τα μπάνια του καλοκαιριού ή παραθερίζει στις –αυθαίρετες, βέβαια- μπαράκες στον Αη-Γιάννη, για να βουτήξει στο καταγάλανο Ιόνιο στο Κρυονέρι ή απ’ το Κοντρί. Ταξιδεύει με το «Γλάρο» και την «Πύλαρο», με μια μακαρονάδα δώρο, ως τον Πειραιά· με τις βενζίνες και τα καΐκια ως την Κέρκυρα, την Πρέβεζα, το Θιάκι, τα μικρονήσια μας.

Χορεύει τις Απόκριες στο «Πάνθεον» και αναπαριστά με «μάσκαρες», σκηνές απ’ την Ιερά Ιστορία, διά χειρός Σπύρου Γαζή, του ζωγράφου ή περιοδεύει στις γειτονιές με αυτοσχέδιους θιάσους. Πιάνει το Μάη στην Κουζούντελη, ξημερώνοντας Πρωτομαγιά. Η αγιαστούρα του παπά, παραμονή των Φώτων, είναι φτιαγμένη από μυρτιά και «φ’στίνες». Σαλτάει πάνω απ’ τις φωτιές που ανάβουνε στα τρίστρατα και τις αλάνες για «τ’ Αη-Γιαννιού τα Λάμπαρδα». Ψωνίζει ψάρια και κρέας απ’ το Μαρκά· κηπευτικά απ’ τον Κατσή κι απ’ τα Περιβόλια· γλυκά απ’ το μπαρμπα – Αντρέα· σαλάμι απ’ τον Καλατζή, το Μπαλωμένο, το Ντελημάρη.

Προμηθεύεται μαντολάτα απ’τα κουρεία και δέχεται τις τελευταίες περιποιήσεις απ’ τον Καμινάρη ή τον Πάνο το Μαία. Φτιάχνει τα σιδερικά της στα χάβρικα γύρω απ’ τον Αη-Μηνά. Δροσίζεται στο «Μποσκέτο» της πλατείας Λιμένος και απολαμβάνει αποσπάσματα από όπερες, αποδοσμένες εξαίσια απ’ τη Φιλαρμονική, υπό τους ευσκιόφυλλους ευκάλυπτους του, περίτεχνα καγκελοφραγμένου, «Ανθώνα». Περνάει το περιβόλι του Μάγου και την Αμπελώνα, για να παίξει στου Πάλα τ’ αμπαλί και πίνει τον καφέ, «τούρκικο», στου Πάπιου. Κάνει το γύρο της Γύρας με τα πόδια κι ευφραίνεται να περπατάει στον πολυαιωνόβιο ελαιώνα.

Επισκέπτεται τη «νεκρόπολή» μας στου Σουμίλα, για ν’ ασβεστώσει τα μνήματα των προσφιλών στις μεγάλες γιορτές. Επισκέπτεται όμως και το Μύλο του Χόρτη…

Αυτή η Λευκάδα συνδυάζει το πανηγύρι της Αγια-Μαύρας με τη μεγάλη ζωοπανήγυρη που γίνεται εκεί. Τα μικροπαίδια περιμένουν πώς και πώς την Κυριακή του Αντίπασχα για το πανηγύρι του Αη-Θωμά που έχει, εκτός απ’ τον άρτο και τα σπερνά, τους πλανόδιους με τα ζαχαρωτά και τα τζαλέτια. Ανάβει τα καντήλια στα ξωκλήσια της Βλαχέραινας, της Αγια-Μαρίνας, της Παναγίας στη Γύρα. Απαγγέλλει Βαλαωρίτη από στήθους και ανδρώνει το Σικελιανό και τους ήσσονες. Τραγουδάει στον «Ορφέα». Καντάρει αρέκια στα σοκάκια και τα καντούνια της. Παίζει στη μπάντα της Φιλαρμονικής πνευστά ή ό,τι άλλο υποδείξει ο αρχιμουσικός της. Απολαμβάνει την ψαλμωδία του παπα-Ρόλου και του Θεμελή. Τέρπεται με το κόρο του Ηλία Γουριώτη. Είχε δασκάλους τον παπα-Ματαράγκα ή την κυρία Χρυσή τη Μεσσήνη και τον παπα-Αντζουλή, σχολάρχη. Εκκλησιάζεται στις δεκαπέντε ενοριακές και συναδελφικές εκκλησίες της, ακόμη και στον Άγιο Σπυρίδωνα και τον Παντοκράτορα, δεν έχει όμως μετατρέψει ακόμη σε κοτέτσι την Παναγία της Σεχλιμπούς ούτ’ έχει χαράξει δρόμο πάνω απ’ τον Άγιο Αντώνη.

Είναι επίσης η Λευκάδα που ξέρει το μέτρο του πειράγματος και γελάει εν χορώ με τις φάρσες του Ζαχαρή. Σκαρώνει μουραπάδες αυτοσχέδιους κι απολαμβάνει τις παρλάτες του Βούλη ή τις διαλέξεις του Βαλαμόντε. Η κονσολαρία της εποχής που «τη θρέφει η μούτελη», γνωρίζει τι εστί «Διάνα» και πώς ξεχωρίζει απ’ το βανδαλισμό. Σ’ αυτή τη Λευκάδα απολαμβάνει το παροιμιώδες, λουκούλειο γεύμα του ο Άγγελος ο Παταλέας κι ο Κωσταντέλλος συντάσσει τη διαθήκη της πεθαμένης θειας του σπιτονοικοκύρη του. Στο Παζάρι της κηδεύεται ολοζώντανη η θεια-Γιάννα του Άλογου, που ανασταίνεται αίφνης μπροστά στα έκπληκτα μάτια των περαστικών, και απ’ τα ταβερνάκια της ο Γαζής αλιεύει πρότυπα για να ζωγραφίσει… «εκ του φυσικού» τους Ευαγγελιστές και τους Προφήτες.

Η γειτονιά τ’ Αη-Αντωνιού

Συγχωρέστε μου ακόμη μια ξεχωριστή αναφορά στο γκρεμισμένο σήμερα εκκλησάκι του Αγίου Αντωνίου και τη γειτονιά που με ευλάβεια και αφοσίωση τον περιβάλλει· την «πανυπερτάτη προς ζόφον» γειτονιά της παλιάς Λευκάδας, που ως το 1717 που χτίσθηκε ο ναός λεγόταν «Πέρα Μαγαζιά» και περιστοιχίζεται στις «Ιστορίες» απ’ το θαυμαστό μικρόκοσμο της, μαζί μ’ «όλα τ’ άυλα», τους καταφρονεμένους απ’ τις άλλες συνοικίες της Αγιομαύρας: την περιώνυμη «θεια-Γιωργίτσα την Αεροπόραινα», τον παροιμιώδη «Γερασιμάκη» κι άλλους «ελάχιστους αδελφούς» που απάγκιαζαν στα σεισμικά ερείπια του πάνσεπτου (παρά την ταπεινή του όψη) ναού του «Καθηγητού της Ερήμου». Παρακινημένοι κι απ’ της κυρίας Γεωργακάκη τα γραπτά, για πρώτη φορά μετά από εξήντα τόσα χρόνια, τελέσαμε το περασμένο καλοκαίρι με τον πατέρα Γεράσιμο παράκληση πρώτα και αγρυπνία ένα μήνα μετά στα ταπεινά ερείπια του άλλοτε λαμπρού και αρχοντικού ναού (οι εικόνες του στη Συλλογή της Βιβλιοθήκης μας, τρανή απόδειξη των λεγομένων, όπως και το τέμπλο του, που σήμερα κοσμεί αυτούσιο τον Άγιο Αθανάσιο του Πόρου), συνάζοντας ζώντες και κεκοιμημένους στο ιερό δισκάριο, μνημονεύοντας ονομαστικά «και ων έκαστος κατά διάνοιαν έχει, και πάντων και πασών».

Η γνωριμία με τη συγγραφέα

Με αυτό τον τρόπο, που ξεπερνάει τη λογική, η Εκκλησία συνενώνει το παρελθόν με το παρόν κάθε μικροκοινωνίας και το φέρνει σε Θεία Κοινωνία, για να προγευθεί το Μέλλον, τα Έσχατα, τη Βασιλεία του Θεού σε κάθε Θεία Λειτουργία. Είμαστε έτσι γνωστοί κι ας είμαστε φαινομενικά άγνωστοι.
Την κυρία Γεωργακάκη, ας πούμε, πρωτοσυνάντησα πρόπερσι το Μάιο, όταν με τη Σχολική Σύμβουλο των Δασκάλων κ. Κιτσάκη οργανώσαμε μια ζωντανή παρουσίαση της Σόρα Κάτε παρουσία κοντά εκατό μαθητών της Στ΄ τάξης του Δημοτικού στην αυλή του Αη-Γιάννη. Τη γνώριζα όμως οικογενειακώς, όπως και τη Σόρα – Κάτε, από τότε που ζούσε η μακαρίτισσα κυρα – Τασία, η ευγενής και διακριτική μάνα της συγγραφέως, και είχε αποθέσει στα ενοριακά μας κιτάπια το ψυχοχάρτι με τα ονόματα: «Ιωάννου, Πανταζή, Αικατερίνης (της Σόρα – Κάτε)» και των λοιπών. Τόσο με ενθουσίασε η «Σόρα – Κάτε» (και για το θέμα, και για τον τρόπο γραφής, που ανέδιδε καλλιέργεια, αλλά και Πνευματικότητα), που έγραψα τότε στους «Λευκαδιάβαστους» χωρίς να την έχω ξανακούσει ποτέ, δίχως να ‘χω πάρει ακόμη… στοιχεία ταυτότητας!

Παράδοση, όχι φολκλόρ!

Αν κάτι ξεχωρίζει στα διηγήματα της κυρίας Ντίνας, είναι ότι δε γράφει φολκλορικά. Δεν ανασυνθέτει το χώρο και το χρόνο επετειακά, απλά για να θυμηθούμε οι νεότεροι το θαυμαστό κόσμο των παλιών και να γυρίσουμε πάλι στη μιζέρια της εγωκεντρικής κοινωνίας μας.

Εξάλλου, καθετί το φολκλορικό είναι πεθαμένο, παραδομένο στη φορμόλη. Περιφέρεται στους δρόμους σαν ξέπνοο σκέλεθρο, χωρίς ζωή. Αφορά κάποιους άλλους και πάντως όχι εμάς. Δείτε το «κομμάτι», για παράδειγμα, που ρίχνει η Σόρα Κάτε και κάθε αγιομαυρίτισσα νοικοκυρά, για να σημάνει τη θριαμβευτική μετάβαση απ’ την «Παρασκευή του πένθους» στο «Μέγα Σάββα της χαράς». Σήμερα πέφτει, με τη φροντίδα του Δήμου και την ευγενή χορηγία πήλινων σκευών, καταμεσήμερο στην Αγορά και τότε παιανίζει η Φιλαρμονική μας, για να δουν οι ξένοι, οι τουρίστες και να θαυμάσουν Πάσχα λευκαδίτικο… Ξέρετε καλά πως η θέση του είναι μόλις σημάνει η καμπάνα νωρίς το πρωί την Πρώτη Ανάσταση, τότε που ο Άδης στένων βοά, γιατί συνέτριψε τις δυνάμεις του ο Χριστός ως σκεύη κεραμέως! Κι αυτό το ζούσαν οι άνθρωποι! Δεν το ‘βλεπαν να περνάει από μπροστά τους αμέτοχοι, όπως καληώρα σήμερα τους Επιταφίους στο Παζάρι. Στις γειτονιές αντηχούσε την προηγούμενη μέρα η διπλοκαμπανιά κι οι πάντες παραδίδονταν σε θρήνο βουβό ή με ξεσπάσματα λυγμών, αφού «η Ζωή (βρίσκεται) εν Τάφω»… Αντίθετα, το Μέγα Σάββατο είναι πια ολοφάνερο ότι «ζωήν προμνηστεύεται θάνατος». Τα μωβ καλύμματα των εκκλησιών μεταλλάσσονται στο κόκκινο ή το λευκό της χαράς και κοντοζυγώνει το Πάσχα, «λύτρον λύπης»!

Η κυρία Ντίνα δεν καταγράφει, λοιπόν, φολκλορικά ούτε ζωγραφίζει απλώς νοσταλγικά, σαν πίνακες τεχνοτροπίας ρετρό, το παρελθόν. Αντίθετα, με τα γραφτά της συντελεί την «παράδοση» -πραγματώνει αυτό που λέει η λέξη. Δεν παραδίδει όμως μνήμες απλώς, αλλά φωτίζει τα καίρια συστατικά των αλλοτινών χρόνων, αυτά που λείπουν απ’ την κοινωνία τη δική μας ή έστω σπανίζουν: απλότητα, αγάπη, αλληλοπεριχώρηση, ανεκτικότητα, γνησιότητα, ήθος!

Την ευχαριστούμε θερμά –κι εσάς μαζί για την υπομονή σας!

Λευκάδα, 21 Ιουνίου 2014

π. Ιωαννίκιος Ζαμπέλης

*(Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Λαμπριάτικος ψάλτης»)

Προηγουμενο αρθρο
Η παρουσία του Fritz Berger στη Λευκάδα έγινε αφορμή να «πλημμυρίσουμε» με εικόνες και αναμνήσεις.
Επομενο αρθρο
Aπό την εκδήλωση για τη συγγραφέα Κωνσταντίνα – Βρεττού Γεωργακάκη

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.