HomeΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣΠενήντα χρόνια μετά την 21η Απριλίου 1967

Πενήντα χρόνια μετά την 21η Απριλίου 1967

Της Κατερίνας Λιβιτσάνου- Ντάνου

-Ήταν θυμάμαι χειμώνας του 1968, κρύος, βαρύς και σκοτεινός, ο πρώτος χειμώνας της Δικτατορίας. Πήγαινα στην πρώτη Γυμνασίου, στο πανέμορφο Ανεμοχώρι, που πολύ καλά γνωρίζεις κι εσύ. Δύσκολα χρόνια, αφού δεν είχαμε την άνεση να σπουδάσουμε. Οι γονείς μου αγρότες, ασχολούνταν με το μάζεμα της ελιάς, επομένως γυρνώντας από το σχολείο στο σπίτι, έπρεπε να φτιάξω φαγητό, να φροντίσω τα ζώα, να διαβάσω (δίχως βοηθήματα και φροντιστήρια), να ανάψω τη φωτιά, να βοηθήσω το μικρότερο αδερφό μου, να πάω στο μπακάλικο, αν έλειπε κάτι∙ γιατί τι να πρωτόκανε κι η μάνα μου, που απ’ τα χαράματα ήταν στο χωράφι.

Όμως με το που ερχόταν το σούρουπο απαγορευόταν η κυκλοφορία έξω, άλλο και τούτο, πού να καταλάβω εγώ τότε…Έβλεπα καμιά φορά πίσω απ’ το τζάμι δυο χωριανούς, συχωρεμένοι τώρα, να περνάνε στο δρόμο με ένα όπλο και να στήνουν αυτί, μπας και ακούμε κάποιο ξένο ραδιοφωνικό σταθμό, απ’ αυτούς λέει που θέλουν το κακό της εξουσίας. Ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής. Αλλά εμείς δεν είχαμε χρόνο για τέτοια. Ήμουν συνεπής στους γονείς μου και τις υποχρεώσεις του σχολείου.

Εκείνο το παγερό βράδυ και μόλις οι γονείς μου ήρθαν απ’ τις ελιές και προσπαθούσαν να συνέρθουν, χτύπησε η πόρτα αδύναμα μα επιτακτικά! Εμείς λουφάξαμε στα φουστάνια της μάνας απ’ το φόβο, αλλά ο πατέρας άνοιξε κι είδαμε τον μπάρμπα-Γιάννη, ένα φτωχό μοναχικό γεροντάκι, που έμενε στη γειτονιά. Τα κουρελιασμένα ρούχα του, η αδύναμη φωνή του, τα τρεμάμενα χέρια του έρχονται στη σκέψη μου λες κι αυτή η σκηνή είναι σημερινή. Κρατούσε με το ένα χέρι το μπαστούνι και με το άλλο το λυχνάρι και ικέτευε για λάδι, να περάσει το βράδυ, αφού στο καλύβι του έφεγγε μ’ αυτό.

-έλα μέσα μπάρμπα να ζεσταθείς.
-με είδαν οι « άρχοντες» και μου είπαν πως κανονικά έπρεπε να με συλλάβουν, που κυκλοφορώ, αλλά σεβάστηκαν, λέει, τα γεράματά μου και περιμένουν να επιστρέψω, τι φοβούνται ότι θα κάμω εγώ;
-πώς είσαι κατά τα άλλα;
-χάλια, δε φαίνομαι; Άρχισε τώρα το ποδάρι μου και σαπίζει, αλλά καλύτερα να πεθάνω στην καλύβα μου παρά να μου το κόψουν.
-κάνε κουράγιο ν’ ανάβεις φωτιά, να μη βγαίνεις έξω, πάρε και λίγο φαγητό, που ετοίμασε το κορίτσι να περάσεις το βράδυ.
-να σας έχει ο θεός καλά και κάποτε να βάλει το χέρι του να φύγουν οι διαβόλοι, που μας μπήκαν στην πλάτη, για σας, γιατί εγώ έτσι κι αλλιώς θα σας αφήσω.

Το γεροντάκι σήκωσε το παντελόνι κι είδαμε το σάπιο του πόδι, αφού είχε γάγγραινα. Μέρες είχα να φάω δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο, κυρίως όμως τον λυπήθηκα. Μας καληνύχτισε και χάθηκε στη στροφή του δρόμου. Κανένας τότε δεν μπόρεσε να απαντήσει στην απορία μου, γιατί ο πολυεύσπλαχνος δε φρόντισε αυτό το ανθρωπάκι. Το βράδυ πέρασε όπως πάντα, με αγάπη και οικογενειακή θαλπωρή, κυρίως όμως με συμβουλές να μην πω τίποτε κατά του καθεστώτος, να ακούω τους καθηγητές μου, να μη βγαίνω από το σπίτι όταν νυχτώνει και να μην ακούω ξένο ραδιόφωνο, όταν έχω χρόνο.

Το επόμενο πρωί , όταν σηκωθήκαμε για μια ακόμα μέρα, δε θα ξεχάσω ποτέ τις φωνές της γειτόνισσας, που επισκεπτόταν τον μπάρμπα-Γιάννη, να του δώσει απ’ την κατσίκα λίγο γάλα Τον είχε βρει νεκρό δίπλα στη γωνιά, έτσι λέγαμε το τζάκι. Έτσι, κι αυτός ησύχασε κι οι «άρχοντες» δεν ξαναμπήκαν στον κόπο να τον ελέγξουν. Όσο για μένα, πάντα θα θυμάμαι τη μορφή του την τελευταία νύχτα, που μας επισκέφτηκε.

-Πολύ συγκινητική ιστορία και πολλή πίκρα έβγαινε από τα τελευταία λόγια του μπάρμπα Γιάννη, όπως τον είπες, στο σπίτι σας. Παρακολούθηση καθημερινή, σε κάθε σας βήμα, έλλειψη ελευθερίας έκφρασης κι εσύ πολλές δουλειές παράλληλα με το σχολείο, καημένη θεία!
-Στο σχολείο τα πράγματα ήταν ακόμη πιο δύσκολα. Τα κορίτσια φορούσαμε μπλε ποδιά με άσπρο γιακά. Μια φορά λερώθηκα και δε στέγνωσε ο γιακάς μου, πήγα χωρίς αυτόν και πήρα μια μέρα αποβολή. Τα αγόρια φορούσαν καπέλο, αργότερα αυτό καταργήθηκε και καθιερώθηκε το σήμα με το όνομα του σχολείου και το φοίνικα, σύμβολο της χούντας. Κάθε Κυριακή πηγαίναμε εκκλησία και προσκομίζαμε βεβαίωση από τον ιερέα στο Διευθυντή του σχολείου. Κανείς δε ρωτούσε, αν είμαστε άρρωστοι. Μετά τις επτά το απόγευμα απαγορευόταν η κυκλοφορία στους δρόμους, αν κάποιος είχε δουλειά, δεν έπρεπε να κάνει ομάδες με πολλά άτομα, γιατί η δράση του ήταν ύποπτη για το καθεστώς.

Την Άνοιξη του 1979, αν θυμάμαι καλά, ήρθε στο νησί ένας αξιωματούχος της χούντας. Έφαγε τον τόπο η μάνα μου, να βρει στολή Σουλιώτισσας, γιατί έτσι έπρεπε εγώ να ντυθώ στην παρέλαση. Και σαν ήρθε η Λαμπρή, φόρεσα το καλό μου φόρεμα και πήγαμε στην Ανάσταση. Έψαχνα να βρω την κολλητή μου, να της το δείξω μα πουθενά εκείνη. Είχε μείνει σπίτι της, γιατί τον κομουνιστή πατέρα της τον συνέλαβαν για τα Γιούρα. Εκεί έστειλαν τότε όλους τους «επικίνδυνους» από το νησί μας.

Τηλεόραση δεν είχαμε ακόμη σπίτι, αλλά άνοιγα καμιά φορά ένα σαράβαλο ραδιοφωνάκι κι άκουγα απαγορευμένους σταθμούς. Τρελάθηκα μια μέρα με «το γελαστό παιδί», που τραγουδούσε η Φαραντούρη και δυνάμωσα την ένταση. Ξινό μου βγήκε, γιατί με το που ο πατέρας μου γύρισε από το χωράφι, τον κάλεσε «ο άρχοντας», να του πει «έχε χάρη, που είσαι ξάδερφός μου και πες στη μορφωμένη κόρη σου να μην ξανακούσει επαναστατικά τραγούδια, γιατί θα τη βρεις αλλού, σαν επιστρέψεις από το κτήμα». Τον χιλιοευχαρίστησε ο πατέρας μου, αλλά δε θα σου πω λεπτομέρειες για τη μετέπειτα τιμωρία μου, μια κι εκείνη την εποχή οι σχέσεις γονιών με τα παιδιά τους, ιδιαίτερα τα κορίτσια, ήταν πολύ δύσκολες και αυταρχικές. Τη Φαραντούρη την ξανάκουσα μετά την πτώση της δικτατορίας. Όσο για τον κινηματογράφο, θυμάμαι που έφερναν κάτι «διδακτικές» ταινίες στο καφενείο του χωριού και μας μάζευαν όλους, να δούμε δωρεάν θέαμα. Θυμάμαι τη «Γκόλφω» και τα συναισθήματα των συχωριανών μου, τους στρατιώτες και το μουστακαλή ιδιοκτήτη του καφενείου, του ενός από τα δύο, γιατί το δεύτερο ήταν καταραμένο κι αλίμονο σε όποιον πήγαινε εκεί… Σε κούρασα κόρη μου, ίσως αρκετά μίλησα για τη δική μου εποχή, αλλά η μητέρα σου έζησε διαφορετικά, με τη δική μου φροντίδα και της μητέρας της, σε μια άλλη συγκυρία, γι’ αυτό θεωρείται πιο τυχερή κι εσύ θα έλεγα πιο τυχερή κι από εκείνη.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο είναι απόσπασμα διηγήματος από το βιβλίο της συγγραφέος «ο επισκέπτης του Χειμώνα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ.

Προηγουμενο αρθρο
«Lefkas open ΙΙΙ» από τον Ευκλέα Λευκάδας στις 29 & 30 Απριλίου
Επομενο αρθρο
Γιόρτασε σήμερα ο ναός της Ζωοδόχου Πηγής στη Λευκάδα

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.