HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΠρακτικές και συνήθειες παλιότερων εποχών

Πρακτικές και συνήθειες παλιότερων εποχών

Της Πηνελόπης Κοψιδά

Ο Παναγιώτης Φίλιππας, συνταξιούχος δάσκαλος, κάτοικος Νυδριού Λευκάδας, συχνά μας στέλνει πληροφορίες που βασίζονται σε προσωπικές του μνήμες και αφορούν στην καθημερινή ζωή των χωριών της Λευκάδας, σε προγενέστερες δύσκολες εποχές, προκειμένου αυτές να διασωθούν και να γίνουν γνωστές στους νεότερους, ως ψηφίδες του παρελθόντος του νησιού μας.

Βασισμένοι στα χειρόγραφα του δασκάλου, παρακάτω καταγράψαμε μια σειρά από συνήθειες της καθημερινότητας, που υπήρξαν γέννημα της ίδιας ανάγκης, της μεγάλης φτώχειας που επικρατούσε στα χωριά της Λευκάδας εκείνα τα χρόνια. Το στοίχημα της επιβίωσης έπρεπε να κερδηθεί και αυτό μπορούσαν να το πετύχουν μόνο με τη δημιουργία ενός πυκνού κοινωνικού ιστού, με στενές διαπροσωπικές σχέσεις, που είχαν σαν βάση την αλληλεγγύη, την αλληλοβοήθεια και τη στήριξη του αδύνατου μέλους της κοινότητας του κάθε χωριού. Οι συνήθειες αυτές είχαν την ισχύ (άγραφου) νόμου και ήταν σεβαστές από όλους, διότι γνώριζαν ότι έτσι εξασφάλιζαν την λειτουργία, αλλά και την επιβίωση και τη συνέχεια της μικρής κοινότητας μέσα στην οποία ζούσαν.

Πρόκειται για μια σειρά από συνήθειες και πρακτικές που έχουν πλέον εκλείψει από την καθημερινότητά μας, διότι ή δεν υπάρχει πια η ανάγκη που τις επέβαλλε, ή έχει μεταβληθεί ο τρόπος που καλύπτεται αυτή η ανάγκη. Μαζί με τις συνήθειες αυτές, ξεχάστηκαν και οι λέξεις που τις χαρακτήριζαν, αφού δεν χρησιμοποιούνται πλέον και για να εννοήσουμε κάποιες από αυτές πρέπει να ανατρέξουμε σε βοηθήματα της λευκαδίτικης διαλέκτου.

Προαίρεση: Τα παλιότερα χρόνια οι ιερείς δε πληρώνονταν σε μηνιαία βάση, αλλά ασκούσαν το λειτούργημά τους αμισθί. Η μόνη βοήθεια που λάμβαναν ήταν τα σφραγισμένα ψωμιά, τα «υψώματα» ή «ανφορές», που πήγαιναν οι πιστοί στην εκκλησία και κάποια οικονομικά βοηθήματα από τη Μητρόπολη, την Κοινότητα ή τους πιστούς. Η οικονομική βοήθεια που λάμβανε ο ιερέας από τους πιστούς ονομαζόταν «προαίρεση». Όπως λέει και η ίδια η λέξη, ήταν προαιρετική, όχι υποχρεωτική. Ωστόσο, οι χωριανοί το αισθάνονταν ως χρέος προς τον παπά του χωριού τους. Γίνονταν δυο φορές το χρόνο. Μια το Πάσχα και μια τα Χριστούγεννα ή την Πρωτοχρονιά. Μόλις έβγαινε ο παππάς με το Ευαγγέλιο για να προσκυνήσουν οι πιστοί, ο επίτροπος της εκκλησίας στέκονταν ακριβώς δίπλα, μ΄ένα δίσκο, μέσα στον οποίο οι πιστοί έριχναν από το υστέρημά τους την χρηματική βοήθεια προς τον ιερέα. Όποιος δεν είχε την ευχέρεια να ρίξει κάτι στο δίσκο εκείνη την ημέρα, δεν εκκλησιάζονταν. Στη συνέχεια όμως επισκέπτονταν το σπίτι του παπά, όπου του πήγαιναν τυρί, λάδι, φακές ή ότι άλλο είχε ο καθένας, προκριμένου να βγάλουν το χρέος τους. Τότε ένας παπάς μπορεί να λειτουργούσε σε τέσσερα ή και πέντε χωριά και με αυτό τον τρόπο τον στήριζαν οι χωριανοί, προκειμένου να μπορεί να ανταπεξέρχεται στο έργο του.

Παρακαλιά: Ήταν μια προαιρετική πρακτική βοήθεια που πρόσφεραν οι χωριανοί στους πλέον ανήμπορους συγχωριανούς τους. Τέτοια αδύναμα άτομα στις κοινωνίες των χωριών ήταν οι χήρες, οι υπερήλικες, οι πολύ φτωχοί άνθρωποι και γενικότερα, όσοι, για οποιονδήποτε λόγο, δεν μπορούσαν να κάνουν μόνοι τους τις δουλειές τους. Γι΄αυτό όριζαν συγκεκριμένες μέρες, συνήθως Κυριακές και αργίες, που πήγαιναν και έσκαφταν το αμπέλι, έσπερναν το χωράφι ή έκαναν οτιδήποτε άλλο είχαν ανάγκη τα ανήμπορα μέλη του χωριού.

Σπροδιάλεγμα: Κατά την περίοδο της συγκομιδής του ελαιόκαρπου, ένα μέρος από τις ελιές έμενε πάνω στα δέντρα. Είτε δεν τις έβλεπαν οι καλλιεργητές, είτε βρίσκονταν στα ακροκλάδια του δέντρου και δεν τις έφτανε ο λούρος για να τις ραβδίσει και να τις ρίξει στο έδαφος, ώστε να τις μαζέψουν οι εργάτριες. Υπήρχαν και κάποιες περιπτώσεις, όπου οι καλλιεργητές, συνήθως αυτοί που δεν είχαν οικονομική ανάγκη, άφηναν κάποια απομακρυσμένα από το χωριό δέντρα αμάζευτα, με όλο τον καρπό στα κλαδιά τους.

Όταν τέλειωνε το μάζεμα των ελιών σε όλα τα κτήματα της περιοχής, με την άδεια και την επιστασία του αγροφύλακα, ξεκινούσαν το έργο τους οι «σπροδιαλέχτρες». Όλα τα μέλη των οικογενειών που δεν είχαν δικά τους ελαιόδεντρα πήγαιναν στους ελαιώνες και με μεγάλη υπομονή μάζευαν όλους τους καρπούς που είχαν ξεμείνει στα δέντρα. Υπήρχαν φορές, που οι φτωχές αυτές οικογένειες, με αυτό τον τρόπο μάζευαν το λάδι της χρονιάς τους.

Βοτρίδια: Ήταν το σπροδιάλεγμα, όχι της ελιάς, αλλά των σταφυλιών που απέμεναν στα κλήματα των αμπελιών, μετά των τρύγο από τους ιδιοκτήτες. Αυτό γίνονταν από τον παιδόκοσμο του κάθε χωριού. Τριγυρνώντας στα αμπέλια, γέμιζαν τα καλάθια τους με τα σταφύλια που είχαν απομείνει και κατόπιν τα πήγαιναν στους εμπόρους της περιοχής. Εκείνοι τους έδιναν ένα μικρό ποσό, που κάποιες φορές όμως ήταν αρκετό για να αγοράσουν την πλάκα, το κοντύλι ή το μολύβι που θα χρειάζονταν στο σχολείο.

Ξάγι: Ήταν η αμοιβή που έπαιρνε ο ιδιοκτήτης του λιτρουβειού για να κάνει τις ελιές λάδι. Το ξάγι ήταν επιβεβλημένο με νόμο και κάθε χρόνο το Κράτος όριζε το ποσοστό επί τοις εκατό στην ποσότητα του παραγόμενου λαδιού, που θα ήταν η αμοιβή του λιτρουβειού. Ξάγι έπαιρναν και όσοι αλώνιζαν τα σιτηρά. Για μέτρο χρησιμοποιούσαν ένα ανοιχτό από πάνω τενεκέ λαδιού. Όταν τελείωνε το αλώνισμα και το ανέμισμα, με αυτόν μετρούσαν το καθαρό προϊόν και έπαιρναν ένα συμφωνημένο ποσοστό του καρπού, ως αμοιβή.

Λιόσμος: Το νερό μαζί με τα κατάλοιπά του, που έμενε από την επεξεργασία του ελαιόκαρπου. Κατά τη διαδικασία παραγωγής του λαδιού, το υγρό έπεφτε στη σκάφη. Το λάδι έμενε στην κορυφή, ενώ ο λιόσμος, με σωλήνα που υπήρχε στον πάτο της σκάφης, έτρεχε έξω από το κτίσμα που στέγαζε το λιτρουβειό. Επειδή όμως περιείχε και σταγόνες λαδιού, οι ιδιοκτήτες του λιτρουβειού έφτιαχναν εξωτερικά μια τσιμεντένια, ανοιχτή δεξαμενή με βάνα στον πυθμένα της. Όταν τελείωνε η εργασία της ημέρας, μάζευαν το λάδι που είχε συγκεντρωθεί και επέπλεε στη δεξαμενή και άδειαζαν το υπόλοιπο υγρό, ώστε να είναι έτοιμη για την επόμενη μέρα. Η δεξαμενή αυτή ονομάζονταν «μουργαριά» και η χρήση της εξασφάλιζε ένα επιπλέον μικρό κέρδος για τον ιδιοκτήτη του ελαιοτριβείου.

Προηγουμενο αρθρο
Κέντρο Έρευνας της Ιστορίας της Λαογραφίας και του Πολιτισμού της Καρυάς
Επομενο αρθρο
Ο «πλούτος» μας