HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΣα μύριζε η Άνοιξη, η πολιτεία άλλαζε απότομα όψη στον πίσω μώλο

Σα μύριζε η Άνοιξη, η πολιτεία άλλαζε απότομα όψη στον πίσω μώλο

Σα μύριζε η Άνοιξη, η πολιτεία άλλαζε απότομα όψη στον πίσω μώλο. Ξεχνιούνταν τα ρεματικά κι η φτώχεια. Στις ζεστές μέρες του Μαρτιού έβγαιναν οι ψαράδες στο μώλο, μπροστά στους καφενέδες και στις μικρές αυλές των σπιτιών με τις «κόφες» τα παραγάδια. Ξεδίπλωναν τους σπάγγους και δοκίμαζαν την αντοχή τους. Έξυναν με κομμάτια κεραμίδι τα σκουριασμένα αγκίστρια, τα γυάλιζαν κι έπειτα τα κάρφωναν με προσοχή πάνω στα φελά.

100

Άλλες φορές αρμάτωναν καινούρια παραγάδια. Άλλοι πάλι άπλωναν τα δίχτυα τους να ξεμουχλιάσουν στον ήλιο και τα «μπάλωναν» με καλαμένιες βελόνες. Τα παιδιά έπαιζαν φωνακλάδικα στις αυλές κι οι νοικοκυράδες άσπριζαν τους τοίχους, τα ρείθρα των αυλακιών και τις γλάστρες. Μερικές κλάδευαν τα γιασεμιά κι άλλες τις μικρές κληματαριές που αναριχιόνταν στους χαμηλούς τοίχους. Κάποτε-κάποτε κάποιος άρχιζε το τραγούδι σκυμμένος πάνω από τα δίχτυα του, καθώς πίνοντας ρακή ερχόταν στα μεράκια του. Όξω φτώχεια!

Τα γερόντια μαράζωναν σκυμμένα πάνω απ’ τα σιδερένια τραπεζάκια των καφενέδων καθώς η άνοιξη μεγάλωνε το παράπονο για την ανημποριά τους. Παλιοί παραγαδιάρηδες και θαλασσινοί, νιώθαν μεγάλο το καημό, καθώς ξάκριζαν πέρ’ απ’ το δίαυλο το γαλάζιο Ιόνιο που το όργωναν στα νιάτα τους. Και καταπώς λέγανε, τα ταξίδια στο Ιόνιο τ’ άρχιζαν πιο νωρίς αυτοί, ετούτοι οι νέοι είναι άλλοι, περιμένουν να βράσει η θάλασσα απ’ τον ήλιο και μετά να ξανοιχτούν. Ψευτοθαλασσινοί κι αχαΐρευτοι.

dscn0739

Σαν τέλειωναν οι ζεστές μέρες του Μαρτιού κι έμπαινε το Μαγιάπριλο πάλι κι αυτό ζεστό, βγάζαν έξω στη στεριά τα μικροκάικα, τις βάρκες και τα μονόξυλα για επισκευές και χρωματίσματα. Στη σειρά, πέρα πέρα στη χαμηλή προκυμαία. Εκεί ο «Αη-Νικόλας», ο «Κωστάκης» κι η «Μαριγούλα», Ο «Γερόλυκος» κι ο «Ναπολιτάνος».

Έπαιρναν και τά ‘ξυναν απ’ τη καρίνα ως τα ίσαλα για να φύγουν τα μικρά όστρακα που είχαν πιάσει, μήνες τώρα, μέσα στα μουχλιασμένα νερά του λιμανιού. Ύστερα με τα «καμινέτα» έκαιγαν τα παλιά χρώματα, τα ‘τριβαν έπειτα δυνατά ώσπου έβλεπες μέσα τη σάρκα του σανιδιού. Χάιδευαν ηδονικά το σανίδι με το δάχτυλο και πολλές φορές μονολογούσαν. Στις βάρκες τους συμπεριφέρονταν σαν σε μικρά παιδιά. Αν εύρισκαν κάποια τρύπα ή σάπισμα, έπαιρναν και την έκλειναν με στουπί, ύστερα με μίνιο σκέπαζαν τη πληγή όμορφα κι ωραία. Καμιά φορά συζητούσαν δυνατά κι άλλαζαν γνώμες. Όχι σπάνια η συζήτηση γινόταν έντονη κι οι φωνές τους τάραζαν το λιμάνι.

1960

Μα η φούρια άρχιζε στο χρωμάτισμα. Εκεί πια έμπαινε στη μέση η τέχνη και κει φαινόταν ο πιο μερακλής. Χρώματα διάφορα, το άσπρο με το κίτρινο, το ανοιχτό γαλάζιο, το ουρανί και το κόκκινο. Ο «Αη-Νικόλας» έβαζε τα καλά του κι η «Μαριγούλα» έγερνε, χρωματισμένη κιόλας απ’ τη μια πλευρά, ανάερη, έτοιμη να σαλπάρει στα σύννεφα. Ο «Ναπολιτάνος» ήτανε βαρύς, με καλοφτιαγμένα «κοράκια» κι οι αντένες του τρυπούσαν τον ακαμάτη ήλιο. Ο «Γερόλυκος» σταχτής, καταπώς όριζε τ’ όνομα κι η «Παναγίτσα» άσπρο και κόκκινο σκαρί. Πάλευαν με τις ώρες να φέρουν τις ίσιες γραμμές στα ίσαλα. Κάθε που τραβούσαν με το πινελάκι γραμμή, την κοίταζαν από δω την κοίταζαν από κει. Ύστερα έγραφαν τα ονόματα και τους αριθμούς. Εκεί άφηναν το μεράκι τους να ξεχυθεί πάνω στο χρώμα ή στα γράμματα με τις παράξενες καλλιγραφίες. Ώρες ολόκληρες. Και δόστου και τα κοιτούσαν μια από κοντά, μια από μακριά με μάτια μισόκλειστα. Άλλαζαν και γνώμες αναμεταξύ τους για το «θ» της «Ανθούλας» ή για το «λ» του «Γερόλυκου» και τα παρόμοια.

Τα μεσημέρια, όταν η ομίχλη έμπαινε απ’ το δίαυλο τούφες-τούφες, μαζεύονταν στους καφενέδες κι έπιναν όλοι μαζί συναδελφικά τη ρακή τους. Χάζευαν από μακριά τα έργα των χεριών τους κι από μέσα τους οι ευχές «καλοτάξιδο», «καλές ψαριές», «άχ, να πάει καλά η χρονιά» μεγάλωναν τη λαχτάρα κι έκαναν τη ρακή να τραβιέται πιο εύκολα.

img_0430

Απ’ τις ψαράδικες γειτονιές της απάνω πόλης έφερναν μέσα σε πετσέτες οι γυναίκες το μεσημεριάτικο φαγητό. Από πίσω τα μικρά με τα μπαλωμένα βρακιά και με το τόπι στα χέρια τους. Σκορπούσαν στα τηγάνια των παλιών αλυκών που είχαν αποξηρανθεί απ’ τις προσχώσεις κι έπαιζαν. Ο Μάρτης κι ο Απρίλης δεν έφερναν μόνο τα χελιδόνια. Έφερναν μαζί τους και μια θορυβώδικη ζωή και τη λησμονιά της αρρώστιας ή της φτώχειας. Αναγάλλιαζε η ψυχή των ψαράδων, μια που από τώρα θα σταματούσαν τα «βερεσέδια» στα μικρομπακάλικα της γειτονιάς και στους καφενέδες. Θα ξεχρέωναν τα παλιά κι αν πήγαινε καλά η χρονιά θα ‘βαζαν και δεκαρούλες στην άκρη.

Με το πέρασμα του Μαρτιού άρχιζαν οι μεγάλες περιπέτειες των ψαράδων στο Ιόνιο. Έριχναν τα φρεσκοβαμμένα καΐκια, τις βάρκες και τα μονόξυλα στη θάλασσα. Κι αυτά κάθονταν σαν αγριόπαπιες πάνω στο νερό, λες και περίμεναν ένα σύνθημα για να πετάξουν, καθώς ήταν αραγμένα στη γραμμή και το κυματάκι του μαΐστρου τα ‘κανε να τεντώνουν τα σκοινιά και να φαίνονται ανυπόμονα. Κι η κουνιστή «Ανθούλα» κι ο βαρύς «Γερόλυκος» κι η σοβαρή «Μαριγούλα» έμπαιναν στο χορό.

img_0435

Οι ψαράδες κουβαλούσαν όλα τα σύνεργά τους μέσα στα πλεούμενα, τα τοποθετούσαν όμορφα κι ωραία, το καθένα στη θέση του, τα καμάκια απ’ τη μια πλευρά, τις αρπάγες και τα κουβαδάκια από την άλλη. Οι παραγαδιάρηδες συγύριζαν άλλη μια φορά τις κολοκύθες και τους σπάγγους κι ύστερα κουβαλούσαν τις κόφες με τα παραγάδια. Αμίλητοι. Δεν ήθελαν να τους μιλήσει κανένας.

Τα μεσημέρια, με το που άρχιζε ο μαΐστρος ν’ αναρριπίζει τα νερά του λιμανιού, λύναν τα σκοινιά και σήκωναν άγκυρα. Άντε με το καλό. Είχαν δολώσει απ’ το πρωί τα παραγάδια. Ξανοίγονταν πια στο πέλαγο. Άρχιζε η μεγάλη περιπέτεια του μεροκάματου.

line1

Κώστας Φωτεινός: «Πίσω από την ομίχλη», εκδόσεις Νεφέλη, 1985

Προηγουμενο αρθρο
Η Φιλαρμονική έλαβε μέρος στις γιορτές για την απελευθέρωση της Άμφισσας
Επομενο αρθρο
Απρίλης

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.