HomeΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣΣκιαγράφηση της κοινωνίας της Λευκάδας από την Ενετοκρατία ως τον Μεσοπόλεμο

Σκιαγράφηση της κοινωνίας της Λευκάδας από την Ενετοκρατία ως τον Μεσοπόλεμο

Του Δημήτρη Σπ. Τσερέ

A. Επί Βενετοκρατίας (1684-1797) κυρίαρχη τάξη είναι η ελάχιστη μειοψηφία των nobili, που ονομάζονται «ευγενείς» ή «άρχοντες» ή «αφέντες» (η ευγένεια στη Λευκάδα στηρίζεται αποκλειστικά ή κυρίως στην κτηματική περιουσία), κατοικούν στην πόλη και έχουν, μόνοι αυτοί, πολιτικά δικαιώματα, είναι δηλαδή cittadini. Κατά την έναρξη της Βενετοκρατίας μόνο 70 οικογένειες ανήκουν στους cittadini αλλά σταδιακά το δικαίωμα αυτό διερύνεται(1).

Η δεύτερη τάξη της πόλης είναι οι αστοί γενικώς. Στο ανώτερο στρώμα της ανήκουν οι έμποροι με σπίτι στην πόλη και υπολογίσιμη περιουσία στον κάμπο της. Είναι κυρίως οι μικρέμποροι -το μεγάλο εμπόριο και, δη το εξαγωγικό, βρισκόταν στα χέρια των Βενετών. Δεν έχουν πολιτικά δικαιώματα αλλά διαθέτουν κοινωνικό κύρος χάρη στην καλή οικονομική τους κατάσταση. Αποκαλούνται signori και επισήμως notabili.

Στην τάξη αυτή εξέχουσα θέση κατέχουν και ορισμένοι επιστήμονες επαγγελματίες, κυρίως γιατροί και δικηγόροι. Ακολουθούν τα κατώτερα στρώματα της δεύτερης τάξης: οι μικροκτηματίες της περιοχής του κάμπου της πόλης, οι οποίοι διέμεναν στην πόλη, και οι χειρώνακτες επαγγελματίες (ξυλουργοί, χτίστες, βυρσοδέψες, μακελλάρηδες, πιθοποιοί, ράφτες, σανδαλοποιοί, σαπωνοποιοί, τέκτονες κ.λπ.), δηλαδή το πόπολο- αλλά όχι το εξαθλιωμένο τμήμα του. Και στο χαμηλότερο σκαλοπάτι της αστικής κοινωνικής κλίμακας, το πιο εξαθλιωμένο κοινωνικά και οικονομικά τμήμα της, οι μικροαλιείς, οι μεταφορείς και οι χωρίς μόνιμη εργασία, οι κατ’ εξοχήν «μπουρανέλλοι».

Στην ύπαιθρο σε ορισμένα χωριά υπάρχουν μεγαλοκτηματίες, μερικοί από τους οποίους διαμένουν και στην πόλη και αποκτούν πολιτικά δικαιώματα. Είναι οι «αφέντες» της περιοχής με προστάτες στο αρχοντολόι της πόλης και πολλούς κολλήγους στα κτήματά τους. Φυσικά το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της υπαίθρου το αποτελούν οι ελεύθεροι μικροκτηματίες γεωργοί και οι κτηνοτρόφοι, οι οποίοι υπό την σκληρή εκμετάλλευση των εγχώριων αφεντάδων και των Βενετών κυριάρχων ζουν μια ζωή εξαιρετικά επίπονη(2) και στερημένη. Αποτελούν το 80% περίπου του συνολικού πληθυσμού του νησιού.

B. Επί Ιονίου Κράτους (1815-1864) – και στο μικρό μεσοδιάστημα (1787-1815) των αλλεπάλληλων αλλαγών των πολιτικών τυχών των Ιονίων Νήσων- εξακολουθεί η ίδια κοινωνική διαίρεση με νέο ενδιαφέρον στοιχείο την ενδυνάμωση της αστικής τάξης(3). Ο Ροντογιάννης καταρτίζει ένα πολύ γενικό κοινωνιολογικό διχοτομικό σχήμα: από τη μια, το «αρχοντολόι», δηλαδή οι μεγαλοκτηματίες και οι σύμμαχοί τους των ανωτέρων αστικών στρωμάτων, και, από την άλλη, το πόπολο, που περιλαμβάνει όλα τα άλλα κοινωνικά στρώματα και του οποίου την πολιτική και πολιτιστική ηγεμονία έχουν οι φωτισμένοι αστοί και, κυρίως, οι διανοούμενοι(4). Αν συγκεκριμενοποιήσουμε το γενικό αυτό σχήμα, θα προκύψει η εξής εικόνα:

Οι κτηματίες-άρχοντες της πόλης είναι πάντα μια μικρή αλλά ισχυρή μειοψηφία, αν και προς το τέλος της Προστασίας εμφανίζουν σημάδια παρακμής μπροστά στα νέα δυναμικά αστικά στρώματα, που ασχολούνται με τις εμπορικές δραστηριότητες (5). Έρχονται, ύστερα, οι «αστοί», ένα κοινωνικό στρώμα με ευρύτατα και δύσκολα καθοριζόμενα όρια και έντονες διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό του, στο οποίο περιλαμβάνονται οι έμποροι, οι «εμποροκτηματίες» (που μετά το 1850 περίπου γνωρίζουν τη μεγάλη τους ακμή)(6), οι γιατροί, οι φαρμακοποιοί, οι δικηγόροι και οι συμβολαιογράφοι (στη μεγάλη τους πλειοψηφία γόνοι «αρχόντων» και εμποροκτηματιών και, επομένως, παράλληλα με την επαγγελματική τους δραστηριότητα, είναι και κάτοχοι κτηματικής περιουσίας) και πολύ λίγοι «υπάλληλοι», κοινωνικό μόρφωμα με ασαφή όρια, το οποίο διαρκώς αυξάνεται. Ακολουθεί ένα ευρύτατο φάσμα επαγγελματιών(7), που αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσμού της πόλης, το λαϊκό στοιχείο της, τη βάση του πόπολο (παντοπώλες, μανάβηδες, κρεοπώλες, σιδηρουργοί κ.λπ). Και στη βάση της αστικής κλίμακας οι μικροψαράδες, οι εποχιακοί μικρομεροκαματιάρηδες, οι άνεργοι -οι κατ’ εξοχήν μπουρανέλλοι, ο αριθμητικός υπολογισμός των οποίων δεν είναι εύκολος.

Στην ύπαιθρο εξακολουθούν να υπάρχουν κτηματίες. Οι ασχοληθέντες με την κοινωνική διαστρωμάτωση της Λευκάδας(8) δεν μας διαφωτίζουν για την αριθμητική δύναμή τους. Το συντριπτικά μεγαλύτερο τμήμα της υπαίθρου το αποτελούν πάντα οι γεωργοί: ο πληθυσμός της υπαίθρου-που στη συντριπτική του πλειοψηφία είναι οι γεωργοί- κατά τον 19ο αιώνα και την αρχή του 20ού κυμαίνεται κατά μέσο όρο γύρω στο 80% του συνολικού πληθυσμού της νήσου έναντι 20% του αστικού πληθυσμού(9).

Γ. Για τη μετά την Ένωση (1864) χρονική περίοδο ο Ροντογιάννης συνεχίζει το γενικό διχοτομικό σχήμα του: από τη μια οι «δυνατοί» και από την άλλη τα υπόλοιπα κοινωνικά στρώματα, ο «λαός», την πολιτική και πολιτιστική ηγεμονία του οποίου έχουν οι φωτισμένοι αστοί(10).

Η ισχύς των κτηματιών-αρχόντων σταδιακά υποχωρεί και αναγκάζονται να έρχονται σε επιγαμίες με τους ισχυρούς του χρήματος, τους αστούς-εμποροκτηματίες(11). Οι αστοί παρουσιάζονται ενδυναμωμένοι και αριθμητικά αυξάνονται. Στους «αστούς» περιλαμβάνονται οι μεγαλέμποροι, οι οποίοι συνεχίζουν να αναπτύσσουν πολυσχιδείς οικονομικές δραστηριότητες, αποκτούν μεγάλη οικονομική δύναμη, επενδύουν σε πάσης φύσεως ακίνητα (εξ ου ο όρος «εμποροκτηματίες»), έρχονται σε επιγαμίες με τους «άρχοντες», ανεβαίνουν κοινωνικά και πολιτικά και γίνονται η ισχυρότερη κοινωνική ομάδα. Η παρακμή τους έρχεται μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου(12).

Ακολουθούν οι πολλοί μικρέμποροι και οι επιστήμονες επαγγελματίες (γιατροί, δικηγόροι, φαρμακοποιοί, συμβολαιογράφοι), πολλοί των οποίων είναι γόνοι αρχόντων. Στους κατοίκους της πόλης ανήκουν και λίγοι υπάλληλοι(13), στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι εκπαιδευτικοί, και το πολυπληθές στρώμα των μικροεπαγγελματιών της πόλης (μεταξύ των οποίων και οι ανωτέρω ξεχωριστά μνημονευόμενοι μικρέμποροι), ένα ανερχόμενο αστικό στρώμα που η επαγγελματική έδρα του είναι το «παζάρι» της πόλης. Από τις καταγραφές του επαγγέλματος των γονέων στα βιβλία του Αρχείου του Γυμνασίου Λευκάδας προκύπτει ένας σχεδόν πλήρης κατάλογος των επαγγελμάτων του πολυπληθούς αυτού αστικού μορφώματος, ο οποίος αποτυπώνει αρκετά καλά την τότε εικόνα του «παζαριού» της πόλης:

Αγωγεύς, αμαξηλάτης, αχθοφόρος, βαφεύς, βουτοποιός, γαλακτοπώλης, ιχθυοπώλης, κανατοπώλης, καραγωγεύς, καφεπώλης, καπνοπώλης, κηροποιός, κουρεύς, κρεοπώλης, κτίστης, λεμβούχος, λεπτουργός, λευκοσιδηρουργός, μάγειρος, μακελλάρης, μεταπράτης, μηχανουργός, ναυπηγός, ξενοδόχος, ξυλουργός, οπλοδιορθωτής, οπλοποιός, παντοπώλης, πιθοποιός, ράπτης, σανδαλοποιός, σαπωνοποιός, σιδηρουργός, σκυτεύς, ταμπακοπώλης, τέκτων, τυπογράφος, φανοποιός, φουρναροποιός, φωτογράφος, ψαράς, ωρολογοποιός(14). Είναι το πόπολο, που ανεβαίνει κοινωνικά την ώρα που πέφτει η παρακμασμένη τσιβιλιτά, δηλαδή οι «άρχοντες». Και στο τέλος της κοινωνικής κλίμακας της πόλης πάντα η φτωχολογιά των μπουρανέλλων(15).

Και στην ύπαιθρο, όπως και στις προηγούμενες περιόδους, υπάρχουν ορισμένοι μεγαλοκτηματίες και, κυρίως, οι γεωργοί, η μεγάλη μάζα όχι μόνο της υπαίθρου αλλά συνολικά του νησιού, η οποία συνεχίζει να υφίσταται σκληρή εκμετάλλευση από τους άρχοντες και τους μεγαλεμπόρους(16). Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι κατά την εποχή αυτή η επαφή των χωρικών με την πόλη είναι συχνότερη και εντονότερη, όπως προκύπτει από τη μελέτη των εκπαιδευτικών δεδομένων του Γυμνασίου Λευκάδας: Ο αριθμός των μαθητών του Γυμνασίου, που κατάγεται από την ύπαιθρο, πολύ μικρός αρχικά (7,04% του μαθητικού πληθυσμού στα χρόνια του Ιονίου Κράτους), αυξάνεται συνεχώς και φθάνει στο 16,97% στο χρονικό διάστημα από την Ένωση μέχρι το 1929. Ειδικότερα: μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα υστερεί ακόμα του αριθμού των μαθητών από την πόλη αλλά από το 1916 η διαφορά αρχίζει να μειώνεται βαθμιαία και από το 1920 και ύστερα ραγδαία, με αποτέλεσμα στην εξαετία 1923-1929 ο αριθμός των μαθητών της υπαίθρου να υπερτερεί του αριθμού των μαθητών της πόλης. Το ίδιο δείχνει και η μελέτη των εκπαιδευτικών δεδομένων του Ελληνικού Σχολείου Λευκάδας(17). Κάτω από αυτή την εκπαιδευτική κινητικότητα, εκτός της γνωστής τάσης των γεωργών-μικροϊδιοκτητών να επιχειρήσουν την κοινωνική «έξοδο» των παιδιών τους διά μέσου της εκπαίδευσης, πρέπει να υποκρύπτεται και μια κοινωνική κινητικότητα από την ύπαιθρο προς την πόλη.

Κλείνοντας το συνοπτικό αυτό σημείωμα για την κοινωνική διαστρωμάτωση της κοινωνίας της Λευκάδας, πρέπει να πούμε ότι ο κατ’ εξοχήν ιστορικός της Λευκάδας, ο Πάνος Ροντογιάννης, δεν στηρίζεται σε επαρκή και επεξεργασμένα στοιχεία για να τεκμηριώσει τις απόψεις του για την κοινωνική δομή της Λευκάδας στις διάφορες ιστορικές περιόδους – και δεν ήταν καθόλου εύκολο να συγκεντρώσει τότε πλήρεις και αξιόπιστες σειρές δεδομένων(18). Δεν σφάλλει βέβαια, γιατί είχε βαθιά γνώση όλων των παραμέτρων του χώρου της Λευκάδας και βρισκόταν πολύ κοντά στη ζωντανή παράδοση που του μετέφερε ενδιαφέροντες απόηχους από το παρελθόν.

Πατήστε ΕΔΩ για τις επεξηγήσεις και τις παραπομπές.

Προηγουμενο αρθρο
Ο ανδριάντας
Επομενο αρθρο
Ο Χριστουγεννιάτικος χορός του Συνδέσμου Δρυμωνιωτών

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.