Σπῦρος Σταῦρος, ὁ εὐπατρίδης
Της Χαράς Παπαδάτου – Γιαννοπούλου
Ἡ Λευκάδα πού ξέραμε, ἐμεῖς οἱ παλιότεροι, ἔφυγε μαζί του μαζί καί μέ ἄλλες ἀπώλειες πού βιώνουμε συνεχῶς τά τελευταῖα χρόνια. Ἀπώλειες ἀβάσταχτες.
Γιά τήν εὐγένεια του, τήν καλωσύνη του, τήν ὑψηλή παιδεία του, δέν θά μποροῦσα νά πῶ τίποτε περισσότερο ἀπό αὐτά πού εἶπαν ὅσοι τοῦ ἀφιέρωσαν λίγα λόγια στήν ἔξοδό του ἀπό τήν ζωή. Θεωρῶ ὅτι ἡ μόνιμη ἐγκατάστασή του στόν βράχο τοῦ Ἄη -Γιαννη, ἦταν ἡ ἰδιαίτερη σχέση του μέ τήν φύση.
Ἔζησε μέ τό βλέμμα στό ἀπέραντο παραδεισένιο γαλάζιο τοῦ Ἰονίου, μέσα σέ ἕνα τοπίο ἀνυπέρβλητης ὀμορφιᾶς, ἔχοντας δίπλα του τόν πρῶτο χριστιανικό Ναό τῆς Λευκάδας, τόν Ἄη-Γιάννη τόν Ἀτζούζη. Σέ ἕνα κομμάτι τῆς ἱστορίας τῆς Λευκάδας. Ἧταν δεμένος καί μέ μιά ἄλλη ἱστορική ἐκκλησία τῆς Λευκάδας. τόν Παντοκράτορα, ὅπου εἶναι θαμένος καί ὁ ἐθνικός μας ποιητής Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης. Τήν ἐκκλησία πού μέ μεγάλο σεβασμό κρατοῦσε πάντα σέ ἄριστη κατάσταση.
Θυμᾶμαι κάποτε στό δημοτικό ὅταν τό σχολεῖο μας λόγω σεισμοῦ δέν μποροῦσε νά χρησιμοποιηθεῖ, πού κάναμε τά μαθήματα μέσα στόν Παντοκράτορα. Καί δέν θά ξεχάσω ποτέ τήν ἀτμόσφαιρα τοῦ μαθήματος μέσα στόν ἱστορικό Ναό. Καί κάθε καλοκαίρι πού ἐρχόμαστε στήν Λευκάδα συναντιόμαστε πάντα καί στίς 6 Αὐγούστου στήν γιορτή τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος. Φέτος δέν ἦταν.
Ἧταν ἄνθρωπος ὑψηλῆς εὐγενείας, αἰσθητικῆς καί παιδείας. Ἡ διαμόρφωση τοῦ κτήματός του, πού ἐπέβλεπε μέ μεγάλο ἐνδιαφέρον ἦταν ἕνα ὑπαίθριο μουσεῖο τῆς φύσεως. Κάθε βράχος, κάθε δένδρο, κάθε κομμένος κορμός ἦταν καί ἕνα γλυπτό μέσα σέ ἕνα ἐξαίσιο τοπίο μέ θέα τό γαλαζοπράσινο Ἰόνιο. Καί στό τέλος πρός τήν θάλασσα ὁ βράχος πού μετροῦσε χιλιάδες χρόνια ζωῆς καί ὁ Σπῦρος ἔδειχνε τά ἴχνη του καί τίς οὐλές, ἀναμετρώντας τόν χρόνο.
Ὑπάρχει ὅμως καί κάτι ἄλλο πού δέν ξέρω ἄν εἶναι εὐρέως γνωστό. Ἧταν ἕνας ἐξαιρετικός φωτογράφος. Φωτογράφιζε πάντα σέ ἀσπρόμαυρη φωτογραφία λεπτομέρειες δένδρων, μίσχους, καί μόλις διαφαινόμενα τμήματά τους. Μοῦ ἔδειξε τίς φωτογραφίες αὐτές καί τόν παρεκάλεσα νά κάνει μιά ἔκθεση, ἤ μιά ἔκδοση. Διότι σέ κάθε φωτογραφία, νόμιζες ὅτι ἔβλεπες ἕνα γλυπτό πού δέν ὑποψιαζόσουν ἀμέσως ὅτι εἶναι λεπτομέρειες τῆς χλωρίδας τοῦ Ἀη –Γιάννη.
Δέν θά ξεχάσω ποτέ μέ πόσο φιλόξενη διάθεση μαζί μέ τήν συζυγό του Μαίρη, δέχθηκε ὅλους τούς συμμετέχοντες συνέδρους ἀπό τό διεθνές συνέδριο W. Dörpfeld, τόν Αὔγουστο τοῦ τό 2006.
Νομίζω ὅτι μπορῶ νά τόν ἀποχαιρετήσω τόσο αὐτόν ὅσο καί τήν Μαίρη πού ἔφυγε λίγο πρίν ἀπό αὐτόν, μόνο μέ τούς στίχους τοῦ Σικελιανοῦ, πού ἀποτυπώνουν τό βίωμα τοῦ Ἰονίου καί τῆς ἀμμουδᾶς του, ἀκριβῶς ὅπως τά βίωναν ὁ Σπῦρος μέ τήν Μαίρη κάθε μέρα.
Γυρισμός
Ὕπνος ἱερός, λιονταρίσιος,
τοῦ γυρισμοῦ, στὴ μεγάλη
τῆς ἀμμουδιᾶς ἁπλωσιά.
Στὴν καρδιά μου
τὰ βλέφαρά μου κλεισμένα·
καὶ λάμπει, ὡσὰν ἥλιος, βαθιά μου…Βοὴ τοῦ πελάου πλημμυρίζει
τὶς φλέβες μου·
ἀπάνω μου τρίζει
σὰ μυλολίθαρο ὁ ἥλιος·
γεμάτες χτυπάει τὶς φτεροῦγες ὁ ἀγέρας·
ἀγκομαχάει τὸ ἄφαντο ἀξόνι.
Δέ μου ἀκούγεται ἡ τρίσβαθη ἀνάσα.
Γαληνεύει, ὡς στὸν ἄμμο, βαθιά μου
καὶ ἁπλώνεται ἡ θάλασσα πᾶσα –Σὲ ψηλοθόλωτο κύμα
τὴν ὑψώνει τὸ ἀπέραντο χάδι·
ποτίζουν τὰ σπλάχνα
τὰ ὁλόδροσα φύκια,
ραντίζει τὰ διάφωτη ἡ ἄχνα
τοῦ ἀφροῦ ποὺ ξεσπάει στὰ χαλίκια·
πέρα σβήνει τὸ σύφυλλο βούισμα
ὁποῦ ξέχειλο ἀχοῦν τὰ τζιτζίκια.Μιὰ βοὴ φτάνει ἀπόμακρα·
καὶ ἄξαφνα,
σὰν πανὶ τὸ σκαρμὸ ποὺ ἔχει φύγει,
χτυπάει· εἶν᾿ ὁ ἀγέρας ποὺ σίμωσε,
εἶν᾿ ὁ ἥλιος ποὺ δεῖ μπρὸς στὰ μάτια μου
– καὶ ὁ ἁγνὸς ὄχι ξένα τὰ βλέφαρα
στὴν ὑπέρλευκην ὄψη του ἀνοίγει.Πετιῶμαι ἀπάνω. Ἡ ἀλαφρότη μου
εἶναι ἴσια με τὴ δύναμή μου.
Λάμπει τὸ μέτωπό μου ὁλόδροσο,
στὸ βασίλεμα σειέται ἀνοιξάτικο
βαθιὰ τὸ κορμί μου.
Βλέπω γύρα. Τὸ Ἰόνιο,
καὶ ἡ ἐλεύτερη γῆ μου!
Αἰωνία τους ἡ μνήμη.
Δεν υπάρχουν σχόλια