Ταξίδι
Ταξίδι
Ευήθως ταξιδεύω
με καράβι μια πέτρα
– στα δικά μου τα μέτρα –
να βουλιάζει αργά
και καθώς ατενίζω
του νερού τους χιτώνες
βλέπω τόσες εικόνες
π’ ένας νους δε χωρά.
Ευμενώς προσεγγίζω
το βυθό που με πνίγει
και τα τείχη τ’ ανοίγει
τα της άλλης ζωής.
Με κατάρτια σπαρμένα
σα δεντριά μαραμένα
να υφαίνουν το δάσος
μιας βουβής συνοχής.
———————-
Μερικώς αγναντεύω
πάλι εμέ να παλεύω
“α! κολύμπα
αχρείο μού κορμί να σωθείς”!
κι είμαι τόσο πνιγμένος
ως είς παίς βαπτισμένος
ως ανθός μαρτισμένος*
ως το φως της αυγής.
Ιούνιος Σέρν
*που τον έπιασε ο Μάρτης (λεξιπλασία)
Δεν υπάρχουν σχόλια