HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΤα ψητά καλαμπόκια στο λιμάνι της Βασιλικής

Τα ψητά καλαμπόκια στο λιμάνι της Βασιλικής

Γράφει ο Παναγιώτης Σκληρός

Η Βασιλική ήταν το επίνειο της νότιας Λευκάδας. Στην ουσία όλα τα πάρε-δώσε της περιοχής γινόταν απ αυτό το λιμάνι αφού ούτε δρόμοι ούτε αυτοκίνητα υπήρχαν. Και στο λιμάνι είχε… απ όλα. Κονσόλους και ψαράδες, ναυτικούς και τρατολόους, καπεταναίους και μούτσους.

Είχε βέβαια και δημόσιες υπηρεσίες όπως ειρηνοδικείο (με τοπικό δικολάβο παρακαλώ, τον πατέρα του Σπύρου Πολίτη, του δικαστή), είχε κι αστυνομία (υποδιεύθυνση χωροφυλακής!!), διθέσιο Δημοτικό και μετά το 1962 και Γυμνάσιο.

Είχε τακτικά δρομολόγια με το «Γλάρο» που έφτανες Πάτρα μέχρι Πειραιά αλλά και ιδιωτικά γιατρεία και ταχυδρομείο. Είχε δυο εκκλησίες την Παναγία και τον Άη Γεράσιμο στα Κολυβάτα.

Η Βασιλική είχε ηλεκτρική εταιρεία με γεννήτρια πετρελαίου, (του Σολδάτου), προπολεμικά με πελάτη την κοινότητα για κοινοτικό φωτισμό, αστικό κέντρο με μπαλκόνια με πέτρινα φουρούσια, εμπορικά καταστήματα που πούλαγαν από λαμαρίνες και ποτιστήρια (έφτιαχνε ο πατέρας μου τέτοια σαν λευκοσιδηρουργός. Είχε 3-4 χασάπικα (σήμερα ένα!), είχε δυο κουρεία του Καγκελάρη-Κορμόζου και του Βλαντή, είχε 3-4 λιοτρουβιά, ένα σιδηρουργείο του μπάρμπα Μήτσου του Καπνιά που ήταν κατάμαυρος απ’ το κάρβουνο και το φυσερό, (είχε εργάτη που το τράβαγε για να φυσήξει και να κοκκινίσει το σίδερο ώστε να το «πλάσει»με το σφυρί στ’ αμόνι).

ο μπάρμπα Σωκράτης

Είχε φούρνο για το κοινό με φούρναρη τον πρόσφυγα τον μπάρμπα Σωκράτη που έφτιαξε το πρώτο άσπρο ψωμί που γευτήκαμε.

Έτσι είχε μια αρκετά μεγάλη κίνηση κάθε μέρα. Γι΄αυτό και θυμάμαι ότι στη δεκαετία του 60 λειτουργούσαν 3-4 εστιατόρια και ταβέρνες και πολλά καφενεία. Θυμάμαι την πασίγνωστη ταβέρνα του Βαγγελάρα που υπάρχει ακόμα, του Μιμίκου κι ακόμα ένα, που ξεχνώ. Επίσης πιο γνωστά τα καφενεία του Γληγόρη (έτσι τον λέγαμε) του Αργυρού στην άκρη του λιμανιού, του Συμμορίτη που ήταν μεγάλο και ψηλοτάβανο, του Λιβανάκη (κλασική αξία), του Γεράσιμου του Λιά, του Βηλανού κι άλλα που δεν θυμάμαι.


Είχε κι ένα τόλ εγγλέζικο στην άκρη του λιμανιού (αυτά με τις αυλακωτές λαμαρίνες που ήταν σωστή σάουνα) κι εκεί λειτουργούσε το δημοτικό σχολείο κι ακόμα πιο πίσω, ένα μικρότερο τόλ χωρισμένο στη μέση που έμεναν δυο οικογένειες άστεγοι. Εκεί στο μισό τολ γεννήθηκα, με μαμή την Τασία Αυγερινού, τη μάνα του Νίκου, του Γιώργου, της Ηλέκτρας, της Νίκης, της Καίτης και του Αντρέα…

Στο χωριό λοιπόν άλλοι έφερναν σταφύλια στο εργοστάσιο του ΤΑΟΛ, άλλοι κηπευτικά από τον κάμπο τα Άη Πέτρου, του Σύβρου ή της Κοντάραινας στα καΐκια, κυρίως ντομάτα φορτωμένη χύμα μέχρι την ίσαλο γραμμή.

Θυμάμαι που τα πήγαιναν στο Θιάκι και στο Φισκάρδο, τα καΐκια του Καρδούλη, του Ταφλαμπά και άλλων.
Άλλοι έφερναν λάδι στον Γεράσιμο τον Κάτσικα ή στον Καπέο κι έπαιρναν τσιμέντα, αλεύρι ή μπακαλική, άλλοι έφερναν δαφνόφυλλο – που μάζευαν απ΄ το λόγγο οι κάτοικοι των χωριών- στο Σπύρο το Ζώγκο και ένα σωρό άλλα αλισβερίσια.

Το καΐκι του Καρδούλη

Η Βασιλική είχε 3-4 τράτες και λίγο πιο παλιότερα αρκετά μεγάλα καΐκια, ξύλινα που καβάλαγαν εμπορεύματα, όπως του Κώστα του Μπούρα ή του Πάπιου που έφερνε τακτικά και τα πήλινα σκεύη απ την Κέρκυρα, κυρίως μπότηδες για να κρατάνε κρύο το νερό, καπάσες, παδέλες, πιάτα πήλινα γυαλιστερά κι ένα σωρό άλλα πράγματα.

Άραζε ο Πάπιος (Σπύρος Φατούρος, φίλος του πατέρα μου) στην άκρη του λιμανιού μια εβδομάδα και το καΐκι ήταν σπίτι και μαγαζί…

οι βουρλιές στη Νεαπολη

Ιδιαίτερα η Κυριακή ήταν μια μέρα με πολύ κόσμο στον κεντρικό δρόμο, με κίνηση, με κουβέντες, με ανταλλαγές προϊόντων, με χρώμα και φωνές. Όλη η κίνηση γινόταν σ αυτόν τον δρόμο. Ο αποπάνω δρόμος δεν ήταν εμπορικός κι ο αποκάτω ήταν (με υψομετρική διαφορά 5μ) μια ελώδης και αρκετά βρώμικη περιοχή.
Θυμάμαι ότι από τα χωριά ερχόταν με τα γαϊδουράκια ή τα άλογα αλλά και με κάτι θεόρατα μουλάρια της Ούντρας, κυρίως οι Αθανίτες με τα μέλια και τα κρασιά τους στα σκουπούλια που κατέβαιναν απ’ τους Κόκκους ζίκ ζάκ κάθετα το μέγα βουνό, αριστερά απ τον Άη Πέτρο κι έφταναν από πάνω απ την Πόντη.
Τα ζώα τους τα έδεναν εκεί από κάτω στις βουρλιές (ένα ελώδη τόπο),εκεί που είναι σήμερα η λεγόμενη… Νεάπολη και η αστυνομία.

Αυτό το κομμάτι γης, το 1955 αν δεν κάνω λάθος το έκανε σχέδιο πόλης η κοινότητα επί προεδρίας Αχιλλέα Αργυρού και με κλήρους πήραν καμιά 30ρια οικόπεδα διάφοροι που δεν είχαν σπίτι. Έτσι πήραμε κι εμείς και έχτισε ο πατέρας μου τούβλο το τούβλο ένα σπιτάκι και μπήκαμε μέσα…

Θυμάμαι και τους πρώτους περιηγητές, τους τουρίστες που λέμε σήμερα. Ερχόταν με ποδήλατο, με το καράβι ή το λεωφορείο, ακόμη και με τα πόδια. Όταν άρχισαν να έρχονται όλοι, τους κοιτάζαμε παράξενα και βέβαια φωνάζαμε εμείς οι πιτσιρικάδες, ήρθαν οι περιηγητές! Ήταν καλοντυμένοι, μερικοί φόραγαν σανδάλια ήταν απλοί και καθαροί κι είχαν όλοι μια φωτογραφική μηχανή ν’ αποθανατίσουν τους τελευταίους που κατοικούσαν στον… παράδεισο(!).

Το καφενείο του Κολυβά (Συμμορίτη) . Απ έξω κάθονται δυο περιηγητές… Έχουν διαφορετικό ντύσιμο και κάθονται επίσης διαφορετικά

Έμεναν σε σπίτια ή σε πανδοχεία όπως του Λιβανάκη ή στον «παράδεισο» του μπάρμπα Πάνου του Κολυβά. Σ’ αυτούς λοιπόν τους περιηγητές αλλά και σε κανα ναυτικό απ’ τα καΐκια, πούλαγα τα απογιόματα αυτά τα ζεστά και αλατισμένα καλαμπόκια που έψηνε η μάνα μου στη φουφού στο σπίτι και γλήρορα-γλήγορα πήγαινα με το καλαθάκι στην αγορά να τα πουλήσω πριν κρυώσουν. Καλή δουλειά ήταν, ελευθερία είχα, έτσι ήταν η καλύτερη μου!

Θυμάμαι ακόμα ότι κάποιος είχε δώσει στον πατέρα μου και κάτι καρτ ποστάλ με εκδόσεις Μητσιάλη ή Τσιρίμπαση ή Κατωπόδη με θέματα απ΄ τη Βασιλική και τη Λευκάδα. Θυμάμαι σε φωτογραφία έγχρωμη τον μπάρμπα Θωμά τον Τρικούπη με το καμάκι του στην πλώρη της βάρκας του πίσω στα Κολυβάτα που άρεσε πολύ!! Αυτή η στάση του ψαρά με το καμάκι υπάρχει σε αναπαράσταση όμως στο Νυδρί με φόντο την Αγία Κυριακή. Η αυθεντική ήταν στη Βασιλική.

Πούλαγα τέτοιες καρτ ποστάλ μια δραχμή στους περιηγητές με κάτι μεσοβέζικα εγγλέζικα (μη φανταστείτε…). Που τα μάθαινα; Μου ταλεγε ο θειος μου ο Αντρέας ο Χάλκας τα καλοκαίρια που ερχόταν. Ήταν αδελφός της μάνας μου και ήταν οδηγός στο προξενείο των ΗΠΑ στην Πάτρα κι έτσι έλεγα ένα γκουνμόρνιν η θενκ γιού σε άπταιστα εγγλέζικα Οξφόρδης…
Το welcome δεν ήταν ακόμα στο λεξιλόγιο..

Σας ευχαριστώ πολύ για την ανάγνωση.

Παναγιώτης Σκληρός
Ιούλιος 2020

Ό,τι έγραψα ήταν αστραπιαίες, δικές μου, θύμησες με πολύ μεγάλη ευχαρίστηση…

Προηγουμενο αρθρο
Κορωνοϊός: Νέα μέτρα για την είσοδο τουριστών στην Ελλάδα - Ποιες χώρες αφορά
Επομενο αρθρο
Ο βουλευτής Θανάσης Καββαδάς στο Προεδρικό Μέγαρο για την επέτειο Αποκατάστασης της Δημοκρατίας

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.