HomeΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣΤης Μεγάλης Παρασκευής

Της Μεγάλης Παρασκευής

Της Μεγάλης Παρασκευής
(Στις μέρες της καραντίνας)

Του Δημήτρη Σπ. Τσερέ

Το Πάσχα είναι η μεγαλύτερη γιορτή των Χριστιανών. Των Ορθοδόξων βέβαια (γιατί από τα λίγα σχετικά που ξέρω για τους Καθολικούς φαίνεται πως είναι τα Χριστούγεννα). Και ημών των Ελλήνων ίσως ακόμα περισσότερο, όπως μου λέει η βιωματική μου εμπειρία. Στην Ελλάδα το Πάσχα το γιορτάζουμε με το ίδιο σχεδόν «πάθος» πιστοί, άπιστοι και ολιγόπιστοι. Χρησιμοποιώ εσκεμμένα τη λέξη «πάθος» και όχι τη λέξη «κατάνυξη», γιατί αυτή την έχουν κάνει αξιοθρήνητη πατσαβούρα η τηλεοπτική και διαδικτυακή της κακο-κατάχρηση («Με κατάνυξη παρακολούθησαν οι πιστοί την περιφορά των Επιταφίων» εκφωνεί με μια κακώς μασκαρεμένη ευλάβεια, εντελώς γλυκανάλατη, ο παρουσιαστής των ειδήσεων και ο φακός να δείχνει μπουλούκια με κινητά να φωτογραφίζουν ο ένας πάνω στον άλλον! Αν μπεις δε στα περίφημα «Σόσιαλ μίντια», δεν έχεις γλυτωμό! Άπαγε της βλασφημίας ή Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου!).

Οι δύο πιο ξεχωριστές μέρες όμως είναι η μέρα της Μεγάλης Παρασκευής και η Ανάσταση. Και παρά το ότι η Ανάσταση είναι το κορυφαίο γεγονός του Πάσχα, η Μεγάλη Παρασκευή ίσως μιλάει πιο πολύ στην καρδιά των πιστών-αλλά και των άπιστων και των ολιγόπιστων. Ίσως (ή μάλλον;) γιατί στο πένθος της ημέρας μπορούν να μετέχουν και οι πενθούντες και οι μη πενθούντες. Ενώ στην Ανάσταση οι πενθούντες αυτο-αποκλείονται.
Μέρες καραντίνας και σήμερα κι ας αφήσουμε τη μνήμη μας να ταξιδέψει. Ας προσπαθήσουμε με μερικές ψηφίδες να ανακαλέσουμε την εικόνα της Μεγάλης Παρασκευής ιδωμένη κυρίως από τα μάτια των παιδιών. Κι ας ακούσουμε (απερίσπαστοι πια μέσα στην αναγκαστική μοναξιά μας) ορισμένα υπέροχα «ψαλσίματα» των ημερών που οι περισσότεροι, μέσα στην τύρβη των ημερών, δεν τα προσέχαμε.

***********************

ΨΗΦΙΔΑ 1η: «ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ»
Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα
Σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται

………………………………………………………………………
Χαράματα ακόμα, σκοτάδι σχεδόν και τα παιδιά με στολισμένα τα καλαθάκια τους έχουν πάρει σβάρνα τα σπίτια του χωριού για να πούνε τα «Πάθη του Χριστού». Από τα χαράματα, για να μη τους προλάβουν οι άλλοι. Στολισμένο το καλάθι με δενδρολίβανο, κρίνα και βιολέτες, που τις έκοψαν χθες από το νεκροταφείο. Χτυπάνε τις πόρτες. Τους ανοίγουν. Τα πάνε στο εικονοστάσι. Τα μικρά της οικογένειας κοιμούνται. Συνήθως στρωματσάδα. Μες στο σκοτάδι τα πατάνε καμιά φορά. Αρχίζουν να «τα λένε». Είναι και πολύ! Εκεί προς το τέλος ο μικρότερος της ζυγιάς «ξεψυχάει», δεν μπορεί να το «βγάλει», είναι και νηστικά τα κακόμοιρα, δεν έχουν βάλει τίποτα στο στόμα τους. Ο «αρχηγός» δίνει τον υπέρ όλων αγώνα για να το «βγάλουν» και να μην ξεφτιλιστούνε. Επιτέλους, το τελειώσαμε! Η νοικοκυρά τούς βάζει συνήθως ένα αυγό, κάποιες και δύο. Τα πολυπόθητα «λεπτά» δεν υπάρχουν. Σε κάποια νοικοκυρόσπιτα όμως οι νοικοκυρές (εκτός από κάτι τσιγκούνες) τούς δίνουν χρήματα. Ένα πενηνταράκι ή μια δραχμή. Αυτά πάνε στην τσέπη. Κι όταν τελειώσει η βόλτα, αρχίζει η μοιρασιά. Τα αυγά τα πάνε στον μπακάλη και τα εξαργυρώνουν.
***********************

ΨΗΦΙΔΑ 2η: Ο ΑΝΑΒΑΛΛΟΜΕΝΟΣ

Αυτό το υπέροχο (ποιητικώς και μουσικώς) ιδιόμελο σε πλάγιο πρώτο, το καλύτερο (κατά την ταπεινή μου γνώμη) της Μεγάλης Εβδομάδος και από τα καλύτερα όλης της εκκλησιαστικής ποίησης, ψάλλεται το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής κατά την τελετή της Αποκαθήλωσης, η οποία γίνεται μετά την Ακολουθία των Ωρών. Ψάλλεται όχι από τα στασίδι αλλά μπροστά στο κουβούκλιο του Επιταφίου όπου έχει εναποτεθεί το αποκαθηλωθέν σώμα του Ιησού. Είναι όλοι οι ψάλτες και προστίθενται και άλλοι που έχουν το μεράκι να μετάσχουν, ακόμα και αν οι ψαλτικές τους δυνατότητες είναι πολύ αδύναμες. Στο χωριό μου όμως, την Πλαγιά Αιτωλοακαρνανίας, ψάλλεται (αντί του «Τον ήλιον κρύψαντα») ΚΑΙ το βράδυ κατά την περιφορά του Επιταφίου έξω του ναού. Νόμιζα ότι αυτό οφειλόταν σε κάποιο λάθος. Ψειρίζοντας όμως τελευταία την «Παιδική πασχαλιά» του Παπαδιαμάντη ανακάλυψα ότι και στη Σκιάθο το ίδιο γινόταν – κάτι που δεν το είχα ως τότε προσέξει. Άρα της μικρής μου πατρίδας οι ολιγογράμματοι παπάδες δεν έκαναν του κεφαλιού τους! Πατούσαν σε χαραγμένο από παλιά μονοπάτι!

Δεν υπάρχει δεύτερη τέτοια βραδιά μέσα στον χρόνο σαν της Μεγάλης Παρασκευής με την περιφορά του Επιταφίου. Από τα μικράτα μου μού φανερώθηκε με δροσερό κι ανάερο σκοτάδι, με κεράκια, που τρεμοσβήνουν σε πνοές μυρωμένες, και με σκιρτήματα άγουρων ερώτων στα εξαπτέρυγα των «Κύριε ελέησον» κουρνιασμένα. Περιφορά κατανυκτική, αψιές οσμές από θεριεμένες συστάδες αγριόχορτων που όπου να ̉ναι θα γίνουν πέλαγο κινούμενο της κολοφωτιάς· δεήσεις υπέρ των κεκοιμημένων αδελφών ημών· ροκάνες, ψυχρούλα ανοιξιάτικη.

Είναι η άνοιξη θα μου πεις. Αλλά δεν φτάνει. Εκείνο που τη μεταμορφώνει και τη θεώνει είναι αυτός ο υπέροχος λυρικός θρήνος, Σε τον αναβαλλόμενον το φως ώσπερ ιμάτιον – μόλις ένα κάτι πριν από το «αναστάσιμος». Πώς να θρηνήσει η νύχτα, όταν τη λούζει ως τα τρίσβαθα αυτή η φωτοπλημμύρα; Και συ, εσύ που ακούς μέσα σε μια μελωδική παραίσθηση, ότι ο Ιησούς, που μόλις έχει κατεβεί στον Άδη, «φόρεσε για ρούχο του το φως», καρτερείς, με μια ανερμήνευτη βεβαιότητα, να δεις όπου να ̉ʾναι στο ίδιο φως ντυμένους και τους δικούς σου αγαπημένους, δραπέτες μιας βραδιάς από τον «δήμο των ονείρων». Ειδικά τότε που ο Επιτάφιος γινόταν στο μοναστήρι της Παναγίας και η περιφορά έξω στον περίβολο του ναού, ανάμεσα στους τάφους…

ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Σὲ τὸν ἀναβαλλόμενον, τὸ φῶς ὥσπερ ἱμάτιον, καθελὼν Ἰωσὴφ ἀπὸ τοῦ ξύλου, σὺν Νικοδήμῳ, καὶ θεωρήσας νεκρὸν γυμνὸν ἄταφον, εὐσυμπάθητον θρῆνον ἀναλαβών, ὀδυρόμενος ἔλεγεν· Οἴμοι, γλυκύτατε Ἰησοῦ! ὃν πρὸ μικροῦ ὁ ἥλιος ἐν Σταυρῷ κρεμάμενον θεασάμενος, ζόφον περιεβάλλετο, καὶ ἡ γῆ τῷ φόβῳ ἐκυμαίνετο, καὶ διερρήγνυτο ναοῦ τὸ καταπέτασμα· ἀλλ’ ἰδοὺ νῦν βλέπω σε, δι’ ἐμὲ ἑκουσίως ὑπελθόντα θάνατον· πῶς σε κηδεύσω Θεέ μου; ἢ πῶς σινδόσιν εἱλήσω; ποίαις χερσὶ δὲ προσψαύσω, τὸ σὸν ἀκήρατον σῶμα; ἢ ποῖα ᾄσματα μέλψω, τῇ σῇ ἐξόδῳ Οἰκτίρμον; Μεγαλύνω τὰ Πάθη σου, ὑμνολογῶ καὶ τὴν Ταφήν σου, σὺν τῇ Ἀναστάσει, κραυγάζων· Κύριε δόξα σοι.
[Ιδιόμελο ήχος πλάγιος α΄]

Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Εσένα, που για ρούχο σου φοράς το φως, όταν σε κατέβασε από τον Σταυρό ο Ιωσήφ μαζί με τον Νικόδημο και (σε) αντίκρισε νεκρό, γυμνό, άταφο, άρχισε έναν γεμάτο πόνο θρήνο και κλαίοντας έλεγε: «Αλίμονο, γλυκύτατε Ιησού, εσύ που πριν λίγο, επειδή σε είδε ο ήλιος να κρέμεσαι στον Σταυρό, τυλίχθηκε στο σκοτάδι και η γη από τον φόβο σειόταν και σκιζόταν το καταπέτασμα του ναού. Αλλά, να τώρα βλέπω εσύ να έχεις υποστεί για μένα τον θάνατο με τη θέλησή σου. Πως θα σε κηδεύσω Θεέ μου; Και πως θα σε τυλίξω με σεντόνι; Με ποια χέρια θα αγγίξω το πάναγνό σου σώμα; Ή ποιους θρήνους να ψάλλω κατά την εκφορά σου, φιλεύσπλαχνε Κύριε; Δοξολογώ τα πάθη σου, υμνολογώ και την ταφή σου, μαζί με την Ανάσταση κραυγάζοντας: Κύριε δόξα σοι.

******************
ΨΗΦΙΔΑ 3η: ΤΑ ΕΥΛΟΓΗΤΑΡΙΑ

Το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής ψάλλονται σε θριαμβευτικό πλάγιο πρώτο τα παρακάτω τέσσερα «Ευλογητάρια. Τα λέμε «Ευλογητάρια» γιατί στην αρχή του καθενός ψάλλεται το «Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε, δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου». Τα Ευλογητάρια ψάλλονται όταν τελειώσουν τα Εγκώμια και πριν βγούμε έξω για την περιφορά. Έτσι αυτά τα υπέροχα κομμάτια δεν τα ακούει σχεδόν κανένας εν όψει της εξόδου από τον ναό και των συναφών δραστηριοτήτων!

Εμείς τέτοια βραδιά περισσότερο γιορτάζουμε παρά θρηνούμε. Ακόμα και στα εγκώμια γύρω από τον Επιτάφιο, που είναι ένα ξόδι δίπλα στον νεκρό, εμείς περισσότερο τραγουδάμε παρά θρηνούμε. Αρκεί να παρατηρήσεις στην εκκλησία ενός ελληνικού χωριού τις εκφράσεις του προσώπου και τις κινήσεις του σώματος των απλών ανθρώπων εκεί που ψέλνουν τα εγκώμια και θα καταλάβεις.

Αλλά με το που τελειώνουν τα εγκώμια, τότε πια ξεσαλώνουμε, δεν μας κρατάει τίποτα, ο πλάγιος πρώτος των ευλογηταρίων παιανίζει θριαμβικά ότι η ανάσταση είναι ήδη παρούσα από απόψε: …θρήνου ο καιρός πέπαυται· μη κλαίετε, την ανάστασιν δε αποστόλοις είπατε. Είναι η βραδιά των Μυροφόρων- τα τρία είναι σ’ αυτές αφιερωμένα. Και η κορύφωση συντελείται με την περιφορά του Επιτάφιου μέσα στη φύση που οργιάζει.

ΑΥΤΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ 4 ΕΥΛΟΓΗΤΑΡΙΑ:

Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε, δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου.
Τῶν Ἀγγέλων ὁ δῆμος, κατεπλάγη ὁρῶν σε, ἐν νεκροῖς λογισθέντα, τοῦ θανάτου δὲ Σωτήρ, τὴν ἰσχὺν καθελόντα, καὶ σὺν ἑαυτῷ τὸν Ἀδὰμ ἐγείραντα, καὶ ἐξ ᾍδου πάντας ἐλευθερώσαντα.
(=Τα τάγματα των Αγγέλων, Σωτήρα, αισθάνθηκαν κατάπληξη όταν σε είδαν να κατατάσσεσαι ανάμεσα στους νεκρούς αλλά συγχρόνως να συντρίβεις τη δύναμη του Θανάτου και να ανασταίνεις μαζί με τον εαυτό σου τον Αδάμ και να ελευθερώνεις από τον Άδη όλους όσους κρατούσε στα δεσμά του).

Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε, δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου.

Τί τὰ μύρα, συμπαθῶς τοῖς δάκρυσιν, ὦ Μαθήτριαι κιρνᾶτε; ὁ ἀστράπτων ἐν τῷ τάφῳ Ἄγγελος, προσεφθέγγετο ταῖς Μυροφόροις. Ἴδετε ὑμεῖς τὸν τάφον καὶ ᾔσθητε· ὁ Σωτὴρ γὰρ ἐξανέστη τοῦ μνήματος.
(= «Γιατί, μαθήτριες του Χριστού, αναμιγνύετε τα αρώματα με τα δάκρυά σας, δείχνοντας έτσι την συμπάθειά σας προς Εκείνον;» έλεγε ο άγγελος που καθόταν πάνω στο μνήμα λαμπερός σαν αστραπή. «Κοιτάξτε τον τάφο (που είναι κενός) και σκιρτήστε από χαρά! Ο Κύριος αναστήθηκε!»).
Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε, δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου.
Λίαν πρωΐ, Μυροφόροι ἔδραμον, πρὸς τὸ μνῆμά σου θρηνολογοῦσαι· ἀλλ’ ἐπέστη, πρὸς αὐτὰς ὁ Ἄγγελος, καὶ εἶπε· θρήνου ὁ καιρὸς πέπαυται, μὴ κλαίετε, τὴν Ἀνάστασιν δέ, Ἀποστόλοις εἴπατε.
(=Πολύ πρωί οι μυροφόρες έτρεξαν προς το μνήμα σου θρηνολογώντας. Αλλά παρουσιάστηκε σ’ αυτές ο άγγελος και τους είπε: «Πέρασε ο καιρός του θρήνου! Μην κλαίτε! Τρέξτε να αναγγείλετε την Ανάσταση στους αποστόλους!»).

Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε, δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου.

Μυροφόροι γυναῖκες, μετὰ μύρων ἐλθοῦσαι, πρὸς τὸ μνῆμά σου, Σῶτερ, ἐνηχοῦντο αγγέλου τρανῶς πρὸς αὐτὰς φθεγγομένου· Τί μετὰ νεκρῶν, τὸν ζῶντα λογίζεσθε; ὡς Θεὸς γάρ, ἐξανέστη τοῦ μνήματος.

(=Οι μυροφόρες γυναίκες, Σωτήρα, όταν ήρθαν στο μνήμα σου άκουσαν τον άγγελο να τους λέει με δυνατή φωνή: «Γιατί υπολογίζετε μέσα στους νεκρούς αυτόν που είναι η Ζωή; Ως παντοδύναμος Θεός αναστήθηκε!»).


*********************

ΨΗΦΙΔΑ 4Η: «ΤΟΝ ΗΛΙΟΝ ΚΡΥΨΑΝΤΑ…»

Το υπέροχο αυτό τροπάριο ψάλλεται σε ήχο πλάγιο πρώτο κατά την περιφορά του Επιταφίου. Η περιφορά τα παλαιά χρόνια γινόταν γύρω από τις εκκλησίες, που ήταν ταυτόχρονα και κοιμητήρια, ώστε το μήνυμα της Αναστάσεως να διοχετεύονταν σε όλους τους κεκοιμημένους. Σήμερα η περιφορά γίνεται σε διάφορους δρόμους της ενορίας και ελπίζουμε να φτάσει το μήνυμα της Αναστάσεως στους κατοίκους των σπιτιών, απ’ όπου περνάει ο Επιτάφιος, και όχι μόνο. Προσέξτε τη χρήση της λέξεως «ξένος» και τα παράγωγά της, απ’ τα οποία είναι κατάφορτο το τροπάριο.

ΚΕΙΜΕΝΟ

Τὸν ἥλιον κρύψαντα τὰς ἰδίας ἀκτίνας, καὶ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ διαρραγέν, τῷ τοῦ Σωτῆρος θανάτῳ, ὁ Ἰωσὴφ θεασάμενος, προσῆλθε τῷ Πιλάτῳ καὶ καθικετεύει λέγων·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, τὸν ἐκ βρέφους ὡς ξένον ξενωθέντα ἐν κόσμῳ·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ὁμόφυλοι μισοῦντες θανατοῦσιν ὡς ξένον·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ξενίζομαι βλέπειν τοῦ θανάτου τὸ ξένον·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὅστις οἶδεν ξενίζειν τοὺς πτωχούς τε καὶ ξένους·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν Ἑβραῖοι τῷ φθόνῳ ἀπεξένωσαν κόσμῳ·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ἵνα κρύψω ἐν τάφῳ, ὃς ὡς ξένος οὐκ ἔχει τὴν κεφαλὴν ποῦ κλῖναι·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ἡ Μήτηρ καθορῶσα νεκρωθέντα ἐβόα·
Ὦ Υἱὲ καὶ Θεέ μου, εἰ καὶ τὰ σπλάγχνα τιτρώσκομαι,
καὶ καρδίαν σπαράττομαι, νεκρόν σε καθορῶσα,
ἀλλὰ τῇ σῇ ἀναστάσει θαρροῦσα μεγαλύνω.
Καὶ τούτοις τοίνυν τοῖς λόγοις δυσωπῶν τὸν Πιλᾶτον ὁ εὐσχήμων λαμβάνει τοῦ Σωτῆρος τὸ σῶμα, ὃ καὶ φόβῳ ἐν σινδόνι ἐνειλήσας καὶ σμύρνῃ, κατέθετο ἐν τάφῳ τὸν παρέχοντα πᾶσι ζωὴν αἰώνιον καὶ τὸ μέγα ἔλεος.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ:

Ο Ιωσήφ, όταν είδε τον ήλιο να κρύβει τις ακτίνες του και το καταπέτασμα του ναού να σχίζεται με το θάνατο του Σωτήρα, επισκέφθηκε τον Πιλάτο και τον παρακαλεί με αυτά τα λόγια:
Δος μου αυτόν τον ξένο, ο οποίος από βρέφος ζούσε σ’ αυτόν τον κόσμο σαν αποξενωμένος και περιπλανώμενος.
Δος μου αυτόν τον ξένο, τον οποίο μισώντας οι ομόφυλοί του θανατώνουν θεωρώντας τον ξένο.
Δος μου αυτόν τον ξένο, του οποίου τον παράδοξο θάνατο βλέποντας νιώθω παράξενα.
Δος μου αυτόν τον ξένο, ο οποίος ξέρει να περιποιείται τους φτωχούς και τους ξένους.
Δος μου αυτόν τον ξένο, τον οποίο οι Εβραίοι από φθόνο τον αποξένωσαν από τον κόσμο.
Δος μου αυτόν τον ξένο, για να τον κρύψω, στον τάφο αφού ως ξένος δεν έχει πού ν’ ακουμπήσει την κεφαλή του.
Δος μου αυτόν τον ξένο, τον οποίο η Μητέρα του βλέποντας νεκρό φώναζε δυνατά: Ω Υιέ και Θεέ μου, αν και ο πόνος πληγώνει τα σπλάγχνα μου και σχίζει την καρδία μου, όταν σε βλέπω νεκρό, όμως παίρνω θάρρος από την Ανάστασή σου και σε δοξάζω.
Και με αυτά τα λόγια παρακαλώντας τον Πιλάτο ο άρχοντας Ιωσήφ λαμβάνει το σώμα του Σωτήρα. Αφού ευλαβικά το τύλιξε σε σεντόνι και το άλειψε αρώματα, κατέθεσε στον τάφο αυτόν που παρέχει σε όλους την αιώνια ζωή και το μέγα έλεος.

ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ!

Προηγουμενο αρθρο
Μήνυμα του Βουλευτή Λευκάδας Θανάση Καββαδά για το Πάσχα
Επομενο αρθρο
Κυκλοφοριακές ρυθμίσεις σε Αμφιλοχία-Λευκάδα, Πρέβεζα- Άγιο Νικόλαο και Βόνιτσα- Άκτιο

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.