HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΤις Κυριακές… Όταν ο καιρός εγλύκαινε

Τις Κυριακές… Όταν ο καιρός εγλύκαινε

Μια Κυριακή απ’ τα παλιά – Μέρος Β’

Γράφει ο Νίκος Βαγενάς

Στα Καφε-ζυθο-ζαχαροπλαστεία της πλατείας ως συνήθως εσύχναζαν οι εμπορευόμενοι ή οι έχοντες ανωτέραν δημοσιοϋπαλληλικήν ιδιότητα, αλλ’ όμως μέσα στο κατάστημα, καθ’ ότι την χειμερινή περίοδο οι καταστηματάρχες δεν ετοποθετούσαν τραπεζοκαθίσματα στην πλατεία. Επί πλέον και αυτά να υπήρχαν, κανείς δεν εδιακινδύνευε να καθίση πολιορκούμενος από τα τριανέμια που εδημιουργούσαν τα καντούνια που απέληγαν στην πλατεία.

Οι όρθιες-στάσιμες παρέες που συνωστίζοντο μπροστά στον Άη Σπ’ρίδωνα, η κάθε μιά απαρτίζετο από άτομα ομοιοπαθή ως προς τις συνήθειες. Έτσι ο Αντρέας ο Όπερας ή Ριγκολέτος, όταν μαζί με τον Σούρα δεν αναβίωνε την οπερική στιχομυθία μεταξύ Rigoletto και Κόμη-Αφένη απευθύνετο, προς τα μέλη της παρέας, πάντοτε με την ίδια ερώτηση, κάθε Κυριακή:
– Τι φαί έχομε σήμεδα;
Αφού πλέον έπαιρνε απάντηση απ’ όλους, τότε, δίχως να τον ρωτήσει κανείς, έστρεφε τον δείχτη του χεριού του προς το στήθος του και δείχνοντας τον εαυτό του απαντούσε:
– Κοτόπ’δο!

Ας σημειωθή ότι ο Αντρέας παρ’ όλο που ήτο καρροτσινιέρης, εν τούτοις στην εκκλησία επήγαινε πλήρως κοστουμαρισμένος, το δε φαγητό του το παρεσκεύαζε μόνος του (μονήρης γαρ) και το πήγαινε το πρωί στο φούρνο, καθ’ ότι οι φούρνοι, τότε, έψηναν και την Κυριακή, πλην όμως, μόνον φαγητά.

Όταν ο καιρός εγλύκαινε, τότε οι καταστηματάρχες του είδους, έβγαζαν τα τραπεζοκαθίσματα για την απόλαυση της προ-μεσημεριάτικης λιακάδας, αλλά όμως με μια διαφορά: Όχι στο σημερινό χάλι της ολοκληρωτικής σχεδόν καταλήψεως της πλατείας, επειδή οι συζητούντες περιπατητές ήσαν πάμπολλοι και όχι δυό-τρία ζυγάρια όπως θα μπορούσε κανείς να υποθέση.

Το καλοκαίρι όπου η ζέστη καθίστατο ανυπόφορη λόγω της πλακοστρώτου πλατείας και της αντανακλάσεώς της από τις τσίγκινες επενδύσεις των πέριξ κτηρίων, οι Μπουρανέλλοι διεσκορπίζοντο προς τα δροσερά καφενεία του Δερμάνη στον Ανθώνα, του Μάγου ακριβώς απέναντι, του Πάπιου στην Κουζούντελη, του Φατούρου ομοίως στην Κουζούντελη, στο Δημοτικό καφενείο στην πλατεία Ζαμπελίου, στο άλλο Δημοτικό Καφενείο απέναντι από το Ξενοδοχείο «NIRIΚOS» κι’ ακόμα-ακόμα στου Κερατόκωλου στο έμπα της αγοράς και πιο πίσω ακόμα χρονικά, στου Μπαμπάνη και στου Λιώρη στον μόλο της Ντογάνας.

Αλλά και οι εκκλησιαζόμενοι ψαράδες εύρισκαν λίγη ανάπαυση δίχως να κάνουν τίποτε ως την ώρα του φαγητού(1). Όσοι λοιπόν έμεναν στον μόλο «τ’ς Άγια Κάρας», επισκέπτοντο τα ψαροκαφενεία καθισμένοι στα τραπεζάκια που έβγαζαν οι καφετζήδες μπροστά-μπροστά στον τότε στενό δρόμο-μόλο ή στον λίγο ιδιόκτητο χώρο που είχε μπροστά το μαγαζί, κάτω από την κληματαριά ή τη φρατζάτα με την φτέρη. Και κάθε τόσο, δός του νερό στο δρόμο με τον σίσκλο, έτσι για δροσιά, αφού η μεριά αυτή της χώρας έχει τον ήλιο κατάμπαλλα ολοχρονίς.

Καθώς περνούσε η ώρα, κάποια άτομα από τις παρέες έφευγαν, ώστε επιστρέφοντας προς το σπίτι έπρεπε να περάσουν από τον φούρνο να πάρουν την γκιουβετσάδα στην ρηχή πήλινη παδέλλα. Το μεσημεριανό φαγητό ήτο μιά ξεχωριστή ιεροτελεστία, γιατί σπάνιες περιπτώσεις όλη η οικογένεια ευρίσκετο μαζεμένη γύρω από το τραπέζι, καθ’ ότι, πότε αργούσε ο σύζυγος και τα παιδιά έπρεπε να ετοιμασθούν για το απογευματινό σχολείο και πότε οι δυό γονείς εργάζοντο (όχι στο Δημόσιο πάντως) ξέχωρα και σε διαφορετικές ώρες. Κυρίαρχο γεύμα για τους ποβερέττους ήτο το κρέας… ξερόβρασμα στου οποίου το ζουμί εβράζετο η αυγοκομένη σούπα, ενώ για τους έχοντες την οικονομική δυνατότητα για κάτι καλύτερο, ουδέν πρόβλημα! Τα ψώνια τους επήγαιναν στο σπίτι μερίμνη του καταστηματάρχη. Δηλαδή ο μεγαλονοικοκύρης δεν εσκέφτετο, σαν τον σ’χωρεμένο τον Βαλβίδα, τι κρέας να πάρη, πόσο να πάρη και πώς θα το εμαγείρευε η σύζυγος. Οι καττίβοι, ως επί το πλείστον, αρκούντο ν’ αγοράσουν δυό-τρεις λίετρες τράγιο (μπρρρρ!!!) και να μαγειρευθή σύμφωνα με την επιθυμία τους, αδιαφορώντας αν θα ήτο αρεστό στα παιδιά.

Το απόγευμα οι πάντες ετοιμάζοντο για την απογευματινή έξοδο, δίκην περιπάτου, αναλόγως των περιπτώσεων και των οικογενειακών υποχρεώσεων. Έτσι, άλλοι όδευαν προς το καφενείο του Πάλα μετά της συζύγου και των παιδιών, εκ των οποίων οι πλείστοι είχαν ως απώτερο σκοπό να παρακολουθήσουν εκτός του γνωστού παιγνιδιού «αμπαλλί» και τον επικείμενο ποδοσφαιρικό αγώνα του τοπικού πρωταθλήματος. Οι άλλοι, οι μη ποδοσφαιρόφιλοι και οι μη «αμπαλλόφιλοι», προτιμούσαν να κάνουν περίπατο είτε στον δρόμο της Κουζούντελης, φθάνοντας ίσαμε την άγια Κατερίνη, είτε στα ήσυχα μονοπάτια του ελαιώνα. Ωστόσο αρκετοί, εξ’ αυτών, κατά την επιστροφή εκάθοντο στα υπαίθρια καφενεία του Πάπιου και του Φατούρου, για τον απαραίτητο τονωτικό καφέ ή την σουμάδα.

Βεβαίως, υπήρχαν και ’κείνοι που δεν εχρονοτριβούσαν με βόλτες και περιπάτους και πήγαιναν κατ’ ευθείαν στο εξοχικό καφενείο της προτιμήσεώς των, συναγελαζόμενοι με άτομα του αυτού χαρακτήρος. Περιττόν δε να ειπωθή ότι η πλέον εύθυμη ατμόσφαιρα εδημιουργείτο εκεί όπου τα πειράγματα και οι σπαρταριστές ιστορίες, είχαν μόνιμο στόχο τον Άγγελο Παταλέα! Και δεν ήτο μόνον αυτό το οποίο προέκυπτε από σοβαρούς ανθρώπους μιάς, κάποιας, ηλικίας(2), αλλά και από τους φιλο-σαματατζήδες, οι οποίοι άμα τη θέα του πασιγνώστου Μιχάλη του νομικού (ο οποίος έκανε τον περίπατό του με ένα βιβλίο Δικονομίας υπό μάλης), εδημιουργούσαν έναν ψευδο-καυγά, όπου και εκαλούσαν τον συμπαθή νομικό να προεδρεύση, ως Πρόεδρος Δικαστηρίου, προκειμένου να συμβιβαστούν οι αντίδικοι. Δεν χρειάζεται να φαντασθή κανείς την εικόνα άμα τη συγκαταθέσει του Μιχάλη να προεδρεύση. Για πότε εξηλώνετο το καφενείο, μεταβαλλόμενο σε υπαίθρια αίθουσα Δικαστηρίου, με αραδιασμένες καρέκλες και γραφείο-έδρα Προέδου και εισαγγελέως, με εδώλιο κατηγορουμένου με συνηγόρους υπερασπίσεως-μάρτυρες κλπ(3), ήτο κάτι το ασύλληπτο ως προς την ταχυτάτη οργάνωση της… παραστάσεως! Και όλα αυτά, φυσικά «στου Πάπιου» κάτω από την δροσερή σκιά του πλατάνου.

Εκτός των ανωτέρω περιπατητών και καθ’ έξιν καρεκλοβίων, υπήρχαν και οι λιγοστοί που προτιμούσαν τον δρόμο προς Απόλπαινα, φθάνοντες λίγο πιο πάνω από τον Άη Θωμά που τότε εθεωρείτο μακράν της πόλεως. Επειδή, ως συνήθως, αυτά τα άτομα διένυαν την εσχάτη περίοδο του βίου των, οι φιλοπαίγμονες γνωστοί των, του προειδοποιούσαν να μην πηγαίνουν πιο πάνω, γιατί θα του έπιανε ο Σ’μίλας!(4)

Οι εξοδούχοι γονείς, εάν είχαν παιδιά έως και προ-εφηβικής ηλικίας, τα έπαιρναν μαζί των. Μάλιστα, κατά περίεργη παράδοση, εφρόντιζαν τα δυό ή τρία παιδιά, του ιδίου φύλου, να είναι πανομοιότυπα ντυμένα, ασχέτως εάν το ίδιο ρούχο δεν ταίριαζε στον κάθε τύπο παιδιού. Τα παιδιά, πάντοτε προπορεύοντο δυό-τρία βήματα και οι γονείς ακολουθούσαν αμίλητοι, σοβαροί-σοβαροί, το δε βλέμμα των… αστρίτης!!! Βλέπεις εκτός από τους μονήρεις και σοβαρούς, λόγω ηλικίας, ποδηλάτες που ήθελαν σώνει και καλά να κάνουν ποδηλατάδα στον μοναδικό, τότε ασφαλτοστρωμένο δρόμο της Κουζούντελης, είχαμε και την μουλαρία με τα νοικιασμένα ποδήλατα. Σύνηθες, λοιπόν, ήτο το θέαμα κάθε μούλου, εν’ όψει κορασίδων ή νεανίδων, να προβαίνη σε κάθε είδους καμώματα ισορροπίας και ακροβατισμού. Άλλως τε δεν ήτο δύσκολο να εξηγηθή, γιατί όλες οι σούδες κατά μήκος του δρόμου της Κουζούντελης «ήτανε χωμένες», αφού αυτό το φαινόμενο οφείλεττο στις άκαρπες επιδεικτικές προσπάθειες και λεονταρισμούς επί ποδηλάτου.

Όσο για τους ενηλίκους, οίτινες περιεφέροντο επί ποδηλάτου, τι να είπη κανείς! Κοστουμαρισμένοι, μαλλί καλο-γυαλισμένο από το πολύ μπριγιόλ και χωρίστρα που πήγαινε… γόνα! Με την απαραίτητη φουρκέττα, λίγο πιο πάνω από το δεξί «στραγάλι» του ποδιού, για να προφυλάσση το μπατζάκι του πανελονιού από το γάνωμα «τ’ς αλ’σιδός». Με τον αντίχειρα του χεριού κολλημένον συνέχεια στο πλήκτρο της καμπανέλλας, όπου κάθε λίγο και λιγάκι ντιν-νταν, για να μην περάση απαρατήρητη η παρουσία των. Τινές εξ’ αυτών, υπέρ το δέον μερακλήδες, εστόλιζαν τα ποδήλατά των (εκείνα τα βαρειά κι’ ατάραγα, μάρκας Μπίσμαρκ και Ράλεϋ) με πλήθος μικρών τριγωνικών σημαιών που έφεραν σε απεικόνηση τον θυρεό της αγαπημένης των ποδοσφαιρικής ομάδος. Και όταν, επιτέλους, εδέοντο να καθίσουν στο καφενείο (στου Πάπιου, στου Φατούρου, στου Πάλα) εφρόντιζαν να τα άχουν κοντά των, επειδή τότε υπήρχε το ευγενές χόμπυ κλοπής των δυναμό φωτισμού του ποδηλάτου. Α! Να μην ξεχάσω! Και τα λαστιχάκια από τις βαλβίδες σαμπρελλών. Όσο δε για την… τρόμπα, την έπαιρναν κοντά τους βάζοντάς την μάλιστα επάνω στο τραπεζάκι μαζί με τον καφέ ή την σουμάδα.

Βεβαίως, η όλη ατμόσφαιρα διανθίζετο και από το διαλάλημα των πλανοδίων μικροπωλητών και πάντα αναλόγως της εποχής, όπως λ.χ. η πώληση ξηρών καρπών, παγωτών ή ζαχαρωτών (για τα παιδιά) με προεξάρχοντα εκείνα των… αγλειφουντζών! Γενικώς, επειδή η Κυριακή, τότε, ήτο για όλους ανεξαιρέτως η μοναδική ημέρα αναπαύσεως άπαντες έσπευδαν να την αξιοποιήσουν αναλόγως των δυνατοτήτων που είχε ο κάθε ένας. Μιά απλή βόλτα στον ελαιώνα ήτο αρκετή για την βασανισμένη γυναικούλα του καντουνιού, που εύρισκε σ’ αυτήν την ευκαιρία να πάρη… λίγο ήλιο και να ξεμουδιάση, αφού αρκετές φορές ως και τα ψώνια ακόμα ήσαν μέσα στα καθήκοντα του συζύγου.

Με το που ήρχετο το σούρουπο, τα εξοχικά καφενεία άδειαζαν και αντιστρόφως ανάλογα, αύξαινε η κίνηση των αντιστοίχων καταστημάτων στην πλατεία και στην παραλία. Τα μονοπάτια περιπάτου ερήμωναν, ο κάμπος σκοτείνιαζε κι’ αν ήτο Μαγιάπριλο σε λίγο αποκτούσε φαντασμαγορική όψη από το αναβόσβημα των αμετρήτων… κωλοφωτιών (πυγολαμπίδων).

Συνεχίζεται

Διαβάστε το Α’ μέρος [ΕΔΩ]

1) Υπήρχαν αρκετοί ψαράδες οι οποίοι «νετέρνανε» τα παραγάδια των στον ψαροκαφενέ αντί στα σπίτια των.
2) Βλέπε: Νίκος Πανοθώμος, Ντίνος φίλιππας (Σημέτας), Χριστ. Λάζαρης κ.ά.
3) Η λήξη της συνεδριάσεως τελείωνε με το γενναίο κατάβρεγμα ακροατηρίου και δικαστικής Συνθέσεως, με πρωταγωνιστή τον φίλο Βασίλη Βρεττό, ο οποίος και μου μετέφερε λεπτομερώς τα συμβάντα της δίκης.
4) Σκωπτική αναφορά του ονόματος του στρατηγού Πέτρου Σουμίλα, του οποίου η προτομή απαντάται αριστερά της εισόδου στο Παλαιό τμήμα του Δημοτικού Κοιμητηρίου. Έτσι, για την μη γνωστοποίηση του θανάτου, τον οποίον αναζητά κάποιος, υπάρχει η απάντηση: Ά’ς’ τον’ αυτόνε! Τ’ κάν’ επιθεώρ’σ’ ο Σ’μίλας.

Προηγουμενο αρθρο
Τα Καινούργια στοιχεία για την Ιστορία της Φιλαρμονικής
Επομενο αρθρο
last year...

1 Σχόλιο

  1. DIMITRIOS
    14 Μαρτίου 2017 at 13:09 — Απάντηση

    ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ ΚΑΛΗ ΔΟΥΛΕΙΑ

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.