HomeΕΠΙ ΠΑΝΤΟΣ ΕΠΙΣΤΗΤΟΥΤο Βαρτζαμί

Το Βαρτζαμί

Κάτω από την ελιά του Αϊ-Γιαννιού…

Ο αμπελώνας ήταν κοντά στη θάλασσα. Μόνο μια φαρδιά λωρίδα παχιάς άμμου τον χώριζε απ’ αυτήν. Σκίνα, λυγαριές και βατσουνιές σχημάτιζαν ένα φυσικό τείχος και τον προστάτευαν από τις φουρτούνες του χειμώνα.Τα σταφύλια ήσαν κατάμαυρα κι ασήμιζαν ανάμεσα στα κληματόφυλλα… «Βαρτζαμί» με τ’ όνομα.

Μόλις τέλειωνε ο τρύγος, άρχιζε για μας τα παιδιά το πανηγύρι. Χωρίς τον φόβο του δραγάτη μπορούσαμε να μπούμε ελεύθερα στ’ αμπέλια, για το δικό μας τρύγο. Πάντοτε έμεναν μπόλικα μικροσκοπικά τσαμπιά «τ’ αποτρύδια» κι ανάμεσά τους, αποξεχασμένα, κανονικά σταφύλια.

1000

Τι ενθουσιασμός και χαρά ήταν εκείνη όταν ανακαλύπταμε μεγάλα τσαμπιά…. Αντηχούσε ο τόπος από τις φωνές μας. Τα σηκώναμε ψηλά, για να θαυμάσουν όλοι τα λάφυρά μας και χοροπηδώντας ανάμεσα στα κλήματα τα τοποθετούσαμε στο καλαθάκι μας. ‘Υστέρα, συνεχίζαμε το ψάξιμο με περισσότερο ενθουσιασμό και ένταση και οι κληματόβεργες θρασομανούσαν.

Αυτός ο τρύγος των παιδιών, κάθε χρόνο ήταν ο πιο συναρπαστικός. Η συγκομιδή ήταν πάντα πλούσια και η γιαγιά μου γελούσε σαν παιδί, όταν άδειαζε το καλάθι μου. Μέριαζε πρώτα τα μεγάλα τσαμπιά και τα καθάριζε προσεκτικά από τις παραγινωμένες ρόγες ‚ που έβαφαν βυσσινιά τα δάχτυλά της. Αυτά ήσαν τα φαγώσιμα.

Μετά έπλενε με πολλή προσοχή τ’ αποτρύδια, τα άφηνε να στεγνώσουν, τα έστυβε, μάζευε το χυμό με το βαθύ βυσσινί χρώμα, τον έβαζε στο μεγάλο πήλινο τσουκάλι και το τοποθετούσε στην πυροστιά της. Άναβε τη φωτιά, προσεχτικά στημένη από νωρίτερα, με τα προσανάμματα κάτω-κάτω, μετά τα ξεράδια και τα πελεκούδια από πάνω, ξάφριζε τον μούστο και τον καθάριζε με στάχτη.

1002

‘Όταν ο βρασμένος και κατακαθισμένος μούστος αβγάταινε, τότε άρχιζε η δημιουργική φάση. Χώριζε την ποσότητα για το πεκιμέζι και την ποσότητα για τη μουσταλευριά, που την έφτιαχνε πάντα με αλεύρι.

Κόχλαζε στη φωτιά βυσσινιά και μυρωδάτη κι οι περαστικοί μαζεύονταν γύρω από την υπαίθρια εστία της, κάτω από την ελιά του Αϊ-Γιαννιού και, μαγεμένοι από την τελετουργία των κινήσεών της, από τα ψιθυρίσματα των ξύλων που έκαιγε, από τις φθινοπωρινές μυρωδιές και τη μέθη του μούστου, περίμεναν να γίνει η μουσταλευριά.

Ο άνεμος, κουρνιασμένος στα λιόφυλλα πάνω από την εστία της, ακινητούσε. Μετά αναδευόταν διστακτικά και στο τέλος σηκωνόταν, έπαιρνε τη θεσπέσια μυρωδιά του μούστου με το αλεύρι και διέδιδε το μήνυμα Παντού: «Η Σόρα Κάτε φτιάχνει μουσταλευριάάά…»

1003

Γέμιζαν τα πεζούλια από γελαστά πρόσωπα, που σαν παιδιά περίμεναν το γλυκό της μάνας τους. Με τη ξύλινη κουτάλα της, φαγωμένη στην άκρη, γέμιζε τα μικρά ρηχά πιάτα και πασπάλιζε με κανέλλα και καβουρδισμένα καρύδια. Κρύωνε η μουσταλευριά πάνω στο χαμηλό τραπέζι κι οι άνθρωποι περίμεναν χωρίς βιασύνη.

Τους τρατάριζε έναν-έναν με το μικρό της χαμόγελο και τη γλυκιά της την κουβέντα. «Εξαίσια, όπως πάντα…», «Και του χρόνου…», «Καλό χειμώνα να ‘χουμε…», «Γεια στα χέρια σου…», «Να μας ζήσεις στοιχειό του Αϊ-Γιαννιού, να μας ζήσεις Σόρα Κάτε…», της έλεγαν.

Τότε δοκίμαζε κι εκείνη μια κουταλιά και μετά έδινε σε μένα τη μερίδα της. Άπλωνε ύστερα την υπόλοιπη μουσταλευριά σε τεψί για να στεγνώσει, χαράζοντας φελιά σε σχήμα ρόμβου, με το ασπρισμένο αμύγδαλο στη μέση, και στη συνέχεια την έλιαζε πάνω σε κληματόφυλλα. Η εξαιρετική αυτή λιχουδιά, «που δεν ήταν για χόρταση», όπως έλεγε, έμενε καλά φυλαγμένη για κάποια ιδιαίτερη στιγμή του χειμώνα.

1004

Ο υπόλοιπος όμως μούστος περίμενε. Η γιαγιά μου ξανάστηνε τα προσανάμματά της, τα πελεκούδια και τα κουτσουμπέλια της που «κρατούσανε το πυρ», κι άρχιζε την τελετουργία του πεκιμεζιού. Ανακάτευε με την ξύλινη κουτάλα της και κατά διαστήματα δοκίμαζε την πυκνότητα του υγρού. Σκούρο σαν βυσσινάδα, πυκνό, γλυκό και αρωματισμένο, το πολύτιμο αυτό υγρό, το φύλαγε σε μπουκάλια για τον χειμώνα.

‘Ήταν φάρμακο μαζί και λιχουδιά και υπόσχεση και προσδοκία. Με την πρώτη βροχή, έφτιαχνε τηγανόψωμα με προζύμι, που το διατηρούσε πάντα σ ένα πήλινο κεσεδάκι μέσα σε λάδι και ζεστά, καθώς τα έβγαζε από το τηγάνι, τα περιέλουζε μ’ αυτό και μας τα πρόσφερε, για να καλοδεχτούμε το χειμώνα με τις χάρες του, όπως έλεγε.

Σουρούπωνε όταν το πεκιμέζι γέμιζε τα μπουκάλια. Η νύχτα κατέβαινε απ’ το βουνό φορτωμένη αρώματα, Η θάλασσα γλυκανάσαινε κι ο άνεμος είχε από ώρα αναπαυτεί στην αγκαλιά των κυπαρισσιών.
——————————————————————————–
Το κείμενο περιλαμβάνεται στο βιβλίο Κωνσταντίνας Γεωργακάκη – Βρεττού: «Σόρα Κάτε» εκδόσεις «Στοχαστής», 2007.

Προηγουμενο αρθρο
Αυτά που χάθηκαν…
Επομενο αρθρο
Η ζωή του ιστορικού Σπύρου Λουκάτου, λαμπρός φάρος στην πορεία του λαϊκού κινήματος

1 Σχόλιο

  1. παϊσιος
    19 Σεπτεμβρίου 2014 at 08:14 — Απάντηση

    Αχ αυτή η μουσταλευριά όταν αφήνονταν στον ήλιο να στεγνώσει (κομμένη σε μικρά κομμάτια-φελιά) σε απρόσιτα σημεία του σπιτιού τι πειρασμός. Και τι δεν σκαρφιζόμαστε προκειμένου να την προσεγγίσουμε και να κλέψουμε ενα φελί (ένα για να μην το καταλάβει η γιαγιά-σεφ)

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.